ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 192

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 857/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Κωνσταντίνου Γαλιούνα και άλλων

Αιτητών,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 6.3.98

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τους αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Για της καθ΄ης η αίτηση: κ. Α. Βασιλειάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερ. 8.8.96 που τους γνωστοποιήθηκε με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για αναγνώριση της βιομηχανικής τους πείρας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Σχετικός είναι ο Καν. 5(1) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 185/92, που μετά την τροποποίηση του προνοεί ως ακολούθως:

"Σε εκπαιδευτές σχολείων μέσης τεχνικής εκπαίδευσης και καθηγητές μέσης γενικής εκπαίδευσης της ειδικότητας Σχεδιασμού και Τεχνολογίας παραχωρείται μία πλήρης προσαύξηση για καθένα από τα δύο πρώτα χρόνια τεχνικής πείρας, την οποία έχουν και μισή προσαύξηση για καθένα από τα υπόλοιπα χρόνια τέτοιας πείρας, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν μπορούν να παραχωρούνται περισσότερες από έξι συνολικά προσαυξήσεις:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."

 

Η καθ΄ης η αίτηση πρόβαλε προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση, γιατί η άρνηση αναγνώρισης της βιομηχανικής τους πείρας δεν έχει άμεση συνέπεια που να αντανακλά στην υπηρεσία τους στο παρόν αλλά μόνο ίσως στο μέλλον, εάν και εφόσον τέτοια πείρα απαιτείται για διορισμό η προαγωγή σε ορισμένη θέση. Όπως ορθά όμως εισηγείται ο συνήγορος των αιτητών, η αναγνώριση της πείρας αφορά και τις προσαυξήσεις και εφόσον οι αιτητές είναι ήδη διορισμένοι, το συμφέρον τους είναι ήδη ενεστώς. Αποδέχομαι τη θέση αυτή των αιτητών και κρίνω πως πράγματι υπάρχει εκ μέρους τους ενεστώς έννομο συμφέρον.

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.

Ένας από τους λόγους για ακύρωση που προβάλλουν οι αιτητές είναι ότι οι σχετικοί Κανονισμοί είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος νομοθετήματος, δηλαδή του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/69). Στηρίζουν την εισήγηση τους αυτή οι αιτητές στο ότι το άρθρο 76 του πιο πάνω Νόμου που εξουσιοδοτεί την έκδοση κανονισμών δεν προβλέπει να αναγνωρίζεται μόνο σε κάποια ομάδα καθηγητών η τεχνική πείρα.

Το άρθρο 76 δίδει εξουσία εκδόσεως κανονισμών "προς ρύθμισιν γενικώς παντός θέματος αφορώντος την επιτροπήν, την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς".

Εν όψει της γενικότητας της πιο πάνω πρόνοιας κρίνω ότι το επιχείρημα των αιτητών ότι οι κανονισμοί είναι ultra vires του Νόμου δεν ευσταθεί και το απορρίπτω.

Το βασικό επιχείρημα, που κατά την εισήγηση των αιτητών καθιστά την πράξη άκυρη, είναι ότι ο σχετικός κανονισμός καταλήγει σε μία άνιση μεταχείριση ατόμων όπως οι αιτητές σε σύγκριση με τις περιπτώσεις καθηγητών με ειδικότητα Σχεδιασμού και Τεχνολογίας, που οδηγεί σε παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Επί του θέματος αυτού σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Fekkas v. Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173, από την οποία παραθέτω εκτενές απόσπασμα από τις σελ. 182 - 184:

"Legislative provisions which make arbitrary or unreasonable differentiations, not justified by the intrinsic nature of things, contravene Article 28. In Mikrommatis and The Republic (2 R.S.C.C. 125) it was held that section 19 of the Income Tax Law, Cap. 323, a pre-Constitution enactment, was to a certain extent unconstitutional, as introducing a discrimination on the ground of sex contrary to Article 28, and had to be applied modified accordingly (under Article 188.4 of the Constitution). On the other hand, reasonable diferentiations were upheld, as not being contrary to Article 28, in the cases of Haros and the Republic (4 R.S.C.C. 39) and In re HjiKyriacos and Sons Ltd (5 R.S.C.C. 22).

We have, also, found useful guidance in relevant U.S.A. jurisprudence:

Mr. Justice Day in Southern Railway Company v. Green (216 US 400; 54 Law, ed. 536) has stated:

"While reasonable classification is permitted, without doing violence to the equal protection of the laws, such classification must be based upon some real and substantial distinction, bearing a reasonable and just relation to the things in respect to which such classification is imposed; and classification cannot be arbitrarily made without any substantial basis. Arbitrary selection, it has been said, cannot be justified by calling it classification".

Also, Chief Justice Taft, has said, inter alia, the following in Truax

v. Corrigan (257 US 312; 66 Law. ed. 254):

 

"In adjusting legislation to the need of the people of a state, the legislature has a wide discretion, and it may be fully conceded that perfect uniformity of treatment of all persons is neither practical nor desirable, that classification of persons is constantly necessary, and that questions of proper classification are not free from difficulty . . . . . . . . Classification is the most inveterate of our reasoning processes. We can scarcely think or speak without consciously or unconsciously exercising it. It must therefore obtain in and determine legislation; but it must regard real resemblances and real differences between things and persons, and class them in accordance with their pertinence to the purpose in hand".

In applying a constitutional provision, such as Article 28, a Court can only interfere with the validity of legislation if the legislative enactment concerned is clearly unreasonable or arbitrary; the Court cannot substitute its own discretion, in the place of the discretion of the Legislature, once there do exist circumstances which could reasonably lead to the distintiction or differentiation introduced by an enactment.

As Mr. Justice Brewer has put it in Bachtel v. Wilson (204 U.S. 36; 51 Law. ed. 357):

"In short, the selection, in order to become obnoxious to the 14th Amendment"-

of the U.S.A. Constitution which safeguards equal protection of the laws-

"must be arbitrary and unreasonable; not merely possibly, but clearly and actually so".

Further, in Metropolitan Casualty Insurance Company of New York v. Brownell (294 US 580; 79 Law. ed. 1070), Mr. Justice Stone has said, inter alia, the following:-

"The equal protection clause does not prohibit legislative classification and the imposition of statutory restraints on one class which are not imposed on another.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

It is a salutary principle of judicial decision, long emphasized and followed by this Court, that the burden of establishing the unconstitutionality of a statute rests on him who assails it, and that courts may not declare a legislative discrimination invalid unless, viewed in the light of facts made known or generally assumed, it is of such a character as to preclude the assumption that the classification rests upon some rational basis within the knowledge and experience of the legislators. A statutory discrimination will not be set aside as the denial of equal protection of the laws if any state of facts reasonably may be conceived to justify it".

H απόφαση αυτή υιοθετήθηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην Angelides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 774.

Στην παρούσα περίπτωση έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται άνιση μεταχείριση. Η αναγνώριση της πείρας σε ορισμένους και όχι σε άλλους, δεν παραβιάζει το άρθρο 28, γιατί τα πρόσωπα που επηρεάζονται ευνοϊκά ή όχι αντίστοιχα ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες. Η διάκριση δεν είναι αυθαίρετη και παράλογη αλλά δικαιολογείται εύλογα από το γεγονός ότι οι αιτητές ανήκουν σε άλλη κατηγορία καθηγητών απ΄εκείνη για την οποία έχει γίνει η πρόβλεψη για την αναγνώριση πείρας. Όπως αναφέρθηκε και στη Fekkas (ανωτέρω), είναι νομολογημένη αρχή ότι το βάρος απόδειξης αντισυνταγματικότητας νομοθετήματος ευρίσκεται στους ώμους εκείνου που την ισχυρίζεται και το Δικαστήριο δεν κηρύττει αντισυνταγματικό νομοθέτημα γι΄αυτό το λόγο εκτός αν είναι τέτοιου είδους η διάκριση που να αποκλείει ότι η διαφορετική κατάταξη ατόμων σε κατηγορίες βασίζεται σε κάποια λογική βάση εντός της γνώσης και πείρας του νομοθέτη.

Προβάλλουν επίσης οι αιτητές το επιχείρημα ότι η απόφαση είναι παντελώς αναιτιολόγητη. Η επίδικη απόφαση αναφέρει ως λόγο απόρριψης του αιτήματος των αιτητών το ότι η αναγνώριση τεχνικής πείρας "αναφέρεται μόνο στους εκπαιδευτές τεχνικής εκπαιδεύσεως και στους καθηγητές μέσης γενικής εκπαίδευσης της ειδικότητας Σχεδιασμού και Τεχνολογίας" και στο γεγονός ότι οι αιτητές " δεν εμπίπτουν σε καμμιά από τις δύο αυτές κατηγορίες". Η πιο πάνω, αποτελεί κατά την άποψη μου, πλήρη αιτιολογία που εξηγεί το λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημα και δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη αιτιολογία που θα μπορούσε να περιληφθεί στην απόφαση.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο