ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2547
17 Οκτωβρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΟ. ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 314/96, 315/96, 316/96)
Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Υποβολή πλεγμένων λογαριασμών — Κρίση τον Εφόρου περί του μη ικανοποιητικού αυτών — Εύλογα επιτρεπτή κρίση — Νόμιμες συνέπειες.
Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Άρθρο 3(ι) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων — Ερμηνεία — Η διάταξη αναφέρεται τόσο στον καθορισμό δηλαδή τη διαπίστωση, τον προσδιορισμό του φορολογικού αντικειμένου όσο και στην είσπραξη του φόρου ως η ρητή διατύπωσή της.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την σε βάρος της φορολογία εισοδήματος και τις παρεπόμενες φορολογίες των ετών 1983-1991.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Καταδεικνύεται εν προκειμένω πως οι λογαριασμοί που υπέβαλε η αιτήτρια εταιρεία, για όλα τα επίδικα έτη, ορθά δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικοί και επομένως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση εξακρίβωσης των εισοδημάτων της. Κατά συνέπεια, ήταν εύλογα επιτρεπτό στον Έφορο να χρησιμοποιήσει ως γνώμονα, για τη διαπίστωση του πραγματικού εισοδήματος της αιτήτριας το μεικτό κέρδος άλλων χρόνων, και αυτή η μέθοδος έχει αναγνωρισθεί ως ορθή από τη νομολογία στην υπόθεση Ζαχαροπλαστικής Επιχειρήσεις «ΟΚΑΠΙ» ΑΤΑ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48.
Συνακόλουθες των πιο πάνω διαπιστώσεων του Εφόρου, σε ότι αφορά τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, είναι και οι υπόλοιπες αποφάσεις του, σχετικά με τη μη παραχώρηση των εκπτώσεων που διεκδικούσε η αιτήτρια, την επέκταση της περιόδου φορολογίας για 12 έτη, και βεβαίως της επιβολής τόκου 9%.
2. Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας πως το Άρθρο 3(ι) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων δεν παρέχει εξουσία στον Έφορο για επιβολή φόρου, αλλά μόνο για την είσπραξη του, είναι εσφαλμένη. Η ρητή γλώσσα του πιο πάνω άρθρου καταρρίπτει την εισήγηση του συνήγορου. Τούτο έχει ως εξής, στο σχετικό του μέρος:
«το ποσόν παντός φόρου... καθορίζεται και εισπράττεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου».
Καθορισμός σημαίνει τη διαπίστωση, τον προσδιορισμό του φορολογικού αντικειμένου, η δε επιβολή και είσπραξη του γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επιμέρους φορολογικών νόμων, που καλύπτουν τις διάφορες φορολογικές υποχρεώσεις.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις «ΟΚΑΠΙ» ΛΤΔ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η επιβολή φόρου, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα στην αιτήτρια για τα έτη 1983-1991.
Σπ. Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.
Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με τρεις προσφυγές η αιτήτρια εταιρεία προσβάλλει διαδοχικά την επιβολή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, για τα έτη 1983-1991, που βεβαιώθηκαν με απόφαση του Διευθυντή Φόρου Εισοδήματος ημερ. 2.2.96. Οι υποθέσεις βασίζονται στα ίδια γεγονότα και νομικά σημεία και γι' αυτό συνεκδικάστηκαν.
Η ένσταση της αιτήτριας στην επίδικη απόφαση αναφέρεται ειδικά στα πιο κάτω στοιχεία, πάνω στα οποία και εκδηλώνει την αντίθεση της.
(α) Την απόφαση του Εφόρου να μη θεωρήσει ως ικανοποιητικά ορθούς τους ελεγμένους λογαριασμούς που η αιτήτρια υπέβαλε αναφορικά με τα επίδικα έτη.
(β) Ο υπολογισμός των κερδών της αιτήτριας για τα έτη 1983-88 έγινε στη βάση του ποσοστού μεικτού κέρδους 13%, όπως τούτο καθορίστηκε από τον έλεγχο των βιβλίων της αιτήτριας για τα έτη 1989-91.
(γ) Η άρνηση του Εφόρου να παραχωρήσει κεφαλαιουχικές εκπτώσεις που η αιτήτρια διεκδικούσε, γιατί έκρινε πως οι ελεγμένοι λογαριασμοί της δεν ήσαν ικανοποιητικοί και περιείχαν ατασθαλίες, (άρθρο 48 του Νόμου).
(δ) Η επέκταση της περιόδου φορολόγησης σε 12 έτη, βάσει του άρθρου 23(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, και
(ε) Η επιβολή τόκου 9% ετησίως σε ό,τι αφορά τις φορολογήσεις των επίδικων χρόνων, (άρθρο 39(2) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων).
Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας αναφέρεται πως η ένσταση της έχει επίσης σχέση με ένα ποσό ύψους £20,000, που ο Έφορος θεώρησε ως εισόδημα της εταιρείας, και το οποίο προήλθε από την πώληση ενός οικοπέδου σε οικογενειακό πρόσωπο του διευθυντή της. Σε σχέση με αυτό το στοιχείο της ένστασης, ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση πως θα ασχολείτο με αυτό σε κάποιο στάδιο, μετά που θα συζητούσε τα στοιχεία, που απαριθμούνται πιο πάνω, α-ε. Τούτο όμως δεν έγινε, εκτός και αν η μελέτη μου των γραπτών αγορεύσεων αποδεικτεί όχι πολύ προσεκτική.
Σε ό,τι αφορά τα επίδικα ζητήματα, από τα οποία και προέκυψε η φορολογική διαφορά, η αιτήτρια ισχυρίζεται πως ο Έφορος λειτούργησε παράνομα και αυθαίρετα και πως η απόφαση του εδράζεται σε ανύπαρκτα γεγονότα. Αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης επισημαίνω αμέσως πως η θέση του Εφόρου υποστηρίζεται από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, που είναι ενώπιον μου. Σ' αυτά γίνεται αναφορά και στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, στην οποία ο δικηγόρος της αιτήτριας, με δήλωση που έκαμε στο Δικαστήριο, αποποιήθηκε το δικαίωμα του να καταχωρίσει απαντητική αγόρευση. Όλα τα επιχειρήματα, που προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας έχουν ως βάση ισχυρισμούς επί ανύπαρκτων γεγονότων, σε αντίθεση με τα πραγματικά. Ενώ, από την άλλη μεριά τα διαπιστωμένα αληθινά γεγονότα τοποθετούν την απόφαση του Εφόρου μέσα στα πλαίσια του νόμου και της διακριτικής του ευχέρειας.
Η πιο βασική εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι πως η απόφαση του Εφόρου είναι εσφαλμένη γιατί με αυτή απορρίφθηκαν οι ελεγμένοι λογαριασμοί της για όλα τα επίδικα έτη, στη βάση των ευρημάτων του, που αφορούν μόνο στα επίδικα έτη 1989-91. Η ορθότητα της απόφασης του Εφόρου, ότι τα βιβλία της εταιρείας για τα επίδικα έτη 1989-91, είχαν εσκεμμένες παραλείψεις και ατασθαλίες δεν αμφισβείται σοβαρά, μέχρι και διαγραφή εισπράξεως μεγάλου ποσού είχε διαπιστωθεί στα βιβλία της.
Η πιο πάνω εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι εσφαλμένη. Η έρευνα του Εφόρου κάλυψε όλα τα επίδικα φορολογικά έτη και διαπιστώθηκαν τα πιο κάτω, όπως επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
(α) Οι λογαριασμοί ταμείου για τα έτη 1983-88, παρουσίαζαν πιστωτικά υπόλοιπα.
(β) Υπάρχει αριθμός λανθασμένων ή μη καταχωρημένων εισπράξεων.
(γ) Οι εισπράξεις για τα έτη 1983-88 από εργασίες χωρίς συμβόλαια, έγιναν στο μεγαλύτερο μέρος τους καθ' υπολογισμό και δεν υποστηρίζονταν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο.
(δ) Υπήρχαν αποδείξεις καταθέσεων για εισπράξεις σε τραπεζικό λογαριασμό που δεν φαίνονταν καταχωρημένες στα βιβλία της αιτήτριας.
Από τα πιο πάνω καταδεικνύεται πως οι λογαριασμοί που υπέβαλε η αιτήτρια εταιρεία, για όλα τα επίδικα έτη, ορθά δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικοί και επομένως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση εξακρίβωσης των εισοδημάτων της.
Κατά συνέπεια ήταν εύλογα επιτρεπτό στον Έφορο να χρησιμοποιήσει ως γνώμονα, για τη διαπίστωση του πραγματικού εισοδήματος της αιτήτριας το μεικτό κέρδος άλλων χρόνων, και αυτή η μέθοδος έχει αναγνωρισθεί ως ορθή από τη νομολογία μας στην υπόθεση Ζαχαροπλαστικής Επιχειρήσεις «ΟΚΑΠΙ» ΑΤΑ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48.
Συνακόλουθες των πιο πάνω διαπιστώσεων του Εφόρου, σε ότι αφορά τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, είναι και οι υπόλοιπες αποφάσεις του, σχετικά με τη μη παραχώρηση των εκπτώσεων που διεκδικούσε η αιτήτρια, την επέκταση της περιόδου φορολογίας για 12 έτη, και βεβαίως της επιβολής τόκου 9%.
Το τελευταίο ζήτημα που εγείρεται, και που μπορεί να απαντηθεί σε συντομία, είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας πως το άρθρο 3(ι) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων δεν παρέχει εξουσία στον Έφορο για επιβολή φόρου, αλλά μόνο για την είσπραξή του. Η θέση αυτή είναι εσφαλμένη. Η ρητή γλώσσα του πιο πάνω άρθρου καταρρίπτει την εισήγηση του συνηγόρου. Τούτο έχει ως εξής, στο σχετικό του μέρος:
«το ποσόν παντός φόρου... καθορίζεται και εισπράττεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου».
Καθορισμός σημαίνει τη διαπίστωση, τον προσδιορισμό του φορολογικού αντικειμένου, η δε επιβολή και είσπραξη του γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επιμέρους φορολογικών νόμων, που καλύπτουν τις διάφορες φορολογικές υποχρεώσεις.
Ενόψει των ανωτέρω κρίνω πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτές, και μέσα στα πλαίσια των νόμων. Οι τρεις προσφυγές απορρίπτονται με £300 έξοδα.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.