ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2730
10 Νοεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 671/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Πειθαρχικό δίκαιο — Καταδίκη υπαλλήλου για ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας — Η συναφής πειθαρχική ευθύνη βάσει του Άρθρου 84 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Αρ. 1/90 — Η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως προς τη φύση του αδικήματος είναι δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ. αλλά υπόκειται στο δικαστικό έλεγχο.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Ακυρωτικός έλεγχος — Πειθαρχική ποινή — Η επιλογή της ποινής δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της πειθαρχικής καταδίκης του στην ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης η οποία ακολούθησε την καταδίκη του για ποινικά αδικήματα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η άποψη της Ε.Δ.Υ. περί της δεσμευτικότητας της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα είναι ορθή. Η πρόνοια στο Εδάφιο (2) του Άρθρου 84 ότι ο Γενικός Εισαγγελέας "αποφαίνεται" και ότι "σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης" η Ε.Δ.Υ. προχωρεί "χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης" προσδιορίζει με σαφήνεια το καθεστώς και δεν αφήνει χώρο για άλλη ερμηνεία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η γνωμοδότηση δεν ελέγχεται δικαστικά. Εν προκειμένω όμως αναδεικνύεται ορθή. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις είναι, σύμφωνα με το Άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα, και ο "σκοπός καταδολίευσης". Είναι αυτόδηλο ότι αυτό σημαίνει "έλλειψη τιμιότητας". Ειδική αιτιολογία δεν χρειάζεται. Ο τρόπος με τον οποίο ο αιτητής συμμετέσχε στη διάπραξη των αδικημάτων δεν αμβλύνει αυτό το στοιχείο. Όπως δεν το αμβλύνει το ότι ο συγκατηγορούμενος του ήταν που αποκόμισε το οικονομικό όφελος.
2. Ως προς την ποινή, η διαδικασία ήταν, κατά τη θέση του Δικαστηρίου, άμεμπτη. Η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που της παρέχει ο νόμος. Η επιλογή ποινής δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210 στη σελ. 221 την οποία ακολούθησε μεγάλος αριθμός πρωτόδικων αποφάσεων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η επιβληθείσα από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 5 Δεκεμβρίου 1995 ο αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν παραδοχής του στην ποινική υπόθεση 5304/94, σε συντρέχουσες ποινές εξάμηνης φυλάκισης με αναστολή, σε δύο κατηγορίες για αδικήματα απόσπασης εμπορευμάτων και χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σε δύο άλλες αντίστοιχες κατηγορίες για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του άρθρου 305 Α(1) του ίδιου νόμου, τις οποίες επίσης παραδέχθηκε, δεν του επιβλήθηκε ποινή επειδή οι επιταγές ήταν άρρηκτα συνυφασμένες με τις κατηγορίες για ψευδείς παραστάσεις. Υπήρχε στην υπόθεση και συγκατηγορούμενος ο οποίος επίσης καταδικάστηκε. Οι κατηγορίες ήταν κοινές και για τους δύο, στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Η ουσία της υπόθεσης συνίστατο στα εξής. Ο αιτητής εξέδωσε δύο μεταχρονολογημένες επιταγές για ποσό £150.- η κάθε μια, γνωρίζοντας ότι η οικονομική του κατάσταση δεν θα επέτρεπε να τιμηθούν στη λήξη τους και τις παρέδωσε στον συγκατηγορούμενο του για να τις χρησιμοποιήσει. Ο συγκατηγορούμενος, γνωρίζοντας κι εκείνος την κατάσταση, το έπραξε, παρουσιάζοντας τις επιταγές προς εξαργύρωση σε δύο καταστήματα για δικό του όφελος. Με αποτέλεσμα την απόσπαση μερικώς εμπορευμάτων και μερικώς χρημάτων.
Στην επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο, με παράκληση του αιτητή, έλαβε υπόψη και τέσσερα άλλα αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα για τα οποία εκκρεμούσαν ισάριθμες ποινικές υποθέσεις. Από τη διάπραξη εκείνων των αδικημάτων είχε αποκομίσει οικονομικό όφελος ύψους £5.250. Ας σημειωθεί ότι βαρυνόταν με προηγούμενη καταδίκη, ημερ. 14 Φεβρουαρίου 1991, για παρόμοιο αδίκημα - έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα - σε σχέση με το οποίο του επιβλήθηκε πρόστιμο £180 και ότι σε μία άλλη υπόθεση της ίδιας φύσης - ιδιωτική ποινική - την οποία δεν γνώριζε η Αστυνομία και την οποία ο ίδιος αποκάλυψε στο δικαστήριο, του επιβλήθηκε, έξι μήνες ενωρίτερα από την ποινή στην παρούσα, άμεση φυλάκιση δύο μηνών. Δεν συνυπολογίστηκε όμως αυτή ως προηγούμενη καταδίκη.
Με την καταδίκη του αιτητή, ημερ. 5 Δεκεμβρίου 1995, τέθηκε σε λειτουργία η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, το οποίο παραθέτω:
"84. - (1) Όταν δημόσιος υπάλληλος καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε δεν ασκηθεί έφεση η Επιτροπή λαμβάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και του δικαστηρίου στο οποίο τυχόν ασκήθηκε έφεση.
(2) Μέσα σε προθεσμία που θα καθοριστεί, μέχρις ότου δε η προθεσμία αυτή καθοριστεί μέσα σε δυο εβδομάδες από τη λήψη του αντίγραφου των πρακτικών της διαδικασίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή ζητά τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο το αδίκημα ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφαίνεται πάνω σ' αυτό το γρηγορότερο και σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης η Επιτροπή, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία να ακουστεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.
(3) Υπάλληλος που καταδικάστηκε για τέτοιο ποινικό αδίκημα δε λαμβάνει οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του από την ημερομηνία της καταδίκης και μέχρι τη συμπλήρωση της εξέτασης της υπόθεσής του από την Επιτροπή."
Ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι τα αδικήματα απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, στα οποία αφορούσαν οι κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε ο αιτητής, "συνιστούν ποινικά αδικήματα τα οποία ενέχουν έλλειψη τιμιότητας".
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (Ε.Δ.Υ.), αντίκρυσε αυτή την εξέλιξη ως δεσμευτική. Και προχώρησε, παρέχοντας στον αιτητή την ευκαιρία να ακουστεί προτού επιβληθεί ποινή. Κατά την ακρόαση, ο αιτητής αντιπροσωπεύτηκε από συνήγορο ο οποίος πρότεινε (α) ότι εφόσον το άρθρο 84 ερμηνευόταν ορθά, η Ε.Δ.Υ. δεν δεσμευόταν από τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα· (β) ότι η γνωμάτευση ήταν εν προκειμένω εσφαλμένη αλλά και αναιτιολόγητη' και (γ) ότι εν πάση περιπτώσει ο αιτητής εδικαιούτο να κριθεί επιεικώς ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης.
Η Ε.Δ.Υ., με απόφαση ημερ. 17 Ιουνίου 1996, κατέληξε ότι δεσμευόταν από τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα και, αφού μελέτησε τα περιστατικά της υπόθεσης και τα όσα προτάθηκαν ως ελαφρυντικά και μετριαστικοί για την ποινή παράγοντες, επέβαλε, κατά πλειοψηφία, την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από την επόμενη ημέρα.
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση στη βάση νομικών σημείων που αποβλέπουν στη θεμελίωση των όσων προτάθηκαν και ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Είναι πάντως σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν τέθηκε με την προσφυγή ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου σε περίπτωση επικράτησης της άποψης ότι η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ.. Επομένως, η επιχειρηματολογία που προσφέρθηκε επί τούτου με την απαντητική γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, δεν μπορεί να απασχολήσει: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, στη σελ. 607.
Κατά την κρίση μου, η άποψη της Ε.Δ.Υ: περί της δεσμευτικότητας της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα είναι ορθή. Η πρόνοια στο εδάφιο (2) του άρθρου 84 ότι ο Γενικός Εισαγγελέας "αποφαίνεται" και ότι "σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης" η Ε.Δ.Υ. προχωρεί "χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης" προσδιορίζει με σαφήνεια το καθεστώς και δεν αφήνει χώρο για άλλη ερμηνεία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η γνωμοδότηση δεν ελέγχεται δικαστικά. Εν προκειμένω όμως αναδεικνύεται ορθή. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις είναι, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα, και ο "σκοπός καταδολίευσης". Είναι νομίζω αυτόδηλο ότι αυτό σημαίνει "έλλειψη τιμιότητας". Ειδική αιτιολογία δεν χρειάζεται. Ο τρόπος με τον οποίο ο αιτητής συμμετέσχε στη διάπραξη των αδικημάτων δεν αμβλύνει αυτό το στοιχείο. Όπως δεν το αμβλύνει το ότι ο συγκατηγορούμενος του ήταν που αποκόμισε το οικονομικό όφελος.
Ως προς την ποινή, η διαδικασία ήταν, κατά την άποψή μου, άμεμπτη. Η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που της παρέχει ο νόμος. Η επιλογή ποινής δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic ν. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, στη σελ. 221 την οποία ακολούθησε μεγάλος αριθμός πρωτόδικων αποφάσεων.
Η προσφυγή αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, στο βαθμό που υπόκειται σε έλεγχο, επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.