ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1268
21 Μαΐου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 259/96)
χαρης ε. Γιωργαλλίδης,
Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 470/96)
χαρης ε. Γιωργαλλίδης,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ), ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 492/96)
ΒΑΣΟΣ Φ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ),
2.ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 259/96, 470/96, 492/96)
Ταφή — Άρθρο 6 τον περί Ταφής Νόμου, Κεφ. 247— Ερμηνεία — Ο χρησιμοποιούμενος όρος "μέσα" δεν περιορίζεται στα εισοδήματα — Περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και όλους τους οικονομικούς πόρους.
Λέξεις και Φράσεις — Ο όρος "μέσα" (means) στον περί Ταφής Νόμο, Κεφ. 247, Άρθρο 6.
Συνταγματικό Δίκαιο — Φορολογική υποχρέωση και ισότητα — Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος — Η υποχρέωση η επιβαλλόμενη δια του Άρθρου 6 τον περί Ταφής Νόμου, Κεφ. 247—Λεν συνιστά φόρο, τέλος ή εισφορά — Σε κάθε περίπτωση η επιβολή της δεν παραβιάζει τα Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος.
Οι αιτητές προσέβαλαν την σε βάρος τους επιβολή Φόρου Κοιμητηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Η μέθοδος καθορισμού της φορολογίας εν προκειμένω διέπεται από το Άρθρο 6 του Κεφ. 247, σύμφωνα με το οποίο η δαπάνη πρέπει να κατανέμεται μεταξύ των οικοδεσποτών "κατά αναλογίαν προς τα μέσα εκάστου" ("in proportion to the means of each").
Με βάση την ορθή ερμηνεία του όρου "μέσα" ("means") στο Άρθρο 6 του Κεφ. 247 θεωρείται ότι δεν περιορίζεται μόνο στα εισοδήματα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου ο σχετικός όρος περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και όλους τους οικονομικούς πόρους που διαθέτει ένας οικοδεσπότης π.χ. κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία, καταθέσεις, κλπ. Ο σχετικός όρος αναφέρεται στην εν γένει οικονομική δύναμη. Περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία ενεργητικού τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν σε χρήμα. Δεν περιλαμβάνει μόνον τα εισοδήματα (Βλ. Maclean v. Maclean [1951] 1 All E.R. 967, 969, 970). Ακολουθεί πως τα κριτήρια τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό της επίδικης φορολογίας συνάδουν με τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του Νόμου.
2. Το βάρος απόδειξης των θέσεων που προβάλλονται με τον σχετικό λόγο ακυρώσεως το φέρουν οι αιτητές. Οι τελευταίοι δεν έχουν αποδείξει ότι οι επίδικες φορολογίες ήταν ανακριβείς, αβέβαιες, ασαφείς και αυθαίρετες.
3. Σε σχέση με την ισχυριζόμενη παραβίαση των Άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί κατά πόσο οι επίδικες φορολογίες αποτελούν "φόρο, τέλος ή εισφορά" μέσα στην έννοια του Άρθρου 24 του Συντάγματος.
Το ζήτημα έχει επιλυθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Constantinides ν. ΕΛ.Ο. (1982) 3 C.L.R. 798,806.
Στην Constantinides (πιο πάνω) γίνεται αναφορά στην υπόθεση Matthews v. The Chicory Marketing Board (1938) 60 C.L.R. 263, στην οποία ο όρος "φόρος" περιγράφεται σαν μια υποχρεωτική απόσπαση χρημάτων από μια δημόσια Αρχή για δημόσιους σκοπούς, η οποία εκτελείται δυνάμει νόμου και δεν αποτελεί πληρωμή για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί.
Στην κρινόμενη περίπτωση οι επίδικοι φόροι αποτελούν πληρωμή για ένα συγκεκριμένο σκοπό - τη δημιουργία νεκροταφείου. Δεν αποτελούν επομένως "φόρο, τέλος ή εισφορά" μέσα στην έννοια του Άρθρου 24 του Συντάγματος. Ωστόσο το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει το σχετικό λόγο ακυρώσεως με το να υποθέσει ότι οι επίδικοι φόροι εμπίπτουν εντός του πιο πάνω Άρθρου 24. Υιοθετείται αυτή η πορεία γιατί είναι επιθυμητό να είναι καταγραμμένα τα σχετικά συμπεράσματα σε περίπτωση που ήθελε φανεί, κατ' έφεση, ότι η πιο πάνω κατάληξη - ότι οι επίδικοι φόροι δεν εμπίπτουν εντός της έννοιας του Άρθρου 24 - είναι εσφαλμένη.
Έχει νομολογηθεί ότι το Άρθρο 24.1 του Συντάγματος αποτελεί πτυχή της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, στη σφαίρα της φορολογίας. Το βάρος απόδειξης παραβίασης Συνταγματικής Διατάξεως το φέρει ο διάδικος, ο οποίος ισχυρίζεται την παραβίαση. Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι σε θέματα φορολογίας η διακριτική ευχέρεια του Νομοθέτη είναι πολύ ευρεία.
Μια φορολογία θα ακυρωθεί ως παραβιάζουσα το Άρθρο 28 του Συντάγματος εάν δεν υπάρχει εύλογη βάση για την ταξινόμηση που έχει λάβει χώραν. Οσάκις ο Νόμος εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο πάνω σε όλα τα άτομα και ιδιοκτησίες που τελούν υπό τις αυτές συνθήκες δεν σημειώνεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρησης.
Σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα συνταγματικότητας πρέπει να διατυπώνονται με λεπτομέρεια. Οι επίδικες φορολογίες έχουν επιβληθεί δια νόμου - του Κεφ. 247 - δεν έχουν επιβληθεί αναδρομικώς και δεν είναι καθόλου καταστρεπτικής φύσεως. Συνάδουν πλήρως με τα "μέσα" ("means") των αιτητών και δεν παραβιάζουν τα Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος.
Από το ενώπιόν του Δικαστηρίου υλικό καταφαίνεται ότι οι επίδικοι φόροι βασίζονται πάνω σε αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια και έχουν επιβληθεί μετά από τη δέουσα έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων.
4. Ακολουθεί πως οι προσφυγές δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται με έξοδα. Οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητα τους. Τα έξοδα, τα 2/3 των οποίων θα βαρύνουν τον αιτητή στις Προσφυγές 259/96 και 470/96 και το 1/3 τον αιτητή στην Προσφυγή 492/96, να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλη-τή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Maclean v. Maclean [1951] 1 All E.R. 967,
Constantinides v. E.A.D. (1982) 3 C.L.R. 798,
Matthews v. The Chicory Marketing Board (1938) 60 C.L.R. 263,
Apostolou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 509,
Hara Hotels Ltd and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 618,
Lami Groves Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2378,
Nicos Kyriakides & Sons Ltd v. Municipal Committee of Limassol (1985) 3 C.L.R. 60,
Georgallides v. The Village Commission of Ayia Plyla and Another, 4 R.S.C.C. 94,
In Re Hadjikyriakos, 5 R.S.C.C. 22,
The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kynakides (1966) 3 C.L.R. 640,
Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641,
Xydias v. Republic (1976) 3 C.L.R. 303,
Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245,
Road Improvement v. Missoun R.C. 274 U.S. 188,
Thomas Walston v. Joseph (1888) 128 U.S. 578,
Γιασεμίδον ν. Δήμου Λευκωσίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 491.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να επιβάλλουν στους αιτητές φόρο κοιμητηρίου £150,-.
Ο Αιτητής στις Υποθέσεις Αρ. 259/96 και 470/96 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Χ. Γιωργαλλίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 492/96.
Π. Κλεοβούλου για Λ. Νεοκλέους, για τον Καθ' ου η αίτηση στην Υπόθεση Αρ. 259/96 και Καθ' ου η αίτηση Αρ. 2 στην Υπόθεση Αρ. 492/96.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση στην Υπόθεση Αρ. 470/96 και Καθ' ου η αίτηση Αρ. 1 στην Υπόθεση Αρ. 492/96.
Cur. adv. vult.
ΚΑΑΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Βασίζονται πάνω σε παρόμοια νομικά και πραγματικά ζητήματα.
Οι προσφυγές 259/96 και 470/96 - αιτητής Χάρης Ε. Γιωργαλλίδης - στρέφονται κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία έχει επιβληθεί στον αιτητή φόρος κοιμητηρίου £150,-.
Η προσφυγή 492/96 - αιτητής Βάσος Φ. Δημητρίου - στρέφεται κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία έχει επιβληθεί στον αιτητή φόρος κοιμητηρίου £150,-.
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις πιο πάνω τρεις προσφυγές έχουν παρατεθεί στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση και έχουν υιοθετηθεί από τους αιτητές. Τα παραθέτω:
Η Ελληνική Ορθόδοξη Χριστιανική Κοινότητα της Πόλης Λεμεσού κατά ή περί το 1984 είχε επείγουσα ανάγκη δημιουργίας κοιμητηρίου. Για το λόγο αυτό ο Δήμος Λεμεσού αγόρασε από την Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού κατάλληλο χώρο, για δημιουργία κοιμητηρίου έναντι ποσού £750,000.-
Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 2 του περί Ταφής Νόμου, Κεφ. 247 ο Έπαρχος Λεμεσού δημοσίευσε διάταγμα* στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 22.3.1985 (Α.Δ.Π. 360-374/85) με το οποίο διέτασσε όπως δημιουργηθεί κοιμητήριο για χρήση από την Ελληνική Κοινότητα Λεμεσού.
Κατά ή περί τον Ιανουάριο του 1996 ο Δήμος Λεμεσού ετοίμασε κατάλογο οικοδεσποτών που ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της πόλης Λεμεσού, για την οποία προορίζεται το κοιμητήριο και έκαμε κατανομή του ποσού της δαπάνης για τη δημιουργία του κοιμητηρίου.**
Για την ετοιμασία του καταλόγου οι Δημότες Λεμεσού χωρίσθηκαν στις ακόλουθες κατηγορίες:
"(1) Άποροι.
(2) Συνταξιούχοι.
(3) Συνταξιούχοι εργαζόμενοι.
(4)( Εργάτες χωρίς σπίτι.
* Το διάταγμα έχει ως πιο κάτω:
"Ο Έπαρχος Λεμεσού, ακώντας τις εξουσίες που παρέχονται στο Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ταφής Νόμου, η άσκηση των οποίων ανατέθηκε σ' αυτόν σύμφωνα με τη διοικητική πράξη αρ. 172 του 1947, με το παρόν διατάσσει όπως δημιουργηθεί κοιμητήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω Νόμου, για χρήση από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της πόλης Λεμεσού."
** Η κατανομή έγινε δυνάμει του άρθρου 6 του Κεφ. 247 το οποίο προβλέπει:
6. After the compensation has been fixed as aforesaid, the Municipality or the mukhtar and Commission, as the case may be, shall proceed to allocate the amount of compensation for the land taken and the cost of enclosing the site among the householders of the town, village, or quarter, who belong to the religious community for whose use the burial-ground has been so provided in proportion to the means of each. A copy or copies of the list, showing the amount to be paid by each householder, shall be sent by the Municipality or the mukhtar and Commission, as the case may be, to the Commissioner of the District, and at the same time a copy shall be posted up in a conspicuous place or places in the said, village or quarter."
(5) Εργάτες με σπίτι.
(6) Υπάλληλοι χωρίς σπίτι.
(7) Υπάλληλοι με σπίτι.
(8) Ανώτεροι υπάλληλοι.
(9) Εμπορευόμενοι/Αυτοεργοδοτούμενοι/Ελεύθεροι επαγγελματίες".
Οι αιτητές περιλήφθηκαν στην κατηγορία 9 - των αυτοεργοδοτούμενων. Από έρευνα των καθ' ων η αίτηση είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής στις προσφυγές 259/96 και 470/96 ήταν ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας αξίας κατά τον ουσιώδη χρόνο £340,000.- (βλ. Φακ. Τεκ. 5), ο δε αιτητής στην προσφυγή 492/96 ήταν ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας αξίας, κατά τον ίδιο χρόνο £77.000,- (βλ. Φακ. Τεκ. 6).
Ο πιο πάνω κατάλογος υποβλήθηκε στον Έπαρχο Λεμεσού στις 29.11.96. Ταυτόχρονα αναρτήθηκε και σε δύο περίοπτα μέρη της πόλης ήτοι στο Γραφείο του Επάρχου έστειλε ειδοποίηση στον κάθε ένα φορολογούμενο οικοδεσπότη, μεταξύ των οποίων και στους αιτητές, με την οποία τους καλούσε να πληρώσουν το ποσό που φορολογήθηκαν για το κοιμητήριο.
Στον αιτητή στις προσφυγές 259/96 και 470/96 είχε επιβληθεί φόρος £300,-. Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση με επιστολή του ημερ. 7.2.96. Ισχυρίσθηκε ότι η σχετική φορολογία ήταν "τερατωδώς δυσανάλογη προς το εισόδημα του" και είχε επιβληθεί "αυθαιρέτως και καθ' υπέρβαση εξουσιών". Η ένσταση του έγινε δεκτή (Βλ. επιστολή του Επάρχου Λεμεσού, ημερ. 16.3.96, με την οποία ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι κατόπιν εξετάσεων διαπιστώθηκε ότι η φορολογία είναι υπερβολική και γι' αυτό έχει μειωθεί σε £150).
Ο αιτητής στην προσφυγή 492/96 φορολογήθηκε με ποσό £192,-. Υπέβαλε ένσταση με επιστολή του ημερ. 9.3.96. Ισχυρίσθηκε ότι το ποσό ήταν υπερβολικό και παράλογο. Η ένσταση του έγινε δεκτή. Το ποσό του φόρου μειώθηκε από £192,- σε £150,- (βλ. επιστολή του Επάρχου Λεμεσού ημερ. 10.3.96).
Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της επίδικης φορολογίας για τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως:
Η μέθοδος επιβολής της φορολογίας, βάσει του άρθρου 6 του περί Ταφής Νόμου, Κεφ. 247, είναι ανακριβής, αβέβαια και ασαφής. Έχει αφεθεί εις την αυθαίρετη διάθεση των φοροθετών. Είναι συνεπώς καταστρεπτικής φύσεως και παραβιάζει τα άρθρα 24(2), (3) και (4) του Συντάγματος. Παραβιάζει, επίσης, το άρθρο 28(1) και (2) του Συντάγματος.
Η μέθοδος καθορισμού της φορολογίας διέπεται από το πιο πάνω άρθρο 6 του Κεφ. 247, σύμφωνα με το οποίο η δαπάνη πρέπει να κατανέμεται μεταξύ των οικοδεσποτών "κατά αναλογίαν προς τα μέσα εκάστου" ("in proportion to the means of each").
Με βάση την ορθή ερμηνεία του όρου "μέσα" ("means") στο άρθρο 6 του Κεφ. 247 θεωρώ ότι δεν περιορίζεται μόνο στα εισοδήματα. Κατά την κρίση μου ο σχετικός όρος περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και όλους τους οικονομικούς πόρους που διαθέτει ένας οικοδεσπότης π.χ. κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία, καταθέσεις, κλπ. Ο σχετικός όρος αναφέρεται στην εν γένει οικονομική δύναμη. Περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία ενεργητικού τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν σε χρήμα. Δεν περιλαμβάνει μόνον τα εισοδήματα (Βλ. Maclean v. Maclean [1951] 1 All E.R. 967, 969, 970). Ακολουθεί πως τα κριτήρια τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό της επίδικης φορολογίας συνάδουν με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του Νόμου.
Το βάρος απόδειξης των θέσεων που προβάλλονται με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως το φέρουν οι αιτητές. Οι τελευταίοι δεν έχουν αποδείξει ότι οι επίδικες φορολογίες ήταν ανακριβείς, αβέβαιες, ασαφείς και αυθαίρετες.
Σε σχέση με την ισχυριζόμενη παραβίαση των άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί κατά πόσο οι επίδικες φορολογίες αποτελούν "φόρο, τέλος ή εισφορά" μέσα στην έννοια του άρθρου 24 του Συντάγματος.
Το ζήτημα έχει επιλυθεί ως πιο κάτω από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Constantinides v. E.A.C. (1982) 3 C.L.R. 798, 806.
"The test that can be discerned from these text books and case-law is that an imposition is a tax if it is found to fulfil certain characteristics, namely, (a) it is compulsory and not optional, (b) it. is imposed or executed by the competent authority, (c) it must be enforceable by law, (d) it is imposed for the public benefit and for public purposes, and (e) it must not be for a service for specific individuals but for a service to the public as a whole, a service in the public interest.
It does not matter that those who pay the tax do not receive the benefit which others paying the same tax receive, the purpose of the imposition being to help or finance an essential public service which constitutes in the words of Article 24.1 of our Constitution a public burden."
Σε Ελληνική μετάφραση:
"To κριτήριο το οποίο μπορεί να διαμορφωθεί από τα συγγράμματα και τη νομολογία είναι ότι μια φορολογία αποτελεί φόρο εάν διαθέτει ορισμένα χαρακτηριστικά, ήτοι: (α) είναι υποχρεωτική και όχι προαιρετική, (β) επιβάλλεται και ή εκτελείται από την αρμόδια αρχή, (Γ) πρέπει να επιβάλλεται δυνάμει του Νόμου, (δ) επιβάλλεται για το δημόσιο όφελος και για δημόσιους σκοπούς και δεν πρέπει να επιβάλλεται για υπηρεσίες προς συγκεκριμένα άτομα αλλά για υπηρεσίες προς το σύνολο, υπηρεσίες προς το δημόσιο συμφέρον.
Δεν έχει σημασία ότι αυτοί που πληρώνουν τον φόρο δεν λαμβάνουν το όφελος που λαμβάνουν άλλοι οι οποίοι πληρώνουν το φόρο. Σκοπός της φορολογίας είναι να βοηθήσει ή να χρηματοδοτήσει μιαν ουσιώδη δημόσια υπηρεσία η οποία συνιστά σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 24.1 του Συντάγματος μας δημόσιο βάρος."
Στην Constantinides (πιο πάνω) γίνεται αναφορά στην υπόθεση Matthews v. The Chicory Marketing Board [1938] 60 C.L.R. 263 στην οποία ο όρος "φόρος" περιγράφεται σαν μια υποχρεωτική απόσπαση χρημάτων από μια δημόσια Αρχή για δημόσιους σκοπούς, η οποία εκτελείται δυνάμει νόμου και δεν αποτελεί πληρωμή για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί (Βλ. και Apostolou and Others v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 509, Hara Hotels Ltd and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 618, 633, Lami Groves Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2378, Nicos Kyriakides & Sons Ltd v. Municipal Committee of Limassol (1985) 3 C.L.R. 60 και Georgallides v. The Village Commission ofAyia Phyla and Another, 4 R.S.C.C. 94).
Στην κρινόμενη περίπτωση οι επίδικοι φόροι αποτελούν πληρωμή για ένα συγκεκριμένο σκοπό - τη δημιουργία νεκροταφείου.
Δεν αποτελούν επομένως "φόρο, τέλος ή εισφορά" μέσα στην έννοια του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ωστόσο θα προχωρήσω να εξετάσω το σχετικό λόγο ακυρώσεως με το να υποθέσω ότι οι επίδικοι φόροι εμπίπτουν εντός του πιο πάνω άρθρου 24. Υιοθετώ αυτή την πορεία γιατί είναι επιθυμητό να είναι καταγραμμένα τα σχετικά συμπεράσματά μου σε περίπτωση που ήθελε φανεί, κατ' έφεση, ότι η πιο πάνω κατάληξή μου - ότι οι επίδικοι φόροι δεν εμπίπτουν εντός της έννοιας του άρθρου 24 - είναι εσφαλμένη.
Έχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 24.1 του Συντάγματος αποτελεί πτυχή της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, στη σφαίρα της φορολογίας (Βλ. In Re Hji Kyriakos, 5R.S.C.C. 22). To βάρος απόδειξης παραβίασης Συνταγματικής Διατάξεως το φέρει ο διάδικος, ο οποίος ισχυρίζεται την παραβίαση (Βλ. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 654, 655, 664, 665). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι σε θέματα φορολογίας η διακριτική ευχέρεια του Νομοθέτη είναι πολύ ευρεία (Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R.641, Constantinides (πιο πάνω), Xydias v. Republic (1976) 3 C.L.R. 303, Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245).
Μια φορολογία θα ακυρωθεί ως παραβιάζουσα το άρθρο 28 του Συντάγματος εάν δεν υπάρχει εύλογη βάση για την ταξινόμηση που έχει λάβει χώραν (Road Improvement v. Missouri R.C. 274 U.S. 188). Οσάκις ο Νόμος εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο πάνω σε όλα τα άτομα και ιδιοκτησίες που τελούν υπό τις αυτές συνθήκες δεν σημειώνεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρησης (Thomas Walston v. Joseph [1988] 128 U.S. 578).
Σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα συνταγματικότητας πρέπει να διατυπώνονται με λεπτομέρεια (Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 491). Οι αιτητές, οι οποίοι φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν έχουν θέσει ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε συγκριτικά στοιχεία τα οποία θα τείνουν να αποδείξουν την θέση τους για παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος. Περαιτέρω οι αιτητές δεν έχουν θέσει ενώπιον του δικαστηρίου τους λόγους για τους οποίους οι επίδικοι φόροι παραβιάζουν τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος. Οι επίδικες φορολογίες έχουν επιβληθεί διά νόμου - του Κεφ. 247 - δεν έχουν επιβληθεί αναδρομικώς και δεν είναι καθόλου καταστρεπτικής φύσεως. Συνάδουν πλήρως με τα "μέσα" ("means") των αιτητών και δεν παραβιάζουν τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος.
Από το ενώπιόν μου υλικό καταφαίνεται ότι οι επίδικοι φόροι βασίζονται πάνω σε αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια και έχουν επιβληθεί μετά από τη δέουσα έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων.
Ακολουθεί πως οι προσφυγές δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται με έξοδα. Οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους. Τα έξοδα, τα 2/3 των οποίων θα βαρύνουν τον αιτητή στις Προσφυγές 259/96 και 470/96 και το 1/3 τον αιτητή στην Προσφυγή 492/96, να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.