ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2744
12 Νοεμβρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,
Αιτητές,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 369/96, 370/96)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος —Δικόγραφο της Αιτήσεως — Οι απαιτήσεις των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962 ως προς τη σύνταξή της — Ειδικά ο Καν. 4(2)(β) — Δεν τηρήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Κτηματομεσίτες — Εγγραφή στο μητρώο —- Εγγραφή σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 6(1) του Ν. 66/87 — Προθεσμία υποβολής της αντίστοιχης αίτησης — Νομολογία επί της συνταγματικότητας της διάταξης.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος εκάστου των αιτητών.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος των αιτητών για την εγγραφή τους στο Μητρώο Κτηματομεσιτών.
Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Α. Παναγιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι δυο προσφυγές, μολονότι δεν συνεκδικάστηκαν, βασίζονται ακριβώς στα ίδια γεγονότα και νομικά σημεία. Γι' αυτό θα εκδοθεί κοινή απόφαση. Ο αιτητής στην 369/96 και η αιτήτρια στην 370/96 είναι ανδρόγυνο. Προσβάλλουν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 27.2.96, με την οποίαν απορρίφθηκε αίτημα τους, που υποβλήθηκε στις 23.5.95, για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών, βάσει του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987, Ν.66/87.
Οι προσφυγές θα μπορούσαν, κατά την άποψη μου, να απορριφθούν χωρίς να εξεταστεί η ουσία τους γιατί δεν πληρούν τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμοί του 1962, και συγκεκριμένα ο Κ.4(2)(β). Δεν παρατίθεται στην αίτηση σύνοψη των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης, μήτε και επισυνάπτονται αντίγραφα των εγγράφων που έχουν στην κατοχή τους οι αιτητές. Τα γεγονότα εκτίθενται στην αίτηση μέσα σε τρεις γραμμές, στις οποίες αναφέρεται απλώς πως οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για εγγραφή ως κτηματομεσίτες, και την οποία το Συμβούλιο απέρριψε. Παρότι γίνεται μνεία στην απορριπτική απόφαση της 27.2.96, εντούτοις δεν επισυνάπτεται αντίγραφο της στην αίτηση ακυρώσεως. Τα γεγονότα όμως και το ιστορικό της υπόθεσης αναφέρονται στην ένσταση των δικηγόρων του καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου και επαναλαμβάνονται με λεπτομέρεια στη γραπτή τους αγόρευση.
Η σημασία αυτών που καταγράφω πιο πάνω δεν είναι τυπική αλλά ουσιαστική και σοβαρή. Στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση, στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται πως οι αιτητές δεν δικαιούνται να εγγραφούν στο Μητρώο Κτηματομεσιτών γιατί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου. Επισημαίνεται δε, στο ίδιο έγγραφο, και αυτό είναι το σοβαρό, πως προγενέστερη απόφαση του Συμβουλίου, ημερ. 28.11.88, επί του ιδίου θέματος, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Προχωρεί δε το Συμβούλιο για να παρατηρήσει πως δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ή στοιχεία ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση της προηγούμενης απόφασης του, και καταλήγει πως οι αιτητές δεν πληρούν τα προσόντα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 6(1) του Νόμου.
Στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των αιτητών προβάλλεται ο ισχυρισμός πως έγινε επανεξέταση στη βάση νέας αιτήσεως και στοιχείων που προσκόμισαν οι αιτητές και υποδεικνύεται πως στην επίδικη απόφαση το Συμβούλιο ασχολήθηκε μεν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 6(α-στ), καθώς και την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου, αλλά όχι με τη δεύτερη επιφύλαξη του ιδίου άρθρου, για να εισηγηθούν πως οι αιτητές ασκούσαν κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, όταν τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος στις 8.5.87.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός των αιτητών ήταν ακριβώς το αντικείμενο των προσφυγών τους 376/93 και 377/93, στις οποίες εκδόθηκε απόφαση στις 23.11.94. Οι προσφυγές απορρίφθηκαν και επικυρώθηκε η αρνητική απόφαση των καθ' ων η αίτηση. Το Δικαστήριο λέει τα εξής στην απόφαση του:
«Το καίριο ερώτημα που πρέπει κατά την άποψη μου να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι αιτητές ασκούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Οι αιτητές όπως φαίνεται από τις δηλώσεις που περιέχονται στις αιτήσεις που υπέβαλαν, δεν είχαν αποφοιτήσει από αναγνωρισμένη Σχολή Μέσης Εκπαιδεύσεως και κατά συνέπεια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως υποψήφιοι για εγγραφή μόνο αν μπορούσαν να αποδείξουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ασκούσαν κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη.»
Θα ήταν πλεονασμός να αναφέρω πως ακόμη και ο ισχυρισμός των αιτητών, πως πληρούν τις προϋποθέσεις της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 6(1), καθίσταται άνευ σημασίας, γιατί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου, στο οποίο δεν αναφέρεται ο δικηγόρος των αιτητών, η αίτηση για εγγραφή θα έπρεπε να είχε υποβληθεί, σύμφωνα με την αρχική πρόνοια του άρθρου σε 12 μήνες και με μεταγενέστερες τροποποιήσεις σε 32 μήνες, από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, 8.5.87.
Τα περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου, που εισηγείται ο δικηγόρος των αιτητών στην αγόρευση του, απαντήθηκαν ενάντια της θέσης του σε πρωτόδικες αποφάσεις, αλλά και πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδρέας Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ., 441. Επομένως και οι νέες αιτήσεις που υπέβαλαν οι αιτητές, αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ήσαν εν πάση περιπτώσει εκπρόθεσμες.
Οι προσφυγές απορρίπτονται και ο καθένας από τους αιτητές να πληρώσει £200 έξοδα.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος εκάστου των αιτητών.