ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 25/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Θεοδώρας Χριστόβα Νικόλοβα (Ανδρονίκου)

Αιτήτρ ιας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Εσωτερικών και/ή του

Λειτουργού Μεταναστεύσεως

Καθ'ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13 Ιανουαρίου, 1998.

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 18/3/1998

Για την αιτήτρια: Ν. Χ"Ιωάννου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με αίτηση ακύρωσης που καταχωρήθηκε χθες 11/1/1999 η αιτήτρια αξιώνει:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτηση της αιτήτριας για χορήγηση άδειας παραμονής της στην Κύπρο ως επισκέπτης που περιέχεται σε επιστολή τους ημερομηνίας 26/11/98 είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.".

Με μονομερή αίτηση της ίδιας ημερομηνίας που τέθηκε χθες ενώπιόν μου, επιδιώκεται η έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, είτε μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα που συνθέτουν το βάθρο της παρούσας περίπτωσης, σκιαγραφούνται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση. Είναι δε τα ακόλουθα: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Βουλγαρίας, είναι νυμφευμένη με τον Ανδρόνικο Ανδρονίκου, Κύπριο πολίτη και σύμφωνα με το αντίγραφο πιστοποιητικού γάμου που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 1, ο πολιτικός γάμος έγινε στην Βουλγαρία στην 16/7/98. Δεν αναφέρεται στην ένορκο δήλωση πότε επέστρεψαν στην Κύπρο μετά την τέλεση του γάμου, αλλά φαίνεται ότι οι σύζυγοι κατοικούσαν στην Κύπρο στην οδό Γερμανού Πατρών 15, στην Αγλαντζιά. Όπως αναφέρεται στην ένορκο δήλωση, από τα πρώτα στάδια του γάμου δημιουργήθηκαν προβλήματα μεταξύ του ζεύγους και ο σύζυγος κατάγγειλε στον Λειτουργό Μεταναστεύσεως ότι ο γάμος τους ήταν εικονικός, προφανώς για να πάρει άδεια εισόδου και παραμονής στην Κύπρο η αιτήτρια. Αναφέρεται στην ένορκη δήλωση ότι ο σύζυγος της είναι ναρκομανής.

Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η άδεια παραμονής της αιτήτριας είχε λήξει και ζήτησε στις 3/10/98 ανανέωση της άδειας παραμονής εντός της Δημοκρατίας. Αυτό προκύπτει από το Παράρτημα 5 στην προσφυγή η οποία αποτελεί την επίδικη απόφαση. Ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως με την επίδικη απόφαση αρνήθηκε την παραχώρηση άδειας παραμονής της αιτήτριας και την πληροφόρησε όπως αμέσως προβεί σε ενέργειες για την αναχώρηση της από την Κύπρο. Η αιτήτρια προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα από την αρμόδια Αρχή, ότι ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας βάσει του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Προβάλλει επίσης τους ισχυρισμούς ότι η απόφαση αποτελεί παράνομη επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή της αιτήτριας, εφόσον της στερεί το δικαίωμα και την ευκαιρία να ζήσει με το σύζυγό της στην Κύπρο. Επίσης, επικαλείται για σκοπούς ακυρότητας της επίδικης απόφασης ότι η τελευταία είναι αναιτιολόγητη, ότι υπήρξε πλάνη περί το νόμο, κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας και ότι παραβιάζει τα Άρθρα 15 και 22 του Συντάγματος.

Ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι ο ισχυρισμός περί του εικονικού του γάμου της είναι λανθασμένος, προς υποστήριξη δε του ισχυρισμού της αυτού, καταχώρησε ως Παραρτήματα 2, 3 και 4 βεβαίωση του Κοινοτάρχη ότι το ζεύγος διαμένει στην Γερμανού Πατρών 15 στην Αγλαντζιά, από 17/7/98, μέχρι 28/12/98, ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού, βεβαίωση επίσης των γονέων του αιτητή ότι οι σύζυγοι ζουν αρμονικά στην πιο πάνω οδό, ημερομηνίας 29/12/98 και επίσης δήλωση του ανδρογύνου ότι συζούν αρμονικά, ημερομηνίας 28/12/98. Προφανώς η αρμόδια αρχή δεν είχε ενώπιόν της αυτά τα πιστοποιητικά όταν εξέδιδε την επίδικη απόφαση.

Στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας υποστήριξε ότι ο γάμος δεν ήταν εικονικός και ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα το οποίο είναι και επείγον, διότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να απελαθεί η αιτήτρια από την Κύπρο. Αν δε απελαθεί, όπως ισχυρίζεται ο συνήγορος, θα στερηθεί του δικαιώματος της να ακουστεί και η προσφυγή θα καταστεί τελικά άνευ αντικειμένου.

Ακροθιγώς δε αναφέρθηκε στα Άρθρα του Συντάγματος 15 και 22, τα οποία αναφέρονται στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η οποία πρέπει να τυγχάνει σεβασμού και στο δικαίωμα της ελεύθερης σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας, αντίστοιχα.

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, εξηγούνται, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, στην απόφαση της Ολομέλειας στην Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233. Όπως αναφέρεται στις σελίδες 246-247:-

"Σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε η νομολογία μας - βλ. ενδεικτικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Moyo and Another v. Republic (ανωτέρω) - προσωρινά διατάγμα δυνάμει του Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (όπως ο Κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί), δύνανται να εκδοθούν στις εξής δύο περιπτώσεις:

(α) Όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία. ή

(β) Όπου καταφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημίας εφόσον σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη Διοίκηση οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία.".

Η έκδηλη παρανομία συνοψίστηκε (στη σελ. 240) ως

"..... εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.".

Δεν έχει λεχθεί τίποτε ενώπιόν μου, ούτε από τον ευπαίδευτο συνήγορο, ούτε όμως και από τα γεγονότα της υπόθεσης και από τους λόγους ακύρωσης που εγείρονται που να συνιστούν έκδηλη παρανομία. Αποτελούν όλα ζητήματα για τα οποία χρειάζεται δικαστική εξέταση προς διακρίβωση και αποτίμηση. Ως προς το ζήτημα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, τα όσα προτάθηκαν ως γεγονότα στην ένορκη δήλωση ή όσα λέχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο, δεν αποτελούν παρά μόνο δυσχέρειες που δεν κατατείνουν εγγενώς σε οτιδήποτε το ανεπανόρθωτο. Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι εάν απελαθεί θα στερηθεί του δικαιώματος της να ακουστεί κατά την εξέλιξη της προσφυγής, δεν συνιστά ανεπανόρθωτη βλάβη, ούτε η προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου. Σημειώνω ότι, σε σχέση με την προώθηση της προσφυγής, εάν προκύψει στην εξέλιξη ότι η παρουσία της αιτήτριας στην Κύπρο θα καταστεί αναγκαία, δυνατό τότε να κινήσει τον, προς αυτήν την κατεύθυνση, κατάλληλο μηχανισμό. Η αλλαγή των περιστάσεων θα μπορούσε λογικά να επιφέρει και αλλαγή στη ροή των πραγμάτων, ανάλογα με το πώς οι άνθρωποι θα αντικρύσουν τις όποιες δυσχέρειες. Δεν είναι όμως το ίδιο με την εκ προοιμίου διαπίστωση για ανεπανόρθωτη ζημιά. Στην Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (ανωτέρω), επισυνάφθηκαν τα εξής στη σελίδα 247:-

"Ως προς τις αναφερθείσες δυσχέρειες, αυτές πολύ απέχουν από ό,τι, κατά την αντίληψή μας, καλύπτει η έννοια της ανεπανόρθωτης ζημίας. Δεν υπάρχει μεταξύ των δύο ταυτοσημία.".

Καταλήγω συνεπώς ότι δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία, ούτε έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη, απαραίτητα στοιχεία για την έκδοση προσωρινού διατάγματος τέτοιας φύσης. Κατά συνέπεια, η παρούσα μονομερής αίτηση είναι κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητη και απορρίπτεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο