ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 884

9 Απριλίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 791/93)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΩΓΑΚΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 383/94)

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΤΣΙΑΜΠΙΡΤΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 791/93, 383/94)

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Το ζήτημα της δυνατότητας αντικατάστασης του Προϊσταμένου από άλλον λειτουργό στο έργο των συστάσεων—Η πορεία της νομολογίας και τα πρόσφατα πορίσματα — Η ανάδειξη του στοιχείου του αντικειμενικού ανυπέρβλητου κωλύματος του Προϊσταμένου ως παράγοντα που μπορεί να καταστήσει την παρέκκλιση από το νόμο συγγνωστή —Περιστάσεις του κωλύματος του Προϊσταμένου στην κριθείσα περίπτωση — Ο εξαιρετέος από τη διαδικασία Προϊστάμενος καλώς δεν προέβη ο ίδιος σε συστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι Προαγωγές Σύσταση Προϊσταμένου Αιτιολογία Βαρύτητα της σύστασης κατ' αναλογίαν της αιτιολογίας.

Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στην θέση Διοικητικού Λειτουργού Α'.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Η πρόσφατη απόφαση Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, έχει εμπεδώσει την αρχή του αντικειμενικού κωλύματος ως παράγοντα που επιτρέπει την παρέκκλιση δεδομένου ότι αυτό είναι ανυπέρβλητο. Η περίπτωση μπορεί να παραλληλιστεί ή ίσως να εξομοιωθεί με την υπόθεση Αλίκη Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057, που έκρινε ότι ήταν συγχωρητή η μη συμμόρφωση με διατάξεις νόμου λόγω της αρχής της "πραγματικής αδυναμίας" τήρησής τους. Στην περίπτωση αυτή, το εμπόδιο του Διευθυντή ήταν αξεπέραστο με την έννοια ότι η συμμετοχή του στην προαγωγική διαδικασία θα παραβίαζε βασικές νομικές αντιλήψεις. Αυτή κατά την άποψη του Δικαστηρίου, είναι η αληθινή ερμηνεία των σκέψεων της απόφασης Στυλιανίδης, ανωτέρω. Δεν επικροτείται ως νομικά δόκιμη η εκχώρηση εξουσίας του Άρθρου 35(4) αυτή καθαυτή, αλλά προκρίνεται ως συγχωρητή επιλογή "λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος". Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τη νομολογία.

2. Όλα τα επιχειρήματα που στοχεύουν στην κατάρριψη της νομιμότητας της σύστασης δεν έχουν τη θέση τους αναφορικά με την ενδιαφερόμενη, που δεν συστήθηκε.

Η εισήγηση για την προαγωγή του άλλου ενδιαφερομένου παρόλο που είναι κάπως εκτεταμένη, δεν προσδιορίζει με την απαιτούμενη καθαρότητα τους λόγους για τους οποίους ξεχωρίζει από τους πολλούς άλλους υποψηφίους. Ό,τι αναφέρθηκε στη σύσταση συνιστά, όπως διαπίστωσε και η Ε.Δ.Υ. γενικότητες γι' αυτό και τη θεώρησε "μη επαρκή". Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδωσε σ' αυτή - και το μνημονεύει στο πρακτικό της επίδικης απόφασης - τη βαρύτητα που πρέπει να έχει η σύσταση σαν στοιχείο αξιολογικού χαρακτήρα, όπως την καθιέρωσε ο νόμος και η νομολογία.

Η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, εφόσον δε θεώρησε τη σύσταση αξιόπιστα αιτιολογημένη, να μη της δώσει τη σημασία που επιφυλάσσει γιαυτήν η νομολογία. Ήταν θεμιτή η ενέργεια της. Και τέτοια ορθολογική αντιμετώπιση επικροτήθηκε σε άλλες όμοιες περιπτώσεις που διαπιστώθηκε ότι πάσχει η σύσταση.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Καμένος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 404,

Στυλιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 606,

Στυλίανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995)4 Α.Α.Δ. 1873,

Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1971,

Piperi and Others v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1306,

Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274,

Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057,

Πουλλή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 3885,

Κοφτερού ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 181,

Οικονόμου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3716,

Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56,

Γρηγοροπούλου ν. Ε.Ε.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3322,

Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 213.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α' αντί των Αιτητών.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 791/93.

Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 383/94.

Λ. Κουρσουμπά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Διευκρινίζεται εξαρχής ότι το διάταγμα συνεκδίκασης, που εκδόθηκε στις 5/7/94, περιλάμβανε, εκτός των κρινόμενων και τις προσφυγές με αρ. 313/94 και 324/94. Οι τελευταίες όμως απορρίφθηκαν, αφού προηγουμένως οι δικηγόροι των αιτητών τις είχαν αποσύρει. Θα μπορούσε ακόμα να λεχθεί ότι η νεώτερη προσφυγή αρ. 383/94 έχει προκύψει από χωρισμό δικογράφου σε άλλη διαδικασία (προσφυγή αρ. 937/93).

Ο αιτητής στην 791/93 προσβάλλει την προαγωγή (κατά πλειοψηφία) της ενδιαφερόμενης Σ. Κακουλλή στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α', που δημοσιεύθηκε στις 17/9/93 στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η προσφυγή κατά του ενδιαφερόμενου αρ. 2 Α. Χριστοδουλίδη αποσύρθηκε από το δικηγόρο του αιτητή και το δικαστήριο την απέρριψε στις 5/7/94, επικυρώνοντας την προαγωγή του αναφορικά με αυτόν τον αιτητή. Με την ίδια ευκαιρία πληρώθηκε και δεύτερη θέση στην οποία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ. ή η Επιτροπή) διόρισε (ομόφωνα στην περίπτωση του) τον Α. Χριστοδουλίδη. Διευκρινίζεται ότι ο αιτητής στην 383/94 στρέφεται εναντίον των προαγωγών και των δύο ενδιαφερόμενων μερών.

Ο κύριος λόγος ακυρότητας, που πρόβαλαν οι δικηγόροι και των δύο αιτητών, αφορά τη νομιμότητα των συστάσεων για προαγωγή προς την Επιτροπή. Η μία όψη του ζητήματος είναι ότι τις συστάσεις δεν έκαμε ο Προϊστάμενος του Τμήματος, που στην περίπτωση αυτή είναι ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, όπως ορίζει το άρθρ. 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 όπως τροποποιήθηκε, αλλά εκπρόσωπος του. Κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της Επιτροπής παραβρέθηκε ο Πρώτος Διοικητικός Λειτουργός κ. Λ. Χρυσοχός, που είναι ο δεύτερος τη τάξει στο Τμήμα, τον οποίο ο Διευθυντής εξουσιοδότησε γραπτώς να τον εκπροσωπήσει. Στο σχετικό του έγγραφο, ημερ. 23/8/93, ο Διευθυντής ανέφερε - και δεν αμφισβητήθηκε - ότι είχε κώλυμα να παραστεί "που οφείλεται σε συγγένεια μου με υποψήφιο". Έχει αποσαφηνιστεί ότι πρόκειται για τη θυγατέρα του που ήταν υποψήφια για τη μία από τις δύο θέσεις.

Το θέμα της εκπροσώπησης του Προϊστάμενου Τμήματος για τους σκοπούς του άρθρ. 35(4) είχε διχάσει τη νομολογία. Στις αποφάσεις στις Ανδρέας Καμένος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 404 και Φιλάρετος Στυλιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 606, έγινε δεκτό ότι οι συστάσεις εκπροσώπου ήταν νόμιμες εξαιτίας κωλύματος που πρόβαλε ο οικείος Διευθυντής ότι είχε άλλη ειλημμένη υποχρέωση. Οι μεταγενέστερες όμως αποφάσεις Φιλάρετος Στυλιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1873 και Ιωάννης Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1971, εξέτασαν το ίδιο θέμα υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Οι οικείες διοικητικές πράξεις ακυρώθηκαν γιατί σημειώθηκε παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες δεν παρέχουν την ευχέρεια μεταβίβασης της σχετικής αρμοδιότητας σε άλλο αξιωματούχο.

Επισημαίνεται ότι περίπτωση αντικατάστασης είχε αχθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην παλαιότερη υπόθεση Piperi & Others v. The Republic (1984) 3 (Β) C.L.R. 1306. Η απόφαση δέχθηκε ότι Ανώτερος Λειτουργός Τμήματος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων νόμιμα παρέστη, ύστερα από εξουσιοδότηση, και προέβη σε εισήγηση για προαγωγή, δοθέντος ότι χήρευε η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου απουσίαζε στο εξωτερικό. Ωστόσο, το δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι δεν προέβη σε ολοκληρωμένη και εξαντλητική ερμηνεία κάθε πτυχής του άρθρ. 44(3) του Ν. 33/67, δηλαδή, της προϊσχύουσας νομοθεσίας. Κρίθηκε ότι υπό τις συνθήκες δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου αυτού. Αυτό προκύπτει από την παρατήρηση του δικαστηρίου στη σελ. 1313:

"We do not intend to deal exhaustively, on the present occasion, with the correct construction and application of the relevant provisions in section 44 (3) of Law 33/67, since we have reached the conclusion that in the particular circumstances of the present cases there has been substantial compliance with the said section 44(3) in a manner compatible with its provisions."

Πρέπει να λεχθεί πως, όταν εκδικάζονταν οι προσφυγές αυτές, εκκρεμούσε η Α.Ε. 2157 που άσκησε η Δημοκρατία στην προσφυγή 518/94, ανωτέρω. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, με τη συμφωνία των άλλων πλευρών, ζήτησε την αναβολή επ' αόριστον των υποθέσεων αυτών με την προοπτική ότι η απόφαση της Ολομέλειας θα λύσει οριστικά και σφαιρικά τα ζητήματα που συνδέονται με το υπό συζήτηση θέμα. Παρεμπιπτόντως, σε αυτό το λόγο οφείλεται κυρίως η καθυστέρηση στην περάτωση της ακρόασης.

Η απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Φιλάρετου Στυλιανίδης κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ.274. Έγινε δεκτό κατά βάση το σκεπτικό των νεώτερων αποφάσεων που προεκθέσαμε ότι δε χωρεί και δεν είναι επιτρεπτή μεταβίβαση της αρμοδιότητας από τον αξιωματούχο στον οποίο το άρθρ. 35(4) εναπόθεσε την εξουσία των συστάσεων για προαγωγή. Το βασικό δεδομένο της ήταν πως τη σύσταση δεν έκαμε ο Προϊστάμενος αλλά ο Πρώτος Διοικητικός Λειτουργός. Ο Προϊστάμενος δεν παρέστη λόγω άλλων υπηρεσιακών υποχρεώσεων. Η δικαιολογία κρίθηκε ανεπαρκής και απορρίφθηκε.

Επικυρώνοντας την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση η Ολομέλεια έκαμε την εξής παρατήρηση που εμπεριέχει το βασικό κανόνα:

"Αναφορικά με την ειδική διάταξη που μας απασχολεί, έχουμε τη γνώμη πως η μοναδική περίπτωση που μπορεί να γίνουν οι συστάσεις από άλλο λειτουργό, εκτός από τον Προϊστάμενο του Τμήματος, είναι όταν η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει ή ο ίδιος απουσιάζει από τα καθήκοντα του λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος και πάντοτε εφόσον ορίζεται λειτουργός που ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Τμήματος."

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι το στοιχείο της συγγένειας διαφοροποιεί την παρούσα και δικαιολογεί την πορεία που ακολουθήθηκε. Οι δικηγόροι των αιτητών αντέκρουσαν την άποψη, επιμένοντας ότι ο νόμος δεν παρείχε, υπό τις περιστάσεις, την ευχέρεια αντικατάστασης του Προϊσταμένου. Ο δε κ. Αγγελίδης υπέβαλε, πρόσθετα, ότι ενδεχομένως το ζήτημα που ανέκυψε θα μπορούσε να επιλυθεί είτε από την Ε.Δ.Υ. απευθείας, με βάση τις εξουσίες του αρθρ. 17, που της παρέχουν την ευχέρεια να καλεί οποιοδήποτε δημόσιο λειτουργό που μπορεί να τη βοηθήσει στο έργο της, είτε με την εμπλοκή στη διαδικασία του άρθρ. 35(4) των κορυφαίων στελεχών της ιεραρχίας ως, λ.χ., του Γενικού Διευθυντή. Περαιτέρω, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η αναφορά από την κα Κουρσουμπά στην προγενέστερη νομολογία, που ερμήνευσε το άρθρ. 44 (3) του ν. 33/67, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση που έχουμε νέα νομοθετική πρόνοια.

Με αφορμή την τελευταία αυτή εισήγηση, παρατηρώ ότι η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι η νεώτερη διάταξη απαιτεί αντί συστάσεις, αιτιολογημένες συστάσεις. Θα μπορούσε όμως να ειπωθεί ότι η φιλοσοφία των δύο άρθρων είναι βασικά η ίδια. Μάλιστα η νέα διάταξη εναρμονίστηκε βασικά με τη νεώτερη τάση της νομολογίας για αιτιολογημένη σύσταση που είχε εκδηλωθεί πριν τη θέσπιση της νέας νομοθεσίας. Κατά συνέπεια μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση από τη νομολογία της εποχής του αρθρ. 44(3) δεδομένου ότι, όπως παρατηρεί η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2157, ανωτέρω, "οι διατάξεις του οποίου (άρθρ. 44(3) του Ν. 33/67) ήσαν σχεδόν πανομοιότυπες με αυτές του άρθρ. 35(4) του ισχύοντος νέου Νόμου".

Έχω την άποψη ότι η πρόσφατη απόφαση Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, έχει εμπεδώσει την αρχή του αντικειμενικού κωλύματος ως παράγοντα που επιτρέπει την παρέκκλιση δεδομένου ότι αυτό είναι ανυπέρβλητο. Η περίπτωση μπορεί να παραλληλιστεί ή ίσως να εξομοιωθεί με την υπόθεση Αλίκη Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057, που έκρινε ότι ήταν συγχωρητή η μη συμμόρφωση με διατάξεις νόμου λόγω της αρχής της "πραγματικής αδυναμίας" τήρησης τους. Στην περίπτωση μας το εμπόδιο του Διευθυντή ήταν αξεπέραστο με την έννοια ότι η συμμετοχή του στην προαγωγική διαδικασία θα παραβίαζε βασικές νομικές μας αντιλήψεις. Αυτή πιστεύω είναι η αληθινή ερμηνεία των σκέψεων της απόφασης Στυλιανίδης, ανωτέρω. Δεν επικροτείται ως νομικά δόκιμη η εκχώρηση εξουσίας του άρθρ. 35(4) αυτή καθαυτή, αλλά προκρίνεται ως συγχωρητή επιλογή "λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος". Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με την παραπάνω συνοπτική έρευνα της νομολογίας μας.

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την άλλη όψη του επιχειρήματος νομιμότητας: ότι η σύσταση καθαυτή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κατά παράβαση του άρθρ. 35(4). Το λόγο αυτό ακυρότητας προώθησαν οι δικηγόροι των δύο αιτητών με αρκετές παραπομπές στη νομολογία. Ας σημειωθεί ότι ο κ. Χρυσοχός σύστησε τον ενδιαφερόμενο Α. Χριστοδουλίδη και τρίτο υποψήφιο τον Π. Χριστοφόρου, που δεν είναι διάδικος. Δεν εισηγήθηκε όμως τη Σ. Κακουλλή. Επομένως η νομιμότητα της σύστασης του πρώτου δεν την αφορά. Και όλα τα επιχειρήματα του κ. Αγγελίδη που στοχεύουν στην κατάρριψη της νομιμότητας της σύστασης δεν έχουν τη θέση τους αναφορικά με την ενδιαφερόμενη, που, επαναλαμβάνω, δε συστήθηκε.

Θα συμφωνούσα ότι η εισήγηση για την προαγωγή του Α. Χριστοδουλίδη, παρόλο που είναι κάπως εκτεταμένη, δεν προσδιορίζει με την απαιτούμενη καθαρότητα τους λόγους για τους οποίους ξεχωρίζει από τους πολλούς άλλους υποψηφίους. Ό,τι αναφέρθηκε στη σύσταση συνιστά, όπως διαπίστωσε και η Ε.Δ.Υ. γενικότητες γιαυτό και τη θεώρησε "μη επαρκή". Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδωσε σ' αυτή - και το μνημονεύει στο πρακτικό της επίδικης απόφασης - τη βαρύτητα που πρέπει να έχει η σύσταση σαν στοιχείο αξιολογικού χαρακτήρα, όπως την καθιέρωσε ο νόμος και η νομολογία. Η Επιτροπή συγκεκριμένα παρατήρησε:

"... η σύσταση με όλη τη βαρύτητα που έχει δεν μπορεί να έχει την ίδια βαρύτητα όπως στις περιπτώσεις συστάσεων όπου οι υποψήφιοι ανήκουν οργανικά στο Τμήμα του οποίου ο προϊστάμενος ή ο εκπρόσωπος προβαίνει σε συστάσεις. Τούτο ενισχύεται, κατά την κρίση της Επιτροπής, και από το γεγονός ότι η αιτιολόγηση της σύστασης χαρακτηρίζεται σ' ένα βαθμό από γενικότητες και τη θεωρεί ως μη επαρκή."

Κατά βάση, λοιπόν, η κρίση της Επιτροπής στηρίχθηκε στα άλλα στοιχεία που είχε ενώπιον της. Παρόλο που αναφέρεται και στη σύσταση, ουσιαστικά δε μέτρησε. Αυτό είναι το πνεύμα των σχολίων που έκαμε η Επιτροπή και κατέγραψε στην απόφαση της.

Προσφυγή αρ. 383/94

Από τα στοιχεία των φακέλων, που αφορούν τον αιτητή στην προσφυγή 383/94, δεν προκύπτει ότι υπερτερεί σε ακαδημαϊκά προσόντα των δύο ενδιαφερομένων, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του. Μάλιστα η Σ. Κακουλλή έχει και μεταπτυχιακό τίτλο Μ.Α. στις Οικονομικές Επιστήμες από Καναδικό πανεπιστήμιο. Ούτε, αναφορικά με τα λοιπά κριτήρια, προκύπτει τέτοια εικόνα που να δημιουργεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή Χρ. Κατσια-μπίρτα έναντι των συναδέλφων του, που αποτελεί την προϋπόθεση για ανατροπή της προαγωγής.

Χρειάζεται μια αποσαφήνιση, νομικής υφής, προτού ολοκληρωθεί η εξέταση της προσφυγής αυτής. Η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, εφόσον δε θεώρησε τη σύσταση για τον Α. Χριστοδουλίδη αξιόπιστα αιτιολογημένη, να μη της δώσει τη σημασία που επιφυλάσσει γιαυτή η νομολογία. Ήταν θεμιτή πιστεύω η ενέργεια της. Και τέτοια ορθολογική αντιμετώπιση επικροτήθηκε σε άλλες όμοιες περιπτώσεις που διαπιστώθηκε ότι πάσχει η σύσταση: Βλέπε Ιωάννα Πουλλή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ.3885, η οποία επικροτήθηκε στην Πόλα Κοφτερού ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 181.

Προσφυγή αρ. 791/93

Ο αιτητής όπως και η Σ. Κακουλλή δε συστήθηκαν. Το μόνο στοιχείο που η τελευταία υστερεί είναι εκείνο της αρχαιότητας. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η αρχαιότητα αυτή προκύπτει από τη χρονολογία πρόσληψης τους και όχι από την τελευταία θέση που κατείχαν. Συγκεκριμένα ο αιτητής διορίστηκε προσωρινός Διοικητικός Λειτουργός 3ης τάξης στις 15/11/76, ενώ η Κακουλλή στις 2/5/78. Έχουμε δηλαδή αρχαιότητα κατά 1 1/2χρόνο. Ανάγεται όμως στο απώτερο παρελθόν. Και είναι ασφαλώς ήσσονος σημασίας: Βλέπε Οικονόμου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3716, Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Γρηγοροπούλου ν. Ε.Ε.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3322 και Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 213. Ως προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις ο αιτητής κρίθηκε "εξαίρετος" από το 1985-1989 και "πολύ ικανοποιητικός" τα έτη 1990 και 1991. Η Σ. Κακουλλή βαθμολογήθηκε ως "εξαίρετη" από το 1983-1990, πλην του 1988 που βαθμολογήθηκε ως "λίαν καλή" και το 1991 "πολύ ικανοποιητική".

Αναφορικά με τα προσόντα, που έχουν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, ο αιτητής διαθέτει ΒΑ στη Δημόσια Διοίκηση του Αμερικανικού πανεπιστημίου της Βηρυτού, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Κακουλλή δίπλωμα, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Και, όπως προελέχθη, μεταπτυχιακό τίτλο Master στις Οικονομικές Επιστήμες. Άλλωστε σε αυτά, μεταξύ άλλων, βασίστηκε η ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. γιατί δεν προτίμησε το συστηθέντα Π. Χριστοφόρου.

Υπό το πρίσμα των δεδομένων, που δε θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω σε πλήρη έκταση, η επίδικη απόφαση ήταν λογικά εφικτή. Οι προσφυγές απορρίπτονται. Δε θα επιδικάσω έξοδα.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο