ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 3397

30 Δεκεμβρίου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 907/96)

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση τον Προϊσταμένου του Τμήματος — Όροι νομιμότητος — Ειδικά η απαίτηση για αιτιολογημένες συστάσεις — Ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Δέουσα έρευνα πριν την έκδοσή της — Προαπαιτούμενο του κύρους της πράξης — Περιστάσεις διεξαγωγής της δέουσας έρευνας στην κριθείσα περίπτωση προαγωγής δημοσίου υπαλλήλου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Το προσόν γνώσεως ξένης γλώσσας — Περιστάσεις νομιμότητας της διαπίστωσης της κατοχής του στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Ακυρωτικός έλεγχος —Αρχές ακυρωτικού ελέγχου προαγωγών — Δεν παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους σε Λειτουργό Κρατικών Αγορών και Προμηθειών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Τυγχάνει εξεταστέο το τί πρέπει να περιέχει μια σύσταση για να θεωρείται ότι ανταποκρίνεται προς την ανάγκη για "αιτιολογημένες συστάσεις" εντός της έννοιας του Άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90.

Θεωρείται ότι το ερώτημα "κατά πόσο οι συστάσεις του Διευθυντή είναι αιτιολογημένες" πρέπει να απαντηθεί με βάση τις αρχές που απαντάται το ερώτημα κατά πόσο μια διοικητική πράξη ή απόφαση είναι αιτιολογημένη.

Και προβάλλουν τα πιο κάτω ερωτήματα:

(α) Η σύσταση παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της;

(β) Είναι η αιτιολογία της σύστασης ειδική και επαρκής και ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου;

(γ) Το συμπέρασμα που διατυπούται στη σύσταση είναι προϊόν της εκτίμησης υπό του αρμοδίου οργάνου - του Διευθυντή -των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων;

Εξέταση του περιεχομένου της σύστασης αποκαλύπτει ότι παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Δίδει με πολύ εξειδικευμένο τρόπο τους λόγους της προτίμησης του Διευθυντή. Ο Διευθυντής με τρόπο ειδικό και επαρκή λέγει γιατί η προτίμησή του στρέφεται προς το ενδιαφερόμενο μέρος και η σύσταση του δεν είναι ασύμφωνη προς τα στοιχεία του φακέλου.

Αναφορικά με την εισήγηση η οποία σχετίζεται με την προσωπική γνώση του Διευθυντή, είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της σύστασης ότι ο Διευθυντής δεν έχει απλώς κάμει αναφορά στην προσωπική γνώση χωρίς οτιδήποτε άλλο. Έχει εξειδικεύσει το τί έχει προκύψει μέσα από την προσωπική του γνώση. Έχει προκύψει η γνώση του Διευθυντή για την εργασία των υποψηφίων και για τις ικανότητές τους να αναλάβουν την ανώτερη θέση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο στη σχετική δήλωση του Διευθυντή.

2. Είναι νομολογημένο ότι η Ε.Δ.Υ. βαρύνεται με την υποχρέωση διεξαγωγής μιας εύλογα επαρκούς έρευνας για να διαπιστώσει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με τους υποψηφίους. Παράλειψη διεξαγωγής τέτοιας έρευνας ισοδυναμεί με πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Είναι επίσης νομολογημένο πως η διαπίστωση της κατοχής ή μη των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί ευθύνη και ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ.. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν επεμβαίνει και δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία αν η ερμηνεία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη.

Στην κρινόμενη υπόθεση η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιόν της και έλαβε υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης και από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Έλαβε, επίσης, υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς την αρχαιότητά τους, και τη σύσταση του Διευθυντή. Σε σχέση με την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της σχετικής δήλωσης του Διευθυντή, και έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Σύμφωνα με τη δήλωση του Διευθυντή όλοι οι υποψήφιοι υπηρετούν "από πολύ παλιά, από την εποχή που η όλη εργασία στο Τμήμα διεκπεραιωνόταν στην Αγγλική γλώσσα και ότι, επίσης, έχουν επιτύχει σε εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα (G.C.E., L.C.C.I. κ.ά.)".

Λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης. Θεωρείται ότι η εξέταση και λήψη υπόψη των πιο πάνω στοιχείων ισοδυναμεί με την εύλογα επαρκή έρευνα η οποία απαιτείται από τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Περαιτέρω και σε σχέση με την κατοχή του προσόντος της Αγγλικής γλώσσας κρίνεται ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη με βάση το ενώπιόν της υλικό.

3. Τελικά, η επίδικη απόφαση πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Έχει νομολογηθεί ότι οσάκις η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισής του με άλλους, η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν είναι ανάγκη να καταλήξει ότι υπερέχει έκδηλα των άλλων. Από την άλλη το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει για να παραμερίσει την απόφαση σε σχέση με μια τέτοια επιλογή εκτός εάν ικανοποιηθεί από τον αιτητή σε μια προσφυγή ότι ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί μόνο σε μια τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει επομένως ενεργήσει "καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας".

Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου.

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή. Όπως έχει νομολογηθεί η φράση "έκδηλη υπεροχή" σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά.

Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη.

4. Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος βρίσκοντο στη ίδια περίπου μοίρα σε σχέση με τα κριτήρια των προσόντων και της αξίας, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις. Πρόσθετα το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και την αρχαιότητα. Ακολουθεί πως ο αιτητής όχι μόνο δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε και απλή υπεροχή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 A.A.Δ. 267,

Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά (1996) 3 Α.Α.Δ. 244,

Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,

Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498,

Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75,

Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,

Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 212,

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 675,

Frangides and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90,

Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,

Marathevtou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1088,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74,

Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731,

Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360,

Χ" Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76,

Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία προήχθηκε στη θέση Λειτουργού Κρατικών Αγορών και Προμηθειών το ενδιαφερόμενο μέρος αντί ο αιτητής.

Γ. Μηχανικός, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ανώτερος Αποθηκάριος στο Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών ("το Τμήμα"). Ήταν υποψήφιος για τη θέση ("η επίδικη θέση") του Λειτουργού Κρατικών Αγορών και Προμηθειών, στο Τμήμα. Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Με απόφαση της, ημερ. 22.7.96, ("η επίδικη απόφαση") η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ("η Ε.ΔΥ."), αποφάσισε την προαγωγή του Κύπρου Δαλίτη ("το Ε.Μ.") στην επίδικη θέση. Η παρούσα προσφυγή του αιτητή στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ήταν η σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος. Έχει δεχθεί τα πυρά του επειδή - κυρίως - πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Παρίσταται, λοιπόν, αναγκαία η παράθεση της:

"Όλοι οι, υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα, μεταξύ των οποίων και την απαιτούμενη, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Αυτοί υπηρετούν στο Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών από πολύ παλιά, από την εποχή που η όλη εργασία στο Τμήμα διεκπεραιωνόταν στην Αγγλική γλώσσα. Σημειώνω επίσης ότι αυτοί έχουν πετύχει σε εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα (G.C.E., L.C.C.I. κ.α.).

Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους, γνωρίζω την εργασία τους καθώς επίσης και τις ικανότητες τους να αναλάβουν την ανώτερη θέση.

Με βάση τα πιο πάνω, καθώς και τα τρία καθιερωμένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - στο σύνολό τους, συστήνω για προαγωγή τον υποψήφιο Δαλίτη Κύπρο.

Ο Δαλίτης είναι ένας ικανότατος υπάλληλος που αποπερατώνει κάθε εργασία που του ανατίθεται με επιτυχία. Είναι υπεύθυνος των αποθηκών του Τμήματος Γεωργίας και είναι υπάλληλος που τον χαρακτηρίζει η εργατικότητα και η φιλοτιμία.

Ο υποψήφιος που συστήνω είναι ο αρχαιότερος μεταξύ όλων των υποψηφίων, αλλά και αυτός με την εκτενέστερη πείρα αφού υπηρετεί στο Τμήμα από το 1957, η δε ποικιλία και οι εμπειρίες που απέκτησε θα το βοηθήσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αν προαχθεί στην ανώτερη θέση. Σε αξία δε, κατά τα τελευταία τρία έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί ουδενός."

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έχει κάμει ρητή αναφορά στο μέρος της σύστασης του Διευθυντή το οποίο αναφέρεται στην προσωπική γνώση του. Υποστήριξε ότι η "προσωπική γνώση" που επικαλείται ο Διευθυντής "είναι ένα εντελώς άγνωστο και ανακριβές στοιχείο καθότι ο Διευθυντής δεν είχε ή δεν ηδύνατο να έχει επαρκή και/ή καθόλου γνώση του τρόπου παροχής υπηρεσιών και της εργασίας του αιτητή". Η σύσταση του Διευθυντή πρέπει "κατά ρητή απαίτηση του Νόμου να είναι αιτιολογημένη. Η επίκληση της προσωπικής γνώσης δεν αποτελεί, ως στοιχείο, άγνωστο, αιτιολογία".

Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας μας ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 A.A.Δ. 267, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά (1996) 3 A.A.Δ. 244, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 485, Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 A.A.Δ. 422). Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από Λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Περαιτέρω ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 και Ψωμά, πιό πάνω).

Ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης (Βλ. Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 A.A.Δ. 387, 399). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω σελ. 399 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 75). Η Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,454). Οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει, σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόνοια, να είναι αιτιολογημένες (Βλ. άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω).

Και εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι επίδικες συστάσεις ικανοποιούν την πιο πάνω νομοθετική απαίτηση.

Τυγχάνει εξεταστέο το τί πρέπει να περιέχει μια σύσταση για να θεωρείται ότι ανταποκρίνεται προς την ανάγκη για "αιτιολογημένες συστάσεις" εντός της έννοιας του άρθρου 35(4) του Νόμου. 1/90.

Θεωρώ ότι το ερώτημα "κατά πόσο οι συστάσεις του Διευθυντή είναι αιτιολογημένες" πρέπει να απαντηθεί με βάση τις αρχές που απαντάται το ερώτημα κατά πόσο μια διοικητική πράξη ή απόφαση είναι αιτιολογημένη. Θα παραθέσω στη συνέχεια αυτές τις αρχές:

Αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 287).

Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 67).

Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (Απόφαση Στ.Ε.136/31).

Είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο (Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 133, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 A.A.Δ. 212 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1980) 3 A.A.Δ. 675).

Και προβάλλουν τα πιο κάτω ερωτήματα:

(α) Η σύσταση παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία και τη διακρίβωση της νομιμότητάς της;

(β) Είναι η αιτιολογία της σύστασης ειδική και επαρκής και ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου;

(γ) Το συμπέρασμα που διατυπούται στη σύσταση είναι προϊόν της εκτίμησης υπό του αρμοδίου οργάνου - του Διευθυντή -των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων;

Εξέταση του περιεχομένου της σύστασης αποκαλύπτει ότι παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Δίδει με πολύ εξειδικευμένο τρόπο τους λόγους της προτίμησης του Διευθυντή. Ο Διευθυντής με τρόπο ειδικό και επαρκή λέγει γιατί η προτίμηση του στρέφεται προς το ενδιαφερόμενο μέρος και η σύσταση του δεν είναι ασύμφωνη προς τα στοιχεία του φακέλου.

Αναφορικά με την εισήγηση η οποία σχετίζεται με την προσωπική γνώση του Διευθυντή είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της σύστασης ότι ο Διευθυντής δεν έχει απλώς κάμει αναφορά στην προσωπική γνώση χωρίς οτιδήποτε άλλο. Έχει εξειδικεύσει το τί έχει προκύψει μέσα από την προσωπική του γνώση. Έχει προκύψει η γνώση του Διευθυντή για την εργασία των υποψηφίων και για τις ικανότητες τους να αναλάβουν την ανώτερη θέση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο στη σχετική δήλωση του Διευθυντή. Η σύσταση του ικανοποιεί πλήρως την ανάγκη για αιτιολογία και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.

Ήταν επίσης η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου  του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας. Η Ε.Δ.Υ. έχει παραγνωρίσει, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, αντικειμενικά στοιχεία για την αξία και την πείρα του αιτητή "που θα την οδηγούσαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής υπερέχει σε αξία, προσόντα και πείρα του Ε.Μ.". Είχε υποχρέωση και καθήκον να προβεί στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει αν πράγματι οι υποψήφιοι κατείχαν την πιο πάνω αξία, προσόντα και πείρα. Ειδικώτερα η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να ερευνήσει κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Δέουσα έρευνα.

Είναι νομολογημένο ότι η Ε.Δ.Υ. βαρύνεται με την υποχρέωση διεξαγωγής μιας εύλογα επαρκούς έρευνας για να διαπιστώσει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με τους υποψηφίους. Παράλειψη διεξαγωγής τέτοιας έρευνας ισοδυναμεί με πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλ. Frangides and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90).

Είναι επίσης νομολογημένο πως η διαπίστωση της κατοχής ή μη των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί ευθύνη και ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ.. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν επεμβαίνει και δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία αν η ερμηνεία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη (Βλ. Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 391, Marathevtou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1088, 1093).

Στην κρινόμενη υπόθεση η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της και έλαβε υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης και από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Έλαβε, επίσης, υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς την αρχαιότητα τους, και τη σύσταση του Διευθυντή. Σε σχέση με την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα ενώπιον της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της σχετικής δήλωσης του Διευθυντή, και έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Σύμφωνα με τη δήλωση του Διευθυντή όλοι οι υποψήφιοι υπηρετούν "από πολύ παλιά, από την εποχή που η όλη εργασία στο Τμήμα διεκπεραιωνόταν στην Αγγλική γλώσσα και ότι, επίσης, έχουν επιτύχει σε εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα (G.C.E., L.C.C.I. κ.α.)".

Λαμβάνω υπόψη τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης. Θεωρώ ότι η εξέταση και λήψη υπόψη των πιο πάνω στοιχείων ισοδυναμεί με την εύλογα επαρκή έρευνα η οποία απαιτείται από τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Περαιτέρω και σε σχέση με την κατοχή του προσόντος της Αγγλικής γλώσσας κρίνω ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη με βάση το ενώπιον της υλικό. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

Αιτιολογία.

Έχω παραθέσει πιο πάνω τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ.. Ένα από αυτά ήταν και η σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Διευθυντής. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε, επίσης, ότι το Ε.Μ. είναι ο "αρχαιότερος μεταξύ των υποψηφίων, με την εκτενέστερη μάλιστα πείρα στο Τμήμα" και ότι "με έμφαση τα τελευταία τρία έτη στα οποία αποδίδεται βαρύτητα, υπερέχει ή έχει την ίδια αξία με τους υπόλοιπους υποψηφίους. Περιπλέον έχει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή".

Έχει γίνει αναφορά πιο πάνω (Βλ. σελ. 3-4) στις αρχές που διέπουν τη δέουσα αιτιολογία. Κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί πλήρως την ανάγκη για δέουσα αιτιολογία. Περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.

Τελικά, η επίδικη απόφαση πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Έχει νομολογηθεί ότι οσάκις η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους, η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν είναι ανάγκη να καταλήξει ότι υπερέχει έκδηλα των άλλων. Από την άλλη το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει για να παραμερίσει την απόφαση σε σχέση με μια τέτοια επιλογή εκτός εάν ικανοποιηθεί από τον αιτητή σε μια προσφυγή ότι ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί μόνο σε μια τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει επομένως ενεργήσει "καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας". (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85, απόφαση Ολομέλειας).

Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 741).

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (Αλεξάνδρου v. K.O.T. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). Όπως έχει νομολογηθεί η φράση "έκδηλη υπεροχή" σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Χ" Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78).

Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253 και Πετρίδη (πιο πάνω), σελ. 742).

Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος βρίσκοντο στη ίδια περίπου μοίρα σε σχέση με τα κριτήρια των προσόντων και της αξίας, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις. Πρόσθετα το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και την αρχαιότητα. Ακολουθεί πως ο αιτητής όχι μόνο δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε και απλή υπεροχή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300.-

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο