ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2344

26 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΕΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ / Ή ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 123/96)

Διοικητικό Δίκαιο — Προαγωγές— Προσόντα — Επιπρόσθετα προσόντα — Η απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης προς παραγνώρισή τους — Δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας της επιλογής υποψηφίου διαθέτοντος το πλεονέκτημα έναντι άλλου που επίσης το διέθετε.

Υπηρεσιακές Εκθέσεις — Όροι νομιμότητας — Δεν συνιστά παρατυπία και μάλιστα ουσιώδη η συνεννόηση του συντάκτη της έκθεσης με άλλο λειτουργό που είχε στο μεταξύ αφυπηρετήσει.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία —Ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος — Όρια —Ανεπίτρεπτη η υποκατάσταση του Δικαστηρίου στη θέση του διοικητικού οργάνου — Ειδικά η περίπτωση επιλογής υποψηφίου για προαγωγή.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Πλάνη περί τα πράγματα — Απαιτείται να επιδρά επί της ληφθείσας απόφασης για να οδηγήσει στην ακύρωσή της.

Η αιτήτρια προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Η νομολογία στο θέμα της σημασίας που αποδίδεται στο πλεονέκτημα είναι απόλυτα σταθερή. Όταν το διορίζον όργανο αποφασίζει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να δίδει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την απόφασή του αυτή. Απαιτείται δηλαδή ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματος, ενώ η αιτιολογία δεν μπορεί να συνάγεται ή να συμπληρώνεται από τα πρακτικά της Επιτροπής.

Είναι φανερό εν προκειμένω ότι ο διορισμός του ενός ενδιαφερομένου μέρους πάσχει από έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας, αφού δεν θίγεται καθόλου ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αποφάσισε να παραγνωρίσει το μεταπτυχιακό προσόν άλλων υποψηφίων, όπως ήταν η αιτήτρια και να διορίσει το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος που δεν διέθετε το πλεονέκτημα. Χαρακτηριστικά, δεν γίνεται ούτε καν αναφορά στα προσόντα των υποψηφίων, πολύ δε περισσότερο δεν δίδεται οποιαδήποτε δικαιολογία για παραγνώριση του μεταπτυχιακού προσόντος της αιτήτριας.

Το ίδιο όμως δεν χρειάζεται να γίνει και για τον προβιβασμό των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών που διέθεταν το πλεονέκτημα. Στην περίπτωσή τους δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία. Δεν είναι ορθή η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι και στην περίπτωση που και τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν το πλεονέκτημα θα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία του πλεονεκτήματος, άλλως η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η νομολογία περιορίζει την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας μόνο στην περίπτωση που ο επιτυχών υποψήφιος σε αντίθεση με τον αιτητή δεν διαθέτει το πλεονέκτημα. Στις άλλες περιπτώσεις ισχύουν οι γενικές αρχές για την ανάγκη αιτιολόγησης κάθε διοικητικής απόφασης. Και στην παρούσα περίπτωση η αιτιολόγηση της επιλογής των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών είναι επαρκής.

2. Άλλος ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι η υπηρεσιακή έκθεση άλλου ενδιαφερόμενου μέρους για το 1994 πάσχει από ουσιώδη παρατυπία.

Η νομολογία την οποία η αιτήτρια παραθέτει στη γραπτή της αγόρευση δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί ο αφυπηρετήσας υπάλληλος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στην ετοιμασία της υπηρεσιακής έκθεσης. Την έκθεση συνέταξε ο προϊστάμενος του τμήματος. Είναι καθ' όλα επιτρεπτό στον προϊστάμενο που συντάσσει υπηρεσιακή έκθεση να αντλήσει πληροφορίες από οποιαδήποτε κατάλληλη πηγή, ούτως ώστε να διαμορφώσει γνώμη.

3. Κάθε διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του λαμβάνει υπ' όψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και καταλήγει στην απόφασή του μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Το Δικαστήριο δεν μπορεί, δεν έχει εξάλλου ούτε και το δικαίωμα, να υπεισέρχεται στο βαθμό που υπονοεί η αγόρευση της αιτήτριας στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και να υποκαθιστά ουσιαστικά την κρίση του οργάνου με αυτήν του Δικαστηρίου.

Ακόμα κι αν η συγκεκριμένη βαθμολογία του αντίστοιχου ενδιαφερομένου μέρους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "εξαίρετη" δεν παραβλέπεται ότι η Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλες τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τις συστάσεις του προϊσταμένου, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων και γενικά όλα τα στοιχεία τα οποία της επέτρεπαν να καταλήξει στην απόφασή της. Δεν είναι νοητή, ούτε και επιτρεπτή, η εξέταση στην λεπτομέρεια με την οποία εισηγείται η αιτήτρια της απόφασης του διορίζοντος οργάνου. Μια τέτοια προσέγγιση θα κατέληγε στην υποκατάσταση των διοικητικών οργάνων από το Δικαστήριο, κάτι που δεν είναι ούτε επιθυμητό αλλά ούτε και επιτρεπτό.

Όμως ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης όταν θεωρούσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν εξαίρετος, η ύπαρξη πλάνης δεν είναι αρκετή για ακύρωση της πράξης. Θα πρέπει να δειχθεί η επίδραση που η πλάνη αυτή είχε επί του κύρους της απόφασης.

Η αιτήτρια δεν ισχυρίζεται ότι διέθετε έκδηλη υπεροχή. Ισχυρίζεται ότι απλώς υπερείχε. Όμως ακόμα κι αν το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερεί της αιτήτριας, εν τούτοις φαίνεται ότι η επιλογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443,

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822,

Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Ποτούδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1094,

Λυώνα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,

Ευαγγέλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 3051,

Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,

Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αντί της αιτήτριας.

Α. Μ. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Α. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 2 και 3.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, αντί της ίδιας, είναι άκυρη.

Η προσφυγή εδράζεται σε τέσσερις ουσιαστικά λόγους. Ότι οι καθ' ων η αίτηση παραγνώρισαν ότι η αιτήτρια διέθετε το πλεονέκτημα (μεταπτυχιακό τίτλο) ή δεν έδωσαν την απαιτούμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία για την παραγνώρισή του, ότι η υπηρεσιακή έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους Χρίστου Φανόπουλου για το 1994 έπασχε από ουσιώδη παρατυπία, ότι υπήρχε παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής Προσωπικού και τέλος ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν της αιτήτριας είναι πεπλανημένη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλλων.

Η αιτήτρια διαθέτει εκτός από το πανεπιστημιακό της δίπλωμα και τον μεταπτυχιακό τίτλο MSc in Economics του London School of Economics. Από τα ενδιαφερόμενα μέρη φαίνεται ότι, ενώ η Αυγή Μυλωνά και ο Χρίστος Φανόπουλος διαθέτουν επίσης μεταπτυχιακό τίτλο, η Μαρία Όθωνος διαθέτει μόνο βασικό πανεπιστημιακό προσόν. Θα πρέπει να λεχθεί ότι ενώ το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί όπως οι υποψήφιοι διαθέτουν μόνο πανεπιστημιακό τίτλο ή τίτλο στο κατάλληλο θέμα, εν τούτοις στους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1983 (Κ.Δ.Π. 189/83) και ειδικότερα την παραγρ. 1.5 του Παραρτήματος, προβλέπεται ότι "τα για κάθε θέση καθοριζόμενα προσόντα είναι τα ελάχιστα που απαιτούνται για διορισμό, ενώ κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα".

Η νομολογία στο θέμα της σημασίας που αποδίδεται στο πλεονέκτημα είναι απόλυτα σταθερή. Όταν το διορίζον όργανο αποφασίζει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να δίδει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την απόφασή του αυτή. Απαιτείται δηλαδή ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματος, ενώ η αιτιολογία δεν μπορεί να συνάγεται ή να συμπληρώνεται από τα πρακτικά της Επιτροπής (βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ανδρέας Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443 και Ανδρέας Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822, Χρυστάλλα Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 και Μαρίνα Ποτούδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1094).

Σχετικά με τη Μαρία Όθωνος στο πρακτικό της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 16.1.1996 με το οποίο γίνεται η εισήγηση στο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Όθωνος Μαρία η οποία, υπερτερεί σε αξία (κατά τα τελευταία δύο χρόνια) από τον υποψήφιο με αριθμό 1, υπερτερεί σε αξία (κατά τα τελευταία δύο χρόνια) και πείρα από τους υποψήφιους με αριθμούς 3, 6, 8, 9 και 12 και έχει σημαντική υπεροχή σε πείρα από τους υποψήφιους με αριθμούς 4, 10 και 13. Σε σύγκριση με τους υποψήφιους με αριθμούς 4 και 10 η Επιτροπή σημείωσε ότι η υπεροχή της υποψήφιας Όθωνος Μαρίας σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, εξουδετέρωνε την υπεροχή σε αξία των πιο πάνω υποψηφίων κατά τα τελευταία πέντε χρόνια."

Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ο διορισμός της Μαρίας Όθωνος πάσχει από έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας, αφού δεν θίγεται καθόλου ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αποφάσισε να παραγνωρίσει το μεταπτυχιακό προσόν άλλων υποψηφίων, όπως ήταν η αιτήτρια και να διορίσει την Όθωνος η οποία δεν διέθετε το πλεονέκτημα. Χαρακτηριστικά, δεν γίνεται ούτε καν αναφορά στα προσόντα των υποψηφίων, πολύ δε περισσότερο δεν δίδεται οποιαδήποτε δικαιολογία για παραγνώριση του μεταπτυχιακού προσόντος της αιτήτριας.

Έτσι ο προβιβασμός της Μαρίας Όθωνος θα πρέπει να ακυρωθεί. Δεν συμφωνώ όμως ότι το ίδιο θα πρέπει να γίνει και για τον προβιβασμό των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών που διέθεταν το πλεονέκτημα. Στην περίπτωση τους δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία. Δεν βρίσκω ορθή τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι και στην περίπτωση που και τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν το πλεονέκτημα θα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία του πλεονεκτήματος, άλλως η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η νομολογία περιορίζει την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας μόνο στην περίπτωση που ο επιτυχών υποψήφιος σε αντίθεση με τον αιτητή δεν διαθέτει το πλεονέκτημα. Στις άλλες περιπτώσεις ισχύουν οι γενικές αρχές για την ανάγκη αιτιολόγησης κάθε διοικητικής απόφασης. Και στην παρούσα περίπτωση η αιτιολόγηση της επιλογής των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών είναι επαρκής.

Άλλος ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι η υπηρεσιακή έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους Χρίστου Φανόπουλου για το 1994 πάσχει από ουσιώδη παρατυπία. Η υπηρεσιακή έκθεση για τον Χρίστο Φανόπουλο συνετάχθη στις 26.5.1995 από τον προϊστάμενό του Α. Φιλίππου. Σ' αυτήν ο κ. Φιλίππου αναφέρει ότι σχετικά με την αξιολογήση είχε ανταλλαγή απόψεων με τον κ. Παγδατή, Διευθυντή του Τμήματος Εποπτείας Τραπεζών που είχε αφυπηρετήσει την 1.1.1995. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η ανάμιξη αφυπηρετήσαντος λειτουργού καθιστά την έκθεση παράτυπη και συνεπώς αφού η αιτήτρια και ο Φανόπουλος ισοβαθμούν σε αξία και έχουν τα ίδια προσόντα υπερέχει η αιτήτρια που διαθέτει μεγαλύτερη κατά ενάμιση χρόνο πείρα. Είναι, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, η έκθεση για το 1994 που έδωσε στον Φανόπουλο προβάδισμα στην αξία, αφού στα λοιπά κριτήρια δεν υπερέχει της αιτήτριας, ενώ στις προηγούμενες εκθέσεις είχε την ίδια γενική βαθμολογία.

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Η νομολογία την οποία η αιτήτρια παραθέτει στη γραπτή της αγόρευση δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί ο κ. Παγδατής δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στην ετοιμασία της υπηρεσιακής έκθεσης. Την έκθεση συνέταξε ο προϊστάμενος του τμήματος. Είναι καθ' όλα επιτρεπτό στον προϊστάμενο που συντάσσει υπηρεσιακή έκθεση να αντλήσει πληροφορίες από οποιαδήποτε κατάλληλη πηγή, ούτως ώστε να διαμορφώσει γνώμη (βλ. Γεώργιος Λυώνα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038).

Στην παρούσα περίπτωση η έκθεση συνετάχθη από τον αρμόδιο λειτουργό που ήταν ο κ. Φιλίππου ο οποίος μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, και δεν βρίσκω τι θα μπορούσε να του απαγορεύσει να το πράξει, ήλθε σε επαφή με τον κ. Παγδατή και πήρε τις απόψεις του για το συγκεκριμένο υπάλληλο. Τις απόψεις αυτές χρησιμοποίησε όπως ο ίδιος ήθελε και κατέληξε στη δική του αξιολόγηση. Τίποτε εξ άλλου δεν δείχνει ότι ο Φιλίππου υιοθέτησε ή έλαβε καν υπ' όψη τις απόψεις του κ. Παγδατή. Βρίσκω ότι η υπηρεσιακή έκθεση για το 1994 δεν μπορεί να θεωρηθεί παράτυπη αφού ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό και γι' αυτό ο ισχυρισμός της αιτήτριας επί του προκειμένου απορρίπτεται. Παρομοίως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του Καν. 12(5) όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 193/91, αφού όπως είπαμε πιο πάνω ο κ. Παγδατής δεν προέβη σε αξιολόγηση του υπαλλήλου καθ' οιονδήποτε χρόνο.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω ότι υπήρξε παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής Προσωπικού. Ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 15(3) του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου του 1963, Ν. 48/63 (όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 10/79), η Επιτροπή Προσωπικού διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας για θητεία δύο ετών. Σύμφωνα με την αιτήτρια η έρευνα των φακέλων των καθ' ων η αίτηση δεν έφερε στο φως την παραμικρή αναφορά για διορισμό της εν λόγω Επιτροπής από το Διοικητικό Συμβούλιο, ούτε αποκάλυψε οποιαδήποτε απόδειξη της ύπαρξης νόμιμου και ισχύοντος διορισμού της Επιτροπής από το Διοικητικό Συμβούλιο.

Στον Καν. 2 προβλέπεται ότι "Επιτροπή Προσωπικού" σημαίνει την δυνάμει του άρθρου 15(3) των περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμων του 1963 και 1979 συνιστώμενη Επιτροπή. Η Επιτροπή αποτελείται από το Διοικητή ως Πρόεδρο, τον Υποδιοικητή, τον Υπουργικό Επίτροπο και άλλα δύο πρόσωπα που διορίζονται από το Συμβούλιο για θητεία δύο χρόνων.

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής Προσωπικού δεν είναι ορθός. Εύκολα μπορεί να γίνει αναφορά στην επιστολή του Υπουργού Οικονομικών προς το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 10.5.1995, με την οποία διορίζεται ως Υπουργικός Επίτροπος στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας από τις 10.5.1995, ο κ. Αντώνης Μαλαός, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. Επίσης σχετική είναι και η επιστολή ημερ. 19.5.1994 για επαναδιορισμό του κ. Τσιελεπή ως μέλους της Επιτροπής Προσωπικού, καθώς και η επιστολή ημερ. 1.6.1995, για το διορισμό του κ. Θεοκλή για περίοδο δύο ετών από 1.7.1995. Τα άτομα αυτά είναι τα άτομα που αναφέρονται στο υπό εξέταση πρακτικό της Επιτροπής ως τα μέλη της Επιτροπής. Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής Προσωπικού καταρρέει.

Σχετικά με το θέμα της σύστασης της Επιτροπής Προσωπικού της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου βλέπε και την υπόθεση Ιωσήφ Ευαγγέλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 3051.

Τέλος η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν είναι πεπλανημένη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Όσον αφορά την προαγωγή της Αυγής Μυλωνά, ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν ευσταθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο, αφού η επιλογή της ήταν εύλογα επιτρεπτή μια και ήταν ίση σε αρχαιότητα με την αιτήτρια, ενώ υπερείχε σε αξία και διέθετε και επιπρόσθετο προσόν.

Όσον αφορά το Χρίστο Φανόπουλο, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι διαθέτει τα ίδια μ' αυτόν προσόντα, καθώς και το πλεονέκτημα, ενώ η αιτήτρια υπερέχει σε πείρα και ο Φανόπουλος στην αξία, αφού στην τελευταία υπηρεσιακή έκθεση, την έκθεση του 1994, είχε μια βαθμολόγηση "εξαίρετος" περισσότερη από την αιτήτρια. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο Φανόπουλος επιλέγηκε μόνο από την ελάχιστη υπέρ του διαφορά στην έκθεσή του για το 1994. Αφού, συνεχίζει η αιτήτρια, η επί μέρους βαθμολογία του Φανόπουλου για το 1994, με 7 "εξαίρετος", 5 "πολύ καλός" και 2 "δεν εφαρμόζεται" δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενική βαθμολογία "εξαίρετος", όπως πεπλανημένα θεωρήθηκε από την Επιτροπή, τότε η αιτήτρια υπερτερεί και συνεπώς έπρεπε να προτιμηθεί.

Δεν συμφωνώ ούτε με τον ισχυρισμό αυτό. Κάθε διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του λαμβάνει υπ' όψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και καταλήγει στην απόφασή του μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Το Δικαστήριο δεν μπορεί, δεν έχει εξάλλου ούτε και το δικαίωμα, να υπεισέρχεται στο βαθμό που υπονοεί η αγόρευση της αιτήτριας στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και να υποκαθιστά ουσιαστικά την κρίση του οργάνου με αυτήν του Δικαστηρίου.

Ακόμα κι αν η συγκεκριμένη βαθμολογία του Φανόπουλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "εξαίρετη" ας μη ξεχνούμε ότι η Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλες τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τις συστάσεις του προϊσταμένου, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων και γενικά όλα τα στοιχεία τα οποία της επέτρεπαν να καταλήξει στην απόφαση της. Δεν είναι νοητή, ούτε και επιτρεπτή, η εξέταση στην λεπτομέρεια με την οποία εισηγείται η αιτήτρια της απόφασης του διορίζοντος οργάνου. Μια τέτοια προσέγγιση θα κατέληγε στην υποκατάσταση των διοικητικών οργάνων από το Δικαστήριο, κάτι που δεν είναι ούτε επιθυμητό αλλά ούτε και επιτρεπτό.

Όμως ακόμα κι' αν θεωρήσουμε ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης όταν θεωρούσε ότι ο Φανόπουλος ήταν εξαίρετος, η ύπαρξη πλάνης δεν είναι αρκετή για ακύρωση της πράξης. Θα πρέπει να δειχθεί η επίδραση που η πλάνη αυτή είχε επί του κύρους της απόφασης (βλ. Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713). Η πλάνη θα πρέπει να είναι τέτοια που να επηρεάσει την απόφαση του οργάνου (βλ. Μιχαήλ Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, Ανατύπωση 1982, σελ. 300 και Andreas Sekkides v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 2136).

Η αιτήτρια δεν ισχυρίζεται ότι διέθετε έκδηλη υπεροχή. Ισχυρίζεται ότι απλώς υπερείχε. Όμως ακόμα κι' αν ο Φανόπουλος δεν υπερτερεί της αιτήτριας, εν τούτοις φαίνεται ότι η επιλογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει όσον αφορά τον προβιβασμό της Μαρίας Όθωνος που ακυρώνεται, ενώ αποτυγχάνει όσον αφορά την προαγωγή της Αυγής Μυλωνά και του Χρίστου Φανόπουλου για τους οποίους η διοικητική πράξη επικυρώνεται. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν τους καθ' ων η αίτηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο