ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1802
29 Ιουλίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 636/95)
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Πειθαρχικό δίκαιο — Πειθαρχική δίκη — Φυσική δικαιοσύνη — Πρόσβαση σε κρίσιμα στοιχεία — Το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο — Θεμελίωση τον και μη παραβίαση του στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις — Αιτιολογία της πειθαρχικής καταδίκης — Ουσιαστική διοικητική κρίση — Καθόλα συμβατή η πρόβλεψη πειθαρχικής ευθύνης με το συνταγματικό δικαίωμα της εργασίας.
[Πέραν των ανωτέρων τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο]
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,
Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222,
Σ.τ.Ε. 2046/50 και 519/51,
Σ.τ.Ε. 485/47, Συμπλήρωμα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1935 -1952, τόμος 1, σελ. 41,
Σ.τ.Ε. 920/52, παραγρ. 383.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της ΕΔΥ με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή η πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Α. Χριστοδούλου για Μ. Κυπριανού, για τον Αιτητή.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Α.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή") που γνωστοποιήθηκε σ' αυτόν με επιστολή ημερ. 21.6.1995 και με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 22.6.1995, είναι άκυρη.
Η πειθαρχική έρευνα άρχισε με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προς την Επιτροπή, με την οποία υπέβαλε την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού για τις πειθαρχικές κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον του αιτητή, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των κατηγοριών αυτών, με σκοπό τη λήψη πειθαρχικών μέτρων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90.
Η Επιτροπή αφού έλαβε γνώση των πιο πάνω αποφάσισε να προχωρήσει σε πειθαρχική δίωξη, με αποτέλεσμα ο αιτητής να κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον της Επιτροπής για να απαντήσει στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του. Στη συνεδρίαση της Επιτροπής με ημερ. 13.9.1994 ο αιτητής δεν παραδέχτηκε ενοχή και η ακρόαση ορίστηκε την 1.11.1994. Η υπόθεση αναβλήθηκε δύο φορές ύστερα από αίτημα των δικηγόρων του αιτητή.
Η ακρόαση της πειθαρχικής υπόθεσης συμπληρώθηκε σε τέσσερις διαδοχικές συνεδριάσεις της Επιτροπής ενώπιον της οποίας κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας και ένας υπεράσπισης, καθώς και ο ίδιος ο αιτητής.
Μετά την προσαγωγή μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή, η Επιτροπή κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του αιτητή και τον κάλεσε να προβεί στην υπεράσπιση του αναβάλλοντας την υπόθεση για τις 12.4.1995. Κατά τη νέα ακρόαση ο δικηγόρος της υπεράσπισης του ζήτησε άδεια από την Επιτροπή να αποσυρθεί, αίτημα που η Επιτροπή αποδέκτηκε. Στη συνέχεια εξηγήθηκαν στον αιτητή τα δικαιώματά του ως ακολούθως:
"Πρόεδρος: Αντιλαμβάνομαι ότι τώρα δεν έχετε δικηγόρο και θα υπερασπίσετε μόνος τον εαυτό σας και θα σας εξηγήσω τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να δώσετε κατάθεση από τη θέση που βρίσκεστε, οπόταν δεν υπόκειστε σε αντεξέταση από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής ή μπορείτε να δώσετε μαρτυρία από τη θέση που εξετάζονται οι μάρτυρες, αφού πρώτα δώσετε την υπόσχεση που δίνουν οι μάρτυρες, οπόταν υπόκειστε και σε αντεξέταση ή μπορείτε να μην πείτε τίποτε. "
Ο αιτητής επέλεξε να δώσει μαρτυρία από το εδώλιο του μάρτυρα και να υποστεί αντεξέταση. Στις 29.5.1995 η Επιτροπή κατέληξε ότι η κατηγορία αποδείκτηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο αιτητής κλήθηκε να προσέλθει στις 13.6.1995 για να ακουστεί για επιμέτρηση της ποινής. Προσήλθε και εξέθεσε τους λόγους για την επιμέτρηση της ποινής. Τέλος η Επιτροπή στη συνεδρίαση της ημερ. 21.6.1995 του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 22.6.1995. Την απόφαση αυτή προσβάλει η παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και αναιτιολόγητη, προσκρούει δε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ατόμου για εργασία. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η πράξη των καθ' ων η αίτηση αντιβαίνει προς τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος και της χρηστής διοίκησης. Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι δεν του επετράπη να υπερασπιστεί με δικηγόρο μετά την αποχώρηση των δικηγόρων που είχε προσλάβει στο πρώτο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας και τέλος ότι υποβλήθηκε σε άνιση μεταχείριση για το λόγο ότι εργαζόταν συνέχεια εκτός Λευκωσίας, ενώ συνάδελφοι του δεν μετακινούνταν καθόλου, ενώ άλλοι παρέμεναν μόνιμα εργοδοτούμενοι στον τόπο καταγωγής τους.
Αναφορικά με το παράπονο του αιτητή για άνιση μεταχείριση λόγω του ότι σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, εργαζόταν συνέχεια εκτός Λευκωσίας, διαφωτιστική είναι η κατάθεση στον ερευνώντα λειτουργό του Στέλιου Χατζηστυλλή, Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού ημερ. 8.4.1994. Από την κατάθεση αυτή φαίνεται ότι ο αιτητής τοποθετήθηκε μετά την πρόσληψή του αρχικά στην επαρχία Λάρνακας το 1982, ενώ το 1984 μετατέθηκε στην επαρχία Λεμεσού. Μετά από ένα χρόνο υπηρεσίας στη Λεμεσό, ύστερα από έντονες παραστάσεις του του ανατέθηκαν καθήκοντα στην Πινακοθήκη και αργότερα στη βιβλιοθήκη του Υπουργείου Παιδείας στη Λευκωσία. Η απόσπαση του τερματίστηκε το 1988 με παρέμβαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ύστερα από ενέργειες των συναδέλφων του και ο αιτητής διατάκτηκε να επιστρέψει στη θέση του. Υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Λεμεσό μέχρι το 1991 όταν με οδηγίες του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, μετακινήθηκε στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων στη Λευκωσία, σε μια προσπάθεια τερματισμού των προβλημάτων που προκαλούσε στην υπηρεσία η ανυπακοή του και η εν γένει συμπεριφορά του στους χώρους της υπηρεσίας.
Σύμφωνα πάντα με την κατάθεση του κ. Χατζηστυλλή, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Λεμεσό ο αιτητής δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα, παρουσίαζε ελλείμματα βιβλίων, αδικαιολόγητα ατυχήματα, αμελούσε τη φροντίδα του αυτοκινήτου, δεν υπάκουε στις εντολές των προϊσταμένων του, απουσίαζε κλπ. Στις 11.2.1994, ύστερα από οδηγίες του Υπουργείου για επιστροφή του στα συνήθη καθήκοντα της θέσης του στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου, παρουσιάστηκε στο γραφείο του κ. Χατζηστυλλή για ανάληψη καθηκόντων, αλλά όταν του δόθηκαν εντολές να προετοιμαστεί για περιοδεία στην επαρχία Λεμεσού, άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα.
Στη συνέχεια εξασφάλισε για αριθμό ημερών άδεια απουσίας με ιατρικό πιστοποιητικό και όταν επέστρεψε αρνήθηκε να αρχίσει να εργάζεται βάσει των οδηγιών που του είχαν δοθεί. Χαρακτηριστικά επέστρεψε την επιστολή με την οποία του δίδονταν εντολές, αφού έγραψε σ' αυτήν: "Πάτερ. Άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν".
Η τοποθέτησή του στη Λεμεσό χαρακτηρίζεται από τον Αντώνη Κυριάκου ερευνώντα λειτουργό στην παρούσα υπόθεση, όχι ως μετάθεση αλλά ως ανάθεση καθηκόντων. Περαιτέρω σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιάννη Κατσούρη που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διευθυντής των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ο αιτητής χαρακτηρίστηκε ως ο πιο προνομιούχος υπάλληλος των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, γιατί δεν υπήρχε άλλος βιβλιοθηκάριος που να υπηρέτησε τόσα πολλά χρόνια σε γραφείο.
Ο προβληθείς ισχυρισμός του αιτητή για άνιση μεταχείριση δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται με οποιοδήποτε στοιχείο από τον ενώπιόν μου φάκελο. Ανεξάρτητα όμως από αυτό διερωτώμαι ποια υπεράσπιση θα μπορούσε να προσφέρει ο ισχυρισμός αυτός, ακόμα κι' αν αποδεικνυόταν αληθινός, στην πειθαρχική δίωξη λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων υπαλλήλου. Βέβαια για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, φαίνεται ότι ο αιτητής όχι μόνο δεν έτυχε άνισης μεταχείρισης, αλλά αντίθετα η όλη συμπεριφορά του ήταν συμπεριφορά υπαλλήλου που, όχι μόνο κανένα ενδιαφέρον για τη δουλειά του δεν έδειχνε, αλλά και ο οποίος τηρούσε συνεχώς προκλητική στάση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πιο πάνω είναι η γραπτή ειρωνική απάντησή του στην ανάθεση των καθηκόντων του.
Επίσης θα μπορεί κάποιος να αναφερθεί στην επιστολή του Διευθυντή Πολιτιστικών Υπηρεσιών προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 28.2.1994 στην οποία φαίνεται ότι ο αιτητής "αφού επανήλθε μετά από τη δεύτερη μέσα σε δεκαπέντε μέρες πενθήμερη άδεια ασθενείας (την οποία εξήγγειλε πριν πάει στο γιατρό) κάθεται μακαρίως στον προθάλαμο των Πολιτιστικών Υπηρεσιών αρνούμενος να αναλάβει τα καθήκοντά του".
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η στάση του κατά την απόσπασή του στη Λεμεσό, όπου σημειώνονται ελλείμματα βιβλίων, αμέλεια της φροντίδας του αυτοκινήτου της υπηρεσίας, ανυπακοή στις εντολές των προϊσταμένων του, απουσίες κλπ.
Στις 22.6.1994 ο αιτητής απευθυνόμενος στο Διευθυντή Πολιτιστικών Υπηρεσιών ζητά να δοθούν οδηγίες για να καταστεί ανθρώπινη "η γωνιά παρουσίας του στα γραφεία της Υπηρεσίας" όπως χαρακτηρίζει το χώρο εργασίας του, άλλως σ' ενάντια περίπτωση αποφάσισε ότι δεν θα προσέρχεται σ' αυτήν. Με τέτοια στάση δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι ο αιτητής εννοεί με τον όρο άνιση μεταχείρισή του. Εν πάση περιπτώσει η πειθαρχική κατηγορία την οποία ο αιτητής αντιμετώπισε συνίστατο στο ότι μετά τον τερματισμό της απόσπασής του στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων αρνείτο να αναλάβει τα από τα σχέδια υπηρεσίας προβλεπόμενα καθήκοντά του. Όπως είπα και πιο πάνω διερωτάται κανένας πώς υπεισέρχεται σε μια τέτοια περίπτωση ως υπεράσπιση θέμα άνισης μεταχείρισης.
Ο αιτητής παραπονείται περαιτέρω ότι δεν του δόθηκαν τα στοιχεία που στοιχειοθετούσαν το πειθαρχικό αδίκημα. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι έκδηλα ανακριβής. Αντίθετα στην επιστολή της Επιτροπής ημερ. 1.8.1994 με την οποία καλείται να παρουσιασθεί και απαντήσει στις πειθαρχικές κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του, εσωκλείεται τόσο το κατηγορητήριο όσο και αντίγραφα της έκθεσης του ερευνώντος λειτουργού, καθώς και όλων των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν από την αρμόδια αρχή για υποστήριξη του κατηγορητήριου.
Με την ίδια επιστολή πληροφορείται ότι αν επιθυμεί δικαιούται να καλέσει οποιαδήποτε πρόσωπα για να δώσουν μαρτυρία ή να προσαγάγουν αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Εκτός αυτού ο αιτητής παρουσιάστηκε και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο της εκλογής του.
Είναι γνωστό ότι δεν παραβιάζονται οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αν δεν τεθούν στη διάθεση ατόμου που αντιμετωπίζει πειθαρχική δίωξη τα διάφορα στοιχεία όταν το άτομο αυτό ή ο συνήγορός του έχουν γνώση της ύπαρξής τους αλλά παραλείπουν να τα ζητήσουν (The Republic v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594).
Η αναφορά όμως αυτή μας φέρνει στον επόμενο λόγο που προβάλλεται, ότι δηλαδή υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, γιατί μετά την απόσυρση του δικηγόρου του, η Επιτροπή προχώρησε να του εξηγήσει τα δικαιώματά του, χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να διορίσει άλλο δικηγόρο. Το σχετικό πρακτικό ημερ. 12.4.1995 έχει ως ακολούθως:
'Ή δικηγόρος υπεράσπισης του καθ' ου η δίωξη κα Λία Γεωργιάδου ζητά άδεια από την Επιτροπή να αποσυρθεί και η Επιτροπή αποδέχεται την εισήγηση αυτή.
Πρόεδρος: Αντιλαμβάνομαι ότι τώρα δεν έχετε δικηγόρο και θα υπερασπίσετε μόνος τον εαυτό σας και θα σας εξηγήσω τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να δώσετε κατάθεση από τη θέση που βρίσκεστε, οπόταν δεν υπόκειστε σε αντεξέταση από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής ή μπορείτε να δώσετε μαρτυρία από τη θέση που εξετάζονται οι μάρτυρες, αφού πρώτα δώσετε την υπόσχεση που δίνουν οι μάρτυρες, οπόταν υπόκειστε και σε αντεξέταση ή μπορείτε να μην πείτε τίποτε.
Α.: Θα δώσω μαρτυρία από τη θέση των μαρτύρων και θα δώσω την καθιερωμένη υπόσχεση και να υποστώ αντεξέταση."
Εκτός της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής, το δικαίωμα του κατηγορούμενου να εκπροσωπείται από δικηγόρο προνοείται και από το άρθρο 83 (7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής κατά την οποία διώκεται πειθαρχικά υπάλληλος, αυτός μπορεί να αντιπροσωπευτεί με δικηγόρο της εκλογής του.
Η σχετική συνταγματική επιταγή (Άρθρο 30.2) έχει ως πρότυπο το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου η οποία κυρώθηκε με τον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν. 39/62. Η έννοια της δίκαιης δίκης περιλαμβάνει την παροχή ίσων ευκαιριών στους διάδικους για ανάπτυξη των θέσεών τους (Ανδρέας Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222). Σίγουρα περιλαμβάνει το δικαίωμα παρουσίας δικηγόρου κατά τη διαδικασία.
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου κατά μεγάλο μέρος της διαδικασίας. Όταν η δικηγόρος του ζήτησε να αποσυρθεί, ο πρόεδρος της Επιτροπής αφού σημείωσε ότι ο αιτητής θα υπερασπιζόταν αυτοπροσώπως, προχώρησε να του εξηγήσει τα δικαιώματά του. Από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί, μπορούσε να ήταν σαφέστερα διατυπωμένη, προκύπτει κατά τη γνώμη μου ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν επιθυμία του αιτητή να υπερασπιστεί τον εαυτό του προσωπικά. Εν πάση περιπτώσει αν ο αιτητής επιθυμούσε το διορισμό νέου δικηγόρου τίποτε δεν τον εμπόδιζε να το πράξει. Στην πραγματικότητα ούτε καν υπέβαλε σχετικό αίτημα.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδίως η δυνατότητα εκπροσώπησης κατηγορουμένων από δικηγόρο σίγουρα θα πρέπει να διασφαλίζονται με ζήλο, όμως η ανάγκη αυτή δεν πρέπει να μας οδηγεί σε ακρότητες. Αισθάνομαι ότι ο αιτητής δεν στερήθηκε τις υπηρεσίες δικηγόρου, ούτε εμποδίστηκε, αν ήθελε να συνεχίσει να εκπροσωπείται από άλλο δικηγόρο της εκλογής του. Κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορώ να δεχθώ ότι ο αιτητής στερήθηκε τα δικαιώματά του να υπερασπιστεί δεόντως, να ακουστεί και να αντιπροσωπευτεί από δικηγόρο. Γνώριζε τα δικαιώματά του και αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι είχε ήδη εξασφαλίσει, μέχρι τουλάχιστον της στιγμής εκείνης, τις υπηρεσίες δικηγόρου. Είναι φανερό ότι γνώριζε ότι δικαιούται να αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο και αν έτσι επιθυμούσε, θα προχωρούσε είτε στο να διορίσει συνήγορο της εκλογής του, είτε να ζητήσει αναβολή για να το πράξει.
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη ως αναιτιολόγητη, προσκρούει δε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ατόμου για εργασία. Η απόφαση της Επιτροπής καλύπτει δέκα συνολικά σελίδες και αναφέρεται με λεπτομέρεια τόσο στη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν της, όσο και στα συμπεράσματα της. Βρίσκω τον ισχυρισμό εντελώς ανυπόστατο.
Περαιτέρω όμως είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου η κατ' ου-σίαν εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη διοίκηση. Με την αρχή αυτή με την οποία εισάγεται το ανέλεγκτο της ουσιαστικής κρίσης, καλύπτεται ιδιαίτερα η εκτίμηση των στοιχείων διεξαχθείσας πειθαρχικής ανάκρισης (Σ.τ.Ε. 2046/50 και 519/51), καθώς και η εκτίμηση στο πόρισμα ενεργηθείσας διοικητικής εξέτασης εκτιθεμένων πραγματικών περιστατικών (Σ.τ.Ε. 485/47. Συμπλήρωμα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1935-1952, τόμος 1, σελ. 41, παραγρ. 251 και σελ. 44, παραγρ. 370 και 371). Το ίδιος και ο χαρακτηρισμός των πράξεων υπαλλήλου ως συνιστουσών το παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος και ασυμβίβαστης διαγωγής (Συμπλήρωμα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανωτέρω, παραγρ. 378), καθώς και η ορθότητα της κρίσης υπηρεσιακού συμβουλίου ως προς τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων τα αποδοθέντα στον υπάλληλο πειθαρχικά παραπτώματα (Σ.τ.Ε. 920/52, παραγρ. 383, ανωτέρω).
Στην υπόθεση Republic v. Lefkos Georghiades, ανωτέρω, υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση του Σ.τ.Ε. 1508/50:
"Τας πράξεις ταύτας του αιτούντος διαπιστώσασα, κατά την ανέλεγκτον κρίσιν της, η προσβαλλομένη πράξις και χα-ρακτηρίσασα αυτάς, ως συνιστώσας το πειθαρχικόν παράπτωμα της παραβάσεως καθήκοντος και της ασυμβιβάστου προς το αξίωμα του δημοσίου υπάλλήλου διαγωγής, τυγχάνει νομίμως ητιολογημένη και απορριπτέος ελέγχεται ο περί αναιτιολογήτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως.
Επειδή αβάσιμος τυγχάνει και ο περί πλάνης περί τα πράγματα προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, άτε μη βεβαιουμένης της, ην ο αιτών επικαλείται, αντικειμενικής ανυπαρξίας των εν τη προσβαλλομένη αποφάσει αναφερομένων πράξεων".
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν χρειάζεται καν να λεχθεί ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργασίας δεν παύει να είναι υποκείμενο σε κανονισμούς και υποχρεώσεις και αναμφίβολα το δικαίωμα άσκησης πειθαρχικής δίωξης ουδόλως επεμβαίνει στο δικαίωμα αυτό.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και διά του παρόντος απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στο ποσό των £300.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.