ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 3226

18 Δεκεμβρίου, 1997

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΡΓΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 951/95, 952/95)

Εκπαιδευτική Υπηρεσία — Θέση Πρώτον Λειτουργού Εκπαιδεύσεως — Διαδικασία επιλογής — Υπηρεσιακές εκθέσεις — Καθεστώς συνεκτίμησης των εκθέσεων του μη διδακτικού προσωπικού — Νόμος 78(Ι)/95 σε αντιδιαστολή προς το Νόμο 26(Ι)/95.

Διοικητικό Δίκαιο — Διορισμοί και προαγωγές—Προσόντα — Η διαπίστωση της κατοχής τους είναι θέμα πραγματικό αναγόμενο στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου — Όρια δικαστικού ελέγχου.

Διοικητικό Δίκαιο — Διορισμοί και προαγωγές — Προσωπικές συνεντεύξεις — Βαρύτητα — Ιδιαίτερη η σημασία τους επί πληρώσεως υψηλών θέσεων.

Διοικητικό Δίκαιο — Προαγωγές — Κριτήρια — Τα καθήκοντα που υπηρεσιακώς ανατίθενται σε υποψήφιο προς προαγωγή υπάλληλο δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο υπέρ ή κατά της προαγωγής του.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί —Διορισμοί και προαγωγές — Προσωπική συνέντευξη — Η αξιολόγηση των υποψηφίων και από το Διευθυντή κατά τη συνέντευξη είναι μόνο συμβουλευτικής αξίας — Δεν δημιουργεί υποχρέωση αιτιολόγησης της διαφορετικής αξιολόγησης εκ μέρους της Ε.Ε. Υ.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται από τον αιτητή είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 5(11)(α) του Περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Νόμος 78(Ι)/95).

Η θέση αυτή δε βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Ο Νόμος 78(Ι)/95 θεσπίστηκε εν όψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 504, με σκοπό να θεραπευθεί η παρανομία που δημιουργήθηκε από την τακτική που υιοθέτησαν οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς την αξιολόγηση των δασκάλων, αποφασίζοντας, χωρίς να έχουν τέτοια ευχέρεια, την υιοθέτηση πλαισίων εφαρμογής των Περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 με αποτέλεσμα να μην αξιολογούν τους δασκάλους με βαθμό πέραν του 36 παρ' όλον που τα στοιχεία αξιολόγησης στις ειδικές εκθέσεις, σύμφωνα με τον Κανονισμό 27 είναι τέσσερα και επομένως, η συνολική βαθμολογία θα μπορούσε να ανέλθει στο 40 αφού, σύμφωνα με τον Κανονισμό 28, καθορίζεται δεσμίως ότι η αξιολόγηση γίνεται "επί τη βάσει αριθμητικής βαθμολογίας επί κλίμακος ένα έως δέκα αποκλειομένων των κλασματικών ή δεκαδικών αριθμών.". Η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της 18/9/1995, "Σε σχέση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις έχει υπόψη της . (γ) τις διατάξεις του Άρθρου 5(11)(α)(ii) του Περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (75(Ι)/95)". Δεν παρέστη όμως ανάγκη να εφαρμόσει το Νόμο αυτό αφού δεν υπήρχαν υποψήφιοι, δάσκαλοι, των οποίων οι εκθέσεις να επηρεάστηκαν από την παράνομη απόφαση των επιθεωρητών. Όλοι οι ενώπιόν της υποψήφιοι ήσαν μη διδακτικό προσωπικό.

Επομένως, ορθά η Επιτροπή, όπως και πάλιν αναφέρεται στα πρακτικά της 18/9/1995, έλαβε υπόψη και εφάρμοσε τις διατάξεις του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 (Νόμος 26(Ι)/95), δεχόμενη τη θέση ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις για το μη διδακτικό προσωπικό που συντάχθηκαν μετά την 1/1/1994 μπορούσαν, λόγω της αναδρομικότητας που δόθηκε στο νέο Άρθρο 36Α, να ληφθούν υπόψη εφ' όσον είχαν εφαρμοσθεί πιστά οι διατάξεις του ιδίου άρθρου, πράγμα που συνέβαινε στην περίπτωση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων για τα έτη 1993 και 1994.

2. Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι το κατά πόσον ένας υποψήφιος κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από τα Σχέδια Υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του αρμόδιου διοικητικού οργάνου που διορίζει ή προάγειτο δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίνει το αρμόδιο όργανο εφ' όσον αυτή είναι εύλογα επιτρεπτή και δεν υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής εξουσίας.

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το ένα ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα για τη θέση ήταν εύλογα επιτρεπτή και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.

3. Σύμφωνα με το νόμο, η απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους. Η απόδοση αυτή, εφ' όσον πρόκειται για ψηλές θέσεις, όπως είναι η θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, έχει, σύμφωνα με τη νομολογία, ιδιαίτερη σημασία.

Ο αιτητής πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η κρίση της Επιτροπής στηρίχθηκε ουσιαστικά μόνο πάνω σε ένα και μοναδικό κριτήριο, το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά της Επιτροπής. Αντίθετα, προκύπτει ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη ελήφθη υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους όπως ακριβώς απαιτεί ο νόμος.

Επομένως, είναι φανερό ότι η Επιτροπή δεν απέδωσε περισσότερη από τη δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές συνεντεύξεις ούτε τις θεώρησε ως ξεχωριστό κριτήριο ή το αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών αντί του αιτητή. Τους απέδωσε απλώς τη βαρύτητα που υποδεικνύεται από το νόμο όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία.

4. Η νομολογία σταθερά ορίζει ότι οι διεκδικήσεις υπαλλήλου για προαγωγή δεν μπορεί να επηρεαστούν δυσμενώς από το γεγονός ότι ο κύκλος των καθηκόντων που του ανετίθεντο, μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας του, ήταν περιορισμένος και τούτο διότι, τυχόν αντίθετη θέση, θα απέληγε στη θυματοποίησή του για λόγους ανεξάρτητους από την ετοιμότητά του να εκτελέσει κάθε πτυχή των καθηκόντων της θέσης που κατέχει ενώ, ταυτόχρονα, θα άφηνε στη διακριτική ευχέρεια του προϊσταμένου την παροχή της πρέπουσας ευκαιρίας στους υφισταμένους να αποκτήσουν τις κατάλληλες εμπειρίες για προαγωγή, γεγονός που θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας.

5. Αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη, ο νόμος δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την τυχόν διαφορετική αξιολόγησή της από εκείνη του Διευθυντή του οποίου, άλλωστε, η παρουσία στη συνέντευξη δεν είναι επιτακτική από το νόμο η δε γνώμη του έχει καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, δεν εγείρεται ζήτημα ελλειπούς αιτιολογίας στο σημείο αυτό.

Το άλλο σκέλος του ισχυρισμού περί ελλείψεως αιτιολογίας αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής στο σύνολό της. Η αιτιολογία βάλλεται ως ασαφής και αόριστη και ως μη προσδιορίζουσα τους λόγους για την επιλογή που έγινε χωρίς, ταυτόχρονα, να δικαιολογείται από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με αυτή τη θέση. Θεωρεί ότι η ίδια η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού εκτίθενται σ' αυτή οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και, εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο των φακέλων.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504,

Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61,

Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,

Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 A.A.Δ. 128,

Τρυφωνίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2501,

Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1991) 3 A.A.Δ. 130,

Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708,

Χατζηλούκα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 540,

Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60,

Frangoullides and Another v. P.S.C. (1985) 3(C) C.L.R. 1680,

Δημοκρατία v. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540,

Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 449.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στην θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση αντί των αιτητών.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.

Ελ. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο των προσφυγών, που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου, είναι η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία προήχθηκαν στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση, στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, από τις 20/9/1995, ο Ανδρέας Λοϊζίδης και ο Μιχαήλ Σταυρίδης, αντί του αιτητή.

Η θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Μετά που δημοσιεύθηκαν τρεις θέσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και υποβλήθηκαν αιτήσεις από αριθμό εκπαιδευτικών, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη, η οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού πρώτα κάλεσε και δέχθηκε όλους τους προσοντούχους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη, υπέβαλε την έκθεσή της προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας χαρακτηρίζοντας ως "εξαίρετους" τόσο τον αιτητή όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Στις 23/8/1995 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, μεταξύ άλλων υποψηφίων, κάλεσε και δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά τις συνεντεύξεις, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας, που παρίστατο, κλήθηκε να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων. Η κρίση του για τον αιτητή ήταν "πάρα πολύ καλά", για το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Λοϊζίδη "πολύ καλά", και για το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Σταυρίδη "πάρα πολύ καλά".

Σε άλλη συνεδρία της, στις 18/9/1995, η Επιτροπή προχώρησε στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις που έγιναν στις 23/8/1995. Ο γενικός χαρακτηρισμός που δόθηκε στον αιτητή ήταν "πάρα πολύ καλά", στο ενδιαφερόμενο μέρος Α. Λοϊζίδη "εξαιρετικά", και στο ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Σταυρίδη επίσης "εξαιρετικά".

Ακολούθως, αφού μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την εντύπωση που απεκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν οι επικρατέστεροι για προαγωγή στις δύο από τις τρεις υπό πλήρωση θέσεις και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή από τις 20/9/1995.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται από τον αιτητή είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5(11)(α) του Περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Νόμος 78(Ι)/95).

Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ο Νόμος 78(Ι)/95 θεσπίστηκε εν όψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 504, με σκοπό να θεραπευθεί η παρανομία που δημιουργήθηκε από την τακτική που υιοθέτησαν οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς την αξιολόγηση των δασκάλων, αποφασίζοντας, χωρίς να έχουν τέτοια ευχέρεια, την υιοθέτηση πλαισίων εφαρμογής των Περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 με αποτέλεσμα να μην αξιολογούν τους δασκάλους με βαθμό πέραν του 36 παρ' όλον που τα στοιχεία αξιολόγησης στις ειδικές εκθέσεις, σύμφωνα με τον Κανονισμό 27 είναι τέσσερα και, επομένως, η συνολική βαθμολογία θα μπορούσε να ανέλθει στο 40 αφού, σύμφωνα με τον Κανονισμό 28, καθορίζεται δεσμίως ότι η αξιολόγηση γίνεται "επί τη βάσει αριθμητικής βαθμολογίας επί κλίμακος ένα έως δέκα αποκλειομένων των κλασματικών ή δεκαδικών αριθμών.". Η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της 18/9/1995, "Σε σχέση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις έχει υπόψη της ... (γ) τις διατάξεις του άρθρου 5(11)(α)(ii) του Περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (75(Ι)/95)". Δεν παρέστη όμως ανάγκη να εφαρμόσει το Νόμο αυτό αφού δεν υπήρχαν υποψήφιοι, δάσκαλοι, των οποίων οι εκθέσεις να επηρεάστηκαν από την παράνομη απόφαση των επιθεωρητών. Όλοι οι ενώπιον της υποψήφιοι ήσαν μη διδακτικό προσωπικό.

Επομένως, ορθά η Επιτροπή, όπως και πάλιν αναφέρεται στα πρακτικά της 18/9/1995, έλαβε υπόψη και εφάρμοσε τις διατάξεις του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 (Νόμος 26(Ι)/95), δεχόμενη τη θέση ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις για το μη διδακτικό προσωπικό που συντάχθηκαν μετά την 1/1/1994 μπορούσαν, λόγω της αναδρομικότητας που δόθηκε στο νέο άρθρο 36Α, να ληφθούν υπόψη εφ' όσον είχαν εφαρμοσθεί πιστά οι διατάξεις του ιδίου άρθρου, πράγμα που συνέβαινε στην περίπτωση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων για τα έτη 1993 και 1994.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται από τον αιτητή είναι ότι αυτός υπερέχει έκδηλα των ενδιαφερομένων μερών αναφορικά με όλα τα στοιχεία κρίσεως και, συνεπώς, έπρεπε να προτιμηθεί έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

Η εικόνα που παρουσιάζει ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, είναι η ακόλουθη:-

Αρχαιότητα.

Ο αιτητής προήχθη στη θέση Επιθεωρητή Β (Δ.Ε.) την 1/12/1987. Ο Α. Λοιζίδης προήχθη στην ίδια θέση την 1/12/1979, και ο Μ. Σταυρίδης την 1/12/1973. Ο Σταυρίδης προήχθη περαιτέρω στη θέση Επιθεωρητή Α (Μ.Ε.) την 14/4/1993.

Σύμφωνα με το άρθρο 37(1) και (2) των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων:-

"(1) Η αρχαιότης μεταξύ εκπαιδευτικών λειτουργών κατεχόντων την αυτήν θέσιν, τάξιν ή βαθμόν της αυτής θέσεως κρίνεται βάσει της ημερομηνίας της ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής των εις την συγκεκριμένην θέσιν ή τάξιν ή βαθμόν.

(2) Εν περιπτώσει ταυτοχρόνου διορισμού, ή προαγωγής εις την συγκεκριμένην θέσιν, τάξιν ή βαθμόν της αυτής θέσεως, η αρχαιότης κρίνεται συμφώνως προς την προηγουμένην αρχαιότητα των εκπαιδευτικών λειτουργών."

Από την υπαγωγή των πιο πάνω στοιχείων που αφορούν την αρχαιότητα στο άρθρο προκύπτει σαφώς ότι και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν του αιτητή σε αρχαιότητα.

Προσόντα.

Τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται για τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης (Δ.Ε.), σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα παιδαγωγικά ή στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης ή σε συναφές θέμα.

Η Επιτροπή έκρινε ότι τόσον ο αιτητής όσον και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τα ακαδημαϊκά προσόντα. Ο αιτητής, όμως, δεν συμφωνεί αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Σταυρίδη και ισχυρίζεται ότι η περίπτωση του δεν διαφέρει από εκείνη άλλης υποψήφιας, της Αικατερίνης Κυπριανού, την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν κατείχε τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα.

Το ερώτημα κατά πόσον ο Σταυρίδης κατείχε ή όχι τα ακαδημαϊκά προσόντα απασχόλησε την Επιτροπή ύστερα από την υποβολή ενστάσεων από δύο άλλους υποψήφιους. Διαπίστωσε ότι ο Σταυρίδης κατείχε πράγματι τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα αφού είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα, "Master in Education" και, επίσης Διδακτορικό Δίπλωμα, "Ph.D. in Music Education". H περίπτωση του διακρινόταν από εκείνη της υποψήφιας Αικατερίνης Κυπριανού, που κρίθηκε ότι δεν κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα, αφού τόσο ο πανεπιστημιακός όσο και ο μεταπτυχιακός της τίτλος αφορούσαν την οικιακή οικονομία, ("B.Sc. in Home Economics, M.Sc. in Home Economics"), και, επομένως, δεν αφορούσαν θέμα συναφές με την εκπαίδευση σε αντίθεση με τα προσόντα του Μ. Σταυρίδη που είχαν άμεση σχέση με την εκπαίδευση έστω και αν αφορούσαν ένα συγκεκριμένο θέμα, τη μουσική.

Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι το κατά πόσον ένας υποψήφιος κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από τα Σχέδια Υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του αρμόδιου διοικητικού οργάνου που διορίζει ή προάγει το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίνει το αρμόδιο όργανο εφ' όσον αυτή είναι εύλογα επιτρεπτή και δεν υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής εξουσίας (βλ. μεταξύ άλλων Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 376, Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128, Ανδρέας Τρυφωνίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2501.)

Κατά την κρίση μου, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι ο Μ. Σταυρίδης κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα για τη θέση ήταν εύλογα επιτρεπτή και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.

Αξία

Αναφορικά με το κριτήριο της αξίας η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, με βάση τις αξιολογήσεις που περιείχοντο στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονται ίσοι. Αφού, όμως, έλαβε υπόψη την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν του αιτητή σε αξία.

Σύμφωνα με το νόμο, η απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους. Η απόδοση αυτή, εφ' όσον πρόκειται για ψηλές θέσεις, όπως είναι η θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, έχει, σύμφωνα με τη νομολογία, ιδιαίτερη σημασία (βλ., μεταξύ άλλων, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 130 και Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708, Φρόσω Χατζηλούκα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 540).

Ο αιτητής πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η κρίση της Επιτροπής στηρίχθηκε ουσιαστικά μόνο πάνω σε ένα και μοναδικό κριτήριο, το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά της Επιτροπής. Αντίθετα, προκύπτει ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη ελήφθη υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους όπως ακριβώς απαιτεί ο νόμος. Το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής, ημερομηνίας 18/9/1995, αναφέρει επί λέξει τα εξής:-

"Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι οι κ.κ.... Κωνσταντίνου, Λοϊζίδης,... Σταυρίδης ... έχουν ελαφρά καλύτερες υπηρεσιακές εκθέσεις από τους άλλους δυο υποψήφιους, και λαμβανομένης υπόψη της εντύπωσης που αποκόμισε κατά την προσωπική συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους οι κ.κ. ... Λοϊζίδης, Σταυρίδης παρουσιάζονται ότι υπερέχουν στον τομέα αυτό."

Επομένως, είναι φανερό ότι η Επιτροπή δεν απέδωσε περισσότερη από τη δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές συνεντεύξεις ούτε τις θεώρησε ως ξεχωριστό κριτήριο ή το αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών αντί του αιτητή. Τους απέδωσε απλώς τη βαρύτητα που υποδεικνύεται από το νόμο όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία.

Ως προς τον τομέα "πείρα", που είναι στοιχείο σχετικό με την αξία, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών επειδή εκείνος διετέλεσε Επιθεωρητής Γενικών Μαθημάτων για οκτώ χρόνια ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων. Τέτοια διαφοροποίηση, που να δίνει τρόπον τίνα πλεονέκτημα στους Επιθεωρητές Γενικών Μαθημάτων έναντι των Επιθεωρητών Ειδικών Μαθημάτων, δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να θεμελιωθεί πάνω στο Σχέδιο Υπηρεσίας το οποίο αφήνει την εκτίμηση της πείρας των υποψηφίων, ως ζήτημα πραγματικό, στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Και δεν βλέπω πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι, στο σημείο αυτό, η Επιτροπή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, Petsas ν. Republic, 3 R.S.C.C. 60, Frangoullides and Another v. P.S.C. (1985) 3(C) C.L.R. 1680). Άλλωστε, η νομολογία σταθερά ορίζει ότι οι διεκδικήσεις υπαλλήλου για προαγωγή δεν μπορεί να επηρεαστούν δυσμενώς από το γεγονός ότι ο κύκλος των καθηκόντων που του ανετίθεντο, μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας του, ήταν περιορισμένος, και τούτο διότι, τυχόν αντίθετη θέση, θα απέληγε στη θυματοποίησή του για λόγους ανεξάρτητους από την ετοιμότητα του να εκτελέσει κάθε πτυχή των καθηκόντων της θέσης που κατέχει ενώ, ταυτόχρονα, θα άφηνε στη διακριτική ευχέρεια του προϊσταμένου την παροχή της πρέπουσας ευκαιρίας στους υφισταμένους να αποκτήσουν τις κατάλληλες εμπειρίες για προαγωγή, γεγονός που θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας (βλ., μεταξύ άλλων, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 267 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μυροφόρας Αλεξάνδρου (1997) 3 A.A.Δ. 540).

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής να επιλέξει για προαγωγή στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Λοϊζίδη και Μ. Σταυρίδη αντί του αιτητή ήταν, στο σύνολο των κριτηρίων, εύλογα επιτρεπτή γι' αυτή, ο δε αιτητής απέτυχε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, όχι μόνον έκδηλη αλλά ούτε καν απλή υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη όλα τα νόμιμα στοιχεία κρίσεως και, επιλέγοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του αιτητή, άσκησε τη διακριτική της εξουσία εύλογα μέσα στα πλαίσια που της παρέχει ο νόμος.

Και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται από τον αιτητή ανάγεται σε θέματα αιτιολογίας.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη έτυχαν διαφορετικής αξιολόγησης από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, αφ' ενός, και την Επιτροπή, αφ' ετέρου, χωρίς η τελευταία να αιτιολογήσει δεόντως τη διαφοροποίησή της.

Το άρθρο 5(10) του Νόμου 78(Ι)/95 έχει ως εξής:-

". . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 (10) Στη συνέχεια η Επιτροπή καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη:

Νοείται ότι κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές."

Αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη, ο νόμος δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την τυχόν διαφορετική αξιολόγησή της από εκείνη του Διευθυντή του οποίου, άλλωστε, η παρουσία στη συνέντευξη δεν είναι επιτακτική από το νόμο η δε γνώμη του έχει καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα (βλ. Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 449). Ως εκ τούτου, δεν εγείρεται ζήτημα ελλειπούς αιτιολογίας στο σημείο αυτό.

Το άλλο σκέλος του ισχυρισμού περί ελλείψεως αιτιολογίας αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής στο σύνολό της. Η αιτιολογία βάλλεται ως ασαφής και αόριστη και ως μη προσδιορίζουσα τους λόγους για την επιλογή που έγινε χωρίς, ταυτόχρονα, να δικαιολογείται από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Θεωρώ ότι η ίδια η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού εκτίθενται σ' αυτή οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και, εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο των φακέλων.

Επομένως, ούτε ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.

Οι προσφυγές απορρίπτονται.

Οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.

Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.

Οι προσφυγές απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο