ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1501
25 Ιουνίου, 1997
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ,
Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 278/94,
ΝΙΚΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ,
Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 398/94,
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 413/94, ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2.ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 278/94, 398/94, 413/94)
Προσφυγή βάσει τον Άρθρου 146 τον Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως —Προβάλλονται με το δικόγραφο της Αιτήσεως—Περιστάσεις κάλυψης από τα νομικά σημεία τον δικογράφον τον λόγου περί ελλείψεως αιτιολογίας προπαρασκευαστικής πράξης στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου — Προαγωγές — Προαγωγή σε Αστυνόμο Β' — Νομοθετικό πλαίσιο — Απαίτηση δεόντως αιτιολογημένης έκθεσης τον Αρχηγού για κάθε έναν υποψήφιο καθώς και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση τον Υπουργού—Συνέπειες—Περιστάσεις μη τήρησης των νομοθετικών επιταγών στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Δέουσα αιτιολογία — Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Αστυνόμους Β'.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το πρώτο θέμα αφορά ισχυρισμό του δικηγόρου για τους καθ' ων η αίτηση, ότι το θέμα της αιτιολογίας των συστάσεων του Αρχηγού δεν καλύπτεται από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται στις αντίστοιχες αιτήσεις ακυρώσεως, ως μέρος των δικογράφων. Είναι η θέση του ότι η ύπαρξη γενικού λόγου μη δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης δεν καλύπτει και την περίπτωση των συστάσεων του Αρχηγού.
Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται τη θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Το θέμα καλύπτεται από το γενικό λόγο για ελλειπή αιτιολογία, ιδιαίτερα εφόσον η σύσταση του Αρχηγού αποτελεί ένα από τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η απόφαση του Υπουργού, μέρος της αιτιολογίας της οποίας δυνατόν να αντληθεί από τη σύσταση. Εν πάση περιπτώσει, στις υποθέσεις 278/94 και 413/94, υπάρχει επιπρόσθετα και το νομικό σημείο ότι η απόφαση πάσχει στα προπαρασκευαστικά της στάδια, το οποίο σε συνδυασμό με το γενικό λόγο για ελλειπή αιτιολογία, καλύπτει το θέμα.
2. Με βάση το Νόμο, απαιτείται δεόντως αιτιολογημένη έκθεση του Αρχηγού για ένα έκαστο των υποψηφίων, όπως επίσης και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού για την επιλογή του. Οσάκις η αιτιολογία απαιτείται από το νόμο, καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξης. Σε τέτοια δε περίπτωση πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της διοικητικής πράξης. Η απλή αναφορά στα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη δεν αρκεί.
Η απόφαση του Υπουργού, όπως είναι διατυπωμένη, δεν περιέχει στο σώμα της την απαιτούμενη από το Νόμο αιτιολογία για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, αλλά περιορίζεται στην απαρίθμηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη με μόνη επιπλέον αναφορά ότι οι επιλεγέντες κρίθηκαν ως οι πιο κατάλληλοι.
Ούτε και η έκθεση του Αρχηγού ρίχνει περισσότερο φως στο κενό της αιτιολογίας. Στην έκθεσή του για τον κάθε υποψήφιο ο Αρχηγός, αφού αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία της υπηρεσίας τους και σειρές μαθημάτων που παρακολούθησαν, απαριθμεί τα στοιχεία που του επιβάλλει ο Νόμος (Καν. 21) να λάβει υπόψη προς το σκοπό υποβολής της σύστασής του και το μόνο που στην ουσία προσθέτει είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησής του για τον κάθε υποψήφιο με τους χαρακτηρισμούς "καλός", "πολύ καλός" ή "εξαίρετος" στην αξία και τα προσόντα.
Δεόντως αιτιολογημένη πράξη είναι εκείνη που παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Η απαρίθμηση στοιχείων των φακέλων και η επανάληψη των προνοιών του Νόμου, δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία στην παρούσα περίπτωση, όπου η αιτιολογία απαιτείται από το Νόμο. Με τα στοιχεία που παρατίθενται τόσο στην έκθεση του Αρχηγού όσο και την απόφαση του Υπουργού, δεν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Κρίνεται ότι τόσο η έκθεση του Αρχηγού για τους υποψήφιους, όσο και η απόφαση του Υπουργού είναι αναιτιολόγητες, κατά παράβαση του Άρθρου 13(2) και (3) του Νόμου.
3. Σαν αποτέλεσμα, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9 και 11 ακυρώνονται, με £200.- έξοδα προς όφελος ενός εκάστου αιτητή σε κάθε προσφυγή και εις βάρος των καθ' ων οι αιτήσεις.
Οι προσφυγές όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 10, έχουν ήδη απορριφθεί.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Αστυνόμου Β' αντί των αιτητών.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 278/94 και 413/94.
Κρ. Παπαλοΐζου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 398/94.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Α. Θεοφάνους.
Χρ. Χρίστου για Τ. Παπαδόπουλο, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη Γ. Παναγιώτου και Στ. Θεοδώρου.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Α.: Με τις προσφυγές αυτές, που συνεκδικάστηκαν, προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Αστυνόμου Β', από 4.3.94. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι 1) Α. Μηνά, 2) Αρ. Χαραλάμπους, 3) Κ. Μαρκουλλή, 4) Α. Θεο-φάνους, 5) Μ. Νεοκλέους, 6) Π. Πέτρου, 7) Α. Τοφαρής, 8) Σ. Παφίτης, 9) Σ. Θεοδώρου, 10) Γ. Βούτουνος και 11) Γ. Παναγιώτου.
Με την προσφυγή 398/94 προσβάλλεται η προαγωγή και των 11 ενδιαφερομένων μερών. Με την προσφυγή 278/94 προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών με αριθμούς 4, 6, 7, 8, 9, 10 και 11, ενώ με την προσφυγή 413/94 προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 4, 5, 6, 8, 9, 10 και 11.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας όλες οι προσφυγές αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 10, Θεοφάνους και Βούτουνο.
Τα γεγονότα που αφορούν τις υποθέσεις αυτές είναι τα ακόλουθα:
Με επιστολή του προς τους Αστυνομικούς Διευθυντές και Διοικητές Μονάδων ημερ. 15.1.94, ο Αρχηγός Αστυνομίας (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ο Αρχηγός), ζήτησε την υποβολή συστάσεων για τους προσοντούχους για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Β, αποστέλλοντας ακόμα και σχετικό καθοδηγητικό υπόμνημα και έντυπο για σκοπούς ομοιομορφίας διατυπώσεων και χαρακτηρισμών.
Μετά την υποβολή των συστάσεων από τους Αστυνομικούς Διευθυντές, ο Αρχηγός προέβη σε συστάσεις προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ο Υπουργός). Με τη σχετική έκθεση του ημερ. 25.2.94, ο Αρχηγός σύστησε για προαγωγή 48 υποψήφιους, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στην έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι "μπορούν να πληρωθούν 13 θέσεις στο βαθμό του Αστυνόμου Β' Κλίμακα Α12, λόγω προαφυπηρετι-κής άδειας αριθμού κατόχων των θέσεων του βαθμού αυτού και άλλες συνεπακόλουθες για κενές θέσεις στον πιο πάνω βαθμό".
Στη συνέχεια το θέμα τέθηκε ενώπιον του Υπουργού, ο οποίος στις 4.3.94 έλαβε την πιο κάτω απόφαση:
"Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 69 του 1987) και αφού μελέτησα και έλαβα υπόψη τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας και την έκθεση για κάθε υποψήφιο που περιέχονται στην επιστολή του με αριθμό φακέλου Ε/16/6 ημερομηνίας 25 Φεβρουαρίου, 1994, και όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο, κατέληξα στην απόφαση να προάξω τους πιο κάτω στο βαθμό του Αστυνόμου Β' κρίνοντας τους ως τους πιο κατάλληλους μεταξύ όλων των υποψηφίων:
1. ΒΟΥΤΟΥΝΟΣ Γεώργιος
2. ΘΕΟΔΩΡΟΥ Σταύρος
3. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Ανδρέας
4. ΜΑΡΚΟΥΛΛΗΣ Κώστας
5. ΜΗΝΑ Ανδρέας
6. ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ Μιλτιάδης
7. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Γεώργιος
8. ΠΑΦΓΓΗΣ Σωτήρης
9. ΠΕΤΡΟΥ Πέτρος
10.ΤΟΦΑΡΗΣ Ανδρέας
11.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Αρέστής
Στη λήψη της απόφασης μου έλαβα υπόψη τις γενικές αρχές που διέπουν τις προαγωγές (Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989), καθώς και το επιπρόσθετο προσόν που κατέχουν οι ακόλουθοι, το οποίο όμως συνεκτι-μώμενο με τα υπόλοιπα δεδομένα, δεν μπορεί να υπερισχύσει των στοιχείων που καθιστούν πιο κατάλληλους για προαγωγή σε Αστυνόμο Β' τους πιο πάνω οι οποίοι έχουν περισσότερη πείρα που είναι χρησιμότερη στην άσκηση των καθηκόντων του Αστυνόμου Β' που είναι διευθυντική θέση:
1. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Ανδρέας
2. ΗΛΙΑ Μιχαλάκης
3. ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ Αντώνης
4. ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑΣ Αιμίλιος
5. ΚΟΝΙΩΤΗΣ Σπύρος
6. ΠΑΠΑΣ Ανδρέας
7. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Μάκης
8. ΣΤΕΛΙΚΟΣ Νίκος"
Οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών δημοσιεύθηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερ. 7.3.94 και ακολούθησαν οι παρούσες προσφυγές.
Ο κυριότερος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται από τους αιτητές είναι η ισχυριζόμενη ελλειπής αιτιολογία τόσο όσον αφορά τις συστάσεις του Αρχηγού όσο και την απόφαση του Υπουργού.
Οι δικηγόροι των αιτητών υποστήριξαν ότι η αιτιολογία η οποία απαιτείται και στις δυο περιπτώσεις από το Νόμο, πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της σχετικής πράξης, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Η μεν έκθεση του Αρχηγού είναι ασαφής και αόριστη και δεν αποκαλύπτει τους λόγους του χαρακτηρισμού των αιτητών στις υποθέσεις 278/94 και 398/94 ως πολύ καλών και του αιτητή στην υπόθεση 413/94 ως καλού, σε σύγκριση με τα ενδιαφερόμενα μέρη που χαρακτηρίστηκαν ως εξαίρετοι. Είναι η θέση τους γενικά ότι οι αιτητές δεν υστερούν των ενδιαφερομένων μερών σε αξία και προσόντα, είναι δε υπέρτεροι σε πείρα και αρχαιότητα, της οποίας η σημασία ως στοιχείου κρίσεως υποβαθμίστηκε.
Όσο για την απόφαση του Υπουργού, ισχυρίζονται ότι είναι γυμνή αιτιολογίας και δεν αποκαλύπτει τους λόγους της προτίμησης των ενδιαφερομένων μερών. Ισχυρίζονται επίσης ότι είναι ακυρωτέα ενόψει ιδιόχειρης σημείωσης του Υπουργού για να συνομιλήσει με τρεις άλλους λειτουργούς, γεγονός που κατά την άποψή τους δεικνύει ανάμειξη εξωγενών στοιχείων. Υποστηρίζουν επίσης ότι υπάρχει το ενδεχόμενο πλάνης του Υπουργού ως προς τον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων, ενόψει του γεγονότος ότι πληρώθηκαν μόνο 11 θέσεις από τις 13 που αναφέρονται στην έκθεση του Αρχηγού.
Ως προς το θέμα της αιτιολογίας των συστάσεων του Αρχηγού προέχουν για εξέταση δυο προκαταρκτικά θέματα.
Το πρώτο αφορά ισχυρισμό του δικηγόρου για τους καθ' ων η αίτηση, ότι το θέμα της αιτιολογίας των συστάσεων του Αρχηγού δεν καλύπτεται από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται στις αντίστοιχες αιτήσεις ακυρώσεως, ως μέρος των δικογράφων. Είναι η θέση του ότι η ύπαρξη γενικού λόγου μη δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης δεν καλύπτει και την περίπτωση των συστάσεων του Αρχηγού.
Δεν συμμερίζομαι τη θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Το θέμα καλύπτεται από το γενικό λόγο για ελλειπή αιτιολογία, ιδιαίτερα εφόσον η σύσταση του Αρχηγού αποτελεί ένα από τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η απόφαση του Υπουργού, μέρος της αιτιολογίας της οποίας δυνατόν να αντληθεί από τη σύσταση. Εν πάση περιπτώσει, στις υποθέσεις 278/94 και 413/94, υπάρχει επιπρόσθετα και το νομικό σημείο ότι η απόφαση πάσχει στα προπαρασκευαστικά της στάδια, το οποίο σε συνδυασμό με το γενικό λόγο για ελλειπή αιτιολογία, καλύπτει το θέμα.
Η δεύτερη ένσταση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση συνίσταται στον ισχυρισμό του ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην έγερση του θέματος, ενόψει του γεγονότος ότι και αυτοί συστήθηκαν από τον Αρχηγό.
Ούτε αυτή τη θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση συμμερίζομαι. Ενόψει του γεγονότος ότι η αξιολόγηση των αιτητών στις εν λόγω συστάσεις εμφανίζεται υποδεέστερη εκείνης των ενδιαφερομένων μερών, υπάρχει δυσμενής επηρεασμός τους και συνεπώς νομομοποιούνται στην έγερση του θέματος (Αριστόδημος Δ. Χ "Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261).
Οι πιο πάνω ενστάσεις του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση κατά συνέπεια απορρίπτονται.
Το άρθρο 13 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως εκτίθεται στον τροποποιητικό Νόμο αρ. 69/87 και όπως έχει περαιτέρω τροποποιηθεί από τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 27/89, έχει ως εξής:
"13.- (1) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων, οι Ανώτεροι Αξιωματικοί προάγονται και απολύονται υπό του Υπουργού, κατόπιν συστάσεως του Αρχηγού.
(2) Επί τω τέλει υποβολής της συστάσεώς του, ο Αρχηγός αξιολογεί τους υποψηφίους διά προαγωγήν εις την θέσιν Ανωτέρου Αξιωματικού και αποστέλλει δεόντος ητιολογημένην έκθεσιν δι' έκαστον τούτων εις τον Υπουργόν, περιέχουσαν επίσης κατ' αλφαβητικήν σειρά τα ονόματα των συνιστωμένων διά προαγωγήν:
Νοείται ότι, ουχί ολιγώτεροι των τεσσάρων, δέον όπως συστηθώσι δι' εκάστην κενήν θέσιν εφ' όσον υπάρχουσι πρόσωπα κατάλληλα διά τοιαύτην σύστασιν.
(3) Ο Υπουργός προβαίνει εις την προαγωγήν των υπό του Αρχηγού συσταθέντων υποψηφίων διά δεόντως ητιολογημένης αποφάσεως αυτού.
(4) Οι όροι και η διαδικασία προαγωγής και απολύσεως των Ανωτέρων Αξιωματικών θέλουσι προβλεφθή διά Κανονισμών εκδιδομένων, τη συστάσει του Αρχηγού, υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και εγκρινομένων υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, δυνάμει του παρόντος άρθρου, και δημοσιευομένων εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας."
Σχετικοί είναι και οι εκδοθέντες με βάση το πιο πάνω άρθρο Κανονισμοί (περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) και ιδιαίτερα οι Κανονισμοί 20, 21 και 22.
Με βάση το Νόμο, απαιτείται δεόντως αιτιολογημένη έκθεση του Αρχηγού για ένα έκαστο των υποψηφίων, όπως επίσης και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού για την επιλογή του. Οσάκις η αιτιολογία απαιτείται από το νόμο, καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξης. Σε τέτοια δε περίπτωση πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της διοικητικής πράξης. Η απλή αναφορά στα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη δεν αρκεί. (Δημοκρατία ν. Χα-τζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, 580-581, Παύλος Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141-142).
Η απόφαση του Υπουργού, όπως είναι διατυπωμένη, δεν περιέχει στο σώμα της την απαιτούμενη από το Νόμο αιτιολογία για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, αλλά περιορίζεται στην απαρίθμηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη με μόνη επιπλέον αναφορά ότι οι επιλεγέντες κρίθηκαν ως οι πιο κατάλληλοι.
Ούτε και η έκθεση του Αρχηγού ρίχνει περισσότερο φως στο κενό της αιτιολογίας. Στην έκθεσή του για τον κάθε υποψήφιο ο Αρχηγός, αφού αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία της υπηρεσίας τους και σειρές μαθημάτων που παρακολούθησαν, απαριθμεί τα στοιχεία που του επιβάλλει ο Νόμος (Καν. 21) να λάβει υπόψη προς το σκοπό υποβολής της σύστασής του και το μόνο που στην ουσία προσθέτει είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησής του για τον κάθε υποψήφιο με τους χαρακτηρισμούς "καλός", "πολύ καλός" ή "εξαίρετος" στην αξία και τα προσόντα.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 141-142:
"Ο Νόμος καθορίζει τους παράγοντες βάσει των οποίων είναι επιτρεπτό να παραχωρηθούν πρόσθετες μονάδες. Αυτή είναι η εντύπωση που απεκόμισε η Ε.Ε.Υ., από τις προσωπικές συνεντεύξεις, και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων. Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. περιορίζεται στην αναγραφή, που εν προκειμένω απολήγει να είναι αχρείαστη επανάληψη, των παραγόντων που ήδη καθορίζει ο Νόμος. Αυτό δεν είναι αιτιολογία. Παραμένει εντελώς άγνωστος ο συλλογισμός. Δεν γνωρίζουμε ποιές μονάδες δόθηκαν με αναφορά στη συνέντευξη και ποιές με αναφορά στους Φακέλλους και στις Εκθέσεις και γιατί. Επισημαίνουμε εδώ πως η απόφαση περιέχει διαφοροποιήσεις ακόμα και σε εκατοστά της μονάδας. Η Ε.Ε.Υ. αναφέρει πως έλαβε υπόψη και τους Φακέλους και τις Εκθέσεις αλλά δεν γνωρίζουμε τι από τις Εκθέσεις και τί από τους Φακέλλους διαδραμάτισε τον ένα ή τον άλλο ρόλο. Όπως έχουν τα πράγματα ο δικαστικός έλεγχος είναι εντελώς αδύνατος. Όσα αναφέρονται στην απόφαση θα μπορούσαν να ταιριάξουν σε κάθε υπόθεση, όπως άλλωστε καταφαίνεται και από το γεγονός ότι συνιστούν την ενιαία βάση για την προσθήκη που ακολούθησε ως προς τον κάθε ένα από τους υποψηφίους.
Στην υπόθεση Χαρά Γενακρίτου και Άλλοι ν. Δημοκρατία, (1992) 3 Α.Α.Δ. 497, που εκδικάστηκε από την Ολομέλεια, θεωρήθηκε ότι όμοια αιτιολογία μπορούσε να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο των φακέλων. Η πρόταση των καθ' ων η αίτηση για όμοια κατάληξη και στην παρούσα υπόθεση πριν από όλα παραγνωρίζει δυο πράγματα. Πρώτα, το γεγονός ότι οι Φάκελοι και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις θα ήταν αδύνατο να παράσχουν απάντηση ως προς τον τρόπο του καταμερισμού των μονάδων με βάση τους παράγοντες που καθορίζει ο Νόμος και μετά, το θεμελιωμένο πως για να είναι οι Φάκελοι και οι υπηρεσιακές Εκθέσεις παραδεκτή πηγή εντοπισμού αιτιολογίας, η αιτιολογία πρέπει να προκύπτει αναντίλεκτα από το περιεχόμενό τους. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής μόρφωση δικής του γνώμης. Ανατρέχουμε, όποτε είναι επιτρεπτό, στους φακέλους στην προσπάθεια αναζήτησης του συλλογισμού της Διοίκησης (Βλ., μεταξύ άλλων Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220).
Εν πάση περιπτώσει, η Ολομέλεια έστρεψε ειδικά την προσοχή της πάνω στις επιπτώσεις από τη νομοθετική απαίτηση για αιτιολογία, στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χ"Γεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574. Αποφασίστηκε ότι όποτε ο Νόμος απαιτεί αιτιολογία αυτή πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό της στοιχείο. Υιοθετούμε και τώρα αυτή την προσέγγιση. Όταν ο Νόμος απαιτεί αιτιολογία, η ύπαρξή της στο σώμα της όποιας απόφασης αποτελεί όρο για την τελείωση της.
Καταλήγουμε πως η απόφαση της Ε.Ε.Υ. για παροχή πρόσθετων μονάδων δεν είναι αιτιολογημένη κατά παράβαση του Νόμου και πως, ενόψει της επίδρασης που είχε στην τελική επιλογή, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αναπόφευκτα είναι άκυρες."
Δεόντως αιτιολογημένη πράξη είναι εκείνη που παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Η απαρίθμηση στοιχείων των φακέλων και η επανάληψη των προνοιών του Νόμου δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία στην παρούσα περίπτωση, όπου η αιτιολογία απαιτείται από το Νόμο. Με τα στοιχεία που παρατίθενται τόσο στην έκθεση του Αρχηγού όσο και την απόφαση του Υπουργού, δεν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Για παράδειγμα δεν γίνεται αντιληπτό το πώς υποψήφιοι που παρακολούθησαν περισσότερες σειρές μαθημάτων από άλλους όπως τουλάχιστον τούτες απαριθμούνται στην έκθεση του Αρχηγού, κρίνονται ως υποδεέστεροι τους όσον αφορά τα προσόντα.
Κρίνω ότι τόσο η έκθεση του Αρχηγού για τους υποψήφιους, όσο και η απόφαση του Υπουργού είναι αναιτιολόγητες, κατά παράβαση του άρθρου 13(2) και (3) του Νόμου και συνεπώς η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν θα ασχοληθώ με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των αιτητών.
Σαν αποτέλεσμα, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9 και 11 ακυρώνονται, με £200.- έξοδα προς όφελος ενός εκάστου αιτητή σε κάθε προσφυγή και εις βάρος των καθ' ων οι αιτήσεις.
Οι προσφυγές όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 10, έχουν ήδη απορριφθεί.
Διαταγή ως ανωτέρω.