ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:-
Χαράλαμπου Ηλιάδη, από τη Λάρνακα
Αιτητή
και
1. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
2. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέως
Καθ΄ ων η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
27 Φεβρουαρίου, 1998
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον Αιτητή: Κος. Ν. Γιαπανάς.
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: Κα. Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή), που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 31/5/1996, με την οποία προήχθησαν στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α τα ενδιαφερόμενα μέρη Μαρία Νικολαίδου και Κυριακή Χριστοδούλου, αντί αυτού.
Η μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, είναι θέση προαγωγής.
Με επιστολή του ημερομηνίας 3/1/1996 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ζήτησε από την Επιτροπή την πλήρωση δύο κενών θέσεων. Ακολούθως η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων αφού πρώτα ακούσει τις απόψεις του προϊσταμένου του Τμήματος, στην προκείμενη περίπτωση, του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημοσίας Διοικήσεως και Προσωπικού (ο Διευθυντής). Στη συνεδρίαση της Επιτροπής της 28/3/1996 ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη και, στη συνέχεια, μετά που αυτός αποχώρησε, η Επιτροπή προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού εξέτασε όλα τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης των θέσεων και από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους εμπιστευτικών εκθέσεων των υποψηφίων και αφού, επίσης, έλαβε υπ΄ όψη τις συστάσεις του Διευθυντή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συστηθέντες υπερείχαν των άλλων υποψηφίων με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή ως τους πλέον κατάλληλους.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από το συνήγορο του αιτητή μπορούν να επικεντρωθούν στις θέσεις ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα των ενδιαφερομένων μερών, ότι οι συστάσεις του Διευθυντή πάσχουν διότι παραγνωρίζουν την αρχαιότητα και την αξία του αιτητή και ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
΄Εκδηλη Υπεροχή
Από τη μελέτη των προσωπικών φακέλων και των φακέλων εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών προκύπτουν τα ακόλουθα:-
(α) Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας, ο αιτητής διορίστηκε προσωρινά στη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης στις 2/5/1978 (ο τίτλος της θέσης αντικαταστάθηκε με τον τίτλο Διοικητικός Λειτουργός από την 1/1/1981). Από την 1/6/1983 διορίσθηκε στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού. Το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακή Χριστοδούλου διορίσθηκε στη προσωρινή θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης την 2/5/1978, και στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού την 1/8/1982. Το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Νικολαίδου διορίσθηκε στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης στις 2/5/1978.
Η ισχυριζόμενη υπεροχή του αιτητή αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας δεν είναι ορθή. Η υπηρεσία του με βάση σύμβαση απασχόλησης, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, δεν προσμετρά προς το σκοπό υπολογισμού της αρχαιότητας. Το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 49(1) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1990 έως 1997. Σύμφωνα με το άρθρο, για σκοπούς αρχαιότητας, η υπηρεσία του αιτητή αρχίζει στις 2/5/1978. Είναι αρχαιότερος των ενδιαφερομένων μερών απλώς και μόνον λόγω του ότι είναι μεγαλύτερος στην ηλικία. Η αρχαιότητα, όμως, δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο. Υπερισχύει μόνο όταν τα άλλα δύο κριτήρια (αξία, προσόντα) είναι ίσα, πράγμα που, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση (βλέπε, μεταξύ άλλων, Karageorghis v. Republic (1982) 3 C.L.R. 435, Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124, Τokkas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 361, Constantinou v. Republic (1983) 3 Α.Α.Δ. 136, Γεώργιος Λυώνας και άλλοι ν. Δημοκρατίας, [Υποθέσεις Αρ. 683/88, 703/88, 706/88, απόφαση Ολομέλειας ημερ. 14/6/1990, σελ. 6]).
(β) Αναφορικά με το στοιχείο της αξίας, ο αιτητής έχει την ακόλουθη βαθμολογία στις εμπιστευτικές του εκθέσεις. Για το 1989 δώδεκα "εξαίρετος", για το 1990 οκτώ "πολύ ικανοποιητικά", για το 1991 έξι "εξαίρετος" και δύο "πολύ ικανοποιητικά", και για τα έτη 1992, 1993, 1994 οκτώ "εξαίρετος". Το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακή Χριστοδούλου έχει δώδεκα "εξαίρετος" για το 1989, και σταθερά οκτώ "εξαίρετος" για τα έτη 1990 έως 1994. Το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Νικολαίδου έχει έντεκα "εξαίρετος" για το 1989, και σταθερά οκτώ "εξαίρετος" για τα έτη 1990 έως 1994.
΄Οπως έχω ήδη σημειώσει, τα ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν του ότι είχαν πρόδηλα καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις, παράλληλα είχαν υπέρ τους και τη σύσταση του Διευθυντή.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι από το 1983 έως το 1995 ασκούσε καθήκοντα Διοικητικού Λειτουργού Α ήταν ενώπιον της Επιτροπής και, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι περιήλθε σε γνώση της αν και τούτο δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Η άσκηση των καθηκόντων ψηλότερης θέσης, ακόμα και σε περίπτωση αναπληρωματικού διορισμού, δεν δίδει προβάδισμα ή πλεονέκτημα στον υποψήφιο που ασκεί αυτά τα καθήκοντα.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο για προαγωγή στη βάση της σύγκρισης του με άλλους δεν είναι υπόχρεη, για να δικαιολογήσει την απόφαση της, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός που επέλεξε υπερέχει έκδηλα των υπολοίπων. Ο αιτητής, όμως, που προσφεύγει στο Δικαστήριο, για να πετύχει στην προσφυγή του, πρέπει να αποδείξει "έκδηλη υπεροχή" έναντι των ενδιαφερομένων μερών γιατί τότε μόνο θεωρείται ότι η αρμόδια για τις προαγωγές αρχή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής εξουσίας που της παρέχει ο νόμος ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου με το δικαιολογητικό ότι υπήρξε υπέρβαση εξουσίας. Η φράση "έκδηλη υπεροχή" υποδηλοί ότι η υπεροχή του υποψηφίου πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από τη συνδυασμένη θεώρηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των όσων συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλα λόγια, η υπεροχή πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό και αναμφισβήτητο, που να εντυπωσιάζει κάποιο από την πρώτη ματιά (HadjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76).
΄Εχοντας υπ΄ όψη τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, ευρίσκω ότι ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, όχι μόνο έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών αλλά ούτε καν απλή υπεροχή.
Σύσταση του Διευθυντή
΄Εχω αναγνώσει με προσοχή τη σύσταση του Διευθυντή όπως περιέχεται στα πρακτικά της Επιτροπής της 28/3/1996, και ευρίσκω ότι δεν πάσχει κατά οποιοδήποτε τρόπο. Είναι εμπεριστατωμένη, επαρκώς αιτιολογημένη, και, ταυτόχρονα, συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων. Το γεγονός ότι ο Διευθυντής δεν αναφέρεται ειδικά σε κάθε ένα από τους υποψήφιους δεν έχει σημασία (Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη
) (1993) 3 Α.Α.Δ. 234).Αιτιολογία
Προβάλλεται, τέλος, η θέση ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων είναι απαραίτητη για να δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα του νομικού ελέγχου με τον οποίο είναι επιφορτισμένο. ΄Οπως παρατηρεί ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο βιβλίο του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" στη σελίδα 443:-
"Σημαντικό, στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο "ουσιώδη τύπο" αποτελεί η α ι τ ι ο λ ο γ ί α της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από τον νόμο ή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, από την φύση της πράξεως. Η αιτιολογία έχει θεμελιώδη σημασία για την διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, γιατί συχνά αυτή μόνη καθιστά τον
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτιολογία αποτελεί ένα σπουδαίο μ έ σ ο διεξαγωγής του δικαστικού ελέγχου προς διαπίστωση της τηρήσεως ή παραβάσεως του νόμου. Αποτελεί επομένως ένα ο υ σ ι ώ δη τ ύ π ο (επιβαλλόμενο ρητώς από τον νόμο ή από γενική αρχή του διοικητικού δικαίου) και όχι μια κατ΄ ουσίαν διάταξη του νόμου. Πράγματι η αιτιολογητέα, αλλά μη αιτιολογημένη διοικητική πράξη είναι ακυρωτέα, ανεξαρτήτως ουσιαστικής παραβάσεως του νόμου."
Αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ή που είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμα αιτιολογημένη και οδηγεί, αναπόφευκτα, στην ακύρωση της πράξης (βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71). Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη είναι ζήτημα πραγματικό που συναρτάται με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης. (
Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476.)Αφού μελέτησα, όχι μόνο το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή, αλλά και την απόφαση της Επιτροπής, όπως διατυπώνεται στα πρακτικά της 28/3/1996, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον έλεγχο της νομιμότητάς της. Η αιτιολογία είναι ικανοποιητική και συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων τα οποία και την συμπληρώνουν. Η επίδικη απόφαση είναι, πράγματι, δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη.
Εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων μου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΜΝ