ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1233
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
1.ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΣΤΕΓΗΣ,
2.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 348/94)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος—Προϋποθέσεις παραδεκτού — Εκτελεστότητα και προθεσμία — Ειδικά το ζήτημα των εγκριτικών πράξεων — Περιστάσεις εκτελεστότητας της προσβληθείσας πράξης και εμποθέσμου της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο — Έγκριση — Φύση και συνέπειες εγκριτικής πράξης στα πλαίσια διοικητικής εποπτείας.
Διοικητικό Δίκαιο — Συλλογικά όργανα — Η συγκρότησή του δεν σχετίζεται με την αρμοδιότητα τον οργάνου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Η ανάγκη κάλυψής τους από το δικόγραφο της Αίτησης — Απαραίτητη η αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου προκειμένου να καταστεί δυνατή η συζήτηση νέου, μη κατλυπτομένου, λόγου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος.
Διορισμοί — Προσόντα — Προσόντα πέραν των προβλεπομένων στο σχέδιο υπηρεσίας — Περιορισμένης σημασίας — Η σχετική αξιολόγηση είναι έργο τον διορίζοντος οργάνου, όχι τον Δικαστηρίου.
Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους ως Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, καθότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να εγκρίνει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, κοινοποιήθηκε στον Οργανισμό με επιστολή ημερ. 2.3.95, περιήλθε δε σε γνώση του αιτητή μετά την ημερομηνία αυτή. Ο ισχυρισμός δεν αντικρούστηκε και ως εκ τούτου γίνεται δεκτός ως ορθός.
Δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση 1 ότι η απόφαση του Οργανισμού ήταν εκτελεστή ακόμα και πριν την έγκρισή της από το Υπουργικό Συμβούλιο, ούτε ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι βεβαιωτική της απόφασης του Οργανισμού. Πράξεις που υπόκεινται σε έγκριση δεν είναι εκτελεστές πριν την έγκρισή τους, καθότι δεν μπορούν να παράξουν έννομα αποτελέσματα (Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 239). Η προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε εντός της προνοούμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προθεσμίας, υπολογιζομένης από της ημερομηνίας κατά την οποία η εγκριτική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου περιήλθε σε γνώση του αιτητή, ασκήθηκε εμπρόθεσμα.
2. Η προδικαστική ένσταση του καθ' ου η αίτηση 2 πρέπει να γίνει αποδεκτή και ως εκ τούτου η προσφυγή εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου απορρίπτεται. Η δοθείσα από αυτό έγκριση δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι ουσιαστικό ρόλο για το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους διαδραμάτισε η απόφαση του καθ' ου ή αίτηση 1 και όχι η εγκριτική πράξη του καθ' ου η αίτηση 2. Αντικείμενο της προσφυγής είναι η επιλογή και ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του αιτητή, πράξεις που αποδίδονται κατά εξέχοντα λόγο στον καθ' ου η αίτηση 1. Τυχόν ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση 1 θα καταστήσει μετέωρη και άνευ ισχύος και την εγκριτική πράξη του καθ' ου η αίτηση 2.
3. Η συγκρότηση/σύνθεση ενός οργάνου δεν έχει σχέση με την αρμοδιότητά του να επιληφθεί κάποιου θέματος. Επομένως, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ο λόγος που προβάλλει ο αιτητής για κακή σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ' ου η αίτηση Οργανισμού, καλύπτεται από το λόγο αυτό. Το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν το αρμόδιο όργανο να επιληφθεί του θέματος.
Η θέση της νομολογίας είναι σταθερή όσον αφορά την έγερση ισχυρισμού που δεν καλύπτεται από τους λόγους ακυρότητας που υποστηρίζουν την αίτηση. Η συζήτηση τέτοιου θέματος δεν είναι επιτρεπτή χωρίς να προηγηθούν σχετική αίτηση και άδεια του Δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι η αίτηση καταχωρήθηκε από τον ίδιο τον αιτητή, χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον ορίστηκε αργότερα δικηγόρος ο οποίος τον αντιπροσώπευσε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και ο οποίος θα μπορούσε αν το επέλεγε, να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου.
4. Όχι μόνο η προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος. Λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον, απορρίπτονται ως απαράδεκτοι.
5. Το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με το κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους δυο υποψηφίους υπερτερούσε στα προσόντα που απαιτούνται από την παράγραφο 4(α) του σχεδίου υπηρεσίας, καθότι το θέμα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου. Και οι δυο υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από την πιο πάνω παράγραφο προσόντα και τυχόν κατοχή προσόντων πέραν των απαιτουμένων, εφόσον δεν ορίζονται ως πλεονέκτημα, έχουν περιορισμένη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι και οι δυο υποψήφιοι κρίθηκαν ότι κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Hadjivassiliou v. The Cyprus Organisation of Athletics (1987) 3 C.L.R. 2142,
Tryphonos & Other v. The Municipality of Nicosia (1988) 3 C.L.R. 901,
Χατζηβασιλείου ν. ΚΟΑ (1993) 4 Α.Α.Δ. 981,
Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ και Άλλοι ν. ΟΚΓΒ (1990) 3 Α.Α.Δ. 852,
Κισσόποδα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1994) 4 Α.Α.Δ. 836,
Φλωρίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας του χωριού Πολύστυπος και Άλλον (1995) 4 Α.Α.Δ. 1432,
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 686,
Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ ν Δημοκρατίας (1995)4 Α.Α.Δ. 1627,
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΛΛ. 289,
Τσόκκος ν. Πανεπιστημίου και Άλλων (1993) 4 Α.Α.Δ. 1270,
Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 90,
Χατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης αντί του αιτητή.
Κ. Ταλαρίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Παπαπέτρου, για τον Καθ' ου η αίτηση 1.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση 2.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Χ. Σιαμπαρτά.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται ο διορισμός του Χαράλαμπου Σιαμπαρτά, ενδιαφερόμενο μέρος, στη θέση Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, αντί του αιτητή.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού (το Συμβούλιο), αποφάσισε σε συνεδρία του ημερ. 6.10.93, να προκηρύξει με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, την κενή θέση Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού.
Σ' ανταπόκριση στη σχετική δημοσίευση υποβλήθηκαν 8 αιτήσεις. Το Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερ. 2.12.93, έκρινε ότι τρεις από τους αποταθέντες δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα και αποφάσισε να καλέσει τους υπολοίπους, συμπεριλαμβανομένων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, σε προσωπικές συνεντεύξεις.
Οι προσωπικές συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στις 15.12.93 και τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν εξαίρετοι όσον αφορά την απόδοση τους σ' αυτές. Ακολούθως το Συμβούλιο προχώρησε στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά:
"Το Συμβούλιο στη συνέχεια αξιολόγησε τους υποψηφίους, αφού εξέτασε με προσοχή και έλαβε υπόψη του, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, την πείρα τους σε οικονομικά θέματα κατά προτίμηση σε θέματα χρηματοδότησης και διαχείρισης οικονομικών οργανισμών, τη διοικητική και οργανωτική πείρα και ικανότητα τους, την αξία, τα στοιχεία των αιτήσεων, τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και καθ' όσον αφορά τους εσωτερικούς υποψηφίους, την αρχαιότητα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το Συμβούλιο μετά από προσεκτική στάθμιση και συνεκτίμηση των πιο πάνω στοιχείων στο σύνολόο τους, έκρινε ότι ο κ. Σιαμπαρτάς υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τον διορίσει στη θέση του Γενικού Διευθυντή από τις 16 Δεκεμβρίου, 1993. Το Συμβούλιο κατέληξε στην απόφαση αυτή αφού έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω βασικά στοιχεία:
Ο κ. Σιαμπαρτάς είναι ο μόνος από τους τέσσερις υποψηφίους που ικανοποιεί την "προτίμηση" που προνοείται από την παράγραφο 4(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, είναι ο μόνος υποψήφιος που έχει "ευρεία πείρα" πάνω σε θέματα "χρηματοδότησης και διαχείρισης οικονομικών οργανισμών". Δεδομένου ότι ο Γενικός Διευθυντής, θα κληθεί να αναλάβει τη γενική διεύθυνση ενός εξειδικευμένου οικονομικού οργανισμού που ασχολείται αποκλειστικά με τις χρηματοδοτήσεις και τα τραπεζικά, το Συμβούλιο έκρινε ότι η πείρα σε αυτό τον τομέα είναι αποφασιστικής σημασίας.
Ο κ. Σιαμπαρτάς παρακολούθησε στην Αγγλία, με υποτροφία των Ηνωμένων Εθνών, Πρόγραμμα Κατάρτισης πάνω σε θέματα διοίκησης Οργανισμών Χρηματοδότησης Στέγης.
Αναφορικά με τους εσωτερικούς υποψηφίους, ο κος. Σιαμπαρτάς επί πλέον των πιο πάνω, είναι αρχαιότερος του κου. Παπαδόπουλου κατά οκτώμισυ χρόνια. Ο κος. Σιαμπαρτάς διορίστηκε στον Οργανισμό στις 19 Ιανουαρίου 1982 ενώ ο κος. Παπαδόπουλος διορίστηκε στον Οργανισμό στις 16 Ιουλίου 1990.
Αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των εσωτερικών υποψηφίων, το Συμβούλιο σημείωσε ότι για τον κο. Σιαμπαρτά υπάρχουν συμπληρωμένες εκθέσεις μέχρι και το 1989. Από το 1990 και μετά δεν συμπληρώθηκαν υπηρεσιακές εκθέσεις για πολλούς υπαλλήλους του Οργανισμού συμπεριλαμβανομένου και του κ. Σιαμπαρτά. Για τον κον Παπαδόπουλο, συμπληρώνονταν κανονικά εξαμηνιαίες εκθέσεις πάνω στο ειδικό έντυπο για υπαλλήλους επί δοκιμασία, από την ημερομηνία του διορισμού του στις 16 Ιουλίου 1990 μέχρι και τις 30 Ιουνίου 1992, για σκοπούς μονιμοποίησης του. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι δεν μπορούσε να γίνει απόλυτη σύγκριση των εκθέσεων των δύο υποψηφίων διότι αυτές αναφέρονται σε διαφορετικό χρόνο και επίσης έγιναν πάνω σε διαφορετικά έντυπα.
Για τον καθορισμό της αξίας του κ. Σιαμπαρτά, το Συμβούλιο συνεκτίμησε το σύνολο της σταδιοδρομίας του, τη μακρά διοικητική και οργανωτική του πείρα και ικανότητα όπως αυτή προκύπτει και από τη σημαντική προσφορά του στην ίδρυση, οργάνωση και ανάπτυξη του Οργανισμού. Για το θέμα αυτό λήφθηκε υπόψη και η επιστολή του πρώτου Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού. Επίσης λήφθηκε υπόψη η επιτυχής αναπλήρωση του Γενικού Διευθυντή, κατά τις απουσίες του, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια και η συνεχής αναπλήρωση στη θέση αυτή κατά τους τελευταίους επτά μήνες, η επίδοση του κατά την προφορική εξέταση καθώς επίσης και η επιστολή του τελευταίου Προέδρου του Οργανισμού προς τον κο. Σιαμπαρτά.
Υπέρ του διορισμού του κ. Σιαμπαρτά συμφώνησαν τα επτά από τα εννέα μέλη του Συμβουλίου. Ο κ. Κύζας ψήφησε υπέρ του κ. Παπαδόπουλου ενώ ο κ. Οικονομίδης τήρησε αποχή καθ' ότι όπως ανέφερε δεν συμφωνούσε με προηγούμενες ομόφωνες αποφάσεις του Συμβουλίου ότι: (α) ο πρώην Γενικός Διευθυντής δεν εδικαιούτο να επανέλθει από την άδεια αφυπηρέτησης του και να προεδρεύσει των ομάδων αξιολόγησης και (β) ότι το υφιστάμενο σχέδιο υπηρεσίας του Γενικού Διευθυντή που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το 1980 και δεν ετροποποιήθηκε τώρα, δεν εχρειάζετο να κατατεθεί τώρα στη Βουλή. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι και για τα δύο θέματα ελήφθησαν νομικές συμβουλές και για το δεύτερο θέμα ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ανέφερεν ότι υπάρχει και απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου."
Η απόφαση του Συμβουλίου για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου για έκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου (Ν. 115/90). Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το διορισμό με απόφαση του ημερ. 9.2.94. Ως επακόλουθο, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αυτή στις 28.4.94.
Από το δικηγόρο του καθ' ου η αίτηση Οργανισμού προβλήθηκε η προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή αυτή είναι εκπρόθεσμη γιατί δεν καταχωρήθηκε εντός 75 ημερών από τη λήψη εκτελεστής απόφασης. Υποστηρίζει εν προκειμένω ότι η απόφαση του Οργανισμού ήταν εκτελεστή και πριν την έγκρισή της από το Υπουργικό Συμβούλιο και ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι βεβαιωτική εκείνης του Οργανισμού. Περαιτέρω, είναι η θέση του ότι έστω και αν θεωρηθεί ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι εκτελεστή, η προσφυγή καταχωρήθηκε πέραν των 75 ημερών από την απόφαση αυτή και είναι συνεπώς και πάλιν εκπρόθεση.
Ο δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση 2 Υπουργικού Συμβουλίου, πρόβαλε άλλη προδικαστική ένσταση, που συνίσταται στο ότι η προσφυγή απαράδεκτα στρέφεται κατά του Υπουργικού Συμβουλίου, καθότι τούτο δεν είχε καμιά ενεργό συμμετοχή στη λήψη της επίδικης απόφασης, πέραν του ότι την ενέκρινε.
Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, καθότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να εγκρίνει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, κοινοποιήθηκε στον Οργανισμό με επιστολή ημερ. 2.3.95, περιήλθε δε σε γνώση του αιτητή μετά την ημερομηνία αυτή. Ο ισχυρισμός δεν αντικρούστηκε και ως εκ τούτου τον δέχομαι ως ορθό.
Δεν μπορώ να δεχθώ τον ισχυρισμό των καθ' ων η αίτηση 1 ότι η απόφαση του Οργανισμού ήταν εκτελεστή ακόμα και πριν την έγκρισή της από το Υπουργικό Συμβούλιο, ούτε τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι βεβαιωτική της απόφασης του Οργανισμού. Πράξεις που υπόκεινται σε έγκριση δεν είναι εκτελεστές πριν την έγκρισή τους, καθότι δεν μπορούν να παράξουν έννομα αποτελέσματα (Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 239). Καταλήγω συνεπώς στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε εντός της προνοούμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προθεσμίας, υπολογιζομένης από της ημερομηνίας κατά την οποία η εγκριτική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου περιήλθε σε γνώση του αιτητή, ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Επομένως η προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής απορρίπτεται.
Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση του καθ' ου η αίτηση 2, σχετικό είναι το άρθρο 10(1) του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου (Ν. 43/80, όπως τροποποιήθηκε), το οποίο προνοεί ότι: "Το Συμβούλιον τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου, διορίζει Γενικόν Διευθυντήν του Οργανισμού."
Στο Σύγγραμμα του Κυριακόπουλου "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον", Β' Γενικό Μέρος, σελ. 102 και 103, αναφέρονται τα εξής:
"Εις τας ανωτέρω περιπτώσεις έχομεν άσκησιν εποπτείας προληπτικής, αλλά δι' ηπιωτέρων μέσων. Εντονωτέρα όμως είναι η ασκούμενη προληπτική εποπτεία, όταν η επέλευσις των εννόμων αποτελεσμάτων της πράξεως του αυτοδιοικουμένου οργανισμού, εξαρτάται εκ της προηγουμένης εγκρίσεως ταύτης παρά του αρμοδίου κρατικού οργάνου. Μόνον δια της κρατικής εγκρίσεως καθίσταται η πράξις έγκυρος. Το αυτό συμβαίνει και όταν ο εσωτερικός οργανισμός ή ο κανονισμός του αυτοδιοικουμένου οργανισμού ή η πρόσληψις υπαλλήλου αυτού ή η ενέργεια δαπανών έχωσιν ανάγκην εγκρίσεως παρά της κρατικής αρχής. Επομένως, πράξις χρήζουσα της προηγουμένης εγκρίσεως δεν δύναται να εκτελεσθεί εγκύρως προ αυτής
............................
Η εγκριθείσα πράξις παραμένει πράξις του αυτοδιοικουμένου οργανισμού, μη καθιστάμενη, λόγω της εγκρίσεως, πράξις της κρατικής διοικήσεως. Η έγκρισις, συνιστώσα εξωτερικόν τύπον, αίρει απλώς το κώλυμα της εκτελεστότητος. δεν είναι δ' εκείνη, ήτις παρέχει την εκτελεστότητα εις την πράξιν. αποτελεί, κατά χαρακτηριστικήν διοικητικήν έκφρασιν, έν απλούν "δεν κωλύω". Ούτω δε και η τυχόν έγκρισις εκ μέρους της διοικητικής αρχής του διορισμού υπαλλήλου του αυτοδιοικουμένου οργανισμού, δεν καθιστά αυτόν δημόσιον υπάλληλον. Το λειτούργημα αυτού εξακολουθεί να είναι υπηρεσία του αυτοδιοικουμένου οργανισμού, τούτο δ' είναι το ουσιώδες."
Αντλώντας καθοδήγηση από το πιο πάνω απόσπασμα όπως και από αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου (βλ. Hjivassiliou ν. The Cyprus Organisation of Athletics (1987) 3 C.L.R. 2142, Tryphonos & Others v. The Municipality of Nicosia (1988) 3 C.L.R. 901, Χ" Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 981, Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ και Άλλοι ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1990) 3 Α.Α.Δ.852, Κισσόποδας & Αλλοι ν. Δημοκρατίας και Αλλων (1994) 4 Α.Α.Δ. 836, Φλωρίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας του χωριού Πολύστυπος και Άλλου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1432), κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η προδικαστική ένσταση του καθ' ου η αίτηση 2 πρέπει να γίνει αποδεκτή και ως εκ τούτου η προσφυγή εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου απορρίπτεται. Η δοθείσα από αυτό έγκριση δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι ουσιαστικό ρόλο για το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους διαδραμάτισε η απόφαση του καθ' ου η αίτηση 1 και όχι η εγκριτική πράξη του καθ' ου η αίτηση 2. Αντικείμενο της προσφυγής είναι η επιλογή και ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του αιτητή, πράξεις που αποδίδονται κατά εξέχοντα λόγο στον καθ' ου η αίτηση 1. Τυχόν ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση 1 θα καταστήσει μετέωρη και άνευ ισχύος και την εγκριτική πράξη του καθ' ου η αίτηση 2.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, εγείρονται από το δικηγόρο του αιτητή διάφοροι λόγοι και προβάλλονται αρκετοί ισχυρισμοί που αποσκοπούν στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Προέχει για εξέταση ο ισχυρισμός που αφορά τη συγκρότηση σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ' ου η αίτηση 1 (που στη συνέχεια θα αναφέρεται καθ' ου η αίτηση). Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι ανάμεσα στα μέλη του Συμβουλίου που έλαβε την επίδικη απόφαση, ήταν και άτομα, 2 συγκεκριμένα, των οποίων ο διορισμός παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Νόμου, λόγω άλλης ιδιότητας τους.
Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξε ότι ο λόγος αυτός ακυρότητας δεν μπορεί να συζητηθεί λόγω του ότι δεν αναφέρεται στα νομικά σημεία που υποστηρίζουν την αίτηση. Ο δικηγόρος του αιτητή αντέταξε ότι η παράλειψη είναι συγχωρητέα για το λόγο ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε από τον αιτητή χωρίς δικηγόρο, υποστήριξε όμως ότι, εν πάση περιπτώσει, καλύπτεται από το λόγο (δ) στην αίτηση, που αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη πράξη "λήφθηκε αναρμόδια και με κατάχρηση εξουσίας."
Ο ισχυρισμός αυτός του δικηγόρου του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η συγκρότηση/σύνθεση ενός οργάνου δεν έχει σχέση με την αρμοδιότητα του να επιληφθεί κάποιου θέματος. Επομένως, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ο λόγος που προβάλλει ο αιτητής για κακή σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ' ου η αίτηση Οργανισμού, καλύπτεται από το λόγο αυτό. Το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν το αρμόδιο όργανο να επιληφθεί του θέματος.
Η θέση της νομολογίας μας είναι σταθερή όσον αφορά την έγερση ισχυρισμού πού δεν καλύπτεται από τους λόγους ακυρότητας που υποστηρίζουν την αίτηση. Η συζήτηση τέτοιου θέματος δεν είναι επιτρεπτή χωρίς να προηγηθούν σχετική αίτηση και άδεια του Δικαστηρίου (Βαρνάβα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 686, Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289, Τσόκκος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου και Άλλων (1993) 4 Α.Α.Δ. 1270).
Το γεγονός ότι η αίτηση καταχωρήθηκε από τον ίδιο τον αιτητή, χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον ορίστηκε αργότερα δικηγόρος ο οποίος τον αντιπροσώπευσε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και ο οποίος θα μπορούσε αν το επέλεγε, να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου. Καταλήγω στην απόρριψη του λόγου αυτού.
Ο επόμενος λόγος ακυρότητας που προβάλλεται από τον αιτητή είναι σύνθετος και αφορά τη σύγκριση του με το ενδιαφερόμενο μέρος. Ισχυρίζεται ότι δεν έγινε σύγκριση της αξίας του με το ενδιαφερόμενο μέρος με αναφορά στις αξιολογήσεις τους, και ότι δεν έτυχε ίσων ευκαιριών με το ενδιαφερόμενο μέρος. Και τούτο διότι δεν τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου οι εκθέσεις αξιολόγησης του για τα έτη 1992-1993 και εκείνες του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη 1990-1993, λόγω υπαιτιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του, εμπόδισε την ετοιμασία τους από τον αφυπηρετήσαντα Γενικό Διευθυντή για να μη φανεί η υπεροχή του αιτητή. Συναφής είναι και ο ισχυρισμός του ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να μην επιτρέψει στον πρώην Γενικό Διευθυντή να συντάξει τις εν λόγω εκθέσεις κατά την ημέρα της αφυπηρέτησής του ήταν παράνομη. Μέμφει επίσης το Συμβούλιο για το ότι δεν του επέτρεψε να παρουσιάσει και υποβάλει, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, βιβλίο που συνέγραψε.
Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν υπηρεσιακές εκθέσεις για το ενδιαφερόμενο μέρος μετά το 1989, στο οποίο αφορά η τελευταία υπηρεσιακή του έκθεση. Όσον αφορά τον αιτητή, αυτός υπηρετούσε υπό δοκιμασία από τις 16 Ιουλίου του 1990, οπότε διορίστηκε για πρώτη φορά στον Οργανισμό, για περίοδο 2 ετών. Για την περίοδο αυτή ετοιμάζονταν εξαμηνιαίες εκθέσεις για σκοπούς μονιμοποίησής του. Η τελευταία από αυτές, που κάλυπτε την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου του 1992, συντάχθηκε στις 24.6.92. Για την περίοδο που μεσολαβεί μέχρι τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν υπάρχει άλλη έκθεση αξιολόγησης για τον αιτητή.
Για το θέμα της μη ετοιμασίας των εκθέσεων αξιολόγησης των υποψηφίων, προσάχθηκε από τον αιτητή μαρτυρία, η οποία αποσκοπούσε στο να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος παρεμπόδισε σκόπιμα την ετοιμασία τους και την υποβολή τους στο Συμβούλιο. Από τη μαρτυρία του κ. Παπαγεωργίου, πρώην Γενικού Διευθυντή, αποδεικνύεται ότι για τα γεγονότα αυτά δεν ευθύνεται για κανένα λόγο το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο κ. Παπαγεωργίου είπε ότι, για τα έτη 1990 δεν συμπλήρωσε εκθέσεις αξιολόγησης για κανένα μέλος του επιστημονικού προσωπικού επειδή οι εκθέσεις αξιολόγησης έπρεπε να κοινοποιούνται στους ενδιαφερόμενους και λόγω τούτου είχε δημιουργηθεί κάποιο ασυνήθιστο κλίμα στον Οργανισμό. Ειδικά για το ενδιαφερόμενο μέρος δεν το έκαμε γιατί προβληματίζετο για το τί θα έγραφε γι' αυτόν λόγω κάποιου συγκεκριμένου περιστατικού που έλαβε χώραν το 1990. Για τα μετέπειτα χρόνια δεν συνέταξε εκθέσεις αξιολόγησης για τους υποψηφίους επειδή ανέμενε τα νέα έντυπα αξιολόγησης τα οποία παραλήφθηκαν στον Οργανισμό μετά την έναρξη της άδειας προ της αφυπηρέτησης του. Μετά την παραλαβή των εντύπων επιχείρησε να το πράξει, την τελευταία μέρα πριν από την επίσημη αποχώρησή του από τον Οργανισμό, αλλά δεν του επετράπη τούτο από το Συμβούλιο. Για τον αιτητή συνέταξε εκθέσεις αξιολόγησης για τα έτη 1992 και 1993, όπως ισχυρίζεται, στις 30.6.93, ημερομηνία κατά την οποία αφυπηρετούσε επίσημα, αλλά τις κράτησε στο σπίτι του και τις απέστειλε στο Συμβούλιο την 1.12.93 για να τεθούν ενώπιον του κατά την εξέταση των υποψηφιοτήτων για την πλήρωση της επίδικης θέσης. Για το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε συμπληρώσει εκθέσεις αξιολόγησης, γιατί δεν του είχε παραδώσει τα σχετικά έντυπα, συμπληρωμένα από αυτόν.
Είναι γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν επέτρεψε στον κ. Παπαγεωργίου, κατόπιν γενικής γραπτής νομικής συμβουλής των νομικών συμβούλων του Οργανισμού και προφορικής συμπληρωματικής νομικής συμβουλής από το Γενικό Εισαγγελέα, να προεδρεύσει ομάδων αξιολόγησης του προσωπικού του Οργανισμού και να συντάξει τις εκθέσεις αξιολόγησης του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, οι οποίες έπρεπε να συνταχθούν κατ' ευθείαν από τον ίδιο. Η ενέργεια αυτή του Συμβουλίου ήταν απόλυτα νόμιμη και δεν βρίσκω βάση στον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο σχετικός κανονισμός ορθά ερμηνευόμενος, επέτρεπε στο Γενικό Διευθυντή τέτοια ενέργεια επειδή κατά την άποψή του η τελευταία μέρα πριν την αφυπηρέτησή του θεωρείται εργάσιμη. Βρίσκω ότι τέτοιο νόημα δεν μπορεί να αποδοθεί στους Κανονισμούς (Καν. 8 της Κ.Δ.Π. 122/88), όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 11/90). Η απόδοση τέτοιας ερμηνείας στον Κανονισμό θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις πρόνοιες του Ν. 1/90 με βάση τον οποίο θεσπίστηκε και σύμφωνα με τον οποίο θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και θέσεις προαγωγής μπορούν να πληρωθούν όταν ο κάτοχος τους βρίσκεται με άδεια αφυπηρέτησης (άρθρα 34(13) και 35(2)(α)). Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα εύρισκα ότι θα μπορούσε να αποδοθεί στον πιο πάνω Κανονισμό το νόημα που του αποδίδεται από τον αιτητή, ακύρωση της επίδικης απόφασης για το λόγο αυτό δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για τον αιτητή, αφού ο κ. Παπαγεωργίου, που ήταν το μόνο αρμόδιο πρόσωπο για τη σύνταξή τους, έχει ήδη αφυπηρετήσει και σύμφωνα με τη νομολογία μας δεν μπορεί να συνταχθεί έκθεση αξιολόγησης από άτομο που έχει στο μεταξύ αφυπηρετήσει. (Βλ. Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 90, 95). Όχι μόνο η προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος. Λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον, απορρίπτονται ως απαράδεκτοι (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 270, Αριστόδημος Δ. Χ" Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261).
Η απόφαση του Συμβουλίου ότι δεν μπορούσε να γίνει απόλυτη σύγκριση των εκθέσεων των υποψηφίων που βρίσκονταν ενώπιον της για το λόγο ότι αναφέρονταν σε διαφορετικό χρόνο και έγιναν σε διαφορετικά έντυπα, κρίνεται εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις.
Το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν επέτρεψε στον αιτητή να καταθέσει κατά την προφορική συνέντευξη του συγκεκριμένο βιβλίο, είναι άνευ σημασίας εφόσον κατάλογος των συγγραμμάτων/μελετών του βρισκόταν ήδη ενώπιον του Συμβουλίου ως μέρος του βιογραφικού σημειώματος του το οποίο συνόδευε την αίτηση του. Επίσης, όπως είπε ο δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση και ο ισχυρισμός του δεν αντικρούστηκε, το εν λόγω βιβλίο είχε δοθεί προηγουμένως στα μέλη του Συμβουλίου.
Όλοι οι πιο πάνω συναφείς ισχυρισμοί του αιτητή απορρίπτονται.
Άλλος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αφαίρεσε από το φάκελό του έγγραφα σχετικά με συγκεκριμένο περιστατικό που συνέβηκε το 1990, το οποίο αν και θεωρήθηκε τότε λήξαν από το Συμβούλιο, αφορούσε το χαρακτήρα/συμπεριφορά του. Δεν είναι όμως γνωστό κατά πόσο τα εν λόγω έγγραφα ήταν καταχωρημένα στο φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους και αφαιρέθηκαν από αυτόν. Τα έγγραφα στους φακέλους των υποψηφίων δεν είναι αριθμημένα και δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι λείπουν από το φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους οποιαδήποτε έγγραφα. Εν πάση περιπτώσει, είναι δεκτό ότι το εν λόγω περιστατικό τέθηκε υπόψη του Προέδρου του Συμβουλίου από τον ίδιο τον αιτητή, ο Πρόεδρος δε το διερεύνησε και κατάληξε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους, που να εμπόδιζε την προαγωγή του. Συνεπώς και ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.
Πολύς λόγος έγινε από όλες τις πλευρές για τα ακαδημαϊκά προσόντα των δύο υποψηφίων και για το ποιού από τους δύο τα προσόντα ήταν ανώτερα. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε συναφώς τα ακόλουθα:
"4. Προσόντα:
(α)Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή και ανεγνωρισμένον επαγγελματικόν προσόν εις τα οικονομικά, την διοίκησιν επιχειρήσεων, τα τραπεζικά, την λογιστικήν, τα νομικά ή εις έτερον κατάλληλον θέμα.
(β) Ευρεία πείρα επί οικονομικών θεμάτων κατά προτίμησιν επί θεμάτων χρηματοδοτήσεως και διαχειρήσεως οικονομικών οργανισμών.
(γ) Μακρά διοικητική και οργανωτική πείρα και ικανότης. Πρωτοβουλία, ευθυκρισία ακεραιότης χαρακτήρος.
(δ) Άριστη γνώσις της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσης."
Ο αιτητής ήταν κάτοχος πανεπιστημιακών προσόντων στα οικονομικά, συμπεριλαμβανομένου και διδακτορικού τίτλου, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος του επαγγελματικού προσόντος Chartered Accountant.
Δεν θα ασχοληθώ με το κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους δυο υποψηφίους υπερτερούσε στα προσόντα που απαιτούνται από την παράγραφο 4(α) του σχεδίου υπηρεσίας, καθότι το θέμα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου. Και οι δυο υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από την πιο πάνω παράγραφο προσόντα και τυχόν κατοχή προσόντων πέραν των απαιτουμένων, εφόσον δεν ορίζονται ως πλεονέκτημα, έχουν περιορισμένη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι και οι δυο υποψήφιοι κρίθηκαν ότι κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό.
Ο αιτητής όμως, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι κακώς το Συμβούλιο έκρινε ότι μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε την προτίμηση της παραγράφου 4(β), καθότι και ο ίδιος είχε πείρα σε θέματα χρηματοδότησης. Κατέθεσε έγγραφα όπως αιτήσεις για δάνεια, τις οποίες αξιολογούσε, με σκοπό να καταδείξει την πείρα του σε θέματα χρηματοδότησης. Αναφέρθηκε επίσης σε μελέτες που έκαμε για τον Οργανισμό. Ας μη λησμονούμε όμως ότι η συγκεκριμένη προτίμηση του σχεδίου υπηρεσίας δεν αφορούσε απλά πείρα σε τέτοια θέματα, αλλά ευρεία πείρα. Και η πείρα του αιτητή επί συγκεκριμένων θεμάτων δεν θεωρήθηκε ευρεία. Το ενδιαφερόμενο μέρος από την άλλη, όχι μόνο ήταν αρχαιότερος του αιτητή στον Οργανισμό κατά 81/2 περίπου χρόνια, αλλά προσλήφθηκε όταν ο Οργανισμός βρισκόταν στα σπάργανα του και η προσφορά του στην ίδρυση, οργάνωση και ανάπτυξη του Οργανισμού κρίθηκε σημαντική. Αυτό φαίνεται και από τις επιστολές των πρώην Προέδρων του Συμβουλίου του Οργανισμού που αναφέρονται στο ενδιαφερόμενο μέρος, οι οποίες βρίσκονταν ενώπιον του Συμβουλίου.
Με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιόν μου, λαμβανομένου υπόψη και του μικρού χρονικού διαστήματος που ο αιτητής υπηρέτησε στον Οργανισμό και ασχολήθηκε με θέματα χρηματοδότησης, βρίσκω ότι το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε την προτίμηση της παραγράφου 4 του σχεδίου υπηρεσίας, βρισκόταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και ήταν εύλογα επιτρεπτό. Όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του αιτητή απορρίπτονται.
Εκείνο που απομένει για εξέταση είναι κατά πόσο η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής για να επιτύχει πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και ιδιαίτερα του ευρήματος του Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε την προτίμηση του σχεδίου υπηρεσίας, ενώ ο αιτητής όχι, όπως επίσης και της μεγάλης υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, γεγονός που του προσέδωσε και μεγαλύτερη πείρα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, βρίσκω ότι η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή.
Σαν αποτέλεσμα, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με £300.- έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.