ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 1638

11 Ιουλίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 1073/95, 1103/95)

Δημόσιοι Υπάλληλοι—Σχέδια υπηρεσίας—Ερμηνεία και εφαρμογή του από το διορίζον όργανο—Πεδίο επέμβασης τον Δικαστηρίον—Ορια δικαστικού ελέγχου της κατοχής προσόντων — Ο δικαστικός έλεγχος της υπέρβασης των ορίων της σχετικής διακριτικής ευχέρειας.

Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακύρωσης — Έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας — Περιστάσεις βασιμότητας τους στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε την εκ νέου, μετά από επανεξέταση, τοποθέτηση των ενδιαφερομένων μερών στη θέση, Λειτουργού Μηχανογράφησης, 2ης Τάξης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και η κρίση ως προς την συνδρομή των αναγκαίων τυπικών προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων αποτελεί αυτοτελές προκριματικό ζήτημα η λύση του οποίου ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή εκτός εάν η λύση η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κτήσης των αναγκαίων προσόντων αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου.

2. Ο δικαστικός έλεγχος της υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου και η πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα ενεργείται επί της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε η σχετική απόφαση.

Αιτιολογία των διοικητικών πράξεων αποτελεί η έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων και η παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια.

Αιτιολογία ασαφής, αόριστη και γενική στην οποία δεν εκτίθενται οι συγκεκριμένες σκέψεις της διοίκησης οι σχετικές με την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας αποτελεί αιτιολογία παράνομη και οδηγεί την πράξη επί της οποίας στηρίχθηκε σε ακύρωση.

3. Εν προκειμένω η αιτιολογία με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση της καθηγήτριας Πληροφορικής ελέγχεται ως ανακριβής και αόριστη για το λόγο ότι το έρεισμα επί του οποίου στηρίχθηκε, ότι δηλαδή, η εισήγηση ήταν διαφωτιστική και έδιδε πλήρη ανάλυση του θέματος, συγκρούεται προς ρητές σκέψεις και παρατηρήσεις του οργάνου οι οποίες καταγράφτηκαν στα πρακτικά.

Η ανάγκη για σαφή, εξειδικευμένη και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση καθίσταται επιτακτική όταν για την νομιμότητά της διοικητικής πράξης υπάρχουν αντιφατικά και συγκρουόμενα στοιχεία.

Λόγω της οξείας αντίθεσης μεταξύ των στοιχείων του φακέλου η Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει περαιτέρω εμπεριστατωμένη έρευνα αναφορικά με το ποιό από τα στοιχεία αυτά βεβαίωνε τα αληθή.

Ανεξάρτητα από τις διαπιστώσεις άλλων σωμάτων και προς συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση, η Επιτροπή, ως τα αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την εκτίμηση τη συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου, όφειλε να ερευνήσει περαιτέρω το αμφισβητούμενο αυτό ζήτημα και να αιτιολογήσει με ρητές σκέψεις την απόφασή της.

4. Παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας οδηγεί σε άγνοια ουσιωδών στοιχείων και κάμπτει το τεκμήριο κατά της πλάνης και υπέρ της ορθής διαπίστωσης των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους της διοίκησης.

5. Τα στοιχεία, κριτήρια και η μέθοδος με την οποία η Επιτροπή αξιολόγησε τα αντιφατικά στοιχεία του φακέλου αναφορικά με το προκαταρκτικό ζήτημα της κατοχής των αναγκών τυπικών προσόντων από τον αιτητή δεν δύναται, κατ'αρχήν, να οδηγήσει στο συμπέρασμα στο οποίο αυτή κατέληξε.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ευθυμίου ν. ΕΔΥ (1995) 4 Α.Α.Δ. 104,

Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600,

Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253,

Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Mytidesv,R.(1988)3C.L.R.737,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1487,

Πετρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1296,

Γρηγοροπούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2273,

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Φιλιππίδη (1989) 3 Α.Α.Δ. 2346,

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Κυριακίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298,

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ.  422,

Ιωσήφ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 193,

Spyrouv. R. (1987) 3 C.L.R. 1073,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Καλός κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 242,

Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455,  

Margal Ltd ν. Κεντρικής Τράπεζας (1993) 3 Α.Α.Δ. 194,

Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ.  449,

Κολοκοτρώνης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1426,

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1512.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο διορισμός/προαγω-γή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης 2ης Τάξης αντί του αιτητή.

Σ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.

Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Α.: Με τις παρούσες προσφυγές οι οποίες συ-νεκδικάστηκαν γιατί στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης διορισμού/προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης 2ης Τάξης, Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 3.1.94.

Με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση, Κυριάκος Ευθυμίου ν. ΕΔΥ (1995) 4 Α.Α.Δ. 104, ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης 2ης Τάξης ακυρώθηκε, για το λόγο ότι, η Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως και να αιτιολογήσει επαρκώς το εύρημά της ότι ο ακαδημαϊκός τίτλος τον οποίο κατείχε ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τα Σχέδια Υπηρεσίας για διορισμό στη θέση.

Σύμφωνα με τα Σχέδια Υπηρεσίας, απαιτούμενα προσόντα για πρώτο διορισμό, είναι τα ακόλουθα:

"Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή ισότιμο προσόν (α) στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών η/και της Πληροφορικής (περιλαμβανομένων του Software Systems. Information Technology) ή (β) στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή/και της Πληροφορικής σε συνδυασμό με οποιοδήποτε άλλο θέμα/θέματα."

Ο αιτητής είναι κάτοχος τίτλου Master of Science -Engineering του Τεχνικού Πανεπιστημίου Πράγας - Τσεχοσλοβακίας τον οποίο απέκτησε μετά από πενταετή φοίτηση και στον οποίο αναφέρεται ως κλάδος σπουδών οι Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές (Electronic Computers).

Προς συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση, η Επιτροπή, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας προς διακρίβωση του ακριβούς περιεχομένου των σπουδών του αιτητή αποφάσισε να ζητήσει τις απόψεις:

α) του Τεχνικού Πανεπιστημίου Πράγας, κατά πόσο το εν λόγω δίπλωμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι άπτετο της Επιστήμης των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και κατά πόσο το Πανεπιστήμιο κατά την περίοδο απόκτησής του παρείχε τη δυνατότητα φοίτησης προς απόκτηση τίτλων B.Sc. και M.Sc. in Computer Science.

β) του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου κατά πόσο τα θέματα που διδάκτηκε ο αιτητής βάσει του αναλυτικού δελτίου σπουδών του, επικεντρώνονταν στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή έκλιναν περισσότερο προς την Επιστήμη της Μηχανικής των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

γ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού αναφορικά με την αξιολόγηση και την κατηγορία των θεμάτων στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί το εν λόγω δίπλωμα.

Κατά την επανεξέταση του θέματος πλήρωσης των θέσεων σε συνεδρίαση ημερ. 4.9.94, τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής τα ακόλουθα στοιχεία.

α) Επιστολές του Τεχνικού Πανεπιστημίου Πράγας στις οποίες, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι το δίπλωμα το οποίο απονεμήθηκε στον αιτητή κατά το 1988 αφορούσε στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Computer Science) και ότι το Πανεπιστήμιο κατά την εν λόγω περίοδο εξέδιδε μόνο τίτλους ισότιμους προς τίτλους M.Sc. οι οποίοι απονέμοντο από άλλα Πανεπιστήμια.

β) Επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στην οποία αναφέρεται ότι, "από τη μελέτη των στοιχείων τα οποία έχουν υποβληθεί φαίνεται ότι ο Κυριάκος Ευθυμίου κατέχει τον αναγνωρισμένο πρώτο Πανεπιστημιακό Τίτλο "Diplom" τον οποίο απέκτησε μετά από πενταετή επιτυχή φοίτηση στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Πράγας στον κλάδο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών."

γ) Επιστολή της Αν. Καθηγήτριας του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι κατά γενική εντύπωση, τα μαθήματα τα οποία αφορούν στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών δεν ταυτίζονται ικανοποιητικά με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, το 1/3 μόνο της ύλης του προγράμματος σπουδών φαίνεται να αφορά την πληροφορική και ότι ορισμένα από τα μαθήματα τα οποία παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος κλίνουν προς την Επιστήμη της Μηχανικής των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και δεν ταυτίζονται ικανοποιητικά προς τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Η Επιτροπή σημείωσε την επιφύλαξη της Αν. Καθηγήτριας Πληροφορικής ότι μόνο οι τίτλοι μαθημάτων δεν επαρκούν για την ακριβή αξιολόγηση των μαθημάτων, μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έκρινε ότι το πτυχίο του αιτητή ήταν μεν στον τομέα των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών αλλά δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας γιατί επικεντρώνετο στη Μηχανική των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και όχι στην Επιστήμη των Ηλετρονικών Υπολογιστών, όπως απαιτείτο.

Τούτο, όπως ανέφερε, ήταν ιδιαίτερα κατανοητό μέσα από την επιστολή της Προέδρου του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, η οποία κατά την κρίση της Επιτροπής, ήταν διαφωτιστική και έδιδε πλήρη ανάλυση του θέματος.

Η Επιτροπή σημείωσε περαιτέρω ότι,

"η επιστολή του Πανεπιστημίου της Πράγας δεν δίδει ολοκληρωμένη εικόνα και δεν επιτρέπει την κρίση ότι το περιεχόμενο σπουδών επικεντρώνεται στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Computer Science). Όσον αφορά την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η Επιτροπή κρίνει ότι αυτή είναι γενική και ατεκμηρίωτη, δεδομένου ότι με αυτήν εκφράζεται μια άποψη που δεν συνοδεύεται από οποιεσδήποτε διευκρινίσεις ώστε να ικανοποιεί ότι το σχετικό πτυχίο αναφέρεται στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Computer Science)".

Ενόψει όλων των ενώπιον της στοιχείων η Επιτροπή έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα αναγκαία τυπικά προσόντα για διορισμό στη θέση και επαναδιόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 3.1.94.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι το ενδιάμεσο εύρημα της Επιτροπής αναφορικά με το ζήτημα της κτήσης των αναγκαίων τυπικών προσόντων, καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη πράξη λόγω πλάνης περί τα πράγματα, παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας, παράλειψης αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης και παράβασης δεδικασμένου.

Η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και η κρίση ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων τυπικών προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων αποτελεί αυτοτελές προκριματικό ζήτημα η λύση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου· το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή εκτός εάν η λύση η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Θεοφανώ Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600, Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253 και Δημοκρατία ν. Ηλία Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347, 354-355).

Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κτήσης των αναγκαίων προσόντων αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου. (Βλ. σχετικά, Mytides v. R. (1988) 3 Α.Α.Δ. 737, Σοφούλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1487, Ανδρούλα Πετρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ.  1296, Ανθούλα Γρηγοροπούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2273 και Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).

Ο δικαστικός έλεγχος της υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου και η πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα ενεργείται επί της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε η σχετική απόφαση.

Αιτιολογία των διοικητικών πράξεων αποτελεί η έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων και η παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια.

Αιτιολογία ασαφής, αόριστη και γενική στην οποία δεν εκτίθενται οι συγκεκριμένες σκέψεις της διοίκησης οι σχετικές με την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας αποτελεί αιτιολογία παράνομη και οδηγεί την πράξη επί της οποίας στηρίχθηκε σε ακύρωση. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία κ.ά. ν. Σταύρου Φιλιππίδη (1989) 3 Α.Α.Δ. 2346, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Κώστα Κυριακίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298).

Εν προκειμένω η αιτιολογία με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση της καθηγήτριας Πληροφορικής ελέγχεται ως ανακριβής και αόριστη για το λόγο ότι το ίδιο το έρεισμα επί του οποίου στηρίχθηκε, ότι δηλαδή, η εισήγηση ήταν διαφωτιστική και έδιδε πλήρη ανάλυση του θέματος, συγκρούεται προς ρητές σκέψεις και παρατηρήσεις του οργάνου οι οποίες καταγράφτηκαν στα πρακτικά και οι οποίες αναφέρουν ότι, "Αυτό βέβαια με την επιφύλαξη ότι μόνο οι τίτλοι μαθημάτων (όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση) δεν επαρκούν για την ακριβή αξιολόγηση των μαθημάτων."

Περαιτέρω, οι σαφείς επιφυλάξεις της ίδιας της καθηγήτριας ως προς την βεβαιότητα και ακρίβεια του περιεχομένου των εισηγήσεών της κλονίζουν σοβαρά το κύρος του εγγράφου αυτού, μειώνουν τη σημασία του ως στοιχείου κρίσεως και καθιστούν ανέρειστη και αναιτιολόγητη την πραγματική βάση της απόφασης στην οποία στηρίχθηκε.

Η Επιτροπή παρέλειψε επίσης να αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους:

(α) ίδιο δίπλωμα με αυτό του αιτητή θεωρήθηκε κατά το παρελθόν ότι ικανοποιούσε Σχέδιο Υπηρεσίας όμοιο προς αυτό της επίδικης θέσης, ενόψει μάλιστα και των παρατηρήσεων του Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση ότι:

"Η κρίση, αν το δίπλωμα αυτό, ικανοποιεί τα σχέδια υπηρεσίας αναφέρεται σε στατικό στοιχείο, το περιεχόμενο δηλαδή και το επίπεδο μόρφωσης του κλάδου σπουδών στον οποίο απενεμήθη, και δεν μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τα στοιχεία που προσκομίζει ο εκάστοτε υποψήφιος. Πιθανή υιοθέτηση της τακτικής που ακολούθησε η ΕΔΥ, σ' αυτή την περίπτωση, θα οδηγούσε σε παράλογα και άδικα αποτελέσματα."

β) αγνόησε την ζητηθείσα από την ίδια γνωμάτευση του Πανεπιστημίου Πράγας στην οποία βεβαιώνεται ότι το δίπλωμα το οποίο απέκτησε ο αιτητής κατά την εκεί φοίτηση του ήταν στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

γ) ενώπιον αντιφατικών και εκ διαμέτρου αντίθετων στοιχείων του φακέλου η Επιτροπή, στηρίχθηκε στην γωμοδότηση της καθηγήτριας Πληροφορικής και παρείδε τις γνωματεύσεις του αρμοδίου Τμήματος του Υπουργείου Παιδείας, στοιχείο υπέρτερης αποδεικτικής αξίας, οι οποίες βεβαιώνουν περί του αντιθέτου, ενόψει μάλιστα και των ακόλουθων σχολίων του Δικαστηρίου:

"στα πλαίσια της έρευνας για το κύρος και ακριβές περιεχόμενο των πανεπιστημιακών διπλωμάτων, ή τίτλων σπουδών, το πιο αρμόδιο όργανο για να εκφέρει άποψη είναι το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού".

Η ανάγκη για σαφή, εξειδικευμένη και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση καθίσταται επιτακτική όταν για τη νομιμότητά της διοικητικής πράξης υπάρχουν αντιφατικά και συγκρουόμενα στοιχεία.

Λόγω της οξείας αντίθεσης μεταξύ των στοιχείων του φακέλου η Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει περαιτέρω εμπεριστατωμένη έρευνα αναφορικά με το ποιό από τα στοιχεία αυτά βεβαίωνε τα αληθή.

Ανεξάρτητα από τις διαπιστώσεις άλλων σωμάτων και προς συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση, η Επιτροπή, ως το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την εκτίμηση της συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου, όφειλε να ερευνήσει περαιτέρω το αμφισβητούμενο αυτό ζήτημα και να αιτιολογήσει με ρητές σκέψεις την απόφασή της. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Πάμπου Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, Χρυστάλλα Χ" Γιάννη Ιωσήφ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ.  317 και Σοφούλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ.  193.)

Παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας οδηγεί σε άγνοια ουσιωδών στοιχείων και κάμπτει το τεκμήριο κατά της πλάνης και υπέρ της ορθής διαπίστωσης των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους της διοίκησης. (Βλ. Spyrou v. R. (1987) 3 C.L.R, 1073, Δημοκρατία κ.ά. ν. Χρυσόστομος Καλός κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 242, Ιωάννης Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455, Margal Ltd ν. Κεντρικής Τράπεζας (1993) 3 Α.Α.Δ. 194 και Νίτσα Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 449).

Το μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης απόφασης έγγραφο του Πανεπιστημίου Πράγας ημερ. 25.7.96, το οποίο προσκόμισε ο αιτητής προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα δεν δύναται να ληφθεί υπόψη ούτε να αξιολογηθεί, πρωτογενώς από το Δικαστήριο για το λόγο ότι δεν είχε τεθεί υπόψη και δεν εκτιμήθηκε από το όργανο κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης (Βλ. σχετικά, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Χαράλαμπος Κολοκοτρώνης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1426 και Βάσος Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1512).

Τα στοιχεία, κριτήρια και η μέθοδος με την οποία η Επιτροπή αξιολόγησε τα αντιφατικά στοιχεία του φακέλου αναφορικά με το προκαταρκτικό ζήτημα της κατοχής των αναγκαίων τυπικών προσόντων από τον αιτητή δεν δύναται, κατ' αρχήν, να οδηγήσει στο συμπέρασμα στο οποίο αυτή κατέληξε.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται ελλείψει αιτιολογίας και παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας με συνέπεια την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς την ορθότητα των ευρημάτων της Επιτροπής. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο