ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2064
10 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 518/96)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Αξία — Ειδικές εκθέσεις — Καν. 22(3) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, Κ.Δ.Π. 223/76 — Ερμηνεία και εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί— Προαγωγές— Αριθμητική αποτίμηση κριτηρίων και σύνταξη καταλόγου από την Συμβουλευτική Επιτροπή — Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεν δύναται να επέμβει επ' αυτού παρά μόνο στην έκταση εξετάσεως ενστάσεων — Η Ε.Ε. Υ. δεν έχει πρωτογενή αρμοδιότητα ως προς την αριθμητική αποτίμηση.
Δεδικασμένο — Προϋποθέσεις δημιουργίας — Περιστάσεις πλήρωσής τους στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Πλασματική υπηρεσία — Η μεταβατική διάταξη του Καν. 13 της Κ.Δ.Π. 143/90 και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Άδειες απουσίας — Άδεια χωρίς απολαβές και άδεια για λόγους δημοσίου συμφέροντος — Π δυνατότητα και οι όροι μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη — Ειδικά το ζήτημα της αναδρομικότητας.
Διοικητικό Δίκαιο— Ανάκληση διοικητικών πράξεων— Πρέπει να διακρίνεται από τη διαφοροποίηση των αποφάσεων της διοίκησης επ' ευκαιρία επανεξέτασης — Η επανάληψη δε των σταδίων της διοικητικής ενέργειας κατά την επανεξέταση πρέπει να διακρίνεται από τις περιπτώσεις παράβασης τον καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου.
Διοικητικό Δίκαιο — Τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων — Δεν ανετράπη στην κριθείσα περίπτωση όπου προβλήθηκε ισχυρισμός ψευδούς περιεχομένου των πρακτικών του διοικητικού φακέλου — Περιστάσεις.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της προαγωγής άλλων αντ' αυτής στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση εν προκειμένω δεν άπτεται της ουσίας του θέματος της βαθμολογίας και δεν θεμελίωσε "απαίτηση" όπως η προβληθείσα. Η δε αναφορά σε "αμφιβολία" ενόψει της διαφορετικής βαθμολογίας των δυο επιθεωρητών και "ισοψηφίας" που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόδοση 39 βαθμών, παραγνωρίζει την ουσία του μηχανισμού που εισάγει ο Κανονισμός 22 (3).
Πρώτα απ' όλα, δεν υπάρχει "ισοψηφία". Η βαθμολογία της αιτήτριας είχε ήδη συντελεστεί πριν την αφυπηρέτηση του ενός από τους επιθεωρητές. Δύο από αυτούς έδωσαν 38 και ο ένας 39 βαθμούς. Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν δεν συνιστούσαν νέα βαθμολογία ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα πάνω σε τέτοια βάση. Επιπλέον, ο Κανονισμός παρέχει στον οικείο Τμηματάρχη εξουσία μόρφωσης δικής του ανεξάρτητης και υπέρτερης βέβαια κρίσης, ενόψει και της εισήγησης του Γενικού Επιθεωρητή. Και είναι ως αποτέλεσμα αυτής της ανεξάρτητης κρίσης, για τους λόγους που σημειώθηκαν, που απερρίφθη η ένσταση της αιτήτριας.
2. Όπως έχει εξηγηθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53, δεν έχει η ΕΕΥ πρωτογενή αρμοδιότητα πάνω στη αριθμητική αποτίμηση που οδηγεί στον κατάλογο της ΣΕ. Διαμορφώνει τον τελικό κατάλογο "στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται". Εφόσον δε δεν υποβληθούν ενστάσεις, "δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο". Στη λογική τους προέκταση αυτά σημαίνουν πως δεν εξετάζει η ΕΕΥ θέματα που δεν. καλύφθηκαν από τις ενστάσεις. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε ουσιαστικά σε άσκηση πρωτογενούς αρμοδιότητας, αντίθετα προς το Νόμο. Κατά συνέπεια, είναι ανεπίτρεπτη η κατ' ευθείαν εξέταση από το Δικαστήριο τέτοιων θεμάτων στο πλαίσιο της αναθεώρησης της απόφασης της ΕΕΥ, όταν αυτά δεν την απασχόλησαν ούτε μπορούσαν να την απασχολήσουν. Η μέθοδος της αμφισβήτησης του καταλόγου καθορίζεται στο Νόμο και η πρόταση της αιτήτριας θα οδηγούσε σε παράκαμψή της.
Ούτως ή άλλως, είναι αβάσιμοι και στην ουσία τους οι σχετικού ισχυρισμοί.
3. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αναφερθεί σε κάποια έκταση στη νομολογία αναφορικά με τις προϋποθέσεις δημιουργίας δεδικασμένου στην υπόθεση, Ανδρέας Γεωργίου και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΛΛ. 2778. Αρκεί για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης να επισημανθεί πως εκείνο που μετρά είναι η ταυτότητα του αντικειμένου και όχι των μέσων που κατά περίπτωση προσάγονται προς θεμελίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται ως προς αυτό. Υπάρχει πλήρης ταυτότητα αντικειμένου στις δυο διαδικασίες. Αφορούσαν και οι δυο ακριβώς όμοια διεκδίκηση της αιτήτριας και θα παραβιαζόταν το δεδικασμένο, που δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ασκήθηκε έφεση κατά της πρώτης απόφασης, αν επανερχόταν το ίδιο θέμα για να θεμελιώσει τώρα η αιτήτρια εκείνο που απέτυχε, σύμφωνα με την απόφαση, να θεμελιώσει τότε. Το ζήτημα των αποδεικτικών μέσων προς θεμελίωση επιδίκου θέματος προϋποθέτει δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας ως προς αυτό και, εν προκειμένω, δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα.
4. Ίσως όμως δεν θα ήταν άσκοπο να σημειωθεί πως φαίνεται και εσφαλμένη η αντίληψη πως η κατ' ισχυρισμόν παροχή στην αιτήτρια προσαυξήσεων πάνω στη βάση υπηρεσίας που κάλυπτε ολόκληρη την περίοδο της απουσίας της εμπεριέχει απόφαση ή πράξη που καλύπτεται από τον Καν. 13 ώστε να δεσμεύεται η ΕΕΥ. Είναι, ορθή η άποψη των καθ' ων η αίτηση πως θα ήταν δυνατό να επενεργήσει ο Καν. 13 μόνο εφόσον ετίθετο θέμα σε σχέση με τις προσαυξήσεις που παραχωρήθηκαν στην αιτήτρια.
5. Οι διεκδικήσεις της αιτήτριας ως προς τη μετατροπή της φύσης της άδειάς της παραγνωρίζουν τη σαφή διατύπωση και το νόημα της ίδιας της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αναβάθμιση άδειας απουσίας χωρίς απολαβές σε τέτοια για λόγους δημοσίου συμφέροντος, τελούσε υπό τον όρο της καταβολής των εισφορών. Μέχρι την ουσιώδη ημερομηνία η αιτήτρια δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό και ήταν εκδήλως παράνομη η αναγνώριση τέτοιας υπηρεσίας τότε. Όσα ακολούθησαν δεν μεταβάλλουν αυτή την πραγματικότητα. Δεν είναι του παρόντος η εξέταση της απόφασης του Υπουργείου να αναγνωρίζει για τους σκοπούς μελλοντικών διαδικασιών προαγωγής υπηρεσία αντίστοιχη προς τις εισφορές που θα καταβάλλονταν εκ των υστέρων. Ό,τι ενδιαφέρει είναι πως τέτοια αναδρομικότητα, που να καλύπτει και την παρούσα περίπτωση, ουδέποτε αποφασίστηκε. Ευλόγως ενόψει των λόγων που έδωσε το Υπουργείο αλλά και πάλιν δεν έχει εντοπισθεί τίποτε που να δείχνει πώς όφειλε το Υπουργείο να προσδώσει τέτοια αναδρομικότητα στις αποφάσεις του, ιδίως όταν τέτοια ενέργεια θα διαφοροποιούσε εκ των υστέρων το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Από την άλλη, το Δικαστήριο δεν συμφωνεί πως η επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 5.7.94 επέφερε αναγνώριση της άδειάς της, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια. Θα ήταν παράξενη η εξάρτηση από τον Γενικό Λογιστή της μετατροπής από την αποδοχή της πληρωμής των εισφορών, που ήταν εν πάση περιπτώσει υποχρεωτική εάν επρόκειτο να επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα. Τέτοια θεώρηση θα προσέκρουε στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που διήπε το θέμα και φαίνεται πως η μεταγενέστερη επιστολή του ημερομηνίας 10.6.96 απέβλεψε και στη διασκέδαση των εντυπώσεων που δημιούργησε ο τρόπος σύνταξης της προηγούμενής του. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν της αρμοδιότητάς του Γενικού Λογιστή το θέμα των αδειών των εκπαιδευτικών και της φύσης τους.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν έχουν νόμιμο έρεισμα. Και ενώ δεν είναι ζήτημα της παρούσας διαδικασίας η παρέμβαση ως προς την χωρίς εξήγηση απόφαση της ΕΕΥ να αναγνωρίσει 9 μήνες υπέρ της αιτήτριας, δεν δικαιολογείται η παρά τα πιο πάνω, ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με αιτιολογικό τις αστήρικτες κατά νόμο διεκδικήσεις της αιτήτριας.
6. Το ζήτημα της προηγηθείσας συμπεριφοράς της διοίκησης και των επιπτώσεων της, ενόψει του Νόμου είναι δεδικασμένο και δεν μπορεί να επανανοιγεί. Αλλά και αν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, το Δικαστήριο θα κατέληγε στην ίδια απόφαση για τους λόγους που εξηγούνται από τον Πρόεδρο Πική. (Βλ. συναφώς και την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Φώτη Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Ο δε συλλογισμός σε σχέση με την "ανάκληση" της απόφασης της ΣΕ στην αρχική διαδικασία, είναι λανθασμένος. Ασχολήθηκε και εδώ η ΣΕ με το θέμα με την πρώτη ευκαιρία, δηλαδή μετά την ακυρωτική απόφαση οπότε και γεννήθηκε ο λόγος της σύστασής της και η επακόλουθη αρμοδιότητά της αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ταξινομείται εδώ, ως "ανάκληση" η νέα απόφαση της ΣΕ. Ενόψει της ακυρωτικής απόφασης που εξαφάνισε την πρώτη διοικητική απόφαση ex tunc, συστάθηκε ΣΕ και ήταν στο πλαίσιο των δικών της αρμοδιοτήτων, όπως τις καθορίζει ο Νόμος, και της ανάγκης υποβολής καταλόγου που έγινε πρωτογενώς η αριθμητική αποτίμηση αναφορικά με τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.
7. Δεν διαφοροποιήθηκε το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. Μετά την ακυρωτική απόφαση προέκυψε η ανάγκη νέου καταλόγου, η ΣΕ που συστάθηκε επελήφθη του θέματος και καθηκόντως το προσέγγισε με γνώμονα τον ισχύοντα Νόμο. Τα δε πραγματικά δεδομένα που συνυπολόγισε ήταν όλα υπαρκτά κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 3.3.93. Εκείνο που υπήρχε ήταν η διαφορετική προσέγγιση της πρώτης ΣΕ που, όπως ήδη κρίθηκε, δεν συνιστούσε αιτία για λύσεις που φάνηκε πλέον πως ήταν αντίθετες προς το Νόμο.
8. Οι ΣΕ και η ΕΕΥ σημειώνουν στα πρακτικά τους πως μελέτησαν τους φακέλλους. Κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας αυτό πρέπει να είναι αναληθές αφού οι προσωπικοί φάκελοι της που κάλυπταν την περίοδο μέχρι τον ουσιώδη χρόνο βρίσκονταν τότε ως τεκμήρια ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επεσύναψε συναφώς βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πως πράγματι από τις 29 Αυγούστου 1995 οι φάκελοι στάληκαν για κατάθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε δεν επεστράφησαν στο Υπουργείο. Δεν θα χρειαστεί να απασχολήσει το Δικαστήριο η σημασία που θα είχε το θέμα ενόψει της φύσης των θεμάτων ουσίας που εγέρθηκαν, αν ο ισχυρισμός ήταν βάσιμος. Οι Καθ' ων η αίτηση κατέθεσαν βεβαίωση σύμφωνα με την οποία φάκελοι που κατατίθενται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο "μπορεί να ζητηθούν απ' ευθείας από το Ανώτατο είτε από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές είτε από την ΕΕΥ χωρίς να περάσουν πρώτα από το αρχείο της Υπηρεσίας Προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για ενημέρωση της κάρτας διακίνησης". Ενόψει τούτου η κατάθεση των φακέλων στο Ανώτατο Δικαστήριο από μόνη της δεν μπορεί να θεμελιώσει τη σοβαρή μομφή πως η ΣΕ και η ΕΕΥ, η μια μετά την άλλη, ψευδώς κατέγραψαν πως μελέτησαν τους φακέλους και να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1929,
Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2543,
Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2669,
Παστελλάς ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΛΛ. 954,
Παπαδόπουλος ν. ΕΕΥ (1995) 4 Α.Α.Δ.. 2483,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 403,
Δημοκρατία ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53,
Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 632,
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2778,
Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί της αιτήτριας στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (ΕΕΥ) ημερομηνίας 8.4.96, με την οποία, μετά από επανεξέταση ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση Μαρία Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1929, προάχθηκαν δέκα συνάδελφοι της στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης. Αμφισβητείτο και δυο άλλων η προαγωγή αλλά ως προς αυτούς η προσφυγή αποσύρθηκε όταν διαπιστώθηκε πως η σχετική απόφαση της ΕΕΥ ήταν ξεχωριστή και μή συναφής.
Η αιτήτρια δεν συμπεριλήφθηκε στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, γιατί μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, συγκέντρωσε μόνο 201 μονάδες, δηλαδή 190 για την αξία, 4 για τα προσόντα και, 7 για την αρχαιότητα. Ενώ ο τελευταίος από τους υποψηφίους που μπορούσαν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο, συγκέντρωσε 202.83 μονάδες. Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν αφορούν:
1. Στην αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας ως προς την αιτήτρια.
2. Στην έκταση της υπηρεσίας της αιτήτριας για την οποία θα ήταν δυνατό να της δοθούν μονάδες αρχαιότητας,
(α)από το 1981 ως το 1989, όταν απουσίαζε με εκπαιδευτική άδεια και
(β) από το 1989 όταν, με την εξαίρεση μιας περιόδου, απουσίαζε με άδεια χωρίς απολαβές, κατά τον ισχυρισμό της για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
3. Στον ισχυρισμό πως παραβιάστηκε δεδικασμένο αφού κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 512/93, όφειλαν η Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) και η ΕΕΥ, να περιοριστούν σε όσα αυτή κάλυπτε και δεν δικαιούνταν να διαφοροποιήσουν τις μονάδες αρχαιότητάς της. Ενέργεια που συνιστούσε και παραβίαση του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο το οποίο περιλαμβάνει και τη συμπερίληψή της, με βάση τις τότε αναγνωρισθείσες μονάδες αρχαιότητας της, στον κατάλογο της ΣΕ.
4. Στον ισχυρισμό πως δεν βρίσκονταν οι προσωπικοί φάκελλοι της αιτήτριας ενώπιον της ΣΕ και της ΕΕΥ, παρά τα πρακτικά τους περί του αντιθέτου.
Η ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
Από το 1981 μέχρι και τις 3.3.93 που είναι ο ουσιώδης χρόνος για τους σκοπούς του θέματος στην παρούσα υπόθεση, η αιτήτρια υπηρέτησε στην Κύπρο μόνο μεταξύ της 1.9.90 και 31.10.91. Για όλη την υπόλοιπη περίοδο βρισκόταν στο εξωτερικό με άδεια, στη φύση και στις επιπτώσεις της οποίας θα αναφερθώ όταν θα έλθει η σειρά των ισχυρισμών που αφορούν σ' αυτή. Συνεπώς συντάχθηκε για την αιτήτρια μόνο μια ειδική έκθεση, για το εκπαιδευτικό έτος 1990 - 1991 και είναι η βαθμολογία της σ' αυτή που αποτελεί το αμφισβητούμενο ζήτημα. Ειδικά, σε σχέση με το στοιχείο Γενική Συμπεριφορά και Δράση, για το οποίο η γνώμη των συντακτών της έκθεσης ήταν διιστάμενη. Ο Επιθεωρητής των Γαλλικών τη βαθμολόγησε με δέκα αλλά οι άλλοι δυο με 9 για να συγκεντρώσει στο τέλος 38 βαθμούς και να της δοθούν, κατά τις πρόνοιες τους άρθρου 35(B)(4)(α) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποποιήθηκε), 190 μονάδες για το κριτήριο της αξίας. Ενώ οι 195 μονάδες στις οποίες θα εδικαιούτο αν συγκέντρωνε 39 βαθμούς, θα εξασφάλιζαν τη συμπερίληψή της στον κατάλογο.
Ο χειρισμός της ένστασης που υπέβαλε η αιτήτρια στο Γενικό Επιθεωρητή, αποτέλεσε λόγο της ακυρωτικής απόφασης. Όπως και προγενεστέρως σε σχέση με διαδικασία για πλήρωση άλλων θέσεων. (Βλ. Μαρία Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2543). Ο ένας από τους επιθεωρητές που είχαν συντάξει την έκθεση αφυπηρέτησε και αντί αυτού υπέβαλε παρατηρήσεις, μαζί με τους άλλους, τρίτος επιθεωρητής που δεν ήταν συντάκτης της έκθεσης, κατά παράβαση του Κανονισμού 22(3) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, Κ.Δ.Π. 223/76). Ο δε Γενικός Επιθεωρητής παρέλειψε να αιτιολογήσει, όπως όφειλε κατά τον ίδιο Κανονισμό, την εισήγησή του προς τον Τμηματάρχη. Άλλοι λόγοι ακυρότητας αφορούσαν στη χωρίς έρευνα και αιτιολόγηση απονομή στην αιτήτρια τριών μόνο μονάδων για τα προσόντα της, στην παράλειψη ανάρτησης τροποποιημένου καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής μετά την συμπερίληψη σ' αυτόν πρόσθετου υποψηφίου και στην αξιολόγηση άλλων υποψηφίων κατά παράβαση του τροποποιητικού Ν. 251/91.
Υπέβαλαν ξεχωριστές παρατηρήσεις οι δυο εναπομείναντες συντάκτες της έκθεσης, ο Γενικός Επιθεωρητής εισηγήθηκε την υιοθέτηση του βαθμού 38 και ο Τμηματάρχης συμφώνησε. Η ΣΕ που συστάθηκε για τους σκοπούς της επανεξέτασης υπολόγισε 190 μονάδες υπέρ της αιτήτριας και ακολούθησε η ένσταση της, για δυο λόγους:
Πρώτα, γιατί η "απαίτηση" για βαθμολογία 39 "προκύπτει και από το δεδικασμένο των ακυρωτικών αποφάσεων" και μετά, για τα ακόλουθα: «Αφού η νόμιμη αξιολόγηση του κ. Μιχαήλ Μάτση (πού ήταν και ο Προϊστάμενος στην ειδικότητά της (Γαλλικά) ήταν 39 και του κ. Δώρου Θεοδούλου ήταν 38, εφαρμόζεται η αρχή 'in dubio pro reo' και καταλογίζεται υπέρ της κας Μιχαηλίδου η γενική βαθμολογία 39 για το εν λόγω έτος και όχι 38, όπως παράτυπα θεωρήθηκε". Η ΕΕΥ απέρριψε την ένσταση και το θέμα συζητήθηκε ενώπιόν μου χωρίς όμως να εξειδικευθεί με ποιό τρόπο, κατά την αντίληψη της αιτήτριας, ήταν δεδικασμένο πως εδικαιούτο σε 39 βαθμούς.
Κρίνω αβάσιμους και τους δυο ισχυρισμούς. Η ακυρωτική απόφαση δεν άπτεται της ουσίας του θέματος της βαθμολογίας και δεν θεμελίωσε "απαίτηση" όπως η προβληθείσα. Η δε αναφορά σε "αμφιβολία" ενόψει της διαφορετικής βαθμολογίας των δυο επιθεωρητών και "ισοψηφίας" που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόδοση 39 βαθμών, παραγνωρίζει την ουσία του μηχανισμού που εισάγει ο Κανονισμός 22 (3).
Πρώτα απ' όλα, δεν υπάρχει "ισοψηφία". Η βαθμολογία της αιτήτριας είχε ήδη συντελεστεί πριν την αφυπηρέτηση του ενός από τους επιθεωρητές. Δύο από αυτούς έδωσαν 38 και ο ένας 39 βαθμούς. Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν δεν συνιστούσαν νέα βαθμολογία ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα πάνω σε τέτοια βάση. Επιπλέον, ο Κανονισμός παρέχει στον οικείο Τμηματάρχη εξουσία μόρφωσης δικής του ανεξάρτητης και υπέρτερης βέβαια κρίσης, ενόψει και της εισήγησης του Γενικού Επιθεωρητή. Και είναι ως αποτέλεσμα αυτής της ανεξάρτητης κρίσης, για τους λόγους που σημειώθηκαν, που απερρίφθη η ένσταση της αιτήτριας.
Η αιτήτρια ανέπτυξε ενώπιόν μου και σειρά άλλων ισχυρισμών, για να προτείνουν οι καθ' ων η αίτηση πως δεν νομιμοποιείται σε τέτοια διεύρυνση ενόψει των υποθέσεων Ευστάθιος Ηλιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2669, Σάββας Παστελλάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 954 και άλλων που αναφέρονται σ' αυτές. Σύμφωνα με τις οποίες, δεν είναι επιτρεπτή η αμφισβήτηση της βαθμολογίας όταν δεν υπεβλήθη ένσταση στον κατάλογο. Αλλά και της υπόθεσης Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ν. ΕΕΥ (1995) 4 Α.Α.Δ. 2483, που αφορούσε ακριβώς προβολή ισχυρισμού που δεν συμπεριελήφθη στην ένσταση που υπεβλήθη. (Βλ. επίσης Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 403). Η αιτήτρια αναφέρθηκε μόνο στις πρώτες δυο για να υποστηρίξει πως διακρίνονταν αφού αφορούσαν σε περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε υποβληθεί ένσταση, ενώ εδώ υπεβλήθη. Σχόλιο σε σχέση με την τρίτη υπόθεση δεν υπάρχει στην αγόρευσή της.
Όπως έχει εξηγηθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53, δεν έχει η ΕΕΥ πρωτογενή αρμοδιότητα πάνω στη αριθμητική αποτίμηση που οδηγεί στον κατάλογο της ΣΕ. Διαμορφώνει τον τελικό κατάλογο "στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται". Εφόσον δε δεν υποβληθούν ενστάσεις, "δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο". Στη λογική τους προέκταση αυτά σημαίνουν πως δεν εξετάζει η ΕΕΥ θέματα που δεν καλύφθηκαν από τις ενστάσεις. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε ουσιαστικά σε άσκηση πρωτογενούς αρμοδιότητας, αντίθετα προς το Νόμο. Κατά συνέπεια, είναι ανεπίτρεπτη η κατ' ευθείαν εξέταση από το Δικαστήριο τέτοιων θεμάτων στο πλαίσιο της αναθεώρησης της απόφασης της ΕΕΥ, όταν αυτά δεν την απασχόλησαν ούτε μπορούσαν να την απασχολήσουν. Η μέθοδος της αμφισβήτησης του καταλόγου καθορίζεται στο Νόμο και η πρόταση της αιτήτριας θα οδηγούσε σε παράκαμψή της.
Ούτως ή άλλως, είναι αβάσιμοι και στην ουσία τους οι ισχυρισμοί. Αντίθετα προς τις απόψεις της αιτήτριας,
(α) η εισήγηση του Γενικού Επιθεωρητή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Αναφέρεται σε προσεκτική μελέτη του προσωρινού φακέλλου της αιτήτριας στον οποίο περιλαμβάνονταν η ένσταση της αιτήτριας ημερομηνίας 26.8.92 όπως συμπληρώθηκε με την επιστολή της ημερομηνίας 16.9.92, επισημαίνει ειδικά τα αναφερθέντα από το Διευθυντή του σχολείου στο οποίο υπηρετούσε η αιτήτρια και εισηγείται την υιοθέτηση των γραπτών παρατηρήσεων του Επιθεωρητή Δ. Θεοδούλου.
(β) Κάθε άλλο παρά προκύπτει ότι οι παρατηρήσεις του επιθεωρητή Δ. Θεοδούλου διατυπώθηκαν με γνώμονα δράση της αιτήτριας άσχετη με το επίμαχο εκπαιδευτικό έτος. Ήταν η αιτήτρια που επικαλέστηκε την αναφερθείσα δράση και ο επιθεωρητής, με αναφορά στη σελίδα 2 της επιστολής ημερομηνίας 16.9.92, επισημαίνει πως σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων της, εκείνων δηλαδή που η ίδια επικαλέστηκε, "δεν άπτεται άμεσα της κυπριακής εκπαιδευτικής πραγματικότητας και ειδικότερα της σχολικής ζωής". Το γεγονός ότι αυτές δεν αναλήφθηκαν καν κατά το 1990 - 1991 συνιστούσε αφ' εαυτό αιτία μή προβολής τους εξ αρχής και δεν αντιλαμβάνομαι πώς η αιτήτρια βλέπει ότι αδικήθηκε ενόψει της, ούτως ή άλλως, άσχετης δραστηριότητας της. Για να επεκταθεί μάλιστα σε ανάλυσή της προς συσχετισμό της με την εκπαιδευτική πραγματικότητα και σχολική ζωή ενώ την ίδια στιγμή δέχεται πως δεν αφορούσε στο εκπαιδευτικό έτος 1990 -1991. Ήταν ο επιθεωρητής των γαλλικών που έλαβε υπόψη και αυτή τη δραστηριότητα αφού, όπως σημειώνει στις παρατηρήσεις του, παραπέμπει στα "ορθώς αναφερόμενα στην ένστασή της". Ούτε είναι ορθό πως προκύπτει ότι ο κ. Θεοδούλου παραγνώρισε τη δράση της κατά το έτος αυτό. Αναφέρεται και αυτός στις επιστολές της αιτήτριας και ο επιθεωρητής την περιγράφει ως πολύ θετική "όχι όμως σε βαθμό που να δικαιολογεί υψηλότερη βαθμολογία από το 9".
(γ). Δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα παράβασης του Κανονισμού 18(1) λόγω μή αναφοράς στις παρατηρήσεις του κ. Θεοδούλου στη δική του γνώση ή στη συνήθη έκθεση της αιτήτριας για το έτος 1990 - 1991 ή και ισχυρισμό μή έρευνας των προσωπικών φακέλλων της αιτήτριας. Ο Κανονισμός 18(1) ρυθμίζει τα της σύνταξης των εκθέσεων και δεν δικαιολογείται ο συσχετισμός του προς τις παρατηρήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 22(3). Ας σημειωθεί δε πως, σύμφωνα με τον Κανονισμό 22(2), στην ένσταση κατά της βαθμολογίας που υποβάλλεται στο Γενικό Επιθεωρητή αναφέρονται οι λόγοι της και πως τέτοιος λόγος δεν ανεφέρθη.
(δ) Δεν θα παρεχόταν περιθώριο για παρέμβαση σε σχέση με την κρίση του Τμηματάρχη ως προς την τύχη της ένστασης της αιτήτριας. Ο Τμηματάρχης είχε ενώπιόν του την εισήγηση του Γενικού Επιθεωρητή, τις παρατηρήσεις των δυο επιθεωρητών, την έκθεση του Διευθυντή του σχολείου της αιτήτριας, και, βέβαια, τις απόψεις της ίδιας της αιτήτριας. Δεν στοιχειοθετείται πλάνη ή ενδεχόμενο πλάνης ως προς τα σχετικά στοιχεία και δεν μπορεί να υποστηριχθεί πως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η κρίση πως δεν εδικαιολογείτο να δοθεί στην αιτήτρια η ανώτερη δυνατή βαθμολογία. Δεν μπορώ δε να συμφωνήσω πως η βαθμολογία του επιθεωρητή των γαλλικών, της ειδικότητας δηλαδή της αιτήτριας, αποκτούσε αυξημένο βάρος και προβάδισμα έναντι της βαθμολογίας άλλων επιθεωρητών που απάρτιζαν ισοτίμως το κλιμάκιο που συνέταξε την έκθεση. Αφού μάλιστα, εν πάση περιπτώσει, διαμόρφωσαν στη συνέχεια δική τους ξεχωριστή κρίση ο Γενικός Επιθεωρητής και ο Τμηματάρχης, στο πλαίσιο της δικής τους αρμοδιότητας.
Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1981 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1989
Το 1981, μετά την προαγωγή της στο βαθμό της Β. Διευθύντριας, η αιτήτρια εξασφάλισε εκπαιδευτική άδεια για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία. Δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες της ακαδημαϊκής πορείας της για το μεγάλο διάστημα των οκτώ περίπου ετών που ακολούθησαν. Η ΣΕ εκτίμησε πως θα έπρεπε να λογιστεί ως υπηρεσία της για σκοπούς προαγωγής περίοδος 37 μηνών, μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 1984. Αυτό, γιατί έκτοτε δεν απέκτησε οποιοδήποτε δίπλωμα, ενόψει του Καν. 10 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 143/90 ο οποίος καλύπτει εκπαιδευτική άδεια, "που οδήγησε σε απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ή άλλου πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ... μέχρι πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο".
Η ΕΕΥ υπολόγισε μεγαλύτερη περίοδο. Δεν προκύπτει ποια ακριβώς ήταν η αιτία αυτής της θεώρησης. Αλλά αυτό το θέμα δεν είναι του παρόντος. Έδωσε μονάδες αρχαιότητας στην αιτήτρια πάνω στη βάση του ανώτατου ορίου που επέτρεπε ο Κανονισμός, δηλαδή τα πέντε έτη.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται πως δεν είναι ούτε αυτά αρκετά. Διεκδικεί μονάδες για ολόκληρη την περίοδο της απουσίας της. Όχι γιατί έχει άλλη άποψη ως προς τον περιορισμό που θέτει ο Κανονισμός ούτε γιατί υποστηρίζει πως στο μεσοδιάστημα απέκτησε άλλο δίπλωμα ή τίτλο. Υποστηρίζει πως λειτουργεί υπέρ της ο Καν. 13 των πιο πάνω Κανονισμών που διαφυλάσσει "το κύρος οποιασδήποτε απόφασης ή πράξης η οποία εκδόθηκε ή έγινε πριν από την έναρξη της ισχύος των Κανονισμών αυτών και σύμφωνα με την οποία αναγνωρίστηκε οποιαδήποτε υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού ως υπηρεσία για σκοπούς προσαυξήσεων ή προαγωγής."
Όμως, ακριβώς όμοιος ισχυρισμός προβλήθηκε σε προγενέστερη προσφυγή και απορρίφθηκε. (Βλ. Μαρία Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 632). Και τίθεται από τους καθ' ων η αίτηση ζήτημα δεδικασμένου.
Δεν υπάρχει δεδικασμένο λέει η αιτήτρια αφού η τότε απόρριψη του ισχυρισμού της οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε "προσαχθεί ή επισημανθεί οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της". Αναφέρθηκε σε στοιχεία για να τον τεκμηριώσει τώρα και προτείνει πως, γι' αυτό το λόγο, δεν υπάρχει μεταξύ της προηγούμενης υπόθεσης και της παρούσας "ταυτότητα δεδομένων".
Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Είχα την ευκαιρία να αναφερθώ σε κάποια έκταση στη νομολογία αναφορικά με τις προϋποθέσεις δημιουργίας δεδικασμένου στην υπόθεση, Ανδρέας Γεωργίου και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2778. Αρκεί για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης να επισημανθεί πως εκείνο που μετρά είναι η ταυτότητα του αντικειμένου και όχι των μέσων που κατά περίπτωση προσάγονται προς θεμελίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται ως προς αυτό. Υπάρχει πλήρης ταυτότητα αντικειμένου στις δυο διαδικασίες. Αφορούσαν και οι δυο ακριβώς όμοια διεκδίκηση της αιτήτριας και θα παραβιαζόταν το δεδικασμένο, που δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ασκήθηκε έφεση κατά της πρώτης απόφασης, αν επανερχόταν το ίδιο θέμα για να θεμελιώσει τώρα η αιτήτρια εκείνο που απέτυχε, σύμφωνα με την απόφαση, να θεμελιώσει τότε. Το ζήτημα των αποδεικτικών μέσων προς θεμελίωση επιδίκου θέματος προϋποθέτει δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας ως προς αυτό και, εν προκειμένω, δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα.
Ίσως όμως δεν θα ήταν άσκοπο αν σημείωνα πως μου φαίνεται και εσφαλμένη η αντίληψη πως η κατ' ισχυρισμόν παροχή στην αιτήτρια προσαυξήσεων πάνω στη βάση υπηρεσίας που κάλυπτε ολόκληρη την περίοδο της απουσίας της εμπεριέχει απόφαση ή πράξη που καλύπτεται από τον Καν. 13 ώστε να δεσμεύεται η ΕΕΥ. Είναι νομίζω ορθή η άποψη των καθ' ων η αίτηση πως θα ήταν δυνατό να επενεργήσει ο Καν. 13 μόνο εφόσον ετίθετο θέμα σε σχέση με τις προσαυξήσεις που παραχωρήθηκαν στην αιτήτρια. Ούτε ο κατάλογος που επισύναψε η αιτήτρια στην αγόρευσή της, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της οποίας συνιστά αναγνώριση της υπηρεσίας της τέτοια που να ενεργοποιεί υπέρ της τον Καν. 13, δεν οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα. Πέρα από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει πως απέβλεπε σε ρύθμιση του συζητούμενου θέματος.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΜΕ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1989 ΚΑΙ ΜΕΤΑ
Όταν στις 16.1.89 το Υπουργείο Παιδείας πληροφόρησε την αιτήτρια πως έληγε η εκπαιδευτική της άδεια και πως θα έπρεπε να προσέλθει προς ανάληψη καθηκόντων από 1.9.89, η αιτήτρια ζήτησε να της χορηγηθεί, από την ημερομηνία εκείνη, μονοετής άδεια για λόγους δημοσίου συμφέροντος εφόσον συνόδευε το σύζυγο της, πρέσβη τότε της Δημοκρατίας στο Παρίσι. Το θέμα διέπεται από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 5.8.82. Άδεια απουσίας για τέτοιο λόγο θεωρείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος αλλά υπό όρο. Όπως αναφέρεται, "νοουμένου ότι κατά την περίοδο της απουσίας τους αυτές θα συνεισφέρουν στο Ταμείο Συντάξεων ποσοστό 15% των εκάστοτε συνταξίμων απολαβών τους".
Χορηγήθηκαν στην αιτήτρια, μετά από αιτήσεις της, διαδοχικές άδειες απουσίας για τον πιο πάνω λόγο, μονοετούς διάρκειας η κάθε μια. Και σε κάθε περίπτωση τονιζόταν ο όρος της συνεισφοράς. Η αιτήτρια, δεν συνεισέφερε οποιοδήποτε ποσό και στις 18 Νοεμβρίου 1993 το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού την πληροφόρησε πως η άδεια που της είχε χορηγηθεί ως τότε θεωρείται ως απλή άδεια απουσίας χωρίς απολαβές. Η οποία όμως θα μπορούσε να μετατραπεί σε άδεια για λόγους δημοσίου συμφέροντος νοουμένου ότι θα προέβαινε σε συνεισφορές σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Διαφώνησε η αιτήτρια και ενόψει της εμμονής του Υπουργείου, προσέφυγε στον Επίτροπο Διοικήσεως. Ο Επίτροπος Διοικήσεως δικαίωσε το Υπουργείο και η αιτήτρια ζήτησε να πληροφορηθεί το ακριβές ποσό των συνεισφορών που θα έπρεπε, όπως ήταν πλέον η πρόθεσή της, να πληρώσει. Την πληροφόρησαν πως για την περίοδο από 1.9.89 - 30.6.90 και από 1.11.91 - 30.6.94 οι συνεισφορές ανέρχονταν σε £8.981.74 σεντ. Η αιτήτρια απευθύνθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών και ο Γενικός Λογιστής, στις 5.7.94, την πληροφόρησε πως "με την αποδοχή της καταβολής του ποσού αυτού η άδεια που σας χορηγήθηκε χωρίς απολαβές από 1.9.89 - 31.8.90 και από 1.11.91 μέχρι 31.8.94 θα θεωρείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος". Και απεδέχθη την εισήγηση της να πληρώνει £100 μηνιαίως. Η αιτήτρια είχε ήδη, από 1.6.94 καταβάλει £100 που ήταν και το μόνο ποσό που πλήρωσε ως τότε και συνέχισε τις μηνιαίες πληρωμές παράλληλα με την εξασφάλιση άδειας απουσίας και για τα επόμενα χρόνια για τον ίδιο λόγο και υπό τον ίδιο όρο.
Προέκυψε τότε θέμα ως προς το πότε και ποιά περίοδος άδειας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως χορηγηθείσα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και, συνεπώς, ως υπηρεσία ενόψει του Καν. 9 της Κ.Δ.Π. 143/90. Είχαν μεσολαβήσει οι δυο διαδικασίες προαγωγής σε σχέση με τις οποίες εκδόθηκαν οι ακυρωτικές αποφάσεις που προανέφερα. Δεν είχε τότε επισημανθεί η μή πληρωμή των εισφορών και είχαν δοθεί από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές μονάδες αρχαιότητας ως εάν να ήταν ολόκληρη η ως τότε περίοδος της άδειας της αιτήτριας για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όπως σημειώνει η ΕΕΥ σε επιστολή της προς τον Γενικό Εισαγγελέα, δεν είχε υποβληθεί ένσταση για να μπορούσε να εξετάσει η ίδια το θέμα. Όπως επίσης σημειώνει, στην τρίτη διαδικασία, στην οποία και πάλιν εξετάστηκε η υποψηφιότητα της αιτήτριας, η νομιμότητα της οποίας επικυρώθηκε στο πλαίσιο της προσφυγής 573/94, δεν είχαν δοθεί μονάδες αρχαιότητας για τη συζητούμενη περίοδο.
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με γνώμονα την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά όπως σημειώνει, και για σκοπούς ίσης μεταχείρησης των εκπαιδευτικών λειτουργών, έκρινε πως οι εκ των υστέρων πληρωμές δεν μπορούσαν να μεταβάλουν την άδειά της σε άδεια για λόγους δημοσίου συμφέροντος αναφορικά με τις διαδικασίες προαγωγής που προηγήθηκαν. Θα θεωρούσε όμως πως ήταν τέτοια, στην έκταση που θα κάλυπταν οι συνεισφορές σε σχέση με νέες θέσεις. Με σημείο αναφοράς τις ημερομηνίες που καθορίζονται από το άρθρο 35Β του Νόμου ως οι ουσιώδεις γι' αυτές. Ως προς την επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 5 Ιουλίου 1994 θεώρησε πως και αν δεν αντέβαινε ουσιαστικά το σκοπό της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν εξυπάκουε αυτόματη αναδρομική μετατροπή της άδειας απουσίας της αιτήτριας αφού αυτή η αρμοδιότητα ανήκει όχι σ' αυτόν αλλά στην αρμόδια αρχή. Η νομική υπηρεσία από την οποία ζητήθηκε γνωμάτευση συμφώνησε και η αιτήτρια ενημερώθηκε.
Η ΣΕ είχε κρίνει πως δεν έπρεπε να δοθούν μονάδες αρχαιότητας στην αιτήτρια για την περίοδο από 1.9.89 μέχρι την ουσιώδη ημερομηνία, ακριβώς επειδή δεν τήρησε τον όρο της συνεισφοράς. Η ΕΕΥ ζήτησε και η ίδια γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα και, αντίθετα, πρέπει να σημειωθεί, προς τη σαφή θέση του Υπουργείου Παιδείας (βλ. και επιστολή προς την ΕΕΥ ημερομηνίας 27.3.96) άχθηκε στην απόφαση να υπολογίσει υπέρ της αιτήτριας μονάδες για εννέα μήνες άδεια απουσίας, αφού το ποσό που είχε καταβάλει ως τότε κάλυπτε τόση περίοδο. Χωρίς κάποια εξήγηση και παρά το ότι, όπως σημειώνει στο πρακτικό της, με βάση το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, η αιτήτρια απουσίαζε με άδεια χωρίς απολαβές. Που δεν είχε ακόμα μετατραπεί αναδρομικά σε άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ενώ ήταν σαφές πως δεν επρόκειτο να υπάρξει αναδρομική μετατροπή τέτοιας έκτασης ώστε να επηρεάζεται η εκκρεμούσα διαδικασία.
Στην αγόρευση για τους καθ' ων η αίτηση επικρίνεται απεριφράστως ως χαριστικός αυτός ο χειρισμός της ΕΕΥ. Δεν έπρεπε να δοθούν στην αιτήτρια μονάδες για τη συζητούμενη περίοδο. Όσες πληρωμές έγιναν και η μετατροπή της άδειάς της που ακολούθησε δεν μπορούσε παρά να αφορούν νέες διαδικασίες, όπως νομίμως αποφασίστηκε. Ας σημειωθεί πως στην πορεία η αιτήτρια κατέβαλε διάφορα ποσά και πράγματι το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού την πληροφόρησε πως αναγνώρισε αντίστοιχες περιόδους, τονίζοντας όμως πάντα πως η αναγνώριση αφορούσε σε νέες διαδικασίες. Και πως τελικά και ο ίδιος ο Γενικός Λογιστής, με την επιστολή του προς την αιτήτρια ημερομηνίας 10.6.96, εξαρτά την μετατροπή όχι από την αποδοχή της πληρωμής αλλά από την ίδια την πληρωμή των συνεισφορών σημειώνοντας πως, "ανάλογη διευθέτηση έχει γίνει για την προηγούμενη περίοδο..".
Διαφωνεί και η αιτήτρια και είναι οι δικοί της ισχυρισμοί που εγείρονται ως επίδικοι. Υποστηρίζει πως θα έπρεπε να της αναγνωριστεί ως υπηρεσία ολόκληρη η περίοδος της υπηρεσίας από 1.9.89 μέχρι 3.3.93 ενόψει
(α) της επιστολής του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 5.7.94 αλλά και των μεταγενέστερων του Υπουργείου Παιδείας οι οποίες, όπως εισηγείται, συνιστούσαν αναδρομική αναγνώριση και
(β) της επιστολής του Υπουργείου Παιδείας ημερομηνίας 8.4.96 (ίδιας δηλαδή ημερομηνίας με την προσβαλλόμενη απόφαση που συνεπώς προϋπέθετε προγενέστερη ρύθμιση) με την οποία, όπως εισηγείται, της αναγνωρίστηκε και η περίοδος από 1.9.89 - 30.6.90 (δέκα μήνες) οπότε η ΕΕΥ, τουλάχιστον όφειλε να της είχε χορηγήσει ανάλογες μονάδες γι' αυτή, συνολικά δηλαδή μονάδες για 19 μήνες και όχι 9.
Οι διεκδικήσεις της αιτήτριας παραγνωρίζουν τη σαφή διατύπωση και το νόημα της ίδιας της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αναβάθμιση άδειας απουσίας χωρίς απολαβές σε τέτοια για λόγους δημοσίου συμφέροντος, τελούσε υπό τον όρο της καταβολής των εισφορών. Μέχρι την ουσιώδη ημερομηνία η αιτήτρια δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό και ήταν εκδήλως παράνομη η αναγνώριση τέτοιας υπηρεσίας τότε. Όσα ακολούθησαν δεν μεταβάλλουν αυτή την πραγματικότητα. Δεν είναι του παρόντος η εξέταση της απόφασης του Υπουργείου να αναγνωρίζει για τους σκοπούς μελλοντικών διαδικασιών προαγωγής υπηρεσία αντίστοιχη προς τις εισφορές που θα καταβάλλονταν εκ των υστέρων. Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι πως τέτοια αναδρομικότητα, που να καλύπτει και την παρούσα περίπτωση, ουδέποτε αποφασίστηκε. Ευλόγως ενόψει των λόγων που έδωσε το Υπουργείο αλλά και πάλιν δεν έχω δει τίποτε που να δείχνει πώς όφειλε το Υπουργείο να προσδώσει τέτοια αναδρομικότητα στις αποφάσεις του, ιδίως όταν τέτοια ενέργεια θα διαφοροποιούσε εκ των υστέρων το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Από την άλλη, δεν συμφωνώ πως η επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 5.7.94 επέφερε αναγνώριση της άδειάς της, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια. Θα ήταν παράξενη η εξάρτηση από τον Γενικό Λογιστή της μετατροπής από την αποδοχή της πληρωμής των εισφορών, που ήταν εν πάση περιπτώσει υποχρεωτική εάν επρόκειτο να επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα. Τέτοια θεώρηση θα προσέκρουε στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που διήπε το θέμα και μου φαίνεται πως η μεταγενέστερη επιστολή του ημερομηνίας 10.6.96 απέβλεψε και στη διασκέδαση των εντυπώσεων που δημιούργησε ο τρόπος σύνταξης της προηγούμενής του. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν της αρμοδιότητάς του Γενικού Λογιστή το θέμα των αδειών των εκπαιδευτικών και της φύσης τους.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν έχουν νόμιμο έρεισμα. Και ενώ δεν είναι ζήτημα της παρούσας διαδικασίας η παρέμβαση ως προς την χωρίς εξήγηση απόφαση της ΕΕΥ να αναγνωρίσει 9 μήνες υπέρ της αιτήτριας, δεν δικαιολογείται η παρά τα πιο πάνω, ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με αιτιολογικό τις αστήρικτες κατά νόμο διεκδικήσεις της αιτήτριας.
Προσθέτω πως είναι και λανθασμένη η αντίληψη της αιτήτριας ότι με την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας ημερομηνίας 8.4.96 της αναγνωρίστηκαν επιπρόσθετοι δέκα μήνες, δηλαδή συνολικά 19. Με βάση τις ως τότε πληρωμές της (£1,809.42 σεντ) της αναγνωρίστηκε η περίοδος από 1.9.89 - 30.6.90 σε σχέση, εννοείται, με μεταγενέστερη διαδικασία προαγωγής. Μόνο αυτή η περίοδος καλυπτόταν από τις εισφορές της και η στήριξη επιχειρημάτων στο γεγονός ότι οι ΕΕΥ αναφέρθηκε στην περίοδο από 1.11.91, είναι αδικαιολόγητη.
ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
Απομένει η εξέταση των ισχυρισμών της αιτήτριας που συναρτήθηκαν προς το γεγονός της αναγνώρισης κατά την αρχική διαδικασία (αλλά και στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών) του συνόλου της περιόδου από το 1981 ως τον ουσιώδη χρόνο ως υπηρεσίας της και, συναφώς, προς τις ακυρωτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν. Και επιπλέον των ισχυρισμών σε σχέση με την κατ' ισχυρισμόν παράλειψη εξέτασης των προσωπικών φακέλλων της αιτήτριας.
Ως προς την εκπαιδευτική άδεια, με γνώμονα τη στάση της διοίκησης.
Στην προσφυγή 573/94 εξετάστηκε και ισχυρισμός της αιτήτριας πως "οι καθ' ων η αίτηση κωλύονταν, από την προηγούμενη συμπεριφορά τους, να μή εξισώσουν την οκταετή απουσία της με υπηρεσία για ισάριθμα χρόνια". Ειδικά, ενόψει τέτοιας εξίσωσης στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης. Ας σημειωθεί πως η απόφαση αφορούσε σε διαδικασία που ακολούθησε εκείνες που οδήγησαν στις δυο ακυρωτικές αποφάσεις που προανέφερα. Η μια από τις οποίες, στην προσφυγή 512/93, αφορούσε στις τωρινές θέσεις. Ο Πρόεδρος Πικής, με αναφορά και στις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διαπνέουν τη συμπεριφορά της διοίκησης, απέρριψε τον ισχυρισμό και επικύρωσε τη διοικητική ενέργεια ως οφειλόμενη κατά νόμο, ανεξάρτητα από τα προηγηθέντα.
Η αιτήτρια επαναφέρει το θέμα. Αναφέρεται σε διοικητικές ενέργειες προγενέστερες, δηλωτικές κατά τη γνώμη της τής εξίσωσης που διεκδικεί και θέτει ζήτημα παράνομης ανάκλησης της απόφασης της ΣΕ στην αρχική διαδικασία με την οποία της δόθηκαν πλήρεις μονάδες. Είχε προβάλει παρόμοιο ισχυρισμό και στην προσφυγή 573/94 αλλά, όπως ισχυρίζεται, δεν υπάρχει ως προς αυτό το θέμα "ταυτότητα δεδομένων". Σε εκείνη την περίπτωση, μετά την ανάρτηση του καταλόγου της ΣΕ, όπως σημειώνεται, έγινε αντιληπτό το σφάλμα, αποσύρθηκε ο κατάλογος και υποβλήθηκε νέος και το Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε εμπόδιο ανάκλησης αφού αυτή αφορούσε σε παράνομη απόφαση και έγινε το ταχύτερο, σε 15 μέρες. Ενώ εδώ, λέγει η αιτήτρια, παρήλθε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Εννοώντας το διάστημα που μεσολάβησε από την πρώτη απόφαση μέχρι τη διαδικασία επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση. Για να ακολουθήσει στην αγόρευση της εκτεταμένη αναφορά στις αρχές αναφορικά με τη δυνατότητα ανάκλησης παράνομης διοικητικής απόφασης.
Το ζήτημα της προηγηθείσας συμπεριφοράς της διοίκησης και των επιπτώσεων της, ενόψει του Νόμου είναι δεδικασμένο και δεν μπορεί να επανανοιγεί. Αλλά και αν υπήρχε τέτοια δυνατότητα θα κατέληγα στην ίδια απόφαση για τους λόγους που εξηγούνται από τον Πρόεδρο Πική. (Βλ. συναφώς και την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Φώτη Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Ο δε συλλογισμός σε σχέση με την "ανάκληση" της απόφασης της ΣΕ στην αρχική διαδικασία, είναι λανθασμένος. Ασχολήθηκε και εδώ η ΣΕ με το θέμα με την πρώτη ευκαιρία, δηλαδή μετά την ακυρωτική απόφαση οπότε και γεννήθηκε ο λόγος της σύστασής της και η επακόλουθη αρμοδιότητά της αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζω πως μπορεί να ταξινομείται εδώ, ως "ανάκληση" η νέα απόφαση της ΣΕ. Ενόψει της ακυρωτικής απόφασης που εξαφάνισε την πρώτη διοικητική απόφαση ex tunc, συστάθηκε ΣΕ και ήταν στο πλαίσιο των δικών της αρμοδιοτήτων, όπως τις καθορίζει ο Νόμος, και της ανάγκης υποβολής καταλόγου που έγινε πρωτογενώς η αριθμητική αποτίμηση αναφορικά με τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.
Ως προς την άδεια απουσίας από το 1981 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, με αναφορά στην ακυρωτική απόφαση που οδήγησε στην επανεξέταση.
Είδαμε πως αρχικά δόθηκαν στην αιτήτρια πλήρεις μονάδες για όλη την πιο πάνω περίοδο. Ισχυρίζεται η αιτήτρια πως η απονομή λιγότερων μονάδων κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης παραβιάζει
(α) το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης και
(β) το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, αφού τότε η αιτήτρια βρισκόταν στον κατάλογο της ΣΕ.
Δεν μπορώ να δεκτώ την εισήγηση της αιτήτριας. Δεν ήταν επίδικο το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την προηγηθείσα διαδικασία ή ακόμα και κατά τη διαδικασία που αναθεωρήθηκε στις προσφυγές 590 και 591/93. Δεν υπήρχε καν υπόβαθρο για να αποτελέσει μέρος του λόγου της απόφασης και τίποτε από αυτή δεν μπορεί να αναχθεί σε δικαστική απόφανση, πολύ λιγότερο σε παράγωγο δεδικασμένου. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Μάριου Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).
Ούτε διαφοροποιήθηκε το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. Μετά την ακυρωτική απόφαση προέκυψε η ανάγκη νέου καταλόγου, η ΣΕ που συστάθηκε επελήφθη του θέματος και καθηκόντως το προσέγγισε με γνώμονα τον ισχύοντα Νόμο. Τα δε πραγματικά δεδομένα που συνυπολόγισε ήταν όλα υπαρκτά κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 3.3.93. Εκείνο που υπήρχε ήταν η διαφορετική προσέγγιση της πρώτης ΣΕ που, όπως ήδη κρίθηκε, δεν συνιστούσε αιτία για λύσεις που φάνηκε πλέον πως ήταν αντίθετες προς το Νόμο.
Οι φάκελοι και το αν βρίσκονταν ενώπιον της ΕΕΥ.
Οι ΣΕ και η ΕΕΥ σημειώνουν στα πρακτικά τους πως μελέτησαν τους φακέλους. Κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας αυτό πρέπει να είναι αναληθές αφού οι προσωπικοί φάκελοι της που κάλυπταν την περίοδο μέχρι τον ουσιώδη χρόνο βρίσκονταν τότε ως τεκμήρια ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επεσύναψε συναφώς βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πως πράγματι από τις 29 Αυγούστου 1995 οι φάκελοι στάληκαν για κατάθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε δεν επεστράφησαν στο Υπουργείο. Δεν θα χρειαστεί να με απασχολήσει η σημασία που θα είχε το θέμα ενόψει της φύσης των θεμάτων ουσίας που εγέρθηκαν, αν ο ισχυρισμός ήταν βάσιμος. Οι Καθ' ων η αίτηση κατέθεσαν βεβαίωση σύμφωνα με την οποία φάκελοι που κατατίθενται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο "μπορεί να ζητηθούν απ' ευθείας από το Ανώτατο είτε από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές είτε από την ΕΕΥ χωρίς να περάσουν πρώτα από το αρχείο της Υπηρεσίας Προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για ενημέρωση της κάρτας διακίνησης". Ενόψει τούτου η κατάθεση των φακέλλων στο Ανώτατο Δικαστήριο από μόνη της δεν μπορεί να θεμελιώσει τη σοβαρή μομφή πως η ΣΕ και η ΕΕΥ, η μια μετά την άλλη, ψευδώς κατέγραψαν πως μελέτησαν τους φακέλους και να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Καταλήγω πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.