ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 972

16 Απριλίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΛΕΚΟΣ Ν. ΚΛΗΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 63/96)

Δεδικασμένο — Δεδικασμένο απορριπτικής ή ακυρωτικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Διακρίσεις και κατάταξη της έκτασης και των προϋποθέσεων γένεσής του.

Διοικητικό Δίκαιο — Νομολογία — Νομολογιακή επίδραση εκ του λόγου της δικαστικής απόφασης στο χώρο του διοικητικού δικαίου — Η επικρατέστερη άποψη της νομολογίας υπέρ της αποδοχής της επίδρασης.

Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση κατόπιν αιτήματος του διοικουμένου — Κατά πόσο δικαιολογείται επί τη βάσει της νομολογιακής μεταβολής του εφαρμοζόμενου δικαίου — Νέα έρευνα — Στοιχειοθετείται μόνο λόγω νέου ουσιώδους νομικού δεδομένου — Η διά της νομολογίας διάπλαση του δικαίου έχει πάντοτε αναδρομική ισχύ — Δεν αποτελεί νέο νομικό στοιχείο.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Βεβαιωτική σε αντίθεση προς εκτελεστή πράξη — Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα απορρίψεως, στην κριθείσα περίπτωση, αιτήματος για επανεξέταση παλαιότερης απόφασης.

Κοινωνικές Ασφαλίσεις — Σύνταξη — Οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμοί του 1992 — Καν. 3 — Η δικαστική κήρυξη του Κανονισμού ως Ultra Vires — Δεν μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση επανεξέτασης των περιπτώσεων που αποφασίστηκαν δυνάμει του ακυρωθέντος κανονισμού.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη του αιτήματός του να επανεξετασθεί η απόφαση με την οποία του χορηγήθηκε σύνταξη υπό το φως μεταγενέστερης δικαστικής απόφασης που αφορούσε άλλον.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΛΛ. 349, η Ολομέλεια ασχολήθηκε σε έκταση με το ζήτημα του δεδικασμένου. Και υιοθέτησε σχετικά απόσπασμα από το "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" του Ε. Σπηλιωτόπουλου, (6η Έκδ.) σελ. 548.

Έτσι λοιπόν, ενώ το αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης καθαυτό δεσμεύει τους πάντες, τα στοιχεία της αιτιολογίας του δεσμεύουν μόνο όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις ταυτότητας προσώπου και διαφοράς. Που δεν συνέβαινε βέβαια στην παρούσα περίπτωση. Με αυτή την κατάταξη θα πρέπει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, να αντικρυστεί το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος.

2. Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Προκύπτει από το δικό μας νομικό σύστημα και μία άλλη σημαντική πτυχή. Που είναι ότι η νομολογία αποτελεί πηγή δικαίου. Με αποτέλεσμα η δικαστική απόφαση να καθορίζει γενικά το δίκαιο. Επισημάνθηκε σε ενδιάμεση απόφασή στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034, ότι αυτό το αποτέλεσμα επικράτησε και στην αναθεωρητική δικαιοδοσία. Παρά την κάποια διάσταση στη νομολογία. Στην Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R.. 217 όσο και στη Δημοκρατία ν. Χ'' Ιωάννου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401 στην οποία ακολουθήθηκε η ίδια γραμμή, δεν έγινε από την Ολομέλεια δεκτή η νομολογιακή επίδραση του δικαίου με αποφάσεις δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ωστόσο, όγκος νομολογίας καταδείχνει την περί του αντιθέτου αποδοχή της νομολογιακής επίδρασης εκ του λόγου της δικαστικής απόφασης. Πρόσφατο παράδειγμα - και σχετικό με την προκείμενη περίπτωση εφόσον αφορούσε την κήρυξη σε προηγούμενη απόφαση ως άκυρων ορισμένων κανονισμών - αποτελεί η απόφαση της Ολομέλειας στην Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 530. Η ασυμφωνία της Pavlides (ανωτέρω) και της Χ'' Ιωάννου (ανωτέρω) με τη γραμμή την οποία, καθώς φαίνεται εμπέδωσε όλη η υπόλοιπη επί του θέματος νομολογία, δεν εξηγείται σε αυτές με συγκριτική θεώρηση για στήριξη του λόγου τους. Προσεγγίζεται λοιπόν το ζήτημα στη βάση της επικρατέστερης άποψης, ότι και σε αυτή τη δικαιοδοσία, ο λόγος της δικαστικής απόφασης διαπλάθει το δίκαιο.

3. Με αυτό ως δεδομένο, εγείρεται ακολούθως το κατά πόσο η νομολογιακή μεταβολή του δικαίου αποτελεί ή όχι λόγο για επανεξέταση. Στην πρόσφατη απόφαση στη Μιχάλης Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ.221, υπεδείχθη ότι η μεταβολή του νομικού καθεστώτος με την έκδοση νέου κανονισμού επέβαλε επανεξέταση θέματος σε σχέση με το οποίο είχε προηγουμένως ληφθεί απορριπτική διοικητική απόφαση. Επανεξέταση σημαίνει, βέβαια, νέα έρευνα.

Όχι μόνο το πραγματικό αλλά και το νομικό στοιχείο δικαιολογεί την επανεξέταση εφόσον είναι ουσιώδες και νέο. Η παρούσα περίπτωση κρίνεται με αναφορά στο δεύτερο. Το κατά πόσο πρόκειται ή όχι περί νέου νομικού στοιχείου σχετίζεται με τον τρόπο μεταβολής του δικαίου. Η νομοθεσία που αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο έχει μόνο μελλοντική ισχύ, εκτός εάν προβλέπεται αλλιώς. Τουναντίον, καθώς υποδείχθη στη Μαυρογένης (ανωτέρω) με αναφορά σε αυθεντίες, η διά νομολογίας διάπλαση έχει, στο σύστημα μας, πάντοτε αναδρομική ισχύ. Που σημαίνει ότι το δίκαιο ήταν εξ αρχής όπως διακηρύχθηκε με την τελευταία δικαστική απόφαση. Συνεπώς δεν προκύπτει σε τέτοια περίπτωση νέο νομικό στοιχείο.

Κατά την άποψή του Δικαστηρίου, ορθά ήταν που απορρίφθηκε το αίτημα για επανεξέταση. Ακολουθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να ήταν παρά μόνο βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας.

Ηπροσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2075,

Ouzounian ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ.  1182,

Παύλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ.  4231,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034,

Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217,

Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401,

Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 530,

Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 221.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή για την επανεξέταση της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετικά με τον χρόνο έναρξης καταβολής σύνταξης γήρατος στον αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Το ζήτημα στην παρούσα προσφυγή αφορά στον χρόνο έναρξης καταβολής σύνταξης γήρατος στον αιτητή. Ο οποίος προβάλλει ότι ο χρόνος αυτός προσδιορίζεται από τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας ανεξάρτητα από το πότε μεταγενέστερα υποβλήθηκε σχετική αίτηση.

Στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 1980, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπονται, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:

"36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη γήρατος αν -

(α) Συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς'

...............

(2) Η σύνταξις γήρατος καταβάλλεται από της ημερομηνίας καθ' ην πρόσωπόν τι πρώτον πληροί τας εν τω εδαφίω (1) προϋποθέσεις και εξακολουθεί να καταβάλληται εφ' όρου ζωής."

"60.-(1) Το δικαίωμα εις οιανδήποτε παροχήν ήρτηται εκ της προς τούτο υποβολής αιτήσεως, Κανονισμοί δε θέλουσι προβλέψει περί της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, των περιστάσεων υφ' ας η τοιαύτη προθεσμία παρατείνεται, του τρόπου υποβολής αιτήσεως και των περιστάσεων υφ' ας είτε υπεβλήθη αίτησις είτε μη, το προς λήψιν παροχής δικαίωμα απόλλυται λόγω παραλείψεως ή καθυστερήσεως εις την ενέργειαν ή την είσπραξιν της πληρωμής.

(2) ..........''

"73.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς διά την καλυτέραν εν γένει εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άνευ δε επηρεασμού της γενικότητος ταύτης, να προβή διά τοιούτων Κανονισμών εις τον καθορισμόν ή ρύθμισιν παντός θέματος χρήζοντος ή δεκτικού καθορισμού ή ρυθμίσεως, ειδικώτερον δε τον καθορισμόν ή ρύθμισιν -

Οι ειδικές αναφορές που εν συνεχεία εκτίθενται στο άρθρο 73 δεν περιλαμβάνουν και τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 60 για ρύθμιση με κανονισμούς. Ωστόσο, οι εκδοθέντες κανονισμοί, που είναι οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμοί του 1992, τα ρυθμίζουν και αυτά. Ο Κανονισμός 3 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

"3.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση παροχής υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο Κανονισμός αυτός.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (3), η αναφερόμενη στην παράγραφο (1) προθεσμία είναι -

(α) .............       

(β) Για σύνταξη γήρατος,....... Χρονικό διάστημα τριών μηνών από την ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής.

(γ) .............                                 

(δ)..............                        

(3) Προκειμένου για οποιαδήποτε από τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (δ) της παραγράφου (2), η αντίστοιχη προθεσμία παρατείνεται μέχρι δώδεκα μήνες από την αφετηρία της αν ο αιτών αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία η οποία υφίστατο σ' όλο το χρονικό διάστημα από την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την υποβολή της αίτησης.

(4)..................   

(5) Η παράλειψη υποβολής αίτησης μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο Κανονισμός αυτός για τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (δ) της παραγράφου (2), συνεπάγεται παραγραφή του δικαιώματος για την παροχή για οποιαδήποτε ημέρα για την οποία εξέπνευσε η προθεσμία υποβολής αίτησης........"

Ο αιτητής συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία στις 12 Δεκεμβρίου 1992. Αίτηση υπέβαλε στις 15 Φεβρουαρίου 1995, εξηγώντας σε αυτή ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στο ότι, επειδή μετά τη συντάξιμη ηλικία συνέχισε την απασχόλησή του, τελούσε με την εσφαλμένη εντύπωση πως αυτό του στερούσε το δικαίωμα σε σύνταξη για όσο χρόνο απασχολείτο.

Η αίτηση εγκρίθηκε με μόνο τρίμηνη αναδρομική ισχύ, ήτοι, από 15 Νοεμβρίου 1994. Η περί τούτου απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 1 Ιουνίου 1995. Και δεν προσβλήθηκε.

Αφού παρήλθε ο χρόνος προσβολής εκείνης της απόφασης, ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος. Με επιστολή του, ημερ. 30 Οκτωβρίου 1995, ζήτησε επανεξέταση επικαλούμενος απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρόσφατα τότε εκδοθείσα. Επρόκειτο για πρωτόδικη στη Νίκος Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ.  2075. Κρίθηκε εκεί ότι ο Κανονισμός 3 που θέτει χρονικό περιορισμό στην πληρωμή σύνταξης με αναφορά στον χρόνο υποβολής αίτησης είναι ultra vires, δηλαδή, εκφεύγει τα όρια της νομοθετικής εξουσιοδότησης και τούτο ενόψει του άρθρου 36 του νόμου το οποίο θεωρήθηκε να παρέχει απόλυτο δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος εφόσον πληρούνται οι άλλες προϋποθέσεις.

Ο Διευθυντής Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερ. 14 Νοεμβρίου 1995 απέρριψε το αίτημα για επανεξέταση και επαναβεβαίωσε την ορθότητα της ήδη ληφθείσας απόφασης. Δόθηκε ως εξήγηση ότι "το δεδικασμένο της απόφασης που επικαλείστε αφορά συγκεκριμένη υπόθεση με συγκεκριμένα γεγονότα και δεν μπορεί να επεκταθεί και να καλύψει άλλες παρόμοιες περιπτώσεις."

Προσβάλλεται τώρα η απόφαση για μη επανεξέταση. Προτείνεται ότι η απόφαση στη Νίκος Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) - όπως και μία μεταγενέστερη, η Dicran Ouzounian ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1182, με παρόμοιο αποτέλεσμα - δημιούργησε "δεδικασμένο περί τη σημασία-ερμηνεία των Κανονισμών που ήταν δεσμευτικό για τη διοίκηση και ίσχυε έναντι πάντων" έτσι ώστε να επιβαλλόταν η επανεξέταση υπό το φως του νέου νομικού καθεστώτος.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η νομολογιακή μεταβολή του δικαίου δεν αποτελεί νέο στοιχείο που θα δικαιολογούσε νέα έρευνα γι λήψη νέας απόφασης και επικαλέστηκαν προς υποστήριξη αυτής της θέσης την πρωτόδικη απόφαση στη Μιχαήλ Παύλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4231. Εγείρουν λοιπόν ένσταση ότι εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι παρά μόνο βεβαιωτική και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο.

Στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, η Ολομέλεια ασχολήθηκε σε έκταση με το ζήτημα του δεδικασμένου. Και υιοθέτησε σχετικά το εξής απόσπασμα από το "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" του Ε. Σπηλιωτόπουλου, (6η Έκδ.) σελ. 548:

"Όπως από όλες τις αποφάσεις του ΣΕ, έτσι και από τις αποφάσεις που εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως, είτε είναι απορριπτικές είτε ακυρωτικές, πηγάζει δεδικασμένο (Δ/γμα 18/1989, άρθρο 50 § 5), το οποίο καλύπτει τόσο το ακυρωτικό αποτέλεσμα (στην περίπτωση των ακυρωτικών αποφάσεων) που διατυπώνεται στο διατακτικό, όσο και τα 'διοικητικής φύσεως' ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις, οι οποίες διατυπώνονται στην αιτιολογία της απόφασης. Ως προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα, το δεδικασμένο, λόγω του διαπλαστικού του χαρακτήρα, αφού εξαφανίζει την πράξη, ισχύει για όλους. Όσον αφορά τα 'διοικητικής φύσεως' ζητήματα, πρέπει να συντρέχουν οι συνήθεις προϋποθέσεις του δεδικασμένου: ταυτότητα προσώπου (ΣΕ 46/1973, ΑΠ 39/1988, Ελλ. Δ/νη 1989, 1153) και ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή, διαφοράς που θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά ή νομικά δεδομένα (ΣΕ 1429/1986). Είναι δε 'διοικητικής φύσεως' ζητήματα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ρυθμίζονται από κανόνες του διοικητικού δικαίου και αναφέρονται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της απόφασης, εφόσον ήταν αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκονται σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση (ακύρωση της πράξης ή απόρριψη της αίτησης) δηλαδή, αποτελούν το στήριγμα του συμπεράσματος αυτού (ΣΕ 813/1981, 1429/1986)."

Έτσι λοιπόν, ενώ το αποτέλεσμα καθαυτό δεσμεύει τους πάντες, τα στοιχεία της αιτιολογίας του δεσμεύουν μόνο όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις ταυτότητας προσώπου και διαφοράς. Που δεν συνέβαινε βέβαια στην παρούσα περίπτωση. Με αυτή την κατάταξη υπόψη είναι που θα πρέπει, νομίζω, να αντικρυστεί το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι:

"Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην."

Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ.

Προκύπτει από το δικό μας νομικό σύστημα και μία άλλη σημαντική πτυχή που είναι ότι η νομολογία αποτελεί πηγή δικαίου. Με αποτέλεσμα η δικαστική απόφαση να καθορίζει γενικά το δίκαιο. Επεσήμανα σε ενδιάμεση απόφαση μου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034, ότι αυτό το αποτέλεσμα επικράτησε και στην αναθεωρητική δικαιοδοσία. Παρά την κάποια διάσταση στη νομολογία. Στην Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217, όσο και στη Δημοκρατία ν. Χ'' Ιωάννου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, στην οποία ακολουθήθηκε η ίδια γραμμή δεν έγινε από την Ολομέλεια δεκτή η νομολογιακή επίδραση του δικαίου με αποφάσεις δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ωστόσο, όγκος νομολογίας καταδείχνει την περί του αντιθέτου αποδοχή της νομολογιακής επίδρασης εκ του λόγου της δικαστικής απόφασης. Πρόσφατο παράδειγμα - και σχετικό με την προκείμενη περίπτωση εφόσον αφορούσε την κήρυξη σε προηγούμενη απόφαση ως άκυρων ορισμένων κανονισμών - αποτελεί η απόφαση της Ολομέλειας στην Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 530. Η ασυμφωνία της Pavlides (ανωτέρω) και της Χ'' Ιωάννου (ανωτέρω) με τη γραμμή την οποία, καθώς μου φαίνεται εμπέδωσε όλη η υπόλοιπη επί του θέματος νομολογία δεν εξηγείται σε αυτές με συγκριτική θεώρηση για στήριξη του λόγου τους. Προσεγγίζω λοιπόν το ζήτημα στη βάση της επικρατέστερης, καθώς την αντιλαμβάνομαι, άποψης ότι και σε αυτή τη δικαιοδοσία ο λόγος της δικαστικής απόφασης διαπλάθει το δίκαιο.

Με αυτό ως δεδομένο εγείρεται ακολούθως το κατά πόσο η νομολογιακή μεταβολή του δικαίου αποτελεί ή όχι λόγο για επανεξέταση. Στην πρόσφατη απόφαση μου στη Μιχάλης Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 221, υπέδειξα ότι η μεταβολή του νομικού καθεστώτος με την έκδοση νέου κανονισμού επέβαλλε επανεξέταση θέματος σε σχέση με το οποίο είχε προηγουμένως ληφθεί απορριπτική διοικητική απόφαση. Επανεξέταση σημαίνει, βέβαια, νέα έρευνα. Αναφέρθηκα σχετικά στην εξής περικοπή από το "Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων" (έκδ. 1951) του Στασινόπουλου, στη σελ. 126 όπου επισημαίνεται ότι:

"Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων..."

Έτσι, όχι μόνο το πραγματικό αλλά και το νομικό στοιχείο δικαιολογεί την επανεξέταση εφόσον είναι ουσιώδες και νέο. Η παρούσα περίπτωση κρίνεται με αναφορά στο δεύτερο. Το κατά πόσο πρόκειται ή όχι περί νέου νομικού στοιχείου σχετίζεται με τον τρόπο μεταβολής του δικαίου. Η νομοθεσία που αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο έχει μόνο μελλοντική ισχύ εκτός εάν προβλέπεται αλλιώς. Τουναντίον, καθώς υπέδειξα στη Μαυρογένης (ανωτέρω) με αναφορά σε αυθεντίες, η διά νομολογίας διάπλαση έχει, στο σύστημα μας, πάντοτε αναδρομική ισχύ. Που σημαίνει ότι το δίκαιο ήταν εξ αρχής όπως διακηρύχθηκε με την τελευταία δικαστική απόφαση. Συνεπώς δεν προκύπτει σε τέτοια περίπτωση νέο νομικό στοιχείο.

Κατά την άποψη μου ορθά ήταν που απορρίφθηκε το αίτημα για επανεξέταση. Ακολουθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να ήταν παρά μόνο βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ως προς τα έξοδα, ενόψει της πρωτοτυπίας του εγερθέντος ζητήματος, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο