ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1635
11 Ιουλίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΓΗΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 120/96)
Διοικητικό Δίκαιο — Προαγωγές — Το ζήτημα των καθηκόντων που εκτελούνται από τον υπάλληλο — Η νομολογιακή αρχή και η μη παραβίαση της στην κριθείσα περίπτωση — Αιτιολογία της περί προαγωγής απόφασης — Περιστάσεις νομιμότητας της κριθείσας προαγωγής.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Τεχνικού αντί της αιτήτριας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Μιχαηλίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Τ. Παπαδόπουλος, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το Συμβούλιο του καθ' ου η αίτηση, Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης, με απόφαση που έλαβε στις 22.12.95 προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος από τη θέση Τεχνικού Α στη θέση Ανώτερου Τεχνικού. Τέσσερις ήσαν οι προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή, μεταξύ αυτών και η αιτήτρια, που προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση. Δεν εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα που να άπτεται της ουσίας της προαγωγής, ότι δηλαδή το Συμβούλιο δεν επέλεξε τον καταλληλότερο υποψήφιο, γιατί αυτή υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους. Ισχυρίζεται όμως πως η απόφαση πάσχει γιατί (α) η σύσταση του διευθυντή είναι τρωτή, και (β) η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Αναφορικά με τη σύσταση του διευθυντή ο συνήγορος ισχυρίζεται πως είναι φανερό, από το σχετικό πρακτικό, πως έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι ο προαχθείς εκτελούσε ευρύτερο φάσμα καθηκόντων με άριστο τρόπο. Η αναφορά αυτή του διευθυντή, λέγει ο συνήγορος, εφόσον μέτρησε στην κρίση του Συμβουλίου, ήταν ανεπίτρεπτη, σύμφωνα με τη νομολογία μας, που θέλει κρίση ισόβαθμη και ισοδύναμη με αναφορά μόνο στα καθήκοντα της θέσης που εκτελούν οι υποψήφιοι, και όχι σε τυχόν ειδικά ή πρόσθετα που τους ανατίθενται.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση, μολονότι η νομολογιακή αρχή που ανέπτυξε ο συνήγορος της αιτήτριας είναι ορθή. Η επίμαχη αναφορά του διευθυντή έγινε στην ουσία για να αιτιολογίσει την άποψη του πως ο προαχθείς εκτελούσε τα καθήκοντα του με. άριστο τρόπο και όχι για να τον ευνοήσει έναντι των άλλων υποψηφίων, επειδή εκτελούσε ευρύτερο φάσμα καθηκόντων. Ας παρεμβάλω εδώ και αυτά που είπε ο διευθυντής στην αρχή της σύστασης του, και που καταγράφονται στα πρακτικά, για να αποδεικτεί πως δεν ευνόησε το ενδιαφερόμενο μέρος για το λόγο ότι εκτελούσε ευρύτερα καθήκοντα από αυτά που πρόβλεπε η θέση του.
"Ο Γενικός Διευθυντής αφού έλαβε γνώση των απόψεων των προϊσταμένων με τους οποίους εργάζονται οι υποψήφιοι υποστήριξε ότι όλοι είναι πολύ καλοί υπάλληλοι και είναι κρίμα που μόνο μια θέση προαγωγής υπάρχει".
Η αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου είναι πράγματι πολύ σύντομη. Η συνοπτικότητα όμως της αιτιολογημένης απόφασης δεν την καθιστά και ανεπαρκή. Εξαρτάται από το θέμα στο οποίο αφορά, το υπόβαθρο των γεγονότων και την πολυπλοκότητα τους. Εδώ τα πράγματα ήσαν απλά και διαυγή. Ο προαχθείς είχε αρχαιότητα, που αναγόταν σε όλες τις προηγούμενες θέσεις, περιλαμβανομένης και της ημερομηνίας διορισμού του. Στην ετήσια έκθεση του 1994 βαθμολογήθηκε ως εξαίρετος, με ελαφρά υπεροχή έναντι της αιτήτριας και, δικαιολογημένα, είχε και τη σύσταση του διευθυντή. Τα στοιχεία αυτά είναι φανερά από τον διοικητικό φάκελο και συνοψίζονται στην επίδικη απόφαση.
Το τελευταίο σημείο που εγείρει ο δικηγόρος της αιτήτριας είναι η μη ύπαρξη εκθέσεων για τα έτη 1992 και 1993. Υπήρχε όμως λόγος γι' αυτή την κατάσταση που αναφέρεται στα πρακτικά. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις για τα πιο πάνω χρόνια δεν υποβλήθηκαν λόγω εργατικής διαφοράς. Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηριου που επικαλείται ο συνήγορος, στην Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, δεν έχει καμιά εφαρμογή, γιατί σ' αυτή συζητείται ειδική νομοθετική ρύθμιση και με ολωσδιόλου διαφορετικά γεγονότα.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα, τα οποία θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή υπέρ του καθ' ου η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.