ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2152
12 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ-ΜΠΑΤΙΣΤΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 412/96)
Δεδικασμένο —Ακυρωτική απόφαση —Παρερμηνεία του διατακτικού της αποφάσεως από τη διοίκηση και παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσής της προς αυτή.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας κατά συρροή προς παράβαση δεδικασμένου.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού — Άσκηση αρμοδιότητας από την Επιτροπή Προσωπικού και ανάληψή της από το Συμβούλιο του Οργανισμού κατ' επανεξέταση — Περιστάσεις νομιμότητας της ανάληψης της αρμοδιότητας.
Η αιτήτρια προσέβαλε τον κατ' επανεξέταση διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τουριστικού Λειτουργού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι ορθή η θέση της αιτήτριας ότι κατά την επανεξέταση ο Κ.Ο.Τ. δεν συνεμορφώθη με ό,τι επέβαλλε η δικαστική απόφαση ημερ. 29 Νοεμβρίου 1995 εφόσον δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα που θα έπρεπε να ήταν έρευνα όπως την προδιέγραψε το δικαστήριο και τούτο ανεξάρτητα από την άποψη που διατηρούσε ο Κ.Ο.Τ.: βλ. Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε εν προκειμένω η δυνατότητα νόμιμης λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.
2. Αυτή η κατάληξη λαμβάνει βέβαια ως δεδομένο ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε αρμοδίως, γεγονός το οποίο η αιτήτρια επίσης αμφισβήτησε. Πρότεινε ότι επειδή την προηγούμενη διοικητική απόφαση την έλαβε η Επιτροπή Προσωπικού του Κ.Ο.Τ. κατόπιν νόμιμης μεταβίβασης της εξουσίας του Διοικητικού Συμβουλίου, το δεδικασμένο επέβαλλε τη λήψη και της δεύτερης απόφασης από την εν λόγω Επιτροπή, ενώ εν προκειμένω τη δεύτερη την έλαβε το ίδιο το Συμβούλιο. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι, τη μεταβιβασθείσα εξουσία συνόδευε η αίρεση ότι "...οσάκις απόφαση της Επιτροπής ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, το θέμα θα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου για μελέτη και λήψη τελικής απόφασης". Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε στις Κυπριανίδη κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2486, (Κωνσταντινίδης, Δ.) και Οικονομίδηςν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2427, (Νικήτας, Δ.), όπου κρίθηκε ότι το Συμβούλιο διατηρούσε το δικαίωμα να αναλάβει το ίδιο την επανεξέταση. Το Δικαστήριο συμφωνεί με τις αποφάσεις στις εν λόγω υποθέσεις και καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως πλην όμως, για τον λόγο που προεξέθεσα, πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,
Κυπριανίδης κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2486,
Οικονομίδης ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2427.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τουριστικού Λειτουργού, από τον Κ.Ο.Τ., αντί της αιτήτριας μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Δικηγορόπουλος, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (Κ.Ο.Τ.) να συμπεριληφθεί ως υποψήφια στην πλήρωση τριών προκηρυχθεισών θέσεων τουριστικού λειτουργού. Το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε ως απαιτούμενο προσόν και "πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν" σε οποιοδήποτε από καθορισμένους τομείς στους οποίους συμπεριλαμβανόταν η Διεύθυνση και Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων. Η αιτήτρια κατείχε δίπλωμα της Ξενοδοχειακής Σχολής Κλιόν της Ελβετίας. Την 21 Ιουλίου 1994 ο Κ.Ο.Τ. κατέληξε, κατόπιν έρευνας, ότι αυτό το δίπλωμα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ισότιμο με πανεπιστημιακό. Απέκλεισε ως εκ τούτου την αιτήτρια. Και με απόφαση ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου 1994 πρόσφερε διορισμό σε τρία άλλα πρόσωπα.
Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση με την προσφυγή αρ. 61/95. Και πέτυχε. Το δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 29 Νοεμβρίου 1995, ακύρωσε την απόφαση του Κ.Ο.Τ. Ένας από τους λόγους ακύρωσης ήταν ότι, καθώς κρίθηκε, δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα αναφορικά με την αξία του προσόντος της αιτήτριας. Αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής (στη σελ. 12):
"Σύμφωνα με τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας, το κατά πόσο συγκεκριμένος τίτλος θεωρείται ισότιμος με πανεπιστημιακό δίπλωμα θα πρέπει να κριθεί από το όργανο που θα πληρώσει τη θέση, αφού λάβει υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια όπως (α) το βαθμό αναγνώρισης του εκπαιδευτικού ιδρύματος στη χώρα όπου λειτουργεί, (β) το επίπεδο του τίτλου του ενδιαφερομένου σε σύγκριση με το πανεπιστημιακό πτυχίο, (γ) το περιεχόμενο του προγράμματος που οδήγησε στον τίτλο και (δ) τους σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας. Το Συμβούλιο σε καμιά έρευνα προς την κατεύθυνση αυτή δεν προέβη."
Το δικαστήριο εξέθεσε όμως και άλλους λόγους συναρτημένους με το πώς παλαιότερα ο Κ.Ο.Τ. είχε αντικρύσει το ίδιο προσόν. Κατέληξε ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση κατ' αντίθεση προς τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όπως και ανεπαρκής αιτιολογία. Έφεση δεν ασκήθηκε παρότι ο δικηγόρος του Κ.Ο.Τ. γνωμάτευσε ότι η δικαστική απόφαση ήταν εσφαλμένη. Φαίνεται πως απέτρεψε τον Κ.Ο.Τ. ο φόβος καθυστέρησης.
Η ορθότητα ή όχι της εν λόγω δικαστικής απόφασης δεν τίθεται υπό κρίση. Είμαι ωστόσο υποχρεωμένος να παρατηρήσω ότι η έλλειψη δέουσας έρευνας, ως λόγος ακύρωσης, καθιστούσε τους άλλους δύο λόγους εντελώς θεωρητικούς εφόσον προϋπέθέτε ως βάση την πληρότητα στοιχείων που θα ήταν το αποτέλεσμα διεξαχθείσας δέουσας έρευνας. Η οποία όμως, καθώς κρίθηκε, εκεί δεν υπήρξε. Τοποθετήθηκαν λοιπόν οι δύο άλλοι λόγοι σε μια εναλλακτική, υποθετική βάση και δεν μπορεί παρά να εκληφθούν ως σχολιασμός για το πώς γενικότερα ο Κ.Ο.Τ. αντίκρυσε το ζήτημα.
Δυστυχώς η απόφαση του δικαστηρίου παρερμηνεύτηκε. Ο Κ.Ο.Τ. θεώρησε, ως αποτέλεσμα γνωμάτευσης του δικηγόρου του, ημερ. 11 Δεκεμβρίου 1995, πως μπορούσε να επανεξετάσει το θέμα στη βάση των υπαρχόντων στοιχείων, μόνο που θα έπρεπε να παράσχει "λεπτομερέστερη αιτιολογία" κατά τη λήψη νέας απόφασης. Και αυτό ήταν που έπραξε. Προέβη σε επανεξέταση χωρίς να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνα αναφορικά με το επίμαχο θέμα. Αυτό φαίνεται από το πρακτικό ημερ. 21 Δεκεμβρίου 1995 στο οποίο, αφού εξηγούνται οι λόγοι για τον και πάλι αποκλεισμό της αιτήτριας, εκτίθεται η νέα ληφθείσα απόφαση περί διορισμού.
Είναι λοιπόν ορθή η θέση της αιτήτριας ότι κατά την επανεξέταση ο Κ.Ο.Τ. δεν συνεμορφώθη με ό,τι επέβαλλε η δικαστική απόφαση ημερ. 29 Νοεμβρίου 1995 εφόσον δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα που θα έπρεπε να ήταν έρευνα όπως την προδιέγραψε το δικαστήριο και τούτο ανεξάρτητα από την άποψη που διατηρούσε ο Κ.Ο.Τ.: βλ. Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1995) 3 Α.Α.Δ. 349. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε εν προκειμένω η δυνατότητα νόμιμης λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αυτή η κατάληξη λαμβάνει βέβαια ως δεδομένο ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε αρμοδίως. Το οποίο η αιτήτρια επίσης αμφισβήτησε. Πρότεινε ότι επειδή την προηγούμενη διοικητική απόφαση την έλαβε η Επιτροπή Προσωπικού του Κ.Ο.Τ. κατόπιν νόμιμης μεταβίβασης της εξουσίας του Διοικητικού Συμβούλιου, το δεδικασμένο επέβαλλε τη λήψη και της δεύτερης απόφασης από την εν λόγω Επιτροπή, ενώ εν προκειμένω τη δεύτερη την έλαβε το ίδιο το Συμβούλιο. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι, τη μεταβιβασθείσα εξουσία συνόδευε η αίρεση ότι "....οσάκις απόφαση της Επιτροπής ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, το θέμα θα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου για μελέτη και λήψη τελικής απόφασης". Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε στις Κυπριανίδης κ.ά. v. K.O.T. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2486, (Κωνσταντινίδης, Δ.) και Οικονομίδη ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2427 (Νικήτας, Δ.), όπου κρίθηκε ότι το Συμβούλιο διατηρούσε το δικαίωμα να αναλάβει το ίδιο την επανεξέταση. Συμφωνώ με τις αποφάσεις στις εν λόγω υποθέσεις. Και καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως πλην όμως, για τον λόγο που προεξέθεσα, πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.