ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1097
9 Μαΐου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1.ΕΦΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2.ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,
3.ΠΑΡΙΣ Α. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2.ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 204/95)
Οδοί και Οικοδομές—Διατήρηση και βελτίωση του οδικού δικτύου — Άρθρο 17 του Κεφ. 96 — Περιεχόμενο ρύθμισης — Ειδικά το ζήτημα της κατανομής της δαπάνης.
Συνταγματικό Δίκαιο — Αρχή της ισότητος — Άρθρο 28 του Συντάγματος — Δεν παραβιάζεται από το Άρθρο 17(8) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96—Πορίσματα της νομολογίας και περιστάσεις στην κριθείσα περίπτωση—Παρόδιοι ιδιοκτήτες σε αντιδιαστολή προς άλλους ωφελούμενους από τη βελτίωση — 17ρό-σοψη συνορεύοντος ακινήτου σε αντιδιαστολή προς εμβαδόν.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόφασης βελτίωση της οδού με την οποία συνορεύουν τα ακίνητά τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Υπάρχουν δύο δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας, οι οποίες βοηθούν στην επίλυση των συζητηθέντων θεμάτων. Η πρώτη είναι η υπόθεση Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119. Ο εφεσείων σε αυτήν προσέβαλε τη συνταγματικότητα του Άρθρου 10(στ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62), ισχυριζόμενος ότι αυτό αντέκειτο στις διατάξεις των Άρθρων 24.1 και 28.1 και 2 του Συντάγματος. Ωστόσο, ένα από τα επιχειρήματα, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης, ήταν βασικά το ίδιο με το επιχείρημα της υπόθεσης αυτής, το οποίο εντούτοις δεν υπερίσχυσε.
Ο συνταγματικός έλεγχος δεν είναι έλεγχος του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων του νόμου αν οι επιλογές του νομοθέτη κινούνται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας. Στην κρινόμενη υπόθεση δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής δεδομένου ότι τίθενται γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, η άμεση γειτνίαση του ακινήτου με την οδό στην οποία διεξάγονται τα βελτιωτικά έργα από τα οποία προκύπτει άμεσο μόνιμο όφελος στους παρόδιους ιδιοκτήτες. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τους διερχόμενους ή εκεί που ελλείπει το στοιχείο της γειτνίασης. Δεν υπάρχει ανόμοια μεταχείριση των ίσων καταστάσεων και συνθηκών, που αποτελεί την παραδοσιακή εκτροπή από τις επιταγές της αρχής αυτής και που συνιστά αντισυνταγματικότητα.
Το άλλο επιχείρημα, που προβλήθηκε για υποστήριξη της αντισυνταγματικότητας, δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί. Δε διαφάνηκε, ούτε τεκμηριώθηκε γιατί, αν το στοιχείο αυτό άπτεται της συνταγματικότητας, το εμβαδό είναι δικαιότερο κριτήριο από το μέγεθος της πρόσοψης στην οδό που εκτελούνται τα έργα. Και ως γνωστό το βάρος της απόδειξης της αντισυνταγματικότητας νομοθετικής διάταξης επωμίζεται ο διάδικος που επιθυμεί να την καταστήσει ανενεργό. Ακόμη η αντισυνταγματικότητα πρέπει να θεμελιώνεται πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
Η άλλη απόφαση για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω και η οποία δόθηκε στην Μάρω Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, ασχολήθηκε και με το συζητούμενο θέμα. Κρίθηκε ότι η συνεισφορά με βάση και κοινό κριτήριο το μήκος της πρόσοψης, που διαθέτει η παρόδιος περιουσία, είναι συνταγματικά θεμιτή.
Η κατάληξή του Δικαστηρίου δεν μπορεί παρά να είναι η ίδια. Οι αιτητές απέτυχαν να ανατρέψουν το τεκμήριο της συνταγματικότητας. Η σχετική πρόνοια είναι ισχυρή και δεσμευτική. Ούτε αποδείχθηκε δυσμενής μεταχείριση των αιτητών σε σχέση με τους ιδιοκτήτες άλλων λεωφόρων. Γιατί στο βαθμό που τα στοιχεία είναι αναντίλεκτα αποκαλύπτουν πως τα δεδομένα των περιπτώσεων αυτών ήταν διαφορετικά και επομένως επέτρεπαν διαφορετική μεταχείριση.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,
The Board of Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,
Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245,
Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 491.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών εναντίον της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας για την κατανομή της δαπάνης για την εκτέλεση έργων στους αιτητές ως ιδιοκτήτες περιουσίας με πρόσοψη στη λεωφόρο.
Ντ. Πασπαλίδης, για τους Αιτητές.
Ρ. Πετρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση 1.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Βασικός άξονας της υπόθεσης, όπου επικεντρώθηκαν τα επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, είναι το άρθρ. 17 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Αυτό αποτελεί τη γραμμή πλεύσης που υιοθετούμε για τη διατήρηση και βελτίωση του οδικού δικτύου. Περιέχει λεπτομερείς ρυθμίσεις, που συνιστούν το πλαίσιο δράσης της διοίκησης και συγχρόνως προβλέπει το μηχανισμό για την επίτευξη του σκοπού αυτού του νομοθέτη.
Το βασικό στίγμα δίνει το εδ. 2 του άρθρ. 17. Η αρμόδια αρχή, όπως η έννοια αυτή καθορίζεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου, έχει εξουσία "οσάκις.. κρίνει ότι οδός έδει καταλλήλως να κατασκευασθή, επανακατασκευασθή ή βελτιωθή... " να πάρει απόφαση για πραγμάτωση των σκοπών αυτών, ετοιμάζοντας σχέδια, προδιαγραφές και προμετρήσεις για την εκτέλεση των εργασιών.
Η σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής, που είναι στην προκείμενη περίπτωση ο Δήμος Λευκωσίας, γνωστοποιείται με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και τον εγχώριο τύπο. Η γνωστοποίηση περιέχει στοιχεία για την υπολογισθείσα δαπάνη των έργων, τα ονόματα των ιδιοκτητών που συνεισφέρουν σε αυτά, την αναλογία συνεισφοράς τους και την περίοδο αποπληρωμής, που γίνεται με ίσες ετήσιες δόσεις. Τα σχέδια και άλλα στοιχεία μπορούν να επιθεωρηθούν στα γραφεία της αρμόδιας αρχής στην οποία κατατίθενται και είναι προσιτά για επιθεώρηση για περίοδο 2 μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης στην επίσημη εφημερίδα (εδ. 3).
Μετά την εκπνοή της περιόδου αυτής, αντίγραφα των ετοιμασθέντων σχεδίων και λοιπών στοιχείων αποστέλλονται, με αντίγραφο της σχετικής απόφασης και των ενστάσεων, που υποβλήθηκαν μέσα στην τασσόμενη από τα εδ. 3 και 4 προθεσμία, στο Υπουργικό Συμβούλιο για τελική απόφαση (εδ. 5). Το Συμβούλιο έχει εξουσία να εγκρίνει την απόφαση και τα σχέδια ως έχουν ή να επιβάλει τροποποιήσεις ή όρους (εδ. 6). Ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ το εδ. 8 γιαυτό και παραθέτω το ουσιαστικό του μέρος:
"(8) Η δαπάνη της τοιαύτης κατασκευής, επανακατασκευής ή βελτιώσεως μετά την αφαίρεσιν οιουδήποτε μη δαπανηθέντος ποσού χρημάτων κατατεθέντος παρά τη αρμοδία αρχή υπό κατόχου αδείας δυνάμει του εδαφίου (6), βαρύνει τους ιδιοκτήτας ακινήτου ιδιοκτησίας συνορευούσης μετά της τοιαύτης οδού, και η τοιαύτη δαπάνη κατανέμεται μεταξύ των επηρεαζομένων ιδιοκτητών αναλόγως της προσόψεως της αντιστοίχου αυτών ακινήτου ιδιοκτησίας η οποία έχει πρόσοψιν επί ή συνορεύει μετά της προκειμένης οδού."
Σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου αυτού η αρμόδια αρχή μπορεί να μειώσει το ποσό της δαπάνης "ήτις κατανέμεται μεταξύ των επηρεαζομένων ιδιοκτητών διά τοιούτου ποσοστού ως το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελεν εγκρίνει".
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο Λευκωσίας, καθού η αίτηση 2, υπό την ιδιότητα του ως αρμόδιας αρχής, στις 16/7/92 και αφορούσε την εκτέλεση βελτιώσεων στη λεωφόρο Κέννεντυ στη Λευκωσία. Στη συνέχεια ακολουθήθηκε πιστά η παραπάνω διαδικασία του άρθρ. 17. Οι τρεις αιτητές είναι παρόδιοι ιδιοκτήτες των οποίων η περιουσία έχει πρόσοψη στην παραπάνω λεωφόρο. Και κλήθηκαν μαζί με τους άλλους παρόδιους ιδιοκτήτες να επωμισθούν όλη τη δαπάνη για τα έργα αυτά. Οι αιτητές, όπως και 25 άλλοι επηρεαζόμενοι ιδιοκτήτες, υπέβαλαν ένσταση. Οι καθών εξέτασαν χωριστά τις ενστάσεις αυτές αλλά τις απέρριψαν.
Στέκομαι εδώ για να εξετάσω ένα συναφή προς την ένσταση των αιτητών ισχυρισμό τους. Ο κ. Πασπαλίδης θεωρεί πως η ενέργεια αυτή δεν αιτιολογήθηκε. Και παραπονείται περαιτέρω ότι δεν υπάρχει ίχνος αιτιολογίας από τη διοίκηση σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Δεν είναι όμως έτσι. Τα δεδομένα δείχνουν προς άλλη κατεύθυνση. Στο παράρτημα 5, που είναι συνημμένο στη γραπτή αγόρευση του Δήμου, υπάρχει το ιδιαίτερο πρακτικό που αφορά την εξέταση της ένστασης, που περιέχει, κατά την άποψη μου, επαρκή αιτιολογία. Το στοιχείο αυτό ενυπάρχει στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, τεκμ. 1, που είναι συνημμένο στην αγόρευση της Δημοκρατίας. Συμπληρώνεται εδώ από την πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, που αποτελεί μέρος του τεκμ. 1. Παραθέτω την παράγραφο 4 γιατί αναφέρεται και στην απόρριψη των ενστάσεων από το Δημοτικό Συμβούλιο:
"4. Το Συμβούλιο του Δήμου Λευκωσίας εξέτασε με προσοχή όλες τις ενστάσεις, σε ειδική συνεδρία του την 1.7.93 και, αφού έλαβε υπόψη τους λόγους των ενστάσεων, έκρινε ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί των ενιστάμενων προσώπων και ως εκ τούτου αποφάσισε να τις απορρίψει ως αδικαιολόγητες, γιατί τα περιγραφόμενα τεμάχια/οικόπεδα, που επηρεάζονται από την πρέπουσα κατασκευή της οδού Κέννεντυ, θα επωφεληθούν της υπεραξίας που θα πάρουν. Εξάλλου, η πρέπουσα κατασκευή της πιο πάνω οδού στοχεύει στην εξυπηρέτηση του γενικώτερου δημοσίου συμφέροντος."
Το κρίσιμο εντούτοις σημείο που έθιξε ο δικηγόρος των αιτητών βρίσκεται αλλού, στο αν, δηλαδή, οι διατάξεις του άρθρ. 17(8) παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της ισότητας που καθορίζει το άρθρ. 28 του Συντάγματος. Κι αυτό για δύο λόγους: (1) το κόστος των έργων επωμίζονται οι παρόδιοι ιδιοκτήτες χωρίς καμιά συμμετοχή των χιλιάδων άλλων που εξυπηρετούνται από τη βελτίωση και (2) η δαπάνη καταμερίζεται με βάση το μήκος της πρόσοψης που το ακίνητο έχει στο δρόμο και όχι με γνώμονα το εμβαδό ή την αξία του. Περαιτέρω υπέβαλε πως υπάρχουν άλλοι οδοί όπως, λ.χ., οι λεωφόροι Μακαρίου και Στασίνου που είναι επίσης όπως και η Κέννεντυ πρώτιστης σημασίας (primary distributor), που είτε μειώθηκε η συνεισφορά (όπως διαλαμβάνει η πρώτη επιφύλαξη του εδ. 8) είτε αναλήφθηκε όλη η δαπάνη από το κράτος και ή την αρμόδια αρχή.
Οι δικηγόροι των καθών αμφισβήτησαν πως η Κέννεντυ είναι πρώτιστης σημασίας και αντέτειναν ότι, σύμφωνα με την επίσημη κατηγοροποίηση των οδών, δεν είναι primary distributor αλλά local distributor, δηλαδή, τρίτη σε κατάταξη οδικής σπουδαιότητας. Και τούτο, μεταξύ άλλων, διότι, όπως είναι γνωστό, η Μακαρίου είναι συνέχεια του υπεραστικού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και η Στασίνου είναι ο εσωτερικός περιφερειακός δρόμος της πρωτεύουσας. Περαιτέρω αναφέρθηκε ότι τα έργα στις παραπάνω λεωφόρους δεν αφορούσαν μόνο την κατασκευή πεζοδρομίων, όπως στη Κέννεντυ, αλλά πλήρη ανακατασκευή και αύξηση των λωρίδων κυκλοφορίας από δύο σε τέσσερεις.
Υπάρχουν δύο δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας, στις οποίες δεν αναφέρθηκαν οι δικηγόροι, αλλά βοηθούν στην επίλυση των συζητηθέντων θεμάτων. Η πρώτη είναι η υπόθεση Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 19.Ο εφεσείων σε αυτήν προσέβαλε τη. συνταγματικότητα του άρθρ. 10(στ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (15/62), ισχυριζόμενος ότι αυτό αντέκειτο στις διατάξεις των άρθρ. 24.1 και 28.1 και 2 του Συντάγματος. Ωστόσο, ένα από τα επιχειρήματα, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης, ήταν βασικά το ίδιο με το επιχείρημα της υπόθεσης αυτής, το οποίο εντούτοις δεν υπερίσχυσε:
"Ο συνυπολογισμός της επαύξησης συνιστά συγχρόνως μορφή συνεισφοράς στα δημόσια βάρη, δηλαδή χρηματοδότηση της απαλλοτρίωσης δυσανάλογη προς τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη σε σύγκριση με τους ιδιοκτήτες της γύρω περιοχής, οι οποίοι, παρόλο που καρπούνται τα οφέλη της απαλλοτρίωσης, δεν καλούνται να συνεισφέρουν στην επίτευξη των βελτιωτικών έργων."
Ο συνταγματικός έλεγχος δεν είναι έλεγχος του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων του νόμου αν οι επιλογές του νομοθέτη κινούνται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας. Στην κρινόμενη υπόθεση δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής δεδομένου ότι τίθενται γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, η άμεση γειτνίαση του ακινήτου με την οδό στην οποία διεξάγονται τα βελτιωτικά έργα από τα οποία προκύπτει άμεσο μόνιμο όφελος στους παρόδιους ιδιοκτήτες. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τους διερχόμενους ή εκεί που ελλείπει το στοιχείο της γειτνίασης. Δεν υπάρχει ανόμοια μεταχείριση των ίσων καταστάσεων και συνθηκών, που αποτελεί την παραδοσιακή εκτροπή από τις επιταγές της αρχής αυτής και που συνιστά αντισυνταγματικότητα.
Το άλλο επιχείρημα, που προβλήθηκε για υποστήριξη της αντισυνταγματικότητας, δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί. Δε διαφάνηκε, ούτε τεκμηριώθηκε γιατί, αν το στοιχείο αυτό άπτεται της συνταγματικότητας, το εμβαδό είναι δικαιότερο κριτήριο από το μέγεθος της πρόσοψης στην οδό που εκτελούνται τα έργα. Και ως γνωστό το βάρος της απόδειξης της αντισυνταγματικότητας νομοθετικής διάταξης επωμίζεται ο διάδικος που επιθυμεί να την καταστήσει ανενεργό. Ακόμη η αντισυνταγματικότητα πρέπει να θεμελιώνεται πέρα από κάθε λογική αμφιβολία: The Board of Registration of Architects & Civil Engineers v. Crhistodoulos Kyriakides (1966) 3 Α.Α.Δ. 640 και Andreas Matsis v. Republic (Minister of Finance and Another) (1969) 3 Α.Α.Δ. 245.
Η άλλη απόφαση για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω και η οποία δόθηκε στη Μάρω Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, ασχολήθηκε και με το συζητούμενο θέμα. Κρίθηκε ότι η συνεισφορά με βάση και κοινό κριτήριο το μήκος της πρόσοψης, που διαθέτει η παρόδιος περιουσία, είναι συνταγματικά θεμιτή:
"Στην κρινόμενη περίπτωση αντικείμενο της ρύθμισης ήταν ο τρόπος κατανομής της δαπάνης για το οδικό-βελτιωτικό έργο. Η επίδικη ρύθμιση έλαβε χώραν με βάση το μήκος της πρόσοψης του κάθε οικοπέδου.
Ο Νομοθέτης έλαβε υπόψη την πρόσοψη της γης. Εφάρμοσε ενιαίο μέτρο κατανομής της δαπάνης σε σχέση με τον καθένα από τους ιδιοκτήτες αφού αυτό που έλαβε υπόψη στην κάθε περίπτωση ήταν το μήκος της πρόσοψης του οικοπέδου. Δεν υπάρχει ισχυρισμός - ούτε και εγείρεται τέτοιο θέμα - ότι υφίσταται οποιαδήποτε ανομοιότητα μεταξύ των οικοπέδων. Διαπιστώνουμε, επομένως, αντικειμενική ύπαρξη της ομοιότητας. Πρόκειται σαφώς για όμοια μεταχείριση των ομοίων. Ακολουθεί πως δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ισότητας."
Η κατάληξη μου δεν μπορεί παρά να είναι η ίδια. Οι αιτητές απέτυχαν να ανατρέψουν το τεκμήριο της συνταγματικότητας. Η σχετική πρόνοια είναι ισχυρή και δεσμευτική. Ούτε αποδείχθηκε δυσμενής μεταχείριση των αιτητών σε σχέση με τους ιδιοκτήτες των δύο λεωφόρων που προαναφέρθηκαν. Γιατί στο βαθμό που τα στοιχεία είναι αναντίλεκτα αποκαλύπτουν πως τα δεδομένα των περιπτώσεων αυτών ήταν διαφορετικά και επομένως επέτρεπαν διαφορετική μεταχείριση.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.