ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 909
11 Απριλίου, 1997
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 268/96)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Επιβολή — Ένσταση—Δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς την ένσταση ενώπιον του Υπουργού δυνάμει του Άρθρου 52 του Ν.246/90 κάποια ένσταση προς τον ίδιο τον Έφορο που διενήργησε την βεβαίωση — Τέτοια ένσταση δεν αναστέλλει την προθεσμία προσφυγής κατά της επιβολής.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστή σε αντίθεση προς βεβαιωτική πράξη — Νέα έρευνα — Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε σωρευτικά το περιεχόμενο διαδοχικών επιστολών αναφερομένων στην φορολογική της υποχρέωση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η απόφαση της 18 Δεκεμβρίου 1995 επέφερε το έννομο αποτέλεσμα της βεβαίωσης φόρου και ήταν αυτοτελής εκτελεστή διοικητική πράξη που τελειώθηκε έκτοτε. Αυτό είναι που υποδηλώνει το περιεχόμενο της στο οποίο περιλαμβάνεται και υπόμνηση πως το ποσό που βεβαιώθηκε ως οφειλόμενος φόρος αποτελεί αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία. Η πρωτοβουλία των αιτητών να ζητήσουν επανεξέταση από τον ίδιο τον Έφορο, η οποία, ας σημειωθεί, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την υποβολή ένστασης προς τον Υπουργό, όπως προβλέπει το Άρθρο 52 του Νόμου, δεν αλλοιώνει τη φύση της και δεν αίρει τον εκτελεστό της χαρακτήρα. Αφού δε ως απλή αίτηση θεραπείας δεν διακόπτει ή αναστέλλει την προθεσμία των 75 ημερών που τάσσει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος (βλ. Larkos ν. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189), το Δικαστήριο δε συμφωνεί με την εισήγηση των αιτητών. Εκπροθέσμως προσβάλλεται η απόφαση της 18 Δεκεμβρίου 1995 και η προσφυγή, στην έκταση που αναφέρεται σ' αυτή, είναι απαράδεκτη γι' αυτό το λόγο.
2. Απομένει ως ξεχωριστό το ζήτημα της φύσης της απόφασης ημερομηνίας 25.1.96. Το ερώτημα είναι αν συνιστά αφ' εαυτής εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο.
Το σημειώνει και ο Έφορος στην επιστολή του ημερομηνίας 25.1.96 πως "κανένα επιπρόσθετο στοιχείο δεν προσκομίστηκε" και πράγματι δεν διακρίνεται νέο στοιχείο που συνυπολογίστηκε ή έστω προτάθηκε. Η απόφαση αφορούσε στις φορολογικές περιόδους από 1.7.92 - 30.6.95 και η διαπίστωση του Εφόρου πως οι στατιστικές των λογιστών των αιτητών αφορούσαν σε δυο μή επίδικες φορολογικές περιόδους, δεν αμφισβητείται. Οι ίδιοι δε οι λόγοι ακυρότητας που αναπτύχθηκαν αναφέρονται στην ορθότητα ή στο ασφαλές των στοιχείων που χρησιμοποίησε ο Έφορος κατά την έκδοση της πρώτης απόφασης.
Η απόφαση της 25.1.96 ήταν βεβαιωτική και αυτή την πραγματικότητα δεν τη μεταβάλλει το γεγονός ότι οι λογιστές εισηγήθηκαν δειγματοληπτικό έλεγχο της φύσης που εξειδίκευσαν. Αν η έρευνα που είχε ήδη διεξαχθεί ή αν τα στοιχεία που συνυπολόγισε ο Έφορος ήταν εσφαλμένα ή ανασφαλή, θα υπήρχε λόγος ακυρότητας της απόφασης της 18.12.95 που στηρίχτηκε σ' αυτά, εφόσον αυτή προσβαλλόταν εμπροθέσμως.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189,
Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον των αποφάσεων του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που αναφέρονται στις επιστολές του ημερομηνιας 18 Δεκεμβρίου, 1995 και 25 Ιανουαρίου, 1996 με τις οποίες πληροφορούσε τους αιτητές ή προέβη σε βεβαίωση φόρου δυνάμει του Άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90).
Α. Δημητριάδης, για τους Αιτητές.
Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, με επιστολή του ημερομηνίας 18 Δεκεμβρίου 1995, πληροφόρησε τους αιτητές πως προέβη σε βεβαίωση φόρου ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, δυνάμει του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90).
Αντί άλλης ενέργειας, με επιστολή των λογιστών τους ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 1996, οι αιτητές ζήτησαν επανεξέταση και τροποποίηση της απόφασης που είχε ληφθεί, για λόγους που προσδιόρισαν. Ο Έφορος, με την επιστολή του ημερομηνίας 25.1.96 απέρριψε την πρόταση των αιτητών τους οποίους και κάλεσε να συμμορφωθούν προς το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής του.
Οι αιτητές προσβάλλουν την "απόφαση και/ή αποφάσεις και/ή πράξεις του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που αναφέρονται στις επιστολές τους ημερομηνίας 18 Δεκεμβρίου 1995 και 25.1.96" και εγείρεται, ως πρώτο, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής.
Είναι η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση πως εκπροθέσμως προσβάλλεται η απόφαση της 18 Δεκεμβρίου 1995 (η προσφυγή ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 1996) και πως η απόφαση της 25.1.96 ήταν απλώς βεβαιωτική της πρώτης. Οι αιτητές σημειώνουν πως δεν αναφέρεται στην επιστολή της 25.1.96 ούτε και προκύπτει από το περιεχόμενό της πως ήταν βεβαιωτική και, συνεπώς, "η απόφαση του Εφόρου λήφθηκε και/ή τελειώθηκε στις 25.1.96 και κατά συνέπεια η καταχώριση της προσφυγής στις 8.4.96 δεν είναι εκπρόθεσμη".
Η απόφαση της 18 Δεκεμβρίου 1995 επέφερε το έννομο αποτέλεσμα της βεβαίωσης φόρου και ήταν αυτοτελής εκτελεστή διοικητική πράξη που τελειώθηκε έκτοτε. Αυτό είναι που υποδηλώνει το περιεχόμενό της στο οποίο περιλαμβάνεται και υπόμνηση πως το ποσό που βεβαιώθηκε ως οφειλόμενος φόρος αποτελεί αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία. Η πρωτοβουλία των αιτητών να ζητήσουν επανεξέταση από τον ίδιο τον Έφορο, η οποία, ας σημειωθεί, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την υποβολή ένστασης προς τον Υπουργό, όπως προβλέπει το άρθρο 52 του Νόμου, δεν αλλοιώνει τη φύση της και δεν αίρει τον εκτελεστό της χαρακτήρα. Αφού δε ως απλή αίτηση θεραπείας δεν διακόπτει ή αναστέλλει την προθεσμία των 75 ημερών που τάσσει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος (βλ. Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189), δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση των αιτητών. Εκπροθέσμως προσβάλλεται η απόφαση της 18 Δεκεμβρίου 1995 και η προσφυγή, στην έκταση που αναφέρεται σ' αυτή, είναι απαράδεκτη γι' αυτό το λόγο.
Απομένει ως ξεχωριστό το ζήτημα της φύσης της απόφασης ημερομηνίας 25.1.96. Το ερώτημα είναι αν συνιστά αφ' εαυτής εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο. Η επιχειρηματολογία των αιτητών είναι σύντομη και τη μεταφέρω αυτούσια:
"Είναι γεγονός ότι η απόφαση ημερ. 25.1.96 επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της απόφασης ημερ. 18.12.95 αλλά αν συγκρίνει κανείς το περιεχόμενο των δυο πιο πάνω επιστολών πολύ εύκολα θα αντιληφθεί ότι η απόφαση ημερ. 25.1.96 δεν είναι απλά επιβεβαιωτική της απόφασης ημερ. 18.12.95 αλλά περιέχει νέα στοιχεία τα οποία είναι φανερό ότι προέκυψαν μετά από επανεξέταση της υπόθεσης των Αιτητών, αφού λήφθηκε υπόψη η επιστολή - ένσταση του Λογιστή τους ημερ. 16.1.96".
Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρθηκαν στη νομολογία πάνω στο θέμα με έμφαση στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, ιδιαίτερα στο πιο κάτω απόσπασμα:
"Έτσι, σύμφωνα με την νομολογία, γενικά νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Το νέο υλικό που χρησιμοποιείται κρίνεται αυστηρώς γιατί δεν πρέπει αυτός που έχει απωλέσει την προθεσμία δια την προσβολή μιας εκτελεστής πράξεως, να μπορεί να καταστρατηγεί αυτή την προθεσμία με την δημιουργία νέας πράξεως, η οποία "εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας έρευνας, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων".
Προτείνουν οι καθ' ων η αίτηση πως η απόφαση της 25.1.96 δεν ήταν το αποτέλεσμα νέας έρευνας με βάση νέα στοιχεία που προηγουμένως ήσαν άγνωστα στον Έφορο, πως η επιστολή των λογιστών των αιτητών περιέχει απλώς τις απόψεις ή τους ισχυρισμούς τους "αναφορικά με κάποιο στοιχείο της Βεβαίωσης Φόρου που λήφθηκε υπόψη" και πως η απάντηση του Εφόρου τους πληροφορεί μόνο για τους λόγους για τους οποίους οι ισχυρισμοί των λογιστών ήταν κατά τη γνώμη του, λανθασμένοι.
Η ένσταση που διατύπωσαν οι λογιστές αφορούσε στην εκτίμηση του Εφόρου ως προς τα θετικού συντελεστή αποθέματα τους. Θεωρήθηκε πως αυτά αντιπροσώπευαν το 49% του συνόλου και η θέση τους ήταν πως, σύμφωνα με τις δικές τους στατιστικές για την περίοδο Ιουλίου - Δεκεμβρίου 1995 που επισύναψαν, η ορθή αναλογία ήταν 44% θετικού και 56% μηδενικού συντελεστή. Και για να επιβεβαιωθεί η άποψη τους, ζήτησαν τη διεξαγωγή δειγματοληπτικού ελέγχου.
Ο Έφορος, με την απάντησή του, απέρριψε το συσχετισμό των στατιστικών των λογιστών προς το θέμα και κάλεσε τους αιτητές να συμμορφωθούν προς την απόφαση της 18.12.95. Επισήμανε πως οι υπολογισμοί των λογιστών "έγιναν με βάση τα στοιχεία που αφορούν δυο μόνο φορολογικές περιόδους, οι οποίες αφορούν περίοδο που δεν καλύπτεται από τη βεβαίωση φόρου και την υπό εξέταση φορολογική περίοδο" και παρέπεμψε στα στοιχεία που χρησιμοποίησε. Προέρχονταν από τα βιβλία και αρχεία των αιτητών για περίοδο δυο ετών, δηλαδή 8 φορολογικών περιόδων. Πρόσθεσε πως αν γινόταν δεκτή η άποψη των λογιστών θα προέκυπτε υποχρέωση καταβολής ακόμα μεγαλύτερου ποσού αλλά δεν συζητήθηκε η υπόθεση κάτω από τέτοιο πρίσμα και δεν θα επεκταθώ σ' αυτά.
Το σημειώνει και ο Έφορος στην επιστολή του ημερομηνίας 25.1.96 πως "κανένα επιπρόσθετο στοιχείο δεν προσκομίστηκε" και πράγματι δεν διακρίνω νέο στοιχείο που συνυπολογίστηκε ή έστω προτάθηκε. Η απόφαση αφορούσε στις φορολογικές περιόδους από 1.7.92 - 30.6.95 και η διαπίστωση του Εφόρου πως οι στατιστικές των λογιστών των αιτητών αφορούσαν σε δυο μή επίδικες φορολογικές περιόδους, δεν αμφισβητείται. Οι ίδιοι δε οι λόγοι ακυρότητας που αναπτύχθηκαν αναφέρονται στην ορθότητα ή στο ασφαλές των στοιχείων που χρησιμοποίησε ο Έφορος κατά την έκδοση της πρώτης απόφασης.
Η απόφαση της 25.1.96 ήταν βεβαιωτική και αυτή την πραγματικότητα δεν τη μεταβάλλει το γεγονός ότι οι λογιστές εισηγήθηκαν δειγματοληπτικό έλεγχο της φύσης που εξειδίκευσαν. Αν η έρευνα που είχε ήδη διεξαχθεί η αν τα στοιχεία που συνυπολόγισε ο Έφορος ήταν εσφαλμένα ή ανασφαλή, θα είχαμε λόγο ακυρότητας της απόφασης της 18.12.95 που στηρίχτηκε σ' αυτά, εφόσον αυτή προσβαλλόταν εμπροθέσμως.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.