ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 1295

23 Μαΐου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΑΛΒΑΝΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 195/95)

Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής δικαστικής απόφασης — Επιτρεπτή η έκδοση ταυτόσημης πράξης — Ειδικά η δυνατότητα υποβολής νέων συστάσεων προϊσταμένου επί προαγωγών — Η περίπτωση επανεξέτασης προαγωγών στην Αρχή Ηλεκρισμού Κύπρου — Νομολογιακές αρχές και οι εξετασθείσες περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκιο — Ακυρωτική δικαστική απόφαση — Συνέπεις — Αναδρομικότητα — Κατ' ακολουθία αναδρομή και της κατ' επανεξέταση πράξης στον ουσιώδη χρόνο — Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Μέσα και βάρος αποδείξεως — Ειδικά η διεκδίκηση κοινών θέσεων προαγωγής από δύο υπαλλήλους — Προκατάληψη δεν στοιχειοθετήθηκε.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου—Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου—Προαγωγές — Κριτήρια — Η αρχαιότητα δεν αποτελεί κριτήριο.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Ακυρωτικός έλεγχος — Προϋποθέσεις άσκησης και όρια — Το ανέλεγκτο της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης — Ειδικά η ουσιαστική καταλληλότητα υποψηφίων προς προαγωγή.

Ο αιτητής προσέβαλε την αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Υποδιευθυντές Τεχνικών Υπηρεσιών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Ένεκα της ανυπαρξίας έγκυρων ΦΠ/Π και ελλείψει άλλων επαρκών στοιχείων αναφορικά με την υπηρεσιακή ικανότητα και καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής και τις απόψεις των τότε προϊσταμένων των υποψηφίων οι οποίοι, λόγω της θέσης την οποία εξειδικεύτηκε ότι κατείχαν, είχαν γνώση της υπηρεσιακής ποιότητας των κρινομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Αποτελεί πάγια αρχή ότι η ακυρωτική δικαστική απόφαση δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης εφόσον αυτή γίνεται κατ' επανάληψη της διαδικασίας κατόπιν νέας έρευνας της υπόθεσης και εκτίμησης των ιδίων ή νέων στοιχείων τα οποία υπήρχαν αλλά δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής.

Σύμφωνα με τον Καν.10(6)(α) η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή αποτελεί στοιχείο κρίσεως το οποίο λαμβάνεται υπόψη από την Αρχή κατά την διενέργεια των προαγωγών.

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Λύωνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, κρίθηκε νόμιμη η ενέργεια της ΕΔΥ να καλέσει το νέο Γενικό Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων κατά την επανεξέταση, εφόσον ο Διευθυντής ο οποίος υπέβαλε αρχικά συστάσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες, αφυπηρέτησε.

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330, κρίθηκε ότι οι συστάσεις του νέου Γενικού Διευθυντή, ο οποίος δεν ήταν προϊστάμενος του Τμήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν εισήγαγαν νέο στοιχείο κατά την επανεξέταση, εφόσον αυτές στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε δεδομένα και στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο.

Εν προκειμένω, ο Γενικός Διευθυντής υπήρξε άμεσα προϊστάμενος των υποψηφίων οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Εισήγησής του οι συστάσεις δόθηκαν αποκλειστικά με αναφορά στα στοιχεία και δεδομένα τα οποία ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

2. Η διοίκηση σε περιπτώσεις ακύρωσης πράξεων λόγω τυπικών πλημμελειών δεν κωλύεται να εκδόσει ταυτόσημη πράξη, εφόσον αυτή είναι απαλλαγμένη από τα σφάλματα τα οποία είχαν εμφιλοχωρήσει στη λήψη της αρχικής.

Η επικυρωτική της προαγωγής απόφαση, εφόσον εκδίδεται προς συμμόρφωση με απόφαση του Δικαστηρίου, έχει αναδρομική ισχύ.

Η προαγωγή εν προκειμένω στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών από 1.11.82, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά στην υπόθεση, Βάσος Τσερκέζος κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1116, παρήγαγε αναδρομικά, από την ημερομηνία στην οποία ανέτρεξε, όλα τα έννομα αποτελέσματά της και ο ισχυρισμός ότι ο προαχθείς εκωλύετο να εκφέρει απόψεις για την υπηρεσιακή επίδοση του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

3. Η έλλειψη αντικειμενικότητας και η ύπαρξη προκατάληψης από τα όργανα τα οποία μετέχουν στις διοικητικές διαδικασίες θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από γεγονότα που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα και από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα.

Η ύπαρξη εχθρικής διάθεσης εναντίον του αιτητή ατυχώς συνδέθηκε με το γεγονός της διεκδίκησης κοινών θέσεων προαγωγής.

Όπως τονίστηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Μιχαήλ Ιαχωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, "Δεν μπορούμε, δηλαδή, να δεκτούμε πως η φυσιολογική προσδοκία των λειτουργών για ανέλιξη επάγεται εγγενώς ρήξη στις σχέσεις τους και μάλιστα σε βαθμό έχθρας που προοιωνίζει μελλοντική προκατάληψη".

Ο αιτητής, που φέρει το βάρος απόδειξης, απέτυχε να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό για προκατάληψη.

4. Ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών λόγω αρχαιότητας δεν μπορεί να ευσταθήσει, για το λόγο ότι, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος του αιτητή δέχεται, η αρχαιότητα δεν αποτελεί κριτήριο προαγωγής στην Αρχή, ούτε εφαρμόζεται αναλογικά η νομολογία αναφορικά με τις προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων.

5. Εφόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου του Καν. 10(4) τηρήθηκαν, οι λόγοι πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών εξειδικεύτηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας και εφόσον δεν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου, η κρίση ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 2351,

Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1029,

Hans v. Republic (1989) 3 ΑΛΛ. 147,

Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 C.L.R. 47,

Κορομίας ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1363,

Χ'' Βασιλείου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4136,

Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196,

Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,

Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,

Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,

Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1051,

Κολοκασίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801,

Alvanis v. CY.T.A. (1984) 3 C.L.R. 42,

Alvanis v. CY.T.A. (1985) 3 C.L.R. 2695,

ΣτΕ 422/58 (Ολ.) και ΣτΕ 2376/73,

Τσερκέζος κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1116,

Clmstou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Louca and Another v. Republic (1989) 3 Α.Α.Δ. 672,

Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1116,

Ιακωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,

Kontemeniotis v. CBC (1982) 3 C.L.R. 1027,

Othonos and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 362.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Α.ΤΗ.Κ. με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στο βαθμό του Υποδιεθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών αναδρομικά αντί του αιτητή.

Χ. Ιερείδης, για τον Αιτητή.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδ. μερών, Χρίστου Τσιάππα και Χριστόδουλου Δημητρίου στο βαθμό του Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 30.5.95.

Προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση, Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 2351, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, σε συνεδρίαση ημερ. 29.11.94 αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμάτευση του Συμβουλίου Προσωπικού για την πλήρωση με προαγωγή δύο κενών θέσεων Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών με βάση το ισχύον στις 30.5.85 νομικό και πραγματικό καθεστώς. (Βλ. Κυριάκος Χριστοδουλίδης κ.ά. v. A.TH.K. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1029).

Κατ' εφαρμογή των διατάξεων των Καν. 4(3)(Α) και (Β) και 10(1) και του Καν. 8(1)(Α)(α) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82, που αποτελούσαν ισχύον δίκαιο κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Συμβούλιο Προσωπικού, σε συνεδρίαση ημερ. 9.12.94, κατάρτισε κατάλογο υποψηφίων οι οποίοι κατά την 30.5.85 είχαν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στο βαθμό του Τομεάρχη, που αποτελεί τον αμέσως κατώτερο βαθμό του Υποδιευθυντή και που κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα προαγωγής ή πληρούσαν το Σχέδιο Υπηρεσίας του Ανώτερου Μηχανικού που ίσχυε και εφαρμόζετο για προσωπικό το οποίο προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής πριν την 13.5.72, στον οποίο περιλήφθηκε ο αιτητής, όχι όμως τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ένεκα της απουσίας έγκυρων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και ελλείψει επαρκών στοιχείων αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Συμβούλιο Προσωπικού αποφάσισε να καλέσει για παροχή πληροφοριών τον τότε Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών κ. Α. Κυπριανού, τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή κ. Σ. Μοδέστου, τότε Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Προσωπικού, τότε Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών κ. Α. Κρητιώτη.

Αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση του αιτητή Ε. Αλβάνη, ο τότε Υποδιευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών Α. Κυπριανού, προέβη στα ακόλουθα σχόλια:

"Παρά το γεγονός ότι ο κ. Αλβάνης συνέχεια προσβάλει την προαγωγή μου και την είχε προσβάλει και τότε, σας διαβεβαιώ ειλικρινά ότι δε θα επηρεαστώ από το γεγονός αυτό και θα εκφράσω ανεπηρέαστα την άποψή μου. Ο κ. Αλβάνης για την περίοδο 1983-1985 ήταν υφιστάμενος μου. Κρατούσε πάντα μια αρνητική στάση σχεδόν σ' όλα τα θέματα. Λόγω της φύσεως των καθηκόντων που εκτελούσε, μόνο μαζί μου είχε επαφή. Δεν είχε πρωτοβουλία, ούτε και την όρεξη να εκτελέσει κάτι περισσότερο από τις οδηγίες που του έδινα."

Παρατηρήσεις αναφορικά με τον υπαλληλική ικανότητα του αιτητή υπέβαλε επίσης και ο τότε Υποδιευθυντής και Διευθυντής Εμπορικών Υπηρεσιών, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε:

"Την εποχή εκείνη ήμουν Υποδιευθυντής και στη συνέχεια Διευθυντής Εμπορικών Υπηρεσιών. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μου είχα την ευκαιρία να έχω επαφή με όλους τους υποψηφίους και σχημάτισα την άποψη ότι οι κ.κ. Α. Κλεάνθους, Α. Ξενοφώντος, Ε. Αλβάνης, Α.Γ. Αδαμίδης και Α. Χρ. Πάρπα, δεν είχαν τη δυνατότητα να εξασκήσουν καθήκοντα πέραν της θέσεως που κατείχαν. Η επίδοση και απόδοσή τους δεν ήταν ικανοποιητική."

Επειδή το Συμβούλιο Προσωπικού έκρινε ότι μεταξύ των υποψηφίων οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη δεν υπήρχαν κατάλληλοι προς πλήρωση των επίδικων θέσεων αποφάσισε να προχωρήσει στην εξέταση των υποψηφιοτήτων των λοιπών δεκατριών υποψηφίων Τομεαρχών Τεχνικού Προσωπικού, που δεν είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη, κατείχαν όμως τα ελάχιστα ειδικά προσόντα προαγωγής του Καν. 8 ή πληρούσαν το Σχέδιο Υπηρεσίας του Ανώτερου Μηχανικού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερομενα μέρη.

Λήφθηκαν υπόψη οι εισηγήσεις των κ.κ. Α. Κυπριανού, Σ. Μόδεστου και Α. Κρητιώτη, οι οποίοι γενικά ανέφεραν ότι, τόσο ο Χρ. Τσιάππας όσο και ο Χρ. Δημητρίου διακρίνονταν για την αποδοτικότητα, συνεργασία και αποτελεσματικότητά τους και διέθεταν τις ικανότητες προς εκτέλεση καθηκόντων ανώτερου βαθμού.

Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε στην αξιολόγηση των υποψηφίων και αποφάσισε να εισηγηθεί στην Αρχή την πλήρωση των επίδικων θέσεων με την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, κατ' εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου του Καν. 10(4), σύμφωνα με το οποίο,

"Ουχ ήττον, εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, το Διοικητικόν Συμβούλιον, τη εισηγήσει του Συμβουλίου Προσωπικού και τη εγκρίσει του Γενικού Διευθυντού, δύναται να προάξη εις οιονδήποτε ανώτερον του κατεχομένου βαθμόν Προσωπικόν το οποίον κέκτηται τα απαιτούμενα δια τον βαθμόν τούτον ειδικά προσόντα, υπό την προϋπόθεσιν ότι το τοιούτον Προσωπικόν διά μεν τας προαγωγάς εις θέσεις Επιθεωρητών θα έχη συμπληρώσει 9ετή υπηρεσίαν εις την Αρχήν, εις δε τας θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β και άνω, 12ετή υπηρεσίαν."

Το Συμβούλιο ανέφερε ότι θεωρούσε την περίπτωση ως εξαιρετική για το λόγο ότι δεν υπήρχαν κατάλληλοι υποψήφιοι με τριετή υπηρεσία στο βαθμό του Τομεάρχη, ενώ οι προτεινόμενοι οι οποίοι είχαν συμπληρώσει 12ετή υπηρεσία στην Αρχή, ήταν άριστοι και εδύναντο να αναλάβουν με επιτυχία τα καθήκοντα της ανώτερης θέσης.

Σε σχόλια αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση των υποψηφίων που είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη προέβη και ο εν ενεργεία Γενικός Διευθυντής της Αρχής, ο οποίος ως Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε γνώση της υπαλληλικής ικανότητας των υποψηφίων αυτών.

Ο Γενικός Διευθυντής στην έγγραφη Εισήγηση του προς την Αρχή, ημερ. 13.12.94, ενέκρινε την γνωμάτευση του Συμβουλίου Προσωπικού και εισηγήθηκε την πλήρωση των επιδίκων θέσεων με την κατ' εξαίρεση προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής επανεξέτασε το ζήτημα πλήρωσης των επιδίκων θέσεων, με αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς της 30.5.85, σε συνεδρίαση ημερ. 13.12.94.

Λήφθηκαν υπόψη, οι απόψεις των κ.κ. Κυπριανού, Μοδέστου και Κρητιώτη, όπως καταγράφτηκαν στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου Προσωπικού, η γνωμάτευση του Συμβουλίου Προσωπικού και η έγγραφη Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.

Το Συμβούλιο προέβη σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση των δεδομένων για τους υποψήφιους, κατέληξε δε ότι, η περίπτωση των ενδιαφερομένων μερών ήταν εξαιρετική για το λόγο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρξαν άριστοι υπάλληλοι και μπορούσαν να εκτελέσουν με επιτυχία καθήκοντα ανώτερου βαθμού και αποφάσισε την προαγωγή τους, αναδρομικά από 30.5.95.

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι η εισαγωγή στη διαδικασία των συστάσεων του Γενικού Διευθυντή και των προϊσταμένων των υποψηφίων συνιστούσε παραβίαση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου για το λόγο ότι αποτελούσε νέο στοιχείο κρίσεως το οποίο δεν ίσχυε και δεν λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής πράξης.

Ένεκα της ανυπαρξίας έγκυρων ΦΠ/Π και ελλείψει άλλων επαρκών στοιχείων αναφορικά με την υπηρεσιακή ικανότητα και καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής και τις απόψεις των τότε προϊσταμένων των υποψηφίων οι οποίοι, λόγω της θέσης την οποία εξειδικεύτηκε ότι κατείχαν, είχαν γνώση της υπηρεσιακής ποιότητας των κρινομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Αποτελεί πάγια αρχή ότι η ακυρωτική δικαστική απόφαση δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης εφόσον αυτή γίνεται κατ' επανάληψη της διαδικασίας κατόπιν νέας έρευνας της υπόθεσης και εκτίμησης των ιδίων ή νέων στοιχείων τα οποία υπήρχαν αλλά δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής. (Βλ. Haris v. Republic (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 C.L.R. 47, 52 και Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 280).

Σύμφωνα με τον Καν. 10(6)(α) η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή αποτελεί στοιχείο κρίσεως το οποίο λαμβάνεται υπόψη από την Αρχή κατά την διενέργεια των προαγωγών. (Βλ. Κώστας Κορομίας v. A.TH.K. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1363, Χαράλαμπος Χ" Βασιλείου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4136 και Λένια Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196).

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, κρίθηκε νόμιμη η ενέργεια της ΕΔΥ να καλέσει το νέο Γενικό Διευθυντή προς υποβολή συστάσεων κατά την επανεξέταση, εφόσον ο Διευθυντής ο οποίος υπέβαλε αρχικά συστάσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες, αφυπηρέτησε.

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ.4330, κρίθηκε ότι οι συστάσεις του νέου Γενικού Διευθυντή, ο οποίος δεν ήταν προϊστάμενος του Τμήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν εισήγαγαν νέο στοιχείο κατά την επανεξέταση, εφόσον αυτές στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε δεδομένα και στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο. (Βλ. επίσης, Ρένος Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ.376 και Ξένης Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. ανωτέρω.)

Εν προκειμένω, ο Γενικός Διευθυντής υπήρξε άμεσα προϊστάμενος των υποψηφίων οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Εισήγησής του οι συστάσεις δόθηκαν αποκλειστικά με αναφορά στα στοιχεία και δεδομένα τα οποία ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Παρά το γεγονός ότι ο Καν. 10(6)(α) δεν απαιτεί ειδική αιτιολόγηση των συστάσεων, στο έγγραφο της Εισήγησης του Διευθυντή κατεγράφη η προσωπική του αντίληψη για τους υποψηφίους που είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Τομεάρχη, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, και αιτιολογήθηκαν τα στοιχεία της υπηρεσιακής ποιότητας που αυτοί δεν διέθεταν σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να θεμελιώνεται η άποψή του ως προς την ανάγκη εξεύρεσης καταλλήλων υποψηφίων κατ' εφαρμογή των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου του Καν. 10(4).

Περαιτέρω, τα σημεία της υπαλληλικής ποιότητας και ικανότητας των συστηθέντων εξειδικεύτηκαν και αιτιολογήθηκαν με σαφήνεια και ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή υπήρξε αόριστη και ασαφής, αποτυγχάνει και απορρίπτεται. (Βλ. σχετικά, Άρπαλος Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1051 και Μερόπη Κολοκα-σίδου v. A.TH.K. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801).

Οι δικαστικές ακυρώσεις των προαγωγών του Α. Κυπριανο στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών στις υποθέσεις Alvanis v. CY.T.A. (1984) 3 C.L.R. 42, Alvanis v. CY.T.A. (1985) 3 C.L.R. 2695 και Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ., ανωτέρω, οφείλοντο σε λόγους τυπικούς.

Η διοίκηση σε περιπτώσεις ακύρωσης πράξεων λόγω τυπικών πλημμελειών δεν κωλύεται να εκδόσει ταυτόσημη πράξη, εφόσον αυτή είναι απαλλαγμένη από τα σφάλματα τα οποία είχαν εμφιλοχωρήσει στη λήψη της αρχικής.

Η επικυρωτική της προαγωγής απόφαση, εφόσον εκδίδεται προς συμμόρφωση με απόφαση του Δικαστηρίου, έχει αναδρομική ισχύ. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 358, ΣτΕ 422/58 (Ολ.) και ΣτΕ 2376/73).

Η προαγωγή του Α. Κυπριανού στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών από 1.11.82, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά στην υπόθεση, Βάσος Τσερκέζος κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1116, παρήγαγε αναδρομικά, από την ημερομηνία στην οποία ανέτρεξε, όλα τα έννομα αποτελέσματά της και ο ισχυρισμός ότι ο κ. Α. Κυπριανού εκωλύετο να εκφέρει απόψεις για την υπηρεσιακή επίδοση του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η έλλειψη αντικειμενικότητας και η ύπαρξη προκατάληψης από τα όργανα τα οποία μετέχουν στις διοικητικές διαδικασίες θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από γεγονότα που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα και από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα. (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 451-452, Yianoula Louca and Another v. Republic (1989) 3 Α.Α.Δ. 672 και Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1116).

Η ύπαρξη εχθρικής διάθεσης του κ. Α. Κυπριανού εναντίον του αιτητή ατυχώς συνδέθηκε με το γεγονός της διεκδίκησης κοινών θέσεων προαγωγής από τους δύο υπαλλήλους.

Όπως τονίστηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, "Δεν μπορούμε, δηλαδή, να δεκτούμε πως η φυσιολογική προσδοκία των λειτουργών για ανέλιξη επάγεται εγγενώς ρήξη στις σχέσεις τους και μάλιστα σε βαθμό έχθρας που προοιωνίζει μελλοντική προκατάληψη".

Ο ίδιος ο κ. Κυπριανού, διαβεβαίωσε το Συμβούλιο Προσωπικού ότι η άποψη την οποία θα εξέφραζε για τον αιτητή θα ήταν ανεπηρέαστη και ο αιτητής, που φέρει το βάρος απόδειξης, απέτυχε να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό για προκατάληψη. (Βλ. επίσης, Kontemeniotis v. CBC (1982) 3 C.L.R. 1027, 1035 και Othonos & Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 362).

Σύμφωνα με τον Καν. 24Α.2

"Το Συμβούλιον Προσωπικού δικαιούται επί παντός ζητήματος εισαγομένου εις αυτό να καλή προς παροχήν πληροφοριών πάντα ιεραρχικώς προϊστάμενον του υπό κρίσιν Προσωπικού, ως και να ζητή εγγράφους διασαφηνίσεις."

Δεν προκύπτει διαφορετική εικόνα για τον αιτητή μεταξύ των παρατηρήσεων του Γενικού Διευθυντή και του άμεσα προϊσταμένου του αναφορικά με την υπηρεσιακή του επίδοση κατά τον ουσιώδη χρόνο και τα στοιχεία της υπηρεσιακής ποιότητας στα οποία ο αιτητής κρίθηκε ότι υστερούσε και δεν διέθετε σε επαρκή για προαγωγή βαθμό θεμελιώθηκαν σε κοινές κρίσεις, όπως, η χαμηλή αποδοτικότητα και επίδοσή του και έλλειψη πρωτοβουλίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι η προσωπική αντίληψη των υπολοίπων λειτουργών που κλήθηκαν προς παροχή πληροφοριών δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον λόγο ότι αυτοί δεν είχαν άμεση γνώση της εργασίας του αιτητή δεν μπορεί να ευσταθήσει, για τον λόγο ότι, (α) η προσωπική αντίληψη και η επάρκεια της γνώσης την οποία οι λειτουργοί αυτοί είχαν διαμορφώσει για την εργασία του αιτητή καθώς και η βαρύτητα η οποία έπρεπε να αποδοθεί στις απόψεις τους εξειδικεύτηκε, (β) δεν προκύπτει οποιαδήποτε διαφωνία μεταξύ των κρίσεων των λειτουργών αυτών και των κρίσεων των άμεσα προϊσταμένων του αιτητή ως προς τα στοιχεία τα οποία τον εβάρυναν, και (γ) δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι οι κρίσεις των λειτουργών αυτών αποτέλεσαν το κύριο σκέλος της αιτιολογίας για τη μη πρόκριση του αιτητή και δεν λήφθηκαν επικουρικά και μόνο υπόψη.

Ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών λόγω αρχαιότητας δεν μπορεί να ευσταθήσει, για το λόγο ότι, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος του αιτητή δέχεται, η αρχαιότητα δεν αποτελεί κριτήριο προαγωγής στην Αρχή, ούτε εφαρμόζεται αναλογικά η νομολογία αναφορικά με τις προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων. (Βλ. Λένια Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196 και Μερόπη Κολοκασίδου, ανωτέρω).

Εφόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου του Καν. 10(4) τηρήθηκαν, οι λόγοι πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών εξειδικεύτηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας και εφόσον δεν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου, η κρίση ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο