ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 1703

17 Ιουλίου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Αιτητής,

V:

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 811/96)

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Βεβαίωση σε αντίθεση ρος συντελεστή πράξη — Προϋποθέσεις βεβαιωτικού χαρακτήρα πράξεως — Περιστάσεις στοιχειοθέτηση εκτελεστής πράξης στην κριθείσα περίπτωση — Νέα υποβληθέντα στοχεία — Νέα έρευνα.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Νομολογιακά πορίσματα επί της αποκτήσεως αιτιολόγησης — Περιστάσεις στοιχειοθέτησης του αναιτιολογήτου στην κριθείσα περίπτωση επανεξέταση.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη του αιτήματος του που αφορούσε τη διεκδίκηση πληρωμής δεδουλεμένης υπερωριακής εργασίας. Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε μετά από εκούσια επανεξέταση του θέματος εκ μέρους της διοίκησης αλλά επαναλάμβανε προηγούμενη ομοίως απορριπτική πράξη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι ανώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α)Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

Όταν μετά την πρώτη απόφαση τίθενται ενώπιον της διοίκησης νέα στοιχεία τα οποία καθιστούν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας η οποιαδήποτε απόφαση η οποία εκδίδεται καθίσταται εκτελεστή.

Παρατηρείται:

Ενώ με την επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, ημερ. 17.6.96, οι δικηγόροι του αιτητή πληροφορήθηκαν ότι η καθυστέρηση στην επανεξέταση του αιτήματος "οφείλεται στην εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων" που υπέβαλε ο αιτητής στην επιστολή της 19.7.96 αναφέρεται ότι δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία.

Η διεξαγωγή νέας έρευνας και η εξέταση των νέων στοιχείων προκύπτει από σειρά γεγονότων στην παρούσα περίπτωση.

Η συλλογή πληροφοριών από τη διοίκηση, μετά τη λήψη της επιστολής του αιτητή, ημερ. 15.3.96, και η εξέταση άλλων στοιχείων του υπόλοιπου προσωπικού συνιστούν σαφώς νέα έρευνα.

Περαιτέρω τα όσα έθεσε υπόψη της Διοίκησης ο αιτητής με την επιστολή του ημερ. 15.3.96 καθιστούσαν επιβεβλημένη την διεξαγωγή νέας έρευνας και την οποιαδήποτε απόφαση της διοίκησης εκτελεστή. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή πράξη η οποία υπόκειται σε προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί αυτή τούτη η διοίκηση, με την επιστολή της, ημερ. 17.6.96, δέχθηκε ότι έκαμνε "εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων που υπέβαλε ο αιτητής σε συνάρτηση με άλλα στοιχεία του υπόλοιπου προσωπικού, στην οποία - εξυπαρχής έρευνα - απέδωσε βασικά την τετράμηνη καθυστέρηση να απαντήσει στην πιο πάνω επιστολή του αιτητή, ημερ. 15.3.95. Πρέπει δε να υπομνησθεί ότι η διοίκηση δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει.

2. Στην κρινόμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 23.7.96, πρέπει να αναγνωρισθεί μαζί με την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 19.7.96. Η τελευταία δεν αναφέρει γιατί δεν αναγνωρίζονται οι απαιτήσεις του αιτητή "για ώρες, γεύματα και διανυκτερεύσεις". Δεν παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Περαιτέρω το περιεχόμενο και των δύο επιστολών συγκρούεται με στοιχεία που βρίσκοντα στο φάκελο.

Αναφορικά δε με την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της οποίας γίνεται επίκληση στην επιστολή της 23.7.96 και πάλιν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συμφωνεί με τις σχετικές επί του θέματος γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η έλλειψη αιτιολογίας την καθιστά αντίθετη προς το Νόμο, δηλαδή προς τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και σαν ληφθείσα καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1067,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,

Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566,

Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476,

Givaudan & Co. v. Minister of Housing [1966] 3 All E.R. 696,

Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7,

Soteriades v. Republic (1977) 3 C.L.R. 52,

Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για την πληρωμή υπερωριών.

Μ. Χ"Χριστοφής με Δ. Παπαδόπουλο, για τον Αιτητή.

Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur.adv.vult

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

"Α. Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία εκοινοποιήθη προς τον αιτητή ν μέσω των Δικηγόρων του δι' επιστολής ημερ. 23.7.96 δια της οποίας η αξίωσις του αιτητού διά πληρωμήν υπερωριών ή/και επανεξέταση του αιτήματος του απερρίφθη, είναι άκυρη και παράνομη και στερείται νόμιμου αποτελέσματος.

Β. Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι η επίδικος απόφασις των καθ' ων η αίτηση ελήφθη καθ' υπέρβασιν και/ή κατάχρησιν εξουσίας και/ή ότι δεν είναι αιτιολογημένη και/ή επαρκώς αιτιολογημένη ή/και είναι προϊόν ελλειπούς και/ή ανεπαρκούς έρευνας των υπαρχόντων και τεθέντων στοιχείων ή/και δεν λήφθησαν υπόψιν μερικώς ή/και καθόλου τα νέα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής στους καθ' ων η αίτηση."

Η θεραπεία Β επιδιώκεται ως εκ περισσού. Η ενδεχόμενη διαπίστωση υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας κλπ., που αναφέρονται στην θεραπεία Β, θα συνιστούσε λόγο ακύρωσης της απόφασης που αναφέρεται στην πιο πάνω θεραπεία Α (Βλ. Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1067).

Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία "η προσβαλλόμενη πράξη ως βεβαιωτική δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη μέσα στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος".

Η προδικαστική ένσταση καθιστά επιβεβλημένη την λεπτομερή αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής βρισκόταν στην υπηρεσία του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών από το 1966. Αρχικά είχε διορισθεί στη θέση του Κτηνιατρικού Επιστάτη, 2ας τάξης. Την 1.3.1973 προάχθηκε στη θέση του Κτηνιατρικού Επιστάτη, 1ης τάξης και στις 15.11.83 στην θέση του Κτηνιατρικού Επιθεωρητή, 3ης τάξης. Έλαβε ενεργό μέρος στην εκστρατεία την οποία ανάλαβε το Τμήμα, κατά το έτος 1970, για την καταπολέμηση του εχινόκοκκου η οποία έληξε το 1985. Στο πλαίσιο εκείνης της εκστρατείας ο αι-τητής προσέφερε υπερωριακή εργασία.

Με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 18.2.87 (κ. 62 στο φάκελο Τεκ. 1)ο αιτητής ζήτησε όπως πληρωθεί για την υπερωριακή εργασία την οποία είχε προσφέρει στη διάρκεια της πιο πάνω εκστρατείας κατά την περίοδο 1971-1986. Το αίτημα του δεν έτυχε απαντήσεως με αποτέλεσμα ο αιτητής να αποταθεί προς τον Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών με τρεις συνεχείς επιστολές του (Βλ. επιστολές ημερ. 30.7.88,3.9.88 και 3.10.88, κ. 52,54 και 59 στο φάκελο Τεκ. 1).

Η διοίκηση δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση στον αιτητή και ο δικηγόρος του έθεσε το αίτημα του στον Υπουργό Γεωργίας και Φυσικών Πόρων (Βλ. επιστολή ημερ. 10.11.88, κ. 64 στο Φακέλο Τεκ. 1). Η επιστολή του δικηγόρου του αιτητή διαβιβάσθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ο οποίος πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων ότι το Τμήμα έχει μελετήσει την περίπτωση του αιτητή "και έχει συλλέξει στοιχεία της εργασίας του, προκειμένου να παραχωρήσει ανάλογο ελεύθερο χρόνο, εφόσον γίνεται αποδεκτό από τον αιτητή" (Βλ. επιστολή ημερ. 12.1.89, κ. 140-144 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Είχε προηγηθεί στις 3.1.89 επιστολή του αιτητή με την οποία υπέβαλε "κατάσταση υπερωριών" για την περίοδο 1975-1979 (Βλ. επιστολή του ημερ. 3.1.89, κ. 126 στο Φάκελο Τεκ. 1). Με την επιστολή της 3.1.89 πληροφόρησε το Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ότι είχε εργασθεί υπερωριακώς για 2030 ώρες οι οποίες πολλαπλασιαζόμενες επί 1 1/2 ανέρχονται στις 3015 ώρες. Τον πληροφόρησε, επίσης, ότι δεν λογαριάζει τις υπερωρίες της περιόδου 1971-1975. Ζήτησε όπως του παραχωρηθεί "ανάλογος ελεύθερος χρόνος τύπου day off" από τις 16.1.89, όπως είχαν εξηγηθεί προηγουμένως. Του απάντησαν ότι τα στοιχεία που υπέβαλε όσον και τα στοιχεία της υπηρεσίας εξετάζονται και σύντομα θα του ανακοινώνοντο τα αποτελέσματα (Βλ. επιστολή ημερ. 14.1.89, κ. 122 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Σύμφωνα με επιστολή του Πρώτου Κτηνιατρικού Επιθεωρητή ημερ. 18.1.89 (κ. 154-155 στο Φάκελο Τεκ. 1) στους φακέλους της υπηρεσίας παρουσιάζονται τα ακόλουθα στοιχεία σε σχέση με την περίοδο 1975-1979:

"Υπερωρίες         :   2099 1/2

 Περίοδοι   :   296

 Διανυκτερεύσεις:    5"

Στην ίδια επιστολή αναφέρεται:

"Η διεξαγωγή των πιο πάνω στοιχείων -

Σημ.- (α)Αφορά την περίοδο 15 Απριλίου 1975 μέχρι τέλος 1979 που αναφέρεται στην επιστολή του της 3.1.89.

(β) Από την περίοδον 1971 μέχρι τον Μάρτιο του 1975 υπάρχουν επίσης καταχωρημένες 573 1/2 ώρες και 157 περίοδοι οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται στο ολι-κόν αριθμό των2099 υπερωριών και 296 περιόδων.

(γ) Από τον Ιούνιο του 1979 προήχθηκε στην θέση Κτηνιατρικού Επιθεωρητή και δεν υπέβαλε εκθέσεις.

(δ) Ο συνολικός αριθμός υπερωριών από το 1971 μέχρι του 1979 ανέρχεται στις 2637 ώρες, 453 περιόδους και 5 διανυχτερεύσεις.

(ε) Στο τελικό καθορισμόν των επακριβών ωρών (υπερωριών) θα πρέπει να αφαιρεθεί κάθε χρόνο περίπου 144 ώρες (12 μήνες Χ 12 ώρες) που εθεωρείτο ως κριτήριον κάθε μήνα για καταβολή του κατ' αποκοπή επιδόματος."

Σε επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ημερ. 11.2.89 (κ. 156 στο Φάκελο Τεκ. 1) αναφέρεται ότι ο αιτητής "στην περίοδο 4/1975 μέχρι 12/1979 και όπως έχει διαπιστωθεί από τα στοιχεία της υπηρεσίας έχει εις πίστη του τις πιο κάτω υπερωρίες: 2099 1/2 υπερωρίες, 296 περίοδοι, 5 διανυχτερεύσεις".

Με την ίδια επιστολή ζητήθηκε από τον Επαρχιακό Κτηνιατρικό Λειτουργό να εφαρμόσει τη διαδικασία για παραχώρηση άδειας τύπου "day off" στον αιτητή. Σαν αποτέλεσμα εφαρμογής της διαδικασίας εκείνης παραχωρήθηκε στον αιτητή άδεια ανάπαυσης τύπου "day off' 49 ημερών, από 1.3.89 - 29.4.89 (βλ. κ. 157 στο Φάκελο Τεκ. 1). Λόγω της επικείμενης αφυπηρέτησης του - από 1.5.90 - ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να πάρει άδεια αφυπηρέτησης από 9.3.90 μέχρι 30.4.90 (βλ. επιστολή ημερ. 16.1.90, κ. 167 στο Φάκελο Τεκ. 1). Με επιστολή του ημερ. 31.1.90 (κ. 168 στο Φάκελο Τεκ. 1) πληροφόρησε τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ότι δεν κατέστη δυνατόν να επωφεληθεί της αδείας τύπου "day off" που του είχε παραχωρηθεί ως αποζημίωση για υπερωριακή εργασία και ζήτησε όπως εξευρεθεί τρόπος αποπληρωμής του υπόλοιπου χρόνου.

Ο Διευθυντής απάντησε στον αιτητή ότι το αίτημα του για αποπληρωμή τυχόν υπόλοιπου χρόνου με χρηματική αποζημίωση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για το λόγο ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε έγκριση και διαθέσιμες πιστώσεις. Τον πληροφόρησε, επίσης, ότι η μοναδική διευθέτηση που εφαρμόσθηκε στη δική του περίπτωση ήταν η αποζημίωση των υπερωριών του με την παραχώρηση αντίστοιχου ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με την καταβολή κατ' αποκοπή επιδόματος (βλ. επιστολή ημερ. 15.2.90, κ. 173 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής ημερ. 15.2.90 δεν ικανοποίησε τον αιτητή. Ο τελευταίος επανήλθε με επιστολή του δικηγόρου του (ημερ. 7.4.90, κ. 176 στο Φάκελο Τεκ. 1) προς τον Υπουργό Γεωργίας και Φυσικών Πόρων. Πληροφόρησε τον Υπουργό ότι έχει εργασθεί υπερωριακά από το 1971 έως το 1985 ως εξής και ζήτησε αποπληρωμή:

"(α) Υπερωριακή εργασία σε ώρες 7.500.

(β) Περιόδοι (γεύματα) 493.

(γ) Διανυχτερεύσεις 25 ".

Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω επιστολής του δικηγόρου του αιτητή ο Επαρχιακός Κτηνιατρικός Λειτουργός Λάρνακος πληροφόρησε τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών (βλ. επιστολή ημερ. 7.5.90, κ. 181 στο Φάκελο Τεκ. 1) ότι από 1.3.89 μέχρι 30.4.90 παραχωρήθηκαν στον αιτητή 345 ημέρες άδειας απουσίας και ελεύθερος χρόνος από τις οποίες οι 289 ήταν άδεια ελεύθερου χρόνου. Βάσει δε της πιο πάνω επιστολής, ημερ. 11.2.89, ο αιτητής "έχει εις πίστη του ακόμη 207 μέρες".

Ακολούθησε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων προς τον δικηγόρο του αιτητή σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής του ημερ. 7.4.90 (βλ. επιστολή ημερ. 22.5.90, κ. 184 στο Φάκελο Τεκ. 1). Τον πληροφόρησε ότι οι απαιτήσεις του αιτητή "για ώρες, γεύματα και διανυχτερεύσεις δεν αναγνωρίζονται". Ταυτόχρονα τον πληροφόρησε ότι "παρόλα τα πιο πάνω, όλη η αλληλογραφία και τα στοιχεία που υπάρχουν στο Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, σχετικά με το όλο θέμα, θα υποβληθούν στο Νομικό Τμήμα της Κυβέρνησης για γνωμάτευση και θα σας κοινοποιηθεί όταν ληφθεί".

Πράγματι το θέμα τέθηκε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα με το ερώτημα: "Κατά πόσο το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και κατ' επέκταση η Κυβέρνηση έχει οποιανδήποτε νομική υποχρέωση για τις απαιτήσεις του αιτητή" (βλ. επιστολή ημερ. 19.7.90, κ. 192 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έδωσε καταφατική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα. Ήταν η θέση του ότι το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών "είχε και έχει νομική υποχρέωση για τις απαιτήσεις" του αιτητή. Ήταν περαιτέρω η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι το κράτος "οφείλει πάντοτε να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της αρχής της Χρηστής Διοίκησης που οι αρχές της δικαιολογούν την καταβολή αποζημίωσης στον κ. Προδρόμου αφού εκ των πραγμάτων άλλη δυνατή θεραπεία δεν προσφέρεται. Η αποζημίωση που θα καταβληθεί στον κ. Προδρόμου θα ισούται με απολαβές 66 εργάσιμων ημερών" (Βλ. επιστολή ημερ. 1.8.90, κ. 193-195 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όπως επανεξετάσει το όλο θέμα, επειδή, ανάμεσα σ' άλλα, "η αποδοχή και ικανοποίηση του αιτήματος του κ. Προδρόμου για την πληρωμή υπερωριακής αποζημίωσης για εργασία που έγινε πριν από 15 περίπου χρόνια θα δημιουργήσει προηγούμενο και πολλά προβλήματα στο Τμήμα" (Βλ. επιστολή ημερ. 15.9.90, κ. 196-198 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε ότι εξακολουθεί να έχει την ίδια γνώμη, αλλά αν επιθυμούσαν να συζητήσουν περαιτέρω το θέμα μαζί του ήταν στη διάθεση τους (Βλ. επιστολή ημερ. 12.11.90, κ. 199 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Στις 29.8.90 ο αιτητής καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με την οποία αξίωνε ποσό £40,152.60 "υπόλοιπον αξίας υπηρεσιών παρασχεθεισών υπό του ενάγοντος προς και/ή δια λογαριασμόν του εναγομένου".

Η πιο πάνω αγωγή αποσύρθηκε την 1.7.92 "με επιφύλαξη". Ακολούθησε νέος κύκλος επιστολών ο οποίος οδήγησε στην απάντηση της Διοίκησης ημερ. 8.2.93 με την οποία ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι:

"Η θέση του Υπουργείου, όσον αφορά την ουσία του θέματος, παραμένει η ίδια, όπως αναφέρεται στην επιστολή μας με αρ. φακ. 42/1962Δ. και ημερ. 22 Μαίου, 1990, ότι δηλαδή οι απαιτήσεις του κ. Χαράλαμπου Προδρόμου, για ώρες, γεύματα και διανυχτερεύσεις δεν αναγνωρίζονται."

Πληροφορήθηκε, επίσης, πως η προγραμματισθείσα εξέταση του θέματος από το Γενικό Εισαγγελέα δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της αγωγής που ασκήθηκε και τελικά ότι ο περαιτέρω, χειρισμός δεν αποτελούσε πλέον ευθύνη του Υπουργείου αλλά του Γενικού Εισαγγελέως.

Ακολούθησε νέα επιστολή του δικηγόρου του αιτητή (ημερ. 7.5.93) και επιστολή του ίδιου του αιτητή προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (ημερ. 16.10.93), στις οποίες δόθηκε η πιο κάτω απάντηση από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων (Βλ. επιστολή του ημερ. 10.1.94, κ. 211 στο Φάκελο Τεκ. 1):

"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 7.5.1993, καθώς και στην επιστολή του ιδίου του Αιτητή με ημερομηνία 16.10.1993, προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, οι οποίες διαβιβάστηκαν σε μας για αρμόδια εξέταση, σχετικά με το υπό αναφοράν θέμα.

Έχουμε μελετήσει τις πιο πάνω επιστολές οι οποίες τίποτε δεν προσθέτουν σε προηγούμενες για το θέμα επιστολές σας. Συναφώς σας πληροφορώ ότι εμμένουμε στην προηγούμενη απόφασή μας όπως αυτή αναφέρεται στην επιστολή μας με αρ. φακ. 42/62/D και ημερομηνία 22.5.1990 και η οποία επαναβεβαιώθηκε με την επιστολή μας με αρ. φακ. P.V.75 και ημερομηνία 8.2.1993, δηλαδή ότι οι απαιτήσεις του πελάτη σας κ. Χαρ. Προδρόμου για ώρες, γεύματα και διανυκτερεύσεις δεν αναγνωρίζονται."

Εναντίον της "απόφασης" που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή ο αιτητής άσκησε την προσφυγή 233/94. Η προσφυγή απορρίφθηκε στις 29.5.95 (Βλ. Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΛΛ. 1067, απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) επειδή στρέφεται κατά πράξης που δεν είναι εκτελεστή. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου:

"Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει πως το αίτημα του είχε ήδη απορριφθεί οριστικά, αν όχι στις 22 Μαΐου, 1990 τουλάχιστον στις 8 Φεβρουαρίου, 1993. Αυτό είναι το αναπόφευκτο συμπέρασμα που προκύπτει όχι μόνο από τη ρητή πληροφόρηση του αιτητή πως οι απαιτήσεις του δεν αναγνωρίζονται αλλά και από την προσθήκη πως ο περαιτέρω χειρισμός του θέματος δεν ήταν πλέον ευθύνη της διοίκησης αλλά του Γενικού Εισαγγελέα. Η επιστολή της 10 Ιανουαρίου, 1994 στάληκε χωρίς νέα έρευνα και γενικότερα χωρίς οτιδήποτε που θα στοιχειοθετούσε νέα εκτελεστή πράξη."

Πριν από την έκδοση της απόφασης στην προσφυγή ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 1.3.95 (κ. 216 στο Φάκελο Τεκ. 1) προς τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ζήτησε "όπως γίνει επανεξέταση υπερωριών που εργάσθηκε από το 1971 μέχρι το 1985". Ανάφερε ότι διεκδικεί:

(α)Αποπληρωμή υπερωριών που εργάσθηκε από το 1971 μέχρι τον Απρίλιο 1975.

(β) Αποπληρωμή υπολοίπου υπερωριών για την περίοδο 1975-1979 που παραχωρήθηκαν και δεν πρόλαβε να εξαντλήσει λόγω της αφυπηρέτησης του.

(γ) Πληρωμή ωρών που εργάσθηκε από το 1979 μέχρι τέλος της εκστρατείας 1985.

Ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι η επιστολή του διαβιβάστηκε προς το Υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων για αρμόδια εξέταση (βλ. επιστολή ημερ. 20.3.95, κ. 217 στο Φάκελο Τεκ. 1). Ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του ημερ. 11.12.95 (βλ. κ. 226-27 στο Φάκελο Τεκ. 1). Του απάντησαν ότι το περιεχόμενο της επιστολής του μελετάται.

Μετά την απόρριψη της προσφυγής του ο αιτητής υπέβαλε αίτημα μέσω των δικηγόρων του (βλ. επιστολή τους ημερ. 15.3.96, κ. 283-84 στο Φάκελο Τεκ. 1) για επανεξέταση της υπόθεσης του "σαν αποτέλεσμα των νέων στοιχείων που προέκυψαν από την εκδίκαση της προσφυγής του". Η επιστολή των δικηγόρων του αιτητή συνοδευόταν από δική του επιστολή ημερ. 15.3.96 (Βλ. κ. 274-282 στο Φάκελο Τεκ. 1). Με την πιο πάνω επιστολή του, ημερ. 15.3.96, ο αιτητής ισχυριζόταν, ανάμεσα σ' άλλα, ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών είχε αναθέσει στον Ανώτερο Επιθεωρητή Παπαβαρνάβα τη διενέργεια έρευνας βασιζόμενη στα αρχεία της υπηρεσίας για διαπίστωση της υπερωριακής εργασίας και ότι ο τελευταίος τον πληροφόρησε ως πιο κάτω:

"Από την έρευνα στα αρχεία της υπηρεσίας, βρίσκω ότι εσείς έχετε από πέντε χιλιάδες ώρες ο καθένας σας. Πολλά λεφτά θα πάρετε. Η μια προς ενάμισυ κάνουν 7 1/2 χιλιάδες ώρες".

Η επιστολή του αιτητή κατέληγε ως πιο κάτω:

"Επειδή από τη λήξη της εκστρατείας πέρασαν πολλά χρόνια για να διευκολύνω τις αρμόδιες αρχές θα υποχωρήσω και δεν εμμένω στο αρχικό αριθμό ωρών που μου γνωστοποιήθηκαν ότι έχω εις πίστη μου 5.000 ώρες όπως η έρευνα Παπαβαρνάβα.

(α) Διεκδικώ αποζημίωση υπερωριών και γευμάτων από 1971 μέχρι Απρίλιο 1975 τις οποίες για τόσα χρόνια απόκρυπταν δραττώμενοι της δήλωσης μου ότι αποδεικτικά στοιχεία που είχα εγκαταλείφθηκαν στην Άσσια με την Τουρκική Εισβολή. Ανέρχονται σε 537 1/2 ώρες και 157 περιόδους (αντίγραφον επισυνάπτεται).

(β) Αποζημίωση υπολοίπου ωρών που με την αφυπηρέτηση μου δεν κατέστη δυνατόν να εξαντλήσω. Πρόκειται για τη περίοδο Απριλίου 1975 μέχρι Ιούνιο 1979, υπόλοιπο 884 ώρες υπερωριακής εργασίας, 5 διανυκτερεύσεις και 296 περιόδους.

(γ) Για την περίοδο από Ιούνιο 1979 μέχρι τέλος 1985 να μου καταβληθούν τουλάχιστον ίσος αριθμός ωρών το πιο λίγο που αναγνωρίζοντο και στο συνάδελφο Κυριάκο Μιχαήλ, δηλαδή 12 ώρες κάθε μήνα.

Από Ιούνιο 1979 μέχρι Δεκέμβριο 1985 = 79 μήνες. Λέγε 79 Χ 12 = 948 ώρες.

Συνοψίζοντας την απαίτηση μου, απαιτώ:

 

 

Α Περίοδος

 

 

1971-1975

537 1/2 ώρες

157 Γεύματα

Β Περίοδος

 

 

1975-1979

 

 

υπόλοιπον Day-Off

884 ώρες

296 Γεύματα

Γ Περίοδος

 

 

1979-1985

948 ώρες

 

Σύνολο

2.369 1/2 ώρες

453 Γεύματα"

Η πιο πάνω επιστολή διαβιβάσθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για οδηγίες σε σχέση με τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος (Βλ. επιστολή ημερ. 18.3.96, κ. 285 στο Φάκελο Τεκ. 1).

Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ότι για τη Νομική Υπηρεσία το θέμα έχει λήξει και πρόσθεσε τα ακόλουθα:

"Μπορείτε εν πάση περιπτώσει να συμμορφωθείτε με τις γνωμοδοτήσεις που σας δόθηκαν στο παρελθόν αφού όπως σας έχω τονίσει στην επιστολή μου ημερομηνίας 15.1.96 δεν υπάρχουν πλέον άλλα νομικά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν κατά της Δημοκρατίας.

Σας επαναλαμβάνω ότι το θέμα είναι πλέον διοικητικό και όχι νομικό. Αν δηλαδή εσείς ή ο Γενικός σας Διευθυντής ακόμα και ο Υπουργός του Υπουργείου σας επιθυμούν να επανεξετάσουν το θέμα, ας προχωρήσουν πράττοντας ανάλογα."

Ενόψει της πιο πάνω απάντησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ζήτησε οδηγίες από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων για τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος (Βλ. επιστολή ημερ. 3.5.96, κ. 288 στο Φάκελο Τεκ. 1). Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω επιστολής της 3.5.96 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων ζήτησε από τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών όπως δώσει απαντήσεις στα πιο κάτω ερωτήματα (βλ. επιστολή ημερ. 12.6.96, κ. 291-92 στο Φάκελο Τεκ. 1):

"(i) Πόσοι υπαλλήλοι εργάστηκαν για την αντιεχινοκοκκιακή εκστρατεία και πόσοι απ' αυτούς είχαν την ίδια θέση με τον κ. Προδρόμου.

(Π) Αν υπήρχε πρόγραμμα/έγκριση υπερωριακής απασχόλησης και, αν ναι, αν υπάρχουν επίσημα στοιχεία.

(iii) Κατά πόσο οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι υπέβαλαν στον κατάλληλο χρόνο απαίτηση για υπερωριακή αποζημίωση ή για γεύματα και διανυκτερεύσεις και, αν ναι, ποιά ήταν η αποζημίωση (ελεύθερος χρόνος ή/και χρηματική αποζημίωση).

(iv) Κατά πόσο ο κ. Προδρόμου με την τελευταία του επιστολή διαφοροποιεί το αρχικό του αίτημα, παρουσιάζει νέα στοιχεία τα οποία δεν είχαν υποβληθεί προηγουμένως όταν εξετά-ζετο το αίτημά του, το οποίο δεν αναγνωρίστηκε και για το οποίο υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις.

(ν) Σε περίπτωση που αποφασιστεί η επανεξέταση της εισήγησης που υπέβαλε ο τότε Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών μετά τη λήξη της αντιεχινοκοκκιακής εκστρατείας, για την παραχώρηση ενός κατά χάριν φιλοδωρήματος σ' όλους τους υπαλλήλους που εργάστηκαν στην εκστρατεία και το οποίο δεν είχε εγκριθεί τότε από το Υπουργείο, τι ποσό εισηγείστε να παραχωρηθεί, ποιό θα είναι το συνολικό κόστος και με βάση ποιά κριτήρια."

Επειδή οι δικηγόροι του αιτητή ζήτησαν απάντηση στην πιο πάνω επιστολή τους με ημερ. 15.3.96 (Βλ. επιστολή ημερ. 28.5.96, κ. 289 στο Φάκελο Τεκ. 1) ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών τους πληροφόρησε τα ακόλουθα (Βλ. επιστολή του ημερ. 17.6.96, κ. 293 στο Φάκελο Τεκ. 1):

"(α) Κατ' αρχή λυπούμαστε για την καθυστέρηση που σημειώθηκε αναφορικά με την επανεξέταση του αιτήματος του πελάτη σας κ. Χ. Προδρόμου η οποία βασικά οφείλεται στην εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων που μας υπέβαλε σε συνάρτηση με άλλα στοιχεία του υπόλοιπου προσωπικού που εργάστηκε στην Εκστρατεία αυτή.

(β) Συναφώς επιθυμώ να σας διαβεβαιώσω ότι γίνεται συνολική μελέτη/εξέταση όλων των στοιχείων που αφορούν και όλο το υπόλοιπο προσωπικό των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία και τη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος."

Σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής, ημερ. 12.6.96, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών πληροφόρησε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων (Βλ. επιστολή ημερ. 3.7.96, κ. 294-296 στο Φάκελο Τεκ. 1) ότι ο αιτητής διεκδικεί αποζημιώσεις με βάση στοιχεία και αλληλογραφία που είχε με τους προϊσταμένους του κατά τη διάρκεια του προγράμματος καταπολέμησης του εχινόκοκκου και ότι το αίτημα του κατά βάση είναι το ίδιο με εκείνο που υπέβαλε στην αρχή. Και η επιστολή κατέληγε με τα πιο κάτω:

"Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι όλο το προσωπικό των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών προσέφερεν υπερωριακή εργασία και συνέβαλε με ενθουσιασμό και ανιδιοτέλεια στην επιτυχία του Προγράμματος Καταπολέμησης του Εχινόκοκκου. Δυστυχώς όμως, δεν ετηρούντο επίσημα στοιχεία, ούτε υπήρχαν διαδικασίες για έγκριση της υπερωριακής του εργασίας.

Επομένως είναι αδύνατο να εκτιμηθεί το ύψος της αποζημίωσης που ίσως δικαιούται το κάθε μέλος του προσωπικού που συμμετείχε στο πρόγραμμα του Εχινόκοκκου....".

Πάνω από 4 μήνες μετά την πιο πάνω επιστολή του αιτητή, ημερ. 15.3.96, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων πληροφόρησε τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ότι το Υπουργείο που εξέτασε το θέμα στο παρελθόν, εμμένει στην προηγούμενη απόφαση του όπως αυτή αναφέρεται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 22.5.1990 η οποία επαναβεβαιώθηκε με τις επιστολές με ημερ. 8.2.93 και 10.1.94 "δηλαδή ότι οι απαιτήσεις του κ. Προδρόμου για ώρες, γεύματα και διανυκτερεύσεις δεν αναγνωρίζονται". Επίσης τον πληροφόρησε ότι δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία "από την εκδίκαση της προσφυγής η οποία απερρίφθη από το δικαστήριο, ή/και την επιστολή του ημερ. 15.3.1996, όπως ισχυρίζονται οι δικηγόροι του στην επιστολή τους με ημερ. 15.3.1996 ώστε να δικαιολογείται επανεξέταση του αιτήματος του" (βλ. επιστολή ημερ. 19.7.96, κ. 297 στο Φάκελο Τεκ. 1). Η πιο πάνω θέση του Υπουργείου διαβιβάσθηκε με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών προς του δικηγόρους του αιτητή με επιστολή ημερ. 23.7.1996 (Βλ. κ. 298 στο Φάκελο Τεκ. 1). Ακολούθησε η παρούσα προσφυγή η οποία στρέφεται εναντίον της "απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 23.7.1996, η οποία έχει ως πιο κάτω:

"Σε συνέχεια της επιστολής μας με τον ίδιο αριθμό φακέλλου και με ημερ. 17.6.96 σχετικά με το πιο πάνω θέμα, επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι συμπληρώθηκε η εξέταση/μελέτη και εκτίμηση όλων των στοιχείων που μας υποβλήθηκαν με την επιστολή σας ημερ. 15.3.96.

Η Αρμόδια Αρχή στην οποία παραπέμφθηκε το αίτημα μετά που έλαβε υπ' όψη και την γνωμάτευση του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, κατέληξε στην άποψη ότι δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία από την εκδίκαση της προσφυγής (Αρ. Υπόθεσης 233/94) ή και την επιστολή του κ. Χ. Προδρόμου με ημερ. 15.3.96 ώστε να δικαιολογείται επανεξέταση του."

Προδικαστική ένσταση:

Αποτελεί πάγεια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α)Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132).

Όταν μετά την πρώτη απόφαση τίθενται ενώπιον της διοίκησης νέα στοιχεία τα οποία καθιστούν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας η οποιαδήποτε απόφαση η οποία εκδίδεται καθίσταται εκτελεστή (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ.  474).

Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

"Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επί-κλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στη-ριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών."

(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)

Παρατηρώ:

Ενώ με την πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, ημερ. 17.6.96, οι δικηγόροι του αιτητή πληροφορήθηκαν ότι η καθυστέρηση στην επανεξέταση του αιτήματος "οφείλεται στην εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων" που υπέβαλε ο αιτητής στην επιστολή της 19.7.96 αναφέρεται ότι δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία.

Η διεξαγωγή νέας έρευνας και εξέταση των νέων στοιχείων προκύπτει από τα πιο κάτω:

(α)Από την πιο πάνω παραδοχή της διοίκησης.

(β) Από την εξέταση άλλων στοιχείων του υπόλοιπου προσωπικού όπως γίνεται ρητώς παραδεκτό στην πιο πάνω επιστολή της 17.6.96 (Βλ. Στασινόπουλος, πιο πάνω).

(γ) Από την πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου ημερ. 12.6.96 με την οποία ζητούσε απαντήσεις σε 5 ερωτήματα. Τα σχετικά ερωτήματα συνιστούν σαφώς διεξαγωγή νέας έρευνας. Ισοδυναμούν με την συλλογή "συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών" (Βλ. Στασινόπουλος, πιο πάνω).

(δ)Από την πιο πάνω επιστολή του αιτητή, ημερ. 15.3.96, στην οποία δίνει για πρώτη φορά λεπτομέρειες που σχετίζονται με το αίτημα του καθώς και λεπτομέρειες για το σύνολο της υπερωριακής εργασίας όπως του το έχει θέσει υπόψη του ο Ανώτερος Επιθεωρητής Παπαβαρνάβας και στην οποία συγκεκριμενοποιείται το αίτημα του αφού πρώτα είχε προβεί στην διαφοροποίηση του. Η παρουσίαση για πρώτη φορά της εκδοχής του αιτητή η οποία στηριζόταν στις πληροφορίες που του είχε δώσει ο Ανώτερος Επιθεωρητής Παπαβαρνάβας, αποτελούσε σαφώς κλασσική περίπτωση "νέων στοιχείων" εν όψει μάλιστα, από τη μια, της θέσης του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, η οποία διατυπώνεται στην πιο πάνω επιστολή του, ημερ. 3.7.96, ότι "δεν ετηρούντο επίσημα στοιχεία, ούτε υπήρχαν διαδικασίες για έγκριση της υπερωριακής εργασίας του αιτητή", και από την άλλη της εκδοχής του αιτητή ότι τα στοιχεία Παπαβαρνάβα είχαν σαν βάση "τα αρχεία της Υπηρεσίας", κάτι που έκδηλα φανερώνει ότι ετηρούντο στοιχεία.

Όπως έχει ήδη υποδειχθεί η πιο πάνω συλλογή πληροφοριών από τη διοίκηση, μετά τη λήψη της πιο πάνω επιστολής του αιτητή, ημερ. 15.3.96, και η εξέταση άλλων στοιχείων του υπόλοιπου προσωπικού συνιστούν σαφώς νέα έρευνα.

Περαιτέρω τα όσα έθεσε υπόψη της Διοίκησης ο αιτητής με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 15.3.96 καθιστούσαν επιβεβλημένη την διεξαγωγή νέας έρευνας και την οποιαδήποτε απόφαση της διοίκησης εκτελεστή (βλ. Κωνσταντίνου, πιο πάνω). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπόκειται σε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί αυτή τούτη η διοίκηση, με την πιο πάνω επιστολή της, ημερ. 17.6.96, δέχθηκε ότι έκαμνε "εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων που υπέβαλε ο αιτητής σε συνάρτηση με άλλα στοιχεία του υπόλοιπου προσωπικού, στην οποία - εξυπαρχής έρευνα - απέδωσε βασικά την τετράμηνη καθυστέρηση να απαντήσει στην πιο πάνω επιστολή του αιτητή, ημερ. 15.3.96. Πρέπει δε να υπομνησθεί ότι η διοίκηση δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384).

Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει.

Ουσία της προσφυγής:

Ένας από τους λόγους ακυρώσεως ήταν η έλλειψη αιτιολογίας.

Η παράβαση ουσιώδους τύπου "διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως αποτελεί λόγο ακυρώσεως" (Βλ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2α έκδοση, παραγ, 583). Σημαντικό στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο "ουσιώδη τύπο" αποτελεί η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από το νόμο, ή κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, από την φύση της πράξεως (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 587). Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτιολογία επιβάλλεται από τη φύση της πράξεως.

Αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παραγ. 636, 646 και 647).

Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 67).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυ-νατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό. Είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130, 133).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.AΔ. 476). Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (Απόφαση Στ.Ε. 136/31).

Η ανάγκη για αιτιολόγηση των διοικητικών πράξεως δεν ικανοποιείται οσάκις η δοθείσα αιτιολογία είναι ασαφής και θα άφηνε στο μυαλό ενός ενημερωμένου αναγνώστη πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην σχετική απόφαση (Βλ. Givaudan & Co. v. Minister of Housing [1966] 3 All E.R. 696, 698, Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7, 13 και Soteriades v. Republic (1977) 3 C.L.R. 52,59).

Στην κρινόμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 23.7.96, πρέπει να αναγνωσθεί μαζί με την απόφαση που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της 19.7.96. Η τελευταία δεν αναφέρει γιατί δεν αναγνωρίζονται οι απαιτήσεις του αιτητή "για ώρες, γεύματα και διανυκτερεύσεις". Δεν παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Περαιτέρω το περιεχόμενο και των δύο επιστολών συγκρούεται με στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο. Τα στοιχεία αυτά είναι τα πιο κάτω:

(α) Ενώ με την επιστολή του ημερ. 17.6.96 ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών δέχεται ότι λαμβάνει χώραν εξ υπαρχής εξέταση των νέων στοιχείων που υπέβαλε ο αιτητής με την επιστολή του ημερ. 23.7.96 αναφέρει ότι δεν "έχουν προκύψει νέα στοιχεία".

(β) Με την επιστολή του ημερ. 15.2.90 ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών φαίνεται ότι αναγνωρίζει το αίτημα του αιτητή. Ωστόσο επικαλείται σαν λόγο απόρριψης του αιτήματος την απουσία έγκρισης και διαθέσιμων κονδυλίων. Ο Διευθυντής αναγνωρίζει το αίτημα του αιτητή και με την επιστολή του ημερ. 3.7.96. Στην περίπτωση αυτή επικαλείται και την έλλειψη επίσημων στοιχείων η απουσία των οποίων καθιστούσε "αδύνατο να εκτιμηθεί το ύψος της αποζημίωσης που ίσως δικαιούται το κάθε μέλος του Προσωπικού".

Παρά τις πιο πάνω αναγνωρίσεις του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών στη επιστολή της 19.7.96 αναφέρεται ότι δεν αναγνωρίζεται το αίτημα κλπ. χωρίς να προσδιορίζονται οι λόγοι της μη αναγνώρισης.

Αναφορικά δε με την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της οποίας γίνεται επίκληση στην πιο πάνω επιστολή της 23.7.96 και πάλιν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συμφωνεί με τις σχετικές επί του θέματος γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις οποίες γίνεται αναφορά πιο πάνω.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η έλλειψη αιτιολογίας την καθιστά αντίθετη προς το Νόμο, δηλαδή προς τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και σαν ληφθείσα καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270). Για το λόγο αυτό κηρύσσεται άκυρη στην ολότητα της.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή.

Ηπροσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο