ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. υποθέσεις αρ. 101/96 και 203/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση αρ. 101/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Στέλιου Λοΐζου, από Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Δήμου Λεμεσού
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
Υπόθεση αρ. 203/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Γεωργίου Παύλου, από Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Δήμου Λεμεσού
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
30 Ιανουαρίου, 1998
Για τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 101/96 : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 203/96 : κα Χριστοφίδου για
Ηλία & Ηλία.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Στεφανή για
Π. Λ. Κακογιάννη.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις δύο αυτές συνενωμένες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση που ελήφθη ύστερα από επανεξέταση, με την οποία προήχθηκαν ή διορίστηκαν αναδρομικά τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Εσωτερικού Ελεγκτή και του τρίτου στη θέση Ανώτερου Λογιστικού Λειτουργού του Δήμου Λεμεσού.
Η επανεξέταση ήταν το αποτέλεσμα ακύρωσης προηγούμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 133/93 που είχε καταχωρήσει ο Στέλιος Λοΐζου, ένας από τους παρόντες αιτητές. Στην απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Λοΐζου παραγκωνίστηκε και δεν θεωρήθηκε υποψήφιος για την πλήρωση της υπό συζήτηση θέσης, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Η πράξη είχε επίσης προσβληθεί και από τον Γεώργιο Παύλου, αιτητή στην προσφυγή αρ. 203/96, η προσφυγή όμως απορρίφθηκε γιατί κρίθηκε ότι ο Παύλου δεν υπερτερούσε των ενδιαφερομένων μερών.
Η επανεξέταση έγινε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 2.8.1989, ημερομηνία λήψης της αρχικής ακυρωθείσας απόφασης. Το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι εφ΄ όσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν υπήρχαν, ούτε σχέδια υπηρεσίας, ούτε νομοθεσία που να ρυθμίζει τα θέματα πρόσληψης και προαγωγής, έπρεπε να αποφασίσει με βάση τις γενικές αρχές και τα κριτήρια που έχουν νομολογηθεί, δηλαδή τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων. Επειδή δεν υπήρχαν εκθέσεις αξιολόγησης των υπαλλήλων κρίθηκε ότι το κριτήριο αξία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί και έτσι λήφθηκαν υπ΄ όψη μόνο τα υπόλοιπα δύο κριτήρια, δηλαδή τα προσόντα και η αρχαιότητα.
Κατά τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων ο Δήμαρχος προέβη σε σχόλια για τους υποψήφιους. Δεκατρία από τα είκοσι δύο παρόντα μέλη του Συμβουλίου υιοθέτησαν τη γνώμη του Δημάρχου, ενώ εννιά άλλα είχαν διαφορετική άποψη.
Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές προβάλλουν τους ακόλουθους κοινούς ισχυρισμούς:
(α) Η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από τη δικαστική απόφαση στην προσφυγή αρ. 133/93,
(β) παράνομα το Δημοτικό Συμβούλιο δεν εξασφάλισε τις συστάσεις του προϊσταμένου, και
(γ) η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Περαιτέρω ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 203/96 Γεώργιος Παύλου ισχυρίζεται ότι διαθέτει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Σύμφωνα με τους αιτητές κατα την επανεξέταση παραβιάστηκε το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην προσφυγή αρ. 133/93, γιατί σύμφωνα με την απόφαση εκείνη, για την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων κατά τον ουσιώδη χρόνο ουσιαστικό κριτήριο ήταν τα προσόντα. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι στην παρούσα διαδικασία επιλογής φαίνεται ότι τα προσόντα υποβαθμίστηκαν γιατί οι καθ΄ων η αίτηση ακολούθησαν νέα μέθοδο και έλαβαν υπ΄ όψη νέα στοιχεία, εκτός του δεδικασμένου και των δεδομένων του ουσιώδους χρόνου. Κατά τους αιτητές, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση αρ. 133/93 το ουσιαστικό κριτήριο για την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων κατά την ακυρωθείσα διαδικασία ήταν τα προσόντα.
Η παραβίαση του δεδικασμένου από τους καθ΄ ων η αίτηση εντοπίζεται και στο γεγονός ότι η επίδικη απόφαση αναφέρεται σε "τοποθέτηση" των ενδιαφερομένων μερών, ενώ στην απόφαση του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η πράξη ήταν προαγωγή.
Ακόμα, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, το δεδικασμένο παραβιάστηκε γιατί δεν συντάχθηκαν σχέδια υπηρεσίας που αποτελούν το μέσο για την άρτια στελέχωση δημόσιας αρχής ή οργάνου, ούτε και κανονισμοί που να διέπουν τη διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων, όπως αποφασίστηκε από το Δικαστήριο.
Δεν συμφωνώ με τη θέση ότι η απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο που έπρεπε να ακολουθηθεί στην παρούσα υπόθεση. ΄Οπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1995) 3 A.A.Δ. 349, το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ΄ αρχή τη δικαστική κρίση επί της ουσίας εγειρόμενης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας (βλέπε επίσης Δημοκρατία και άλλοι ν. Ιερωνυμίδη
και άλλου, Α.Ε.1209 κ.α., ημερ. 10.7.1996).Το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 133/93 δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαπίστωση ως προς τα γεγονότα αναφορικά με το εγειρόμενο θέμα. Απλώς σημειώνει ότι δεν υπήρχαν σχέδια υπηρεσίας για τις επίδικες θέσεις και ότι, κατά τα φαινόμενα, το Δημοτικό Συμβούλιο εντυπωσιάστηκε από τα προσόντα των επιλεγέντων, στοιχείο που άσκησε αποφασιστική επίδραση στη λήψη της απόφασης. Επισημαίνει στη συνέχεια ότι το σχετικό πρακτικό της διαδικασίας που ακυρώθηκε αναφέρει ότι οι τρεις προαναφερθέντες υποψήφιοι υπερτερούν σε προσόντα των υπολοίπων δύο, κριτήριο στο οποίο το Συμβούλιο δίνει ιδιαίτερη έμφαση και βαρύτητα.
Είναι γνωστή η αρχή ότι όταν διορισμός ακυρώνεται το διορίζον όργανο κατά την επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης θα πρέπει να λάβει υπ΄ όψη το νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Δεν διαφωνώ με τις γενικές αρχές που αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών για τις συνέπειες της ακυρωτικής απόφασης. Η ακύρωση όμως της προσβληθείσας διοικητικής πράξης δεν επιβάλλει στη διοίκηση το καθήκον να ακολουθήσει την ίδια ακριβώς διαδικασία και να υιοθετήσει τα ίδια βήματα που ακολούθησε κατά την ακυρωθείσα διαδικασία.
Ο,τιδήποτε λέγεται σε απόφαση που ακυρώνει τη διαδικασία και συνεπώς καθιστά αναγκαία την επανεξέταση, δεν προϋποθέτει και τη δημιουργία δεδικασμένου. ΄Οπως είπαμε και πιο πάνω δεδικασμένο είναι μόνο η δικαστική κρίση επί της ουσίας της εγειρόμενης διαφοράς.
Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση του όρου "τοποθέτηση των ενδιαφερομένων μερών", παρά το γεγονός ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η πράξη ήταν προαγωγή. Δεν αποδίδω οποιαδήποτε σημασία στο επιχείρημα αυτό. Είναι φανερό από το όλο πνεύμα της πράξης ότι η θέση θεωρήθηκε θέση προαγωγής. Από το γεγονός και μόνο ότι το Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης έλαβε υπ΄ όψη σαν ένα από τα κριτήρια και την αρχαιότητα των υποψηφίων φαίνεται ότι η απόφασή του συνιστούσε απόφαση για προαγωγή και όχι τοποθέτηση ή διορισμό.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να συντάξουν σχέδια υπηρεσίας και κανονισμούς που να ρυθμίζουν τη διαδικασία διορισμών και προαγωγών συνιστά παραβίαση του δεδικασμένου. Στην απόφαση επισημαίνεται η παράλειψη του Δήμου Λεμεσού να κάμει χρήση των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 53, όπως αυτό τροποποιήθηκε, του περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν.111/85, για θέσπιση κανονισμών που να ρυθμίζουν τα θέματα προσωπικού. Το Δικαστήριο σχολιάζει στη συνέχεια ότι χωρίς θεσμικά μέτρα και ρυθμίσεις δεν μπορούν να ανεβούν ποιοτικά οι προσφερόμενες υπηρεσίες, ούτε να αξιοποιείται σωστά ο κάθε δημοτικός υπάλληλος.
Το πιο πάνω επιχείρημα των αιτητών δεν ευσταθεί. Αφού, όπως είναι γνωστό, κατά την επανεξέταση λαμβάνεται υπ΄ όψη το νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, δεν θα ήταν δυνατό κατά την επανεξέταση της υπόθεσης να ληφθούν υπ΄ όψη σχέδια υπηρεσίας που ετοιμάστηκαν μεταγενέστερα.
Η εξουσία του Δημοτικού Συμβουλίου να συντάσσει σχέδια υπηρεσίας και κανονισμούς είναι σύμφωνα με το άρθρο 53(1) και (2) του Νόμου αντίστοιχα, δυνητική και όχι υποχρεωτική. ΄Ομως δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω και εγώ ότι η έλλειψη σχεδίων υπηρεσίας και κανονισμών αποτελεί πηγή αμφισβήτησης και παρέχει περιθώρια αυθαιρεσίας. Δημόσιοι οργανισμοί με συλλογικά όργανα που προβαίνουν σε διορισμούς και προαγωγές δεν μπορούν να λειτουργούν πειστικά χωρίς τέτοιες ρυθμίσεις. Απαιτείται πλήρης διαφάνεια και σαφής καθορισμός των κριτηρίων με βάση τα οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Είναι η εισήγηση των αιτητών περαιτέρω ότι έστω κι΄ αν ο προϊστάμενος της υπηρεσίας ήταν νέος, το Συμβούλιο έπρεπε, πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, να ζητήσει τη σύστασή του. Ο προηγούμενος προϊστάμενος είχε αφυπηρετήσει και ο νέος προϊστάμενος ανέλαβε καθήκοντα μετά την αναδιάρθρωση. Ούτε με τη θέση αυτή συμφωνώ. Εφ΄ όσον δεν υπάρχουν κανονισμοί που να διέπουν τα θέματα διορισμών και προαγωγών, δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι απόψεις του νέου προϊσταμένου των υποψηφίων έπρεπε απαραιτήτως να ληφθούν. Η νομολογία που έχει διαμορφωθεί με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση (βλέπε σχετικά και την υπόθεση Γεώργιος Παύλου ν. Δήμου Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 82/93, ημερ. 19.11.1993
).Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο ότι ο αιτητής Στέλιος Λοΐζου υπερέχει καταφανώς σε προσόντα έναντι των ενδιαφερομένων μερών αφού κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στα Οικονομικά, ενώ ο Γεώργιος Παύλου είναι αρχαιότερος των ενδιαφερομένων μερών και κατέχει υπεύθυνη θέση (προϊστάμενος φόρου σκυβάλων) από την 1.1.1980. Αφού δεν υπάρχουν σχέδια υπηρεσίας δεν μπορούμε να δεκτούμε ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα συνιστά πρόσθετο προσόν. Κατ΄ ακολουθία δεν ισχύει ο κανόνας της αναγκαιότητας ειδικής αιτιολογίας πρόσθετου προσόντος ή πλεονέκτηματος. Στην αιτιολογία της απόφασης γίνεται
αναφορά στο πτυχίο του αιτητή. Θεωρώ την αιτιολογία, η οποία ας σημειωθεί καλύπτει αριθμό σελίδων, ως ικανοποιητική και συνεπώς το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.Ο αιτητής Γεώργιος Παύλου ισχυρίζεται ότι διαθέτει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Ομολογουμένως είναι προϊστάμενος του φόρου σκυβάλων από το 1980, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Πόλυς Μιχαηλίδης, γραφέας Α (Δημοτικό Ταμείο), από την 1.1.1979. Το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί τη θέση ότι ο αιτητής είναι αρχαιότερος σε υπεύθυνη θέση. Δεν φαίνεται δηλαδή ότι η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ήταν υπεύθυνη. Ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή δεν ευσταθεί γιατί εξέταση των στοιχείων δεν δικαιολογεί ένα τέτοιο συμπέρασμα. Πέραν όμως τούτου το Δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 82/93, ημερ
. 19.11.1993, που αφορούσε τον ίδιο αιτητή και το ίδιο θέμα και συνεπώς δημιουργεί δεδικασμένο, κατέληξε ότι ο αιτητής δεν υπερτερούσε των ενδιαφερομένων μερών. Τα πιο πάνω ισχύουν και για τους δύο αιτητές για τους οποίους βρίσκω ότι η αιτιολογία ήταν ικανοποιητική.Εν όψει όλων των πιο πάνω και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ