ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 547
27 Φεβρουαρίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΕΑΡΧΟΣ ΠΑΛΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 396/95, 397/95)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Υπηρεσιακές Εκθέσεις — Το ζήτημα της σύνταξης τους από διαφορετικούς αξιολογούντες.
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Όροι νομιμότητος — Προσωπική γνώση — Πληροφορίες — Σύγκριση των υποψηφίων — Αναφορά σε ιδιότητες και ικανότητες.
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Τεκμήριο νομιμότητας — Προαγωγές — Τεκμήριο ως προς την κατοχή προσόντων της προηγούμενης θέσης — Το τεκμήριο αμάχητο.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Συμβούλους ή Γενικούς Προξένους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Είναι νομολογημένο ότι παρόλο που οι εκθέσεις (αξιολογήσεις) των υποψηφίων έγιναν από διαφορετικούς λειτουργούς και συνεπώς δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται πάντοτε από τους ίδιους λειτουργούς, εντούτοις παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων.
2. Ο Προϊστάμενος Τμήματος δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, αφού μπορεί να πάρει πληροφορίες από άλλους προϊσταμένους τους, οι οποίες πληροφορίες δεν απαιτείται ούτε να καταγράφονται.
Επίσης όπως έχει νομολογηθεί, η προσωπική γνώση Διευθυντή για τους υποψηφίους πρέπει να καταγράφεται μόνο όταν είναι αντίθετη ή συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου.
Ακόμη η έλλειψη σύγκρισης των ενδιαφερόμενων μερών με τους αιτητές από μέρους του Διευθυντή δεν είναι από τα στοιχεία που απαιτεί η νομολογία μας. Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και συγκρίνει όλους τους υποψηφίους.
Η θέση των αιτητών περί εξωγενών και γενικών στοιχείων δεν ευσταθεί. Ένα στοιχείο το οποίο απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομο ή και εξωγενές. Όλοι οι χαρακτηρισμοί οι απευθυνόμενοι προς το πρόσωπο των ενδιαφερομένων από το Διευθυντή προκύπτουν από τους φακέλους και τις ετήσιες εκθέσεις τους. Ανάλογη αντιμετώπιση έγινε και στην απόφαση του Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη στην υπόθεση Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360.
Αυτό το οποίο συνέβη είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν στηρίχτηκε μόνο στην προσωπική του γνώση, αλλά ανέλυσε τις απόψεις του για τους υποψηφίους και εξήγησε με λεπτομέρεια τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για τους υποψηφίους που σύστησε στα πλαίσια αιτιολόγησης της σύστασης του.
3. Δύο εκ των ενδιαφερομένων μερών διορίστηκαν στη θέση Ακολούθου από 8 Νοεμβρίου 1985, που έχει ως απαιτούμενο προσόν "την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας". Συνεπώς υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ότι τα δύο αυτά ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζής (1992) 3 Α.Α.Δ. 422.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Ανδρέου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,
Παπαδόπουλος ν. Ε .Δ.Υ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1070,
Παπαδόπουλος και Άλλοι ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 902,
Δημοκρατία ν. Σαββίδη και Άλλον (1995) 3 Α.Α.Δ. 69,
Λύωνα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,
Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,
Απέητος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64,
Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360,
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Σκουφάρης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 467,
Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση της ΕΔΥ με την οποία προήχθηκαν στη θέση του Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β', Εξωτερικές Υπηρεσίες, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των αιτητών.
Α. Νεοφύτου για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Αιτητές.
Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ' ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 24/2/95 και με την οποίαν προήχθηκαν στην θέση του Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β' (Τακτικός Προϋπολογισμός), Εξωτερικές Υπηρεσίες, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, ως ο επισυνημμένος κατάλογος, από 1/2/95, αντί ή/και στην θέση του Αιτητή είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος."
Η συνεκδίκαση των πιο πάνω προσφυγών κρίθηκε αναγκαία γιατί παρουσιάζουν κοινά γεγονότα και νομικά σημεία.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 5 Σεπτεμβρίου 1994 προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ζήτησε την πλήρωση τεσσάρων κενών θέσεων Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β' στην Εξωτερική Υπηρεσία.
Η θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β', Εξωτερικές Υπηρεσίες, είναι θέση προαγωγής.
Στη συνεδρία της καθ' ης η αίτηση Επιτροπής κρίθηκε ότι προ-άξιμοι υποψήφιοι ήσαν εννέα. Μεταξύ αυτών οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Παρέστη ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος, αφού είπε ότι γνώριζε προσωπικά όλους τους υποψηφίους και με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους καθώς και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, θεώρησε τους Δρουσιώτη Δημήτρη, Χατζημιχαήλ Μηνά, Ζωδιάτη Γεώργιο και Κακουρή Ανδρέα (τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα) ως τους καταλληλότερους και τους σύστησε για προαγωγή. Αφού αναφέρθηκε ξεχωριστά στον κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, είπε ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι αξιόλογοι υπάλληλοι. Αυτό όμως που έλαβε σοβαρά υπόψη ήταν οι δυνατότητες των ενδιαφερομένων να αναλάβουν τα καθήκοντα και τις ευθύνες της ανώτερης θέσης, στα οποία πίστευε ότι υπερτερούσαν οι συστηνόμενοι.
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της ουσιώδη στοιχεία, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους αξία, προσόντα, αρχαιότητα, τη σύσταση και τα αιτιολογικά που πρόβαλε ο Γενικός Διευθυντής, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε για προαγωγή ως τους πιο κατάλληλους. Ως ημερομηνία προαγωγής των ενδιαφερομένων ορίστηκε η 1 Φεβρουαρίου 1995 από την Ε.Δ.Υ.
Οι αιτητές επικαλούνται τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς για να επιτύχουν ακύρωση της επίδικης απόφασης:
1) Παράνομη, μεροληπτική και ανεπαρκώς αιτιολογημένη είναι η σύσταση του Διευθυντή.
2) Έκδηλη υπεροχή και καταλληλότητα τους - πρόσθετα και συναφή προσόντα.
3) Έλλειψη οποιασδήποτε ή και επαρκούς ή και νόμιμης αιτιολογίας.
4) Έλλειψη δέουσας έρευνας, ουσιώδης πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι συστάσεις του Διευθυντή είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες κατά παράβαση του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Αρ. 1/90. Επαρκώς αιτιολογημένη θεωρείται μόνον η σύσταση που αποκαλύπτει τα στοιχεία επί των οποίων αυτή βασίστηκε και τους λόγους προτίμησης των συστηθέντων σε αντιδιαστολή με τους μη συστηθέντες. Κάτι που δεν έγινε στην περίπτωση μας. Οι συστάσεις πάσχουν για διάφορους λόγους όπως υποστηρίζουν οι αιτητές.
Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στο σχόλιο του Διευθυντή ότι οι αιτιολογήσεις των υποψηφίων δεν αποτελούσαν "ενιαίο μέτρο κρίσης" γιατί "έγιναν από διαφορετικούς αξιολογούντες λειτουργούς/ομάδες αξιολόγησης". Αυτό ισχυρίζονται οδηγεί σε ουσιώδη πλάνη. Γιατί κλονίζει το τεκμήριο της ομοιομορφίας στον τρόπο σύνταξης των αξιολογήσεων των δημόσιων υπαλλήλων, όπως επίσης κλονίζει την εμπιστοσύνη των δημόσιων υπαλλήλων προς την αντικειμενικότητα και την ορθότητα των αξιολογήσεων τους. Αμφισβήτηση του τεκμηρίου αυτού από την ίδια τη διοίκηση συνιστά κακοπιστία και αντίφαση. Παραπέμπω δε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153 - βλ. σελ. 163. Παρατηρώ από τώρα ότι η επίκληση της πιο πάνω απόφασης είναι ανεπιτυχής γιατί η απόφαση αυτή αφορά διαφορετική προσέγγιση στην αξιολόγηση λειτουργών, στην περίπτωση που γίνεται όταν κάποιος είναι σε ψηλότερη θέση, και σύμφωνα με την οποία θεωρήθηκε ότι βαθμολογήθηκε αυστηρότερα.
Εξάλλου είναι νομολογημένο ότι παρόλο που οι εκθέσεις (αξιολογήσεις) των υποψηφίων έγιναν από διαφορετικούς λειτουργούς και συνεπώς δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται πάντοτε από τους ίδιους λειτουργούς, εντούτοις παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων. Βλέπε σχετικά τις αποφάσεις στις υποθέσεις Παπαδόπουλος ν. Ε.Δ.Υ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1070 - 1077, Ανδρέας Παπαδόπουλος και Άλλοι ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 902 και απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Λαζάρου Στέλιου Σαββίδη και Άλλου (1995) 3 Α.Α.Δ. 69.
Όπως φαίνεται από το πρακτικό της σύστασης του Διευθυντή (Παράρτημα 3 στη σελ. 45), οι αξιολογήσεις αυτές λήφθηκαν υπόψη όπως και όλα τα άλλα στοιχεία:
"Πριν προβώ στη σύσταση μου θέλω να τονίσω ότι οι αξιολογήσεις των υποψηφίων έγιναν από διαφορετικούς αξιολογούντες λειτουργούς/ομάδες αξιολόγησης και, γι' αυτό, προσπάθησα και έλαβα όλα τα στοιχεία υπόψη ώστε να εξασφαλιστεί ενιαίο μέτρο κρίσης."
Συνεπώς απορρίπτεται η εισήγηση αυτή των αιτητών.
Ακολουθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρότητας που προβάλλεται από τους αιτητές σχετικά με τις συστάσεις του Διευθυντή.
Το γεγονός ότι ο Διευθυντής προέβη στην επίδικη σύσταση αφού όπως ανέφερε "γνώρισε" και "έκρινε το έργο" των υποψηφίων και "πήρε επίσης πληροφορίες και από τους οικείους προϊσταμένους τους", κρίθηκε από τους αιτητές ως ανυπόστατο αφού κατά την άποψη τους ο Διευθυντής ουδέποτε γνώρισε, έκρινε το έργο των υποψηφίων και πήρε τις σχετικές πληροφορίες. Γιατί εν πάση περιπτώσει αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε ο Διευθυντής θα επέλεγε τους αιτητές, οι οποίοι είχαν εξαίρετες ετήσιες αξιολογήσεις και εξαίρετα σχόλια των προϊσταμένων τους. Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς για την αξία και τα προσόντα των αιτητών και η έλλειψη σύγκρισης τους, ισχυρίζονται ότι καθιστούν την επίδικη σύσταση ύποπτη σκοπιμότητας.
Και η πιο πάνω θέση των αιτητών αντικρούεται από τους καθ' ων και το δικηγόρο των ενδιαφερόμενων μερών. Ο ίδιος ο Διευθυντής διαψεύδει τα πιο πάνω και τονίζει ότι τους υποψηφίους τους γνωρίζει όλους προσωπικά είτε ως Γενικός Διευθυντής είτε ως Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής που διετέλεσε πολλές φορές είτε ως Διευθυντής Κυπριακού. Εξάλλου είναι γνωστή η αρχή που καθιέρωσε η νομολογία ότι ο Προϊστάμενος Τμήματος δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, αφού μπορεί να πάρει πληροφορίες από άλλους προϊσταμένους τους, οι οποίες πληροφορίες δεν απαιτείται ούτε να καταγράφονται. Βλέπε σχετικά απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου Γεώργιος Λύωνα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480 και Παπαϊωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713 - βλ. απόσπασμα από τις σελ. 720-721:
"... η αρμοδιότητα για τη σύσταση ανήκε στον προϊστάμενο του τμήματος. Η σύσταση ήταν δική του προσωπική ευθύνη. Διαμόρφωσε την άποψη του με βάση και τα όσα του ανάφεραν άλλοι λειτουργοί αλλά και πάλιν δεν κρίθηκε πως ήταν αναγκαία η παράθεση των απόψεων που άκουσε. Αντίθετα από όσα αποφασίστηκαν πρωτόδικα σε αριθμό υποθέσεων (Βλ. Themistokleous and another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1070, Yenakritou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2731, Χασάπης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 407, Φιλίππου ν. ΑΗΚ (1990) 3 Α.Α.Δ. 1441, θεωρήθηκε πως ο τρόπος αξιολόγησης από τον προϊστάμενο των απόψεων λειτουργών που συμβουλεύεται αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά."
Επίσης όπως έχει νομολογηθεί, η προσωπική γνώση Διευθυντή για τους υποψηφίους πρέπει να καταγράφεται μόνο όταν είναι αντίθετη ή συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου. Βλέπε απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Απέητος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64 - βλ. σελ. 75. Οι εξαίρετες εκθέσεις των αιτητών κατά την περίοδο 1986-1993 είναι κατ' αναλογία το ίδιο τουλάχιστον με τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Ακόμη η έλλειψη σύγκρισης των ενδιαφερόμενων μερών με τους αιτητές από μέρους του Διευθυντή δεν είναι από τα στοιχεία που απαιτεί η νομολογία μας. Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και συγκρίνει όλους τους υποψηφίους. (Βλ. Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318.)
Άλλο σκέλος του πιο πάνω ισχυρισμού αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Διευθυντής αιτιολογώντας τις συστάσεις του υπέρ των ενδιαφερομένων χρησιμοποίησε γενικούς ισχυρισμούς και αξιολογικές έννοιες τα οποία ούτε διευκρίνισε ούτε θεμελίωσε, όπως οι φράσεις π.χ. "ιδιαίτερες ικανότητες", "ενθουσιώδης .... ικανότατος","... έχει αξιόλογη δραστηριότητα". Και αναφέρεται στους επί μέρους χαρακτηρισμούς που έδωσε ο Διευθυντής για κάθε ενδιαφερόμενο.
Η θέση των αιτητών περί εξωγενών και γενικών στοιχείων δεν ευσταθεί. Ένα στοιχείο το οποίο απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομο ή και εξωγενές. Όλοι οι χαρακτηρισμοί οι απευθυνόμενοι προς το πρόσωπο των ενδιαφερομένων από το Διευθυντή προκύπτουν από τους φακέλους και τις ετήσιες εκθέσεις τους. Ανάλογη αντιμετώπιση έγινε και στην απόφαση του Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη στην υπόθεση Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Ο αιτητής ισχυρίζεται εξάλλου ότι σημεία στη σύσταση του Διευθυντή αποτελούν εισαγωγή εξωγενών στοιχείων κρίσης, υπό τη μορφή της ανάπλασης των ήδη υπαρχουσών και συνταχθεισών σε ανύποπτο χρόνο, σε σχέση με τη συγκεκριμένη προαγωγή, ετησίων αξιολογήσεων, ενώ η αναφορά του στα επί μέρους καθήκοντα των συστηθέντων θυματοποιεί τον αιτητή και άλλους υποψήφιους που με οδηγίες του ίδιου εργάζονταν σε άλλα τμήματα. Στη σύσταση δεν φαίνεται να αναφέρεται οτιδήποτε που να συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων που βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής. Αντίθετα φαίνεται ότι απλώς ο Διευθυντής προέβη σε συνεκτίμηση και όχι σε ανάπλαση ή αλλαγή των υπαρχόντων στοιχείων. Μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή είναι και η εξουσία να αξιολογεί τα στοιχεία των φακέλων και να καταλήγει σε συμπεράσματα. Η χρησιμοποίηση από το Διευθυντή στοιχείων που ήδη έχουν αξιολογηθεί στις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν τα καθιστά εξωγενή στοιχεία (βλ. Σωτηρούλλα Μικαίου - Σολωμού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1904. O Διευθυντής απλώς εξειδικεύει τα στοιχεία που καταδεικνύουν κατά τη γνώμη του, την άποψη του για την καταλληλότητα των προσώπων που συστήνει.
....................................................................
Ο Διευθυντής έπρεπε να επιλέξει μεταξύ σχεδόν ίσων σε όλα υποψηφίων, τρεις των οποίων έπρεπε να καταλάβουν την επίδικη θέση. Παρέθεσε τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπική του γνώση και τα οποία καθιστούν τους συστηθέντες καταλληλότερους για προαγωγή. Το γεγονός ότι μερικά από τα στοιχεία πιθανώς να περιέχονται και στις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν θα πρέπει να τον εμποδίσει να τα αναφέρει στη διατύπωση της αιτιολογημένης απόφασης του. Με βάση όλα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν αναιτιολόγητη και αόριστη και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν."
Αυτό το οποίο συνέβη είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν στηρίχτηκε μόνο στην προσωπική του γνώση, αλλά ανέλυσε τις απόψεις του για τους υποψηφίους και εξήγησε με λεπτομέρεια τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για τους υποψηφίους που σύστησε στα πλαίσια αιτιολόγησης της σύστασης του.
Το τέταρτο σημείο επί των συστάσεων που αμφισβητείται από τους αιτητές είναι αυτό που αναφέρεται στο πιο κάτω απόσπασμα από το πρακτικό της σύστασης του Διευθυντή:
"Αυτό όμως που λήφθηκε σοβαρά υπόψη ήταν οι δυνατότητες τους να αναλάβουν τα καθήκοντα και τις ευθύνες της ανώτερης θέσης, όπου πιστεύω, υπερτερούν οι συστηνόμενοι."
Οι αιτητές υποδεικνύουν πως η αναφορά αυτή του Διευθυντή είναι παντελώς ψευδής ή ανακριβής δεδομένου ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη Γ. Ζωδιάτης και Μ. Χατζημιχαήλ αδυνατούν να εκτελούν καθήκοντα και αρμοδιότητες προξενικής φύσεως που απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, γιατί ακριβώς αυτοί ουδέποτε προηγουμένως άσκησαν καθήκοντα και αρμοδιότητες προξενικής φύσεως, σε αντίθεση με την προϋπηρεσία των αιτητών όπου φαίνεται η προξενική τους πείρα.
Όπως επεσήμανε και ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων τα καθήκοντα και οι ευθύνες της θέσης σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας είναι πρωτίστως διπλωματικής φύσης παρά προξενικής. Δεύτερο, υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ότι τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη εκτελούσαν ικανοποιητικά και ευδόκιμα τα καθήκοντα και αρμοδιότητες των προηγούμενων θέσεων που ήταν τοποθετημένοι. (Θέσεις Ακολούθου, Γραμματέα Β', Γραμματέα Α')
Τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων αυτών τα οποία βρίσκονται δημοσιευμένα στους περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες εκάστης θέσεως) Κανονισμοί του 1966 έως 1980 Κ.Δ.Π. 151/80, καλύπτουν τόσο διπλωματικά όσο και προξενικά καθήκοντα, ευθύνες και αρμοδιότητες. Τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρήθηκαν τόσο από το Γενικό Διευθυντή όσο και από την Ε.Δ.Υ, ως κάτοχοι των πιο πάνω προσόντων και τούτο δεν αμφισβητούν οι αιτητές, συμπεραίνεται κατ' αμάχητο τεκμήριο.
Επίσης οι αιτητές αμφισβητούν την άριστη γνώση των ενδιαφερόμενων μερών Α. Κακουρή και Δ. Δρουσιώτη στην ελληνική γλώσσα όπου στο πρακτικό ο Διευθυντής καταγράφει "εξαιρετική εργασία στα διπλωματικά έγγραφα". Οι ενδιαφερόμενοι αυτοί ουδέποτε φοίτησαν σε ελληνόφωνα εκπαιδευτήρια, ισχυρίζονται.
Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δε ζητά "άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας". Εξάλλου δεν είναι σαφές ότι η αναφορά ανωτέρω του Διευθυντή στα έγγραφα αναφέρεται στα ελληνικά. Πέραν τούτου, όπως αναφέρει και ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων, αυτοί διορίστηκαν στη θέση Ακολούθου από 8 Νοεμβρίου 1985, που έχει ως απαιτούμενο προσόν "την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας". Συνεπώς υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ότι τα δύο αυτά ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζής (1992) 3 Α.Α.Δ. 422.
Όλα τα πιο πάνω δεικνύουν ότι η σύσταση του Διευθυντή και εμπεριστατωμένη ήταν και αιτιολογημένη.
Ακολουθεί ο επόμενος ισχυρισμός των αιτητών για έκδηλη υπεροχή τους έναντι των ενδιαφερομένων.
Γίνεται αναφορά στα επί μέρους προσόντα των αιτητών και συγκεκριμένα του αιτητή Πέτρου Κέστορα, ότι έχει μεταπτυχιακό τίτλο στις Πολιτικές Επιστήμες Ιταλικού Πανεπιστημίου "Master's Degree in Political Sciences, University of Padua (Padova)". Συνεπώς γνωρίζει άριστα την ιταλική γλώσσα όπως επίσης και την αγγλική. Επίσης αναφέρεται εκτενώς στην προϋπηρεσία τους και σ' αυτή των ενδιαφερόμενων μερών.
Αντικρούοντας τα πιο πάνω ο δικηγόρος των καθ' ων και των ενδιαφερομένων ισχυρίζεται ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή.
Οι βαθμολογίες τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις είναι περίπου ίσες με κάποια υπεροχή των ενδιαφερομένων έναντι αυτής του αιτητή στην προσφυγή 397/95 κατά το έτος 1988. Επιπρόσθετα τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή η οποία επαυξάνει ουσιωδώς την αξία τους.
Η πείρα των ενδιαφερόμενων μερών Δ. Δρουσιώτη και Α. Κακουρή είναι μεγαλύτερη απ' αυτή των αιτητών. Ο Δρουσιώτης προσλήφθηκε ως έκτακτος από 15/3/76 και ασκούσε διπλωματικά καθήκοντα της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη, η δε ικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων του ήταν εξαίρετη. Ενώ ο αιτητής Κέστορας προσλήφθηκε ως έκτακτος στις 3 Σεπτεμβρίου 1984.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Κακουρής προσλήφθηκε ως έκτακτος από 14 Φεβρουαρίου 1984, υπερέχει δηλαδή μερικών μηνών των αιτητών σε πείρα. Η πείρα προσθέτει στην αξία. (Βλ. απόφαση στην υπόθεση Αλέξανδρος Σκουφάρης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 467.) Επιπρόσθετα τα ενδιαφερόμενα μέρη Χατζημιχαήλ και Κακουρής υπερτερούν και σε προσόντα του αιτητή Παλά γιατί διαθέτουν μεταπτυχιακό δίπλωμα που δεν διαθέτει αυτός. Αναφορικά με τον αιτητή Κέστορα αυτός είναι κάτοχος M.Sc, όπως φαίνεται από τον επισυνημμένο πίνακα στα πρακτικά του Δικαστηρίου τα οποία ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Συνεπώς λήφθηκε υπόψη κατά την επιλογή από την Επιτροπή.
Σχετικά με την αρχαιότητα όλοι διορίστηκαν ή προάχθηκαν την ίδια ημερομηνία στις προηγούμενες τους θέσεις.
Ενόψει όλων των πιο πάνω στοιχείων κρίνω ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν ότι υπερέχουν έκδηλα των ενδιαφερόμενων προσώπων.
Επίσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Το κρίσιμο κείμενο από το πρακτικό της Ε.Δ.Υ, ημερομηνίας 29 Δεκεμβρίου 1994 (Παράρτημα 3), στο οποίο επικεντρώνεται ο ανωτέρω ισχυρισμός των αιτητών, έχει ως ακολούθως:
"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, λαμβάνοντας την πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι όλοι οι υποψήφιοι έχουν την ίδια υπηρεσιακή ανέλιξη και η οποιαδήποτε αρχαιότητα μεταξύ των υποψηφίων ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης. Συνεπώς, η πολύ οριακή αυτή αρχαιότητα, όπου υπάρχει, από μόνη της δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να υπερνικήσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, έχουν κατά τα τελευταία έτη υψηλές αξιολογήσεις και, περιπλέον, έχουν τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία."
Το αβάσιμο και ατεκμηρίωτο της αιτιολογίας εντοπίζεται στα εξής σημεία κατά τους αιτητές:
(α) Παρά την περί αντιθέτου αναφορά της Ε.Δ.Υ., οι υποψήφιοι δεν έχουν την "ίδια υπηρεσιακή ανέλιξη". Συγκεκριμένα οι αιτητές ασκούσαν διπλωματικά καθήκοντα από τις 3 Σεπτεμβρίου 1984, οπότε και προσλήφθηκαν στο βαθμό του Ακόλουθου ως έκτακτοι. Η δε μονιμοποίηση τους έγινε στις 8 Νοεμβρίου 1985. Ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Κακουρής και Δ. Δρουσιώτης διορίστηκαν στη διπλωματική υπηρεσία στις 22 Ιουνίου 1987 και 1 Σεπτεμβρίου 1989, αντίστοιχα. Το γεγονός, ισχυρίζονται, ότι ο διορισμός και των δύο αυτών ενδιαφερόμενων μερών έγινε αναδρομικά από τις 8 Νοεμβρίου 1985 δεν εξαλείφει το δεδομένο της υπεροχής των αιτητών σε πραγματική πείρα και αρχαιότητα έναντι των δύο πιο πάνω ενδιαφερόμενων προσώπων. Τα ενδιαφερόμενα αυτά μέρη ασκούν διπλωματικά καθήκοντα από τις 22 Ιουνίου 1987 και 1 Σεπτεμβρίου 1989, αντίστοιχα. Ο δε αναδρομικός τους διορισμός στη θέση του Ακόλουθου από τις 8 Νοεμβρίου 1985 δε σημαίνει και ούτε συνεπάγεται κάλυψη της ελλείψεως σχετικής πείρας κατά το διάστημα από 8 Νοεμβρίου 1985 έως και 22 Ιουνίου 1987 (για το ενδιαφερόμενο μέρος Κακουρή) και από 8 Νοεμβρίου 1985 έως και 1 Σεπτεμβρίου 1989 (για το ενδιαφερόμενο μέρος Δρουσιώτη). Αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούνται πλασματικοί και διπλωματικοί υπάλληλοι από τις 8 Νοεμβρίου 1985. Όμως αυτοί ούτε ασκούν τα σχετικά καθήκοντα και ούτε έχουν τη σχετική πείρα από τότε.
Όλα όσα πιο πάνω υποστηρίζουν οι αιτητές ανατρέπονται γιατί δεν παρουσιάζουν τη σωστή εικόνα των πραγμάτων ως έχουν. Παρέλειψαν οι αιτητές να αναφέρουν ότι και τα δύο υπό αμφισβήτηση ενδιαφερόμενα μέρη υπηρέτησαν στη θέση του Ακολούθου υπό έκτακτη βάση όπως και οι αιτητές. Και μάλιστα σε προγενέστερο στάδιο απ' αυτό των αιτητών. Ο ενδιαφερόμενος Δρουσιώτης από 15 Μαρτίου 1976, ο δε Κακουρής από 14 Φεβρουαρίου 1984. Όλοι οι διάδικοι διορίστηκαν στη θέση Ακολούθου αναδρομικά από 8 Νοεμβρίου 1985, όλοι προάχθηκαν στη θέση Γραμματέα Β' από 15 Ιουλίου 1990 και όλοι προάχθηκαν στη θέση Γραμματέα Α' από 1 Αυγούστου 1992. Συνεπώς καμιά πλάνη ή ανακρίβεια υπάρχει στο πόρισμα της Ε.Δ.Υ. Το γεγονός ότι η απόφαση διορισμού του Α. Κακουρή στη θέση Ακολούθου λήφθηκε την 22 Ιουνίου 1987 και αναφορικά με το Δ. Δρουσιώτη λήφθηκε την 1 Σεπτεμβρίου 1989, καμιά σημασία δεν έχει αφού δόθηκε αναδρομικός διορισμός από 8 Νοεμβρίου 1985, όπως και στους αιτητές, γιατί αυτό απαιτούσε ο Νόμος περί Εκτάκτων του 1985 με βάση τον οποίο όλοι οι διάδικοι διορίστηκαν στη θέση Ακολούθου.
Επίσης, όπως υποστηρίζει και ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων, καμιά υπεροχή των αιτητών σε πείρα υπάρχει. Διπλωματικά καθήκοντα ασκούσαν και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη και αυτό είναι εμφανές από τα στοιχεία των διοικητικών τους φακέλων. Συγκεκριμένα, σχετικά με τον ενδιαφερόμενο Δ. Δρουσιώτη παραπέμπω στη σελίδα 20 του προσωπικού του φακέλου όπου με το διορισμό του ως εκτάκτου περιγράφονται και τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν "ειδικά διπλωματικά καθήκοντα στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη" και ότι μάλιστα η ικανότητα εκτέλεσης τους ήταν εξαίρετη, σε αντίθεση με τους αιτητές που χαρακτηρίστηκαν απλώς ως "κατάλληλοι". Επίσης το γεγονός επιβεβαιώνουν και οι υπηρεσιακές του εκθέσεις από το 1985. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ενδιαφερόμενο Κακου-ρή που ασκούσε καθήκοντα Ακολούθου από τις 14 Δεκεμβρίου 1984 οπότε και διορίστηκε ως έκτακτος, "καθήκοντα Ακολούθου στο Γενικό Προξενείο της Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας". Επίσης οι υπηρεσιακές του εκθέσεις από το 1986 επιβεβαιώνουν τις γνώσεις του αυτές.
(β) Αμφισβητείται ως αναιτιολόγητος ο πιο κάτω χαρακτηρισμός από την Ε.Δ.Υ, για τους ενδιαφερόμενους "γενική υπεροχή των επιλεγέντων". Η απάντηση είναι απλή. Τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων των ενδιαφερομένων επιβεβαιώνουν την υπεροχή τους, όπως μάλιστα προκύπτει και από όσα πιο πάνω έχω αναφέρει και
(γ) η Ε.Δ.Υ, αιτιολογεί την επίδικη απόφαση επικαλούμενη τη σύσταση του Διευθυντή η οποία δήθεν προσθέτει στην αξία των ενδιαφερόμενων μερών. Και αμφισβητεί τη σύσταση υποστηρίζοντας ότι είναι μεροληπτική και αναιτιολόγητη.
Παρατηρώ ότι και στο σημείο αυτό αποτυγχάνουν οι αιτητές αφού όπως προκύπτει από την ανάλυση του θέματος από το Δικαστήριο περί της σύστασης του Διευθυντή, αυτή είναι καθόλα νόμιμη.
Καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και ότι εν πάση περιπτώσει οποιοδήποτε κενό συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων των διαδίκων.
Τέλος ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί δεν έγινε η δέουσα έρευνα από την Ε.Δ.Υ, με αποτέλεσμα να αποφασίσει κάτω από πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα. Ισχυρίζονται ότι η Ε.Δ.Υ, απέτυχε να εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν πως οι αιτητές είναι καταλληλότεροι για προαγωγή. Επίσης υιοθέτησε αβασάνιστα τη σύσταση του Διευθυντή και τη χρησιμοποίησε ως υπόβαθρο της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να ελέγξει την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα του περιεχομένου της. Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ, παρέλειψε να διεξαγάγει οποιαδήποτε ή και τη δέουσα έρευνα ως προς τα προσόντα, την πείρα των αιτητών και την ακρίβεια του περιεχομένου της συστάσεως, συνιστά παράλειψη άσκησης βασικού καθήκοντος.
Όλα όσα πιο πάνω έχουν λεχθεί βεβαιώνουν ότι η Ε.Δ.Υ, έλαβε την επίδικη απόφαση προβαίνοντας στη δέουσα έρευνα και εκτιμώντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων χωρίς να έχει περιπέσει σε οποιαδήποτε πλάνη. Εξάλλου έχει νομολογηθεί ότι "η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη της απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης". Καθώς επίσης ότι "η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων". Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316.
Συνεπώς απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών.
Ενόψει όλων όσων πιο πάνω έχουν λεχθεί καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της, σύμφωνα με το άρθρο 146(4)(α) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές των αιτητών απορρίπτονται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.