ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2642
31 Οκτωβρίου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 797/96)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία —Ακυρωτικός έλεγχος — Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη συναίνεση των μερών αλλά πρέπει να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα επί των νομικών καθώς και των πραγματικών πτυχών μιας υπόθεσης.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη —Αιτιολογία —Αιτιολογία επιβαλλόμενη ρητώς υπό του νόμου — Γενικοί όροι νομιμότητας της αιτιολογίας — Περιστάσεις παράβασής τους στην κριθείσα υπόθεση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους σε Ανώτερο Αστυνόμο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση δεν έχει υποστηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Παρά ταύτα, το δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη συναίνεση των μερών αλλά πρέπει να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα επί των νομικών καθώς και των πραγματικών πτυχών μιας υπόθεσης.
2. Μοναδικός λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η έλλειψη αιτιολογίας. Στην κρινόμενη περίπτωση η ανάγκη για αιτιολογία δεν υπαγορεύεται μόνο από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αλλά και από ρητές διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, ο οποίος προβλέπει δια αιτιολογημένη έκθεση του Αρχηγού της Αστυνομίας και διά δεόντως ητιολογημένη απόφαση του Υπουργού.
Ενόψει των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της πράξης σαν συστατικό της στοιχείο ή σε άλλο στοιχείο που υφίσταται κατά την έκδοση της και που αναφέρεται ρητά στην πράξη.
Έχει εξεταστεί η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνεται ότι δεν περιέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητάς της. Κρίνεται περαιτέρω ότι είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει απλώς τους γενικούς όρους του Νόμου οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής επί οποιασδήποτε περίπτωσης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου αντί του αιτητή.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση με ημερ. 22.7.1996 με την οποία ο Ανδρέας Χριστοφίδης ("το Ε.Μ") προάχθηκε στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση δεν έχει υποστηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση. Έχει κάμει την ακόλουθη δήλωση:
"Θα συνηγορήσουμε υπέρ της ακύρωσης της διοικητικής πράξης για το λόγο ότι πράγματι ελλείπει η δέουσα αιτιολογία στην επίδικη απόφαση."
Παρά την πιο πάνω δήλωση το δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την συναίνεση των μερών αλλά πρέπει να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα επί των νομικών καθώς και των πραγματικών πτυχών μιας υπόθεσης (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384).
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή:
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια επανεξέτασης του θέματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης μετά από δύο ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σαν αποτέλεσμα δύο προσφυγών που είχε ασκήσει ο αιτητής (Βλ. Χριστάκης Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2753 και (1996) 4 Α.Α.Δ. 1559). Λόγος ακυρώσεως ήταν η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος που κατείχε ο αιτητής.
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί από τον καθ' ου η αίτηση 1 μετά από σχετική εισήγηση του καθ' ου η αίτηση 2. Μεταφέρω το σχετικό μέρος της απόφασης:
"Έχω μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομ. 7.6.96, στην Προσφυγή 39/94 με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές των Α. Χριστοφίδη, Π. Κακουλλή, Ι. Χριστοδούλου και Α. Σταύρου στο βαθμό του Αστυνόμου Α' που έγιναν στις 8.12.93, με αναδρομική ισχύ από 15.12.91 και 1.1.92 αντίστοιχα, μετά από ακύρωση τους στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 124/92 ημερομ. 25.11.93. Αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφάσης ήταν και η συνακύρωση της προαγωγής του Α. Χριστοφίδη στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου.
Επανεξέτασα το θέμα των ακυρωθεισών προαγωγών ως επίσης και της συνακυρωθείσας προαγωγής με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της διενέργειας τους και ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 69 του 1987) και αφού μελέτησα και έλαβα υπόψη τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας και την έκθεση για κάθε υποψήφιο που περιέχονται στις επιστολές του με Αρ.Φακ.Ε/16/6 και ημερομ. 23.12.91 και 1.12.93 οι οποίες υιοθετούνται με την επιστολή του με τον ίδιο αριθμό φακέλου και ημερομ. 1.7.96 και όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο που περιέχονται στους υπηρεσιακούς τους φακέλους που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία συνεκτίμησα στο σύνολό τους αποφάσισα να προάξω τους Α. Χριστοφίδη, Π. Κακουλλή και Ι. Χριστοδούλου σε Αστυνόμο Α' από 15.12.91 και Α. Σταύρου με Χρ. Χ"Χριστοδούλου από 1.1.92 και να επαναπροάξω τον Α. Χριστοφίδη σε Ανώτερο Αστυνόμο από 15.6.94."
Μοναδικός λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η έλλειψη αιτιολογίας. Στην κρινόμενη περίπτωση η ανάγκη για αιτιολογία δεν υπαγορεύεται μόνο από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Υπαγορεύεται και από ρητές διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, ο οποίος προβλέπει δια αιτιολογημένη έκθεση του Αρχηγού της Αστυνομίας και δια δεόντως ητιολογημένη απόφαση του Υπουργού*.
Ενόψει των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της πράξης σαν συστατικό της στοιχείο ή σε άλλο στοιχείο που υφίσταται κατά την έκδοση της και που αναφέρεται ρητά
* Το άρθρο 13(2) και (3) του Νόμου προβλέπει:
"(2) Επι τω τέλει υποβολής της συστάσεως του, ο Αρχηγός εξετάζει τους εκλεξίμους διά προαγωγήν εις την θέσιν Ανώτερου Αξιωματικού υποψηφίους και αποστέλλει δεόντως ητιολογημένην έκθεσιν δι' έκαστον τούτων εις τον Υπουργόν, περιέχουσαν επίσης κατ' αλφαβητικήν σειράν τα ονόματα των συνιστώμενων διά προαγωγήν.
(3) Ο Υπουργός προβαίνει εις την προαγωγήν των υπό του Αρχηγού συσταθέντων υποψηφίων διά δεόντως ητιολογημένης αποφάσεως αυτού."
στην πράξη (Βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, 581 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183).
Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, πάρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών ορίων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητο ν την πράξιν αιτιολογία αορίστως καθιστούσα αδύνατον τον δικαστικόν έλεγχον ή δυναμένη να εφαρμοσθεί εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87).
Έχω εξετάσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνω ότι δεν περιέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Κρίνω περαιτέρω ότι είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει απλώς τους γενικούς όρους του Νόμου οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής επί οποιασδήποτε περίπτωσης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.