ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1432
18 Ιουνίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΞΕΝΗΣ ΛΑΡΚΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 955/95)
Σχέδια Υπηρεσίας — Δημοσίευση — Υποχρεωτικότητά της υπό το προϊσχύσαν και υπό το παρόν νομικό καθεστώς — Νομολογιακά πορίσματα — Αποκλεισμός της αναδρομικότητας του Άρθρου 27 του Ν. 1/90.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου — Ο Προϊστάμενος ευρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια στην κριθείσα περίπτωση — Υφιστάμενος Διευθυντής καλώς προέβη σε συστάσεις — Όροι νομιμότητας της σύστασης επί της ουσίας — Η σύσταση νόμιμη.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Υπηρεσία και πείρα — Οι δύο έννοιες διάφορες.
Προσφυγή βάσει τον Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως— Έκδηλη υπεροχή — Υψηλή ιεραρχικά θέση—Περιστάσεις παντελούς αβασιμότητας του ισχυρισμού περί υπεροχής του αιτητή στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η νομολογία έχει αποφανθεί ότι πρόνοια, όπως εκείνη του Άρθρου 27, δεν έχει αναδρομική δύναμη έτοι ώστε να επηρεάζειτο κύρος προϋπάρχοντος σχεδίου υπηρείας που δεν είχε δημοσιευθεί.
Η απόφαση της Ολομέλειας στη Σοφιανός & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334, δεν αφήνει αμφιβολία για την ορθότητα της γραμμής που ακολουθεί η νομολογία σε σχέση με το προηγούμενο νομοθέτημα. Το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η διαδικασία για τον καταρτισμό των σχεδίων υπηρεσίας με κανονισμό που εγκρίνει η Βουλή δεν αφορά σχέδια υπηρεσίας που είχαν ήδη έγκυρα εγκριθεί πριν την έναρξη ισχύος του νέου νόμου.
2. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο τότε Διευθυντής του Τμήματος δεν εκτελούσε καθήκοντα. Είχε πάρει την προαφυπηρετική άδειά του. Το Τμήμα ήταν ακέφαλο. Και η συμμετοχή του Διευθυντή ήταν η ενδεδειγμένη και επιβαλλόμενη ενέργεια.
3. Δεν είναι απαραίτητο ο προϊστάμενος τμήματος να γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά και για αρκετό χρόνο τους υποψηφίους. Μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από άλλες πηγές.
Περαιτέρω, όπως δείχνει η πλούσια νομολογία επί του θέματος δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων άλλων λειτουργών που συμβουλεύεται ο προϊστάμενος.
Η αναφορά στις εμπειρίες που απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του αποτελούν συστατικό της άποψης του Διευθυντή ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει τις ικανότητες εκείνες που τον καθιστούσαν τον καταλληλότερο υποψήφιο για την κατάληψη της θέσης.
Η σύσταση προσβάλλεται και για το ότι υπάρχουν σε αυτήν στοιχεία από την αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων. Και σωστό να είναι αυτό, η νομιμότητα της σύστασης δεν επηρεάζεται.
Προκύπτει από το πρακτικό ότι η σύσταση ήταν το αποτέλεσμα σύγκρισης. Δεν υπάρχει ονομαστική αναφορά στον καθένα, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο.
4. Η διάρκεια της υπηρεσίας μετρά και είναι παράγων για την απόκτηση της πείρας, αλλά αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν να εξομοιωθούν. Επομένως η μεγαλύτερη διάρκεια παρουσίας του αιτητή στο Τμήμα δεν σημαίνει απαραίτητα και μεγαλύτερη πείρα.
Όπως συνάγεται από τη σύσταση του Διευθυντή το ενδιαφερόμενο μέρος έχει πλατιά πείρα στους διάφορους τομείς του Τμήματος. Πέραν τούτου υπερτερεί σε αξία όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Όπως και σε αρχαιότητα με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Προάχθηκε στην αμέσως κατώτερη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εσωτερικών Προσόδων την 1/6/89, ενώ ο αι-τητής την 1/8/90. Από απόψεως προσόντων είναι ίσοι. Η σύγκριση δεν ευνοεί τον αιτητή σε κανένα τομέα. Και υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό η ευρύτερη διακριτική εξουσία της Επιτροπής για τις επιλογές της επειδή πρόκειται για μία από τις κορυφαίες θέσεις στην υπαλληλική ιεραρχία: Ξενής Λάρκου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΛΛ. 804. Επιπρόσθετα το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συστηθεί. Ο ισχυρισμός υπεροχής, που πρόβαλε ο αιτητής, είναι παντελώς αβάσιμος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hadjidemetriou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 1956,
Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1495,
Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2131,
Σοφιανός και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334,
Χριστοφορίδη και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 307,
Τσίκκου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 643,
Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1815,
Κελεπενιώτης v. A.H.K. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795,
Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077,
Λούη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 09,
Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,
Κυριακίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 237,
Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2997,
Γενεθλίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 75,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 962,
Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 83,
Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170,
Τούρβας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1613,
Λάρκου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων αντί του αιτητή.
Λ. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Ρ. Σταυράκης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Α.: Η θέση Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων εντάσσεται στην κατηγορία θέσεων προαγωγής. Στις 3/7/95 λήφθηκε η πρόταση για πλήρωση της θέσης, που ήταν τότε κενή. Υπήρχαν τρεις υποψήφιοι. Μεταξύ αυτών ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Ριαλάς, τον οποίο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών (Διευθυντής) σύστησε για προαγωγή. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ, ή Επιτροπή) πήρε την επίδικη απόφαση να τον προάξει στις 13/7/95. Την προτεραία η Επιτροπή είχε εξετάσει αίτημα, προερχόμενο από τον αιτητή, να καλέσει τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη, αλλά απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία για τους λόγους που εξήγησε στο σχετικό πρακτικό.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης συνάπτεται με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Είχε εγκριθεί παλιά στις 20/7/61 με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 966. Δε δημοσιεύθηκε. Δεν επιβαλλόταν τότε τέτοια υποχρέωση. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε πως ήταν απαραίτητη για την ορθή εφαρμογή του άρθρ. 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (αρ. 1/90 όπως τροποποιήθηκε), που διέπει την πλήρωση της θέσης, η ύπαρξη έγκυρου, κατά το άρθρ. 27 του νόμου, σχεδίου υπηρεσίας. Το εδ. 2 προβλέπει τη δημοσίευση, μετά την έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο, κάθε σχεδίου υπηρεσίας, σε ειδικό παράρτημα της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας.
Η νομολογία δεν υποστηρίζει την προβληθείσα άποψη. Κρίθηκε ότι πρόνοια, όπως εκείνη του άρθρ. 27, δεν έχει αναδρομική δύναμη έτσι ώστε να επηρεάζει το κύρος προϋπάρχοντος σχεδίου υπηρείας που δεν είχε δημοσιευθεί. Στην υπόθεση Hadjidemetriou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 1956, είχε προβληθεί το ίδιο επιχείρημα, αλλά απορρίφθηκε:
"...it is suggested respondents exceeded their authority by applying schemes of service that were invalid for lack of promulgation in the Gazette; a submission that cannot be upheld in view of our caselaw establishing that publication of schemes of service, desirable though it is, is not a prerequisite for their validity. Recent statutory changes making publication of schemes of service necessary for their enforcement (Law 48/86) have prospective effect and leave the position, as far as this case is concerned, unaffected."
To άρθρ. 2 του Ν. 48/86 είχε τροποποιήσει το άρθρ. 29 του κα-ταργηθέντος περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 33/67), που περιείχε πρόβλεψη για δημοσίευση των σχεδίων υπηρεσίας: βλέπε επίσης Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1495 και Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2131. Κατά την άποψη μου δε χωρεί διαφοροποίηση των υποθέσεων αυτών, την οποία επιχείρησε ο δικηγόρος του αιτητή, από την παρούσα. Θα πρόσθετα ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην Σοφιανός & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334, δεν αφήνει αμφιβολία για την ορθότητα της γραμμής που ακολουθεί η νομολογία σε σχέση με το προηγούμενο νομοθέτημα. Το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η διαδικασία για τον καταρτισμό των σχεδίων υπηρεσίας με κανονισμό που εγκρίνει η Βουλή δεν αφορά σχέδια υπηρεσίας που είχαν ήδη έγκυρα εγκριθεί πριν την έναρξη ισχύος του νέου νόμου.
Ο επόμενος ισχυρισμός, που επίσης προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης, αφορά το ρόλο που επιφύλαξε το άρθρ. 35 του νόμου στον Προϊστάμενο Τμήματος στην προαγωγική διαδικασία. Με αφετηρία το άρθρ. 35(4), που προβλέπει ότι σε συστάσεις προς την Επιτροπή προβαίνει ο Προϊστάμενος, υποβλήθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση ο Διευθυντής ήταν αναρμόδιος για το σκοπό αυτό. Είναι ορθό, όπως υπέβαλε ο δικηγόρος του αιτητή, ότι σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου "Προϊστάμενος Τμήματος" είναι ο υπάλληλος που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση σε αυτό. Επίσης ότι ο Γενικός Διευθυντής επέχει θέση "Προϊστάμενου Τμήματος" αναφορικά με τους υπαλλήλους, που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου. Ωστόσο έχει σημασία να λεχθεί πως κατά τον ουσιώδη χρόνο ο τότε Διευθυντής του Τμήματος δεν εκτελούσε καθήκοντα. Είχε πάρει την προαφυπηρετική άδεια του. Το Τμήμα ήταν ακέφαλο. Και η συμμετοχή του Διευθυντή ήταν η ενδεδειγμένη και επιβαλλόμενη ενέργεια. Η άποψη μου ενισχύεται από τις Σάββα Χριστοφορίδη & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 307 και Σωτήρης Τσίκκου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 643.
Έρχομαι στον τρίτο λόγο, που έχει επίκεντρο τις συστάσεις του Διευθυντή. Διασπάται σε επιμέρους επιχειρήματα που θα προσπαθήσω να συνοψίσω, αφού δώσω το υπόβαθρο στο οποίο κινήθηκε. Προτού κληθεί να εκφέρει άποψη ο Διευθυντής είχε υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονομικών μόνο για δύο περίπου μήνες. Επισήμανε όμως ότι:
"...έχω ιδία γνώση για τις ικανότητες των τριών υποψηφίων, όμως έχω συλλέξει και πληροφορίες από τους Φακέλους των υποψηφίων, από τον απερχόμενο Διευθυντή του Τμήματος, καθώς και από άλλους αρμόδιους λειτουργούς του Υπουργείου Οικονομικών που ασχολούνται τακτικά και έχουν επαφές με το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων στη διεξαγωγή της εργασίας τους."
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε πως τα δύο στοιχεία, η περιορισμένη χρονικά γνώση του Διευθυντή και οι πληροφορίες που συγκέντρωσε, χωρίς να αποκαλύπτει το περιεχόμενο ή όλους εκείνους που προσέγγισε, επενεργούν καταλυτικά στη νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης. Επικαλέστηκε τέσσερεις αποφάσεις μου για να στηρίξει την πρόταση. Πρέπει να πω πως καμιά από τις αποφάσεις αυτές δεν έχει εγγενείς ομοιότητες, που αποτελούν προϋπόθεση ταύτισης με την υπόθεση αυτή.
Στην Ευάνθη Σταυρή Χ"Γιάννη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.A.Δ. 1815, η ανάλογη σύσταση περιορίστηκε ρητά στο πλαίσιο των τριών νομοθετημένων κριτηρίων. Ενώ στην Αντώνης Κελεπενιώτης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795, η σύσταση αιτιολογήθηκε μόνο με τη γενικευτική - και έκδηλα ανεπαρκή - κρίση ότι οι επιλεγέντες "υπερτερούν έναντι των υπολοίπων υποψηφίων και θεωρούνται ως οι πλέον κατάλληλοι....". Διαφορετική είναι η ιστορική βάση και στην τρίτη υπόθεση που αναφέρθηκε Ανδρέας Ν. Κλεάνθους ν. Αημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077. Η ίδια παρατήρηση ισχύει για την απόφαση μου στη Ρόλης Λούη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1309. Η αιτιολογία της είχε εγκλωβιστεί στα τρία κριτήρια και, περαιτέρω, είχε τη μορφή απλών χαρακτηρισμών χωρίς να αποκαλύπτονται οι προσωπικές ιδιότητες του προαχθέντος και γιατί αυτές συμβάλλουν στην καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του. Η σύσταση στην υπό κρίση υπόθεση, που εκτείνεται σε δύο περίπου σελίδες, δεν πάσχει από τις ίδιες πλημμέλειες (βλέπε προτελευταία παράγραφο της σύστασης στη σελ. 6). Αποκαλύπτει προσωπικές ιδιότητες σημαντικές για τον κάτοχο τέτοιας θέσης.
Δεν είναι απαραίτητο ο προϊστάμενος τμήματος να γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά και για αρκετό χρόνο τους υποψηφίους. Μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από άλλες πηγές: Λύωνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376 και Απόστολος Κυριακίδης & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 237.
Περαιτέρω, όπως δείχνει η πλούσια νομολογία επί του θέματος - και διερωτάται κανείς τι εξυπηρετεί η επανειλημμένη ανακίνηση του - δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων άλλων λειτουργών που συμβουλεύεται ο προϊστάμενος: βλέπε Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480, Μάρω Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2997 και Στέλιος Γενεθλίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 75.
Μέσα στην ίδια ενότητα αναπτύχθηκε και η άποψη ότι ο Διευθυντής περιόρισε τη σύσταση του στα τρία κριτήρια επιλογής, που τίποτε δεν προσθέτουν στην αξία εφόσον τα σχετικά στοιχεία είναι καταχωρημένα στους φακέλους. Επικρίθηκε επίσης ο Διευθυντής για υπερτονισμό της προσφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους εξαιτίας της φύσης των καθηκόντων που του ανατέθηκαν και που ο Διευθυντής ανήγαγε σε πλεονέκτημα. Παρατηρώ για το πρώτο σκέλος πως η κρίση του Διευθυντή δεν παρέμεινε στα τρία κριτήρια. Περιέχει στοιχεία κυρίως σε σχέση με τις εμπειρίες και την προσωπικότητα του προαχθέντος πέρα από το περιεχόμενο των φακέλων. Ούτε τεκμηριώνεται από το πρακτικό της σύστασης η άλλη μομφή. Η αναφορά στις εμπειρίες που απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του αποτελούν συστατικό της άποψης του Διευθυντή ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει τις ικανότητες εκείνες που τον καθιστούσαν τον καταλληλότερο υποψήφιο για την κατάληψη της θέσης: Ευστάθιος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 962.
Η σύσταση προσβάλλεται και για το ότι υπάρχουν σε αυτήν στοιχεία από την αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων. Και σωστό να είναι αυτό η νομιμότητα της σύστασης δεν επηρεάζεται, όπως έχω υποδείξει στη Γεώργιος Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΛΛ. 83:
"Αν δε για ορισμένες κρίσεις γίνεται μνεία και στις εκθέσεις, η νομιμότητα της σύστασης δεν επηρεάζεται. Φτάνει η σύσταση να μην είναι μηχανική αναπαραγωγή του περιεχομένου των εκθέσεων."
Τα λεχθέντα στην παρούσα περίπτωση ικανοποιούν τα στοιχειώδη για αιτιολογημένη σύσταση.
Το τελευταίο βέλος προς την ίδια κατεύθυνση αφορά τη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων. Ή ακριβέστερα την έλλειψη σύγκρισης των υποψηφίων για την οποία παραπονείται επίσης ο αιτητής. Όμως αυτό εξυπακούεται δεδομένου ότι ρητά αναφέρεται ότι τέθηκαν στη διάθεση του Διευθυντή τα στοιχεία και των τριών προσώπων και επίσης προκύπτει από το πρακτικό ότι η σύσταση ήταν το αποτέλεσμα σύγκρισης. Δεν υπάρχει ονομαστική αναφορά στον καθένα, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο: Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170.
Ο επόμενος λόγος εστιάζεται στην ποιοτική εικόνα που δημιουργεί η σύγκριση των υποψηφίων από τη σκοπιά των τριών κριτηρίων. Ο αιτητής προβάλλει τη συνολικά μακρύτερη υπηρεσία του στο Τμήμα σαν στοιχείο το οποίο ουσιαστικά ταυτίζει με την πείρα και την αξία κατ' επέκταση. Η νομολογία δεν υποστηρίζει τέτοια θέση. Η διάρκεια της υπηρεσίας μετρά και είναι παράγων για την απόκτηση της πείρας, αλλά αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν να εξομοιωθούν: βλέπε Τούρβας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1613 και τα προηγούμενα στα οποία στηρίζεται. Επομένως η μεγαλύτερη διάρκεια παρουσίας του αιτητή στο Τμήμα δεν σημαίνει απαραίτητα και μεγαλύτερη πείρα. Όπως συνάγεται από τη σύσταση του Διευθυντή το ενδιαφερόμενο μέρος έχει πλατιά πείρα στους διάφορους τομείς του Τμήματος. Πέραν τούτου υπερτερεί σε αξία όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Όπως και σε αρχαιότητα με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Προάχθηκε στην αμέσως κατώτερη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εσωτερικών Προσόδων την 1/6/89, ενώ ο αιτητής την 1/8/90. Από απόψεως προσόντων είναι ίσοι. Η σύγκριση δεν ευνοεί τον αιτητή σε κανένα τομέα. Και υπενθυμίζω στο σημείο αυτό την ευρύτερη διακριτική εξουσία της Επιτροπής για τις επιλογές της επειδή πρόκειται για μία από τις κορυφαίες θέσεις στην υπαλληλική ιεραρχία: Ξενής Λάρκου & Άλλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804. Επιπρόσθετα το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συστηθεί. Ο ισχυρισμός υπεροχής, που πρόβαλε ο αιτητής, είναι παντελώς αβάσιμος.
Ο τελευταίος λόγος ακυρότητας είναι η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η Ε.Δ.Υ., κατά τον κ. Αγγελίδη, δέχθηκε "παθητικά" όσα προβάλλει "αυθαίρετα, παράνομα και αναιτιολόγητα" ο Διευθυντής. Παρατηρώ ωστόσο ότι όλοι οι φάκελοι βρίσκονταν μπροστά στην Επιτροπή και δε βλέπω, ούτε έχει υποδειχθεί, σε ποιά άλλη κατεύθυνση θα μπορούσε να στραφεί η έρευνα. Αναφορικά με την αιτιολογία παραπέμπω στις τρεις τελευταίες παραγράφους του πρακτικού της επίδικης απόφασης (σελ. 7 και 8) όπου εκτίθενται με σαφήνεια οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους. Ύστερα μάλιστα από απευθείας σύγκριση με τον αιτητή.
Απορρίπτω την προσφυγή εφόσον κανένας από τους λόγους ακυρότητας δεν έχει θεμελιωθεί. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση ήταν απόρροια ορθής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής. Επιδικάζω όλα τα έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.