ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1021/96
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρo 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Κλεόπα Στυλιανού
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Γενικού Διευθυντή
Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων
Καθών η αίτηση
---------------
Ημερομηνία:
6 Μαρτίου, 1998Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους καθών η αίτηση: Α. Χριστοφόρου
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Θα ήταν πιο βολικό να αρχίσω με το ιστορικό. Ο αιτητής κατείχε μόνιμη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων 2ης τάξης (αμοιβόμενη κατά τη μισθολογική κλίμακα A2) από τον Ιούνιο του 1987 μέχρι την προαγωγή του σε Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας στις 17/10/94. Η τελευταία είναι θέση με ψηλότερη κλίμακα, την Α8-Α10. Το κυρίαρχο γεγονός της υπόθεσης είναι η απόσπαση του αιτητή, από 18/5/92, στον Κλάδο Ελέγχου Εναέριας Κυκλοφορίας, που έχει ως κέντρο της δραστηριότητας του τον Πύργο Ελέγχου του αερολιμένα Λάρνακας.
Η απόσπαση του αιτητή διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ύστερα από σύσταση της αρμόδιας αρχής (βλέπε επιστολή ερ. 7 στο διοικητικό φάκελο ημερ. 11/5/92). Ίσχυσε από την παραπάνω ημερομηνία μέχρι, τελικά, την προαγωγή του. Και έγινε με βάση το άρθρ. 47(1)(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το μέτρο σκοπό έχει την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1(α) της ένστασης της Δημοκρατίας, η τοποθέτηση του αιτητή έγινε για ενίσχυση των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας 2ης τάξης, επειδή αριθμός υπηρετούντων υπαλλήλων αποσπάστηκαν για να παρακολουθήσουν σειρά μαθημάτων στη Σχολή του Τμήματος. Η εκπαίδευση αυτή θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν τα απαιτούμενα προσόντα για να διεκδικήσουν προαγωγή στη θέση Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας 1ης τάξης.
Πρέπει να σημειωθεί (1) ότι ο αιτητής άσκησε τα ίδια καθήκοντα, με απόφαση της αρμόδιας αρχής, προτού μετατεθεί επίσημα. Συγκεκριμένα από 23/12/91 έως 8/1/92 και από 1/4/92 έως 15/5/92
. και (2) ο αιτητής είχε αποκτήσει τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα κατόπιν σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές του 1990, δηλαδή, από 16/10/89 μέχρι 19/1/90. Ας σημειωθεί ότι είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία για την απόκτηση της ειδικότητας αυτής και κατέβαλε προσωπικά τη δαπάνη. Γιαυτό και δεν έκαμε χρήση της υποτροφίας για την οποία είχε επιλεγεί στο αναμεταξύ.Κυβερνητικές υποτροφίες είχαν δοθεί και σε άλλα πρόσωπα, που κατείχαν θέση Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας από το 1993, αλλά πάνω σε έκτακτη βάση. Η προϋπηρεσία στη θέση, των πρωτοδιορισθέντων με τον αιτητή, προσμέτρησε, με βάση τη σχετική νομοθεσία, με αποτέλεσμα αυτοί να προσπορισθούν μισθολογικά πλεονεκτήματα. Ενώ η υπηρεσία του αιτητή, που ήταν μακρότερη, δεν υπολογίστηκε καθόλου, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας που έγινε στις 19/5/92 (ερ. 2) προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και η οποία κατέληγε ως εξής:
"Η διαφορά του μισθού του που θα προκύψει καλύπτεται από τις εξοικονομίσεις των 9 κενών θέσεων Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας που υπάρχουν στον τακτικό προϋπολογισμό του Τμήματος."
Θα μπορούσα να προσθέσω εδώ ότι δεν έγινε δεκτή ούτε μεταγενέστερη πρόταση του Τμήματος (ερ. 4), ημερ. 13/1/93, για υπεράριθμο διορισμό ή προαγωγή του αιτητή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 43 του ίδιου νόμου.
Ο δικηγόρος του αιτητή αποτάθηκε γραπτώς στον καθού η αίτηση στις 24/4/96 ζητώντας ουσιαστικά τη μισθολογική εξομοίωση του αιτητή με τους έκτακτους δημόσιους υπαλλήλους, που μονιμοποιήθηκαν, από την άποψη του υπολογισμού της προϋπηρεσίας του και ανάλογης μισθολογικής τοποθέτησης του. Πήρε όμως απορριπτική απάντηση στις 14/10/96 με την αιτιολογία ότι:
"....................με βάση τους ισχύοντες Κανονισμούς δεν υπάρχουν περιθώρια ικανοποίησης του αιτήματος του κ. Στυλιανού για αναγνώριση της υπηρεσίας του με απόσπαση στη θέση Ελεγκτή Ενάεριας Κυκλοφορίας για σκοπούς παραχώρησης πρόσθετων προσαυξήσεων."
Ακολούθησε η κατάθεση της κρινόμενης προσφυγής
.Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι από το συνδυασμό του άρθρ. 47(3) και του άρθρ. 43 του ν. 1/90 ο αιτητής έπρεπε να είχε προαχθεί ως υπεράριθμος. Το άρθρ. 43 προβλέπει για υπεράριθμους διορισμούς και προαγωγές, ενώ το 47(3) προβλέπει ότι:
"Ο χρόνος απόσπασης υπαλλήλου σε κενή θέση δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) θα λογίζεται ως υπηρεσία στη θέση αυτή για όλους τους σκοπούς του Νόμου αυτού."
Είναι κατά τη γνώμη μου ορθό το αντεπιχείρημα, που στηρίζεται στη διαπίστωση πως η απόσπαση, όντας εκτελεστή διοικητική πράξη, ήταν προσβλητή μέσα στη συνταγματική προθεσμία των 75 ημερών, ενέργεια που δεν έγινε από τον αιτητή. Έτσι δεν μπορεί τώρα να διενεργηθεί παρεμπίπτον έλεγχος κατά τη διερεύνηση της νομιμότητας της κρινόμενης διοικητικής πράξης.
Για τη διατύπωση των σχετικών αρχών παραπέμπω στις προσφ. αρ. 455/87 και 683/87 Ξενής Λάρκου και Ανδρέας Χριστοφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 11/4/89 (απόφαση Ολομέλειας).Ωστόσο το κύριο βάρος της εισήγησης του δικηγόρου του αιτητή έχει ως βάση και πλαίσιο την αρχή της ισότητας. Υποστήριξε ότι ο αιτητής υπέστη, υπό τις συνθήκες που έχω περιγράψει, άνιση μεταχείριση. Γιατί τόσον ο αιτητής όσον και οι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν αποσπαστεί στην ίδια θέση και πρόσφεραν την ίδια ακριβώς υπηρεσία. Για ενίσχυση των θέσεων του ο κ. Αγγελίδης επικαλέστηκε τη γενική διατύπωση της συνταγματικής αυτής αρχής στη Γνωμάτευση στην Αναφορά 2/89 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 29/8/89. Παρέπεμψε επίσης και στη Tsinontas v. Cyprus Land Development Corporation (1987) 3 C.L.R. 1766 και στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119.
Ο κ. Χριστοφόρου ανέφερε ότι η μισθοδοσία υπαλλήλων που προάγονται σε θέση στην οποία υπηρέτησαν με απόσπαση ή με έκτακτο διορισμό διέπεται από τους Καν. 8 έως 11 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95). Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον Καν. 10 που προβλέπει ότι:
".............................υπάλ ληλος που αποσπάται για εκτέλεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις παρ. (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994, συνεχίζει να παίρνει τη μισθοδοσία της θέσης του:
.............................."
Παρέχεται εντούτοις, με βάση την επιφύλαξη που ακολουθεί, εξουσία στον Υπουργό Οικονομικών να εγκρίνει επίδομα ή ειδική μισθοδοσία για τα καθήκοντα αυτά.
Είναι προτιμότερο να παραθέσω το επιχείρημα που αντικρούει τους ισχυρισμούς του αιτητή για άνιση μεταχείριση, όπως ακριβώς το ανέπτυξε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας:
"3.2 Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις Καν. 10 ορθά δεν δόθηκαν επιπρόσθετες προσαυξήσεις στον αιτητή. Τέτοιες προσαυξήσεις δόθηκαν στους έκτακτους συναδέλφους του σύμφωνα με τον Κανονισμό 11, αφού ο αιτητής επέλεξε τη σιγουριά του μόνιμου διορισμού σε χαμηλότερη θέση αντί την απασχόληση ως έκτακτου ή υπεράριθμου διορισμού.
3.3 Η προτίμησή του αυτή δίδει το διαχωρισμό του έναντι των εκτάκτων συναδέλφων του και θεραπεύει την ισχυριζόμενη εις βάρος του διάκριση. Όπως έχει νομολογηθεί το βάρος απόδειξης για δυσμενή διάκριση φέρει ο αιτητής. Περαιτέρω αναφέρω ότι ο αιτητής δεν θάπρεπε να τύχει της ίδιας μεταχείρισης ως οι έκτακτοι συνάδελφοι του αφού δεν ανήκε στην ίδια κατηγορία μαζί τους η δε διάκριση αυτή δικαιολογείται από τον πιο πάνω διαχωρισμό......"
Η ρύθμιση, με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικών περιπτώσεων, που συνιστούν ανόμοιες καταστάσεις δεν προσκρούει στην αρχή της ισότητας. Η στέρηση όμως ευεργετημάτων, που δε στηρίζεται σε αξιολογικά κριτήρια, δυνατό να οδηγεί σε άνιση μεταχείριση. Ένα σύντομο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 910 Γεώργιος Μαυρογένης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 21/6/91, διατυπώνει εναργέστερα την εμβέλεια του κανόνα:
"Η αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει ως λόγο την ομοιογένεια των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και, κατ' επέκταση, τον αποκλεισμό διακρίσεων μεταξύ ομοιογενών πραγμάτων και της εξίσωσης ανομοιογενών πραγμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, υπόθεση αρ. 107/90
Σε εσωτερικό σημείωμα, που είναι στο φάκελο, αναφέρεται ότι, αν ο αιτητής ήθελε να έχει την ίδια μεταχείριση, θα μπορούσε να παραιτηθεί και να φροντίσει να προσληφθεί με σύμβαση. Τόσον η άποψη αυτή όσον και η άποψη του κ. Χριστοφόρου, που παρέθεσα verbatim, προβάλλουν τη φύση των θέσεων σαν δικαιολόγηση της διάκρισης, αντιπαραβάλλοντας τη μόνιμη θέση, στην οποία ήταν ο αιτητής και την έκτακτη φύση της απασχόλησης των συναδέλφων του. Γιαυτό φαίνεται να προβλήθηκε και ο ισχυρισμός για προτίμηση του αιτητή να επιλέξει την ασφάλεια που του παρείχε η θέση που κατείχε.
Δεν είναι ρεαλιστική η παραπάνω άποψη, που συνεπαγόταν παραίτηση του αιτητή από τη θέση του. Στην πραγματικότητα δεν του προσφερόταν επιλογή. Στη χειρότερη περίπτωση θα ανέμενε ένας πως η κατοχή μόνιμης θέσης δε θα αποτελούσε μειονέκτημα απέναντι σε υπαλλήλους, που η φύση της εργοδότησης τους χαρακτηρίζεται από την προσωρινότητα. Και με ένα τέτοιο κριτήριο ακόμη δε θα ήταν εφικτή οποιαδήποτε θεμιτή διάκριση. Είναι η γνώμη μου ότι η επίδικη απόφαση αντίκειται στην αρχή της ισότητας διότι είχε οδηγήσει και οδηγεί εφεξής σε άνιση μεταχείριση υπαλλήλων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες υπηρεσιακής κατάστασης και προσφοράς υπηρεσιών. Όταν μάλιστα η προσφορά αυτή του αιτητή ήταν, ομολογουμένως, πολύ μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας.
Για το λόγο αυτό ακυρώνω την επίδικη απόφαση. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ