ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 362

14 Φεβρουαρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

FAREZ KASSAP,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 806/94)

Αλλοδαποί — Απέλαση — Φύση της απέλασης — Νομικό καθεστώς των αλλοδαπών — Άδεια παραμονής —Συνέπειες της λήξης της — Αρχές επί της νομιμότητας της απέλασης — Περιστάσεις νόμιμης έκδοσης του διατάγματος απελάσεως στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε το διάταγμα απέλασης του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η πράξη της απέλασης είναι ατομική διοικητική πράξη, εκτελεστού χαρακτήρα και υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Οι αλλοδαποί δεν έχουν το σύμφυτο με την κυπριακή υπηκοότητα δικαίωμα εισόδου, παραμονής και εγκατάστασης στην Κύπρο.

Η ισχύουσα περί αλλοδαπών νομοθεσία παρέχει στην διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια να περιορίσει την ελευθερία εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στη χώρα και τηρουμένων οιωνδήποτε επικυρωμένων από τη χώρα διεθνών συνθηκών ή διμερών συμβάσεων, οι αλλοδαποί δεν κέκτηνται αυτοδίκαια δικαίωμα εισόδου και παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Όπως έχει κατ' επανάληψη τονιστεί, αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρεώσεως έναντι των αλλοδαπών θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει τα της εισόδου των αλλοδαπών στο έδαφος του.

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς ο αλλοδαπός έχει δικαίωμα παραμονής, προσωρινά, στο έδαφος της Δημοκρατίας, εάν είναι κάτοχος μιας των αδειών οι οποίες απαριθμούνται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 9.

Ο αιτητής ευρίσκετο στην Κύπρο με άδεια απασχόλησης η οποία είχε λήξει την 23.12.92.

Παρά το γεγονός ότι ο αλλοδαπός του οποίου η σχετική άδεια έχει εκπνεύσει δεν καθίσταται αυτομάτως απαγορευμένος μετανάστης, χωρίς την προηγούμενη τήρηση των διαδικασιών οι οποίες περιγράφονται στους Κανονισμούς 18 και 19 του Μέρους IV των Κανονισμών, ό,τι συνάγεται από τη σχετική νομοθεσία είναι ότι ο αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη χώρα πέραν της χρονικής περιόδου η οποία του παρέχει τέτοιο δικαίωμα και η οποία ρητώς καθορίζεται στην χορηγηθείσα άδεια.

Στην υπόθεση Sydney Alfred Moyo and Another v. R. (1988) 3 C.L.R. 1203, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση και αρνήθηκε την χορήγηση του αιτηθέντος διατάγματος αναστολής της απόφασης απέλασης του αιτητή, για το λόγο ότι, όπως ανέφερε, ήτο αμφίβολο κατά πόσο ο αιτητής είχε έννομο συμφέρον το οποίο θα επηρεάζετο από την επιτυχή έκβαση του διατάγματος, εφόσον η άδεια παραμονής του είχε ήδη εκπνεύσει και αυτός παρέμενε στην Κύπρο χωρίς την έγκριση των αρμοδίων αρχών.

Ο αλλοδαπός δεν έχει έννομη αξίωση μόνιμης παραμονής και εγκατάστασης στη χώρα και η μόνη προστασία η οποία του αναγνωρίζεται είναι να τύχει καλόπιστης εξέτασης της υπόθεσης του.

Ανεξάρτητα από την αναγνώριση έννομου συμφέροντος στον αιτητή να προσβάλει την επίδικη πράξη, εφόσον προτού ληφθεί το μέτρο της απέλασης, α) η άδεια απασχόλησης η οποία του παρείχε το δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο είχε λήξει και η παραχώρηση προσωρινών αδειών επισκέπτη περιορισμένης διάρκειας δεν δημιουργεί, βάσει της νομολογίας, οποιοδήποτε επιπρόσθετο δικαίωμα στον αλλοδαπό, (βλ. Takialdin ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω), β) κατόπιν διενέργειας έρευνας, διεπιστώθη ότι η εταιρεία του δεν ήταν δραστηριοποιημένη και από το έτος 1990 δεν είχε παρουσιάσει οποιουσδήποτε ελεγμένους λογαριασμούς, ο λόγος δε αυτός αποτελεί εκτίμηση γεγονότων από την διοίκηση η οποία δεν αντικρούεται από τα στοιχεία του φακέλου, γ) εδόθη στον αιτητή πλήρες δικαίωμα ακροάσεως και εκθέσεως των απόψεων του προς τα αρμόδια όργανα, δ) παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας δεν κατοχυρώνει και δικαίωμα προσωπικής παράστασης του διάδικου, εδίδετο στον αιτητή σχετική άδεια εισόδου ώστε να δύναται να παρίσταται στο Δικαστήριο, όπου αυτό εκρίνετο αναγκαίο (βλ. σχετικά, Mohamed Rached ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, Sayigh v. R. (1986) 3 C.L.R. 277, 281 και Seyithan Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716, ε) εξετάστηκαν και ερευνήθηκαν όλες οι πτυχές της υπόθεσης του, στ) το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου δεν εκλονίσθη και δεν απεδείχθη πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,

Tabalo v. R. (1988) 3 C.L.R, 2353,

Radwa ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1164,

Chick ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2993,

Mardini ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1021,

Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401,

Chlala ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371,

Τζίβας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2691,

Mushtag ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479,

Moyo and Another v. R. (1988) 3 C.L.R. 1203,

Titi v. R. (1988) 3 C.L.R. 2072,

Takialdin v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2535,

Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135,

Sayigh v. R. (1986) 3 C.L.R. 277,

Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να απελάσουν τον αιτητή.

Λ. Βασιλείου για Χρ. Πατσαλίδη, για τον Αιτητή.

Μ. Τσαγγαρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, Συριακής καταγωγής και Λιβανικής υπηκοότητας αφίχθη στην Κύπρο την 24.12.85 και του χορηγήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτη μέχρι την 22.3.86.

Με άδεια του Εφόρου Εταιρειών ενέγραψε στην Κύπρο την υπεράκτια εταιρεία "F. Kassap Trading Co. Ltd", η οποία αργότερα, με άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, μετονομάστηκε σε "ΕΕΙ Cyprus Ltd", είχε δε ως κύκλο εργασιών τη διεξαγωγή γενικού εμπορίου και κυρίως τις εισαγωγές και εξαγωγές πλαστικών σωλήνων.

Επειδή, τόσο το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας όσο και η Κεντρική Τράπεζα σύστηναν την χορήγηση στον αιτητή αδειών απασχολήσεως, υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντή και μετόχου της ως άνω εταιρείας, το Τμήμα Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως εχορηγούσε σ' αυτόν άδειες απασχολήσεως, οι οποίες ανανεώνοντο περιοδικά.

Η τελευταία άδεια απασχολήσεως η οποία εχορηγήθη στον αιτητή εξέπνευσε την 23.12.92.

Εκτός από την προαναφερθείσα εταιρεία ο αιτητής ανέλαβε τη δημιουργία εργοστασίου κατασκευής πλαστικών σωλήνων στην ελεύθερη Βιομηχανική Ζώνη Λάρνακας, το οποίο όπως παρέμεινε ημιτελές και αργότερα επωλήθη, λόγω διαφορών και οικονομικών προστριβών του με διάφορους συνεργάτες του.

Παρά το γεγονός ότι ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως με επιστολή ημερ. 26.11.91 πληροφόρησε τον αιτητή ότι η αίτηση του ημερ. 9.10.91, για παράταση της άδειας απασχόλησης του δεν έγινε αποδεκτή, ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως ανανέωσε την άδεια για ένα επιπλέον έτος, μέχρι την 23.12.92.

Επειδή, κατόπιν έρευνας την οποία διεξήγαγε ο υπεύθυνος του Τμήματος Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως διεφάνη ότι η εταιρεία του αιτητή δεν διατηρούσε πλέον ξεχωριστά γραφεία αλλά για το σκοπό αυτό εχρησιμοποιείτο δωμάτιο της κατοικίας του, ο ίδιος δε ανέφερε ότι η εταιρεία ευρίσκετο προς το παρόν σε αδράνεια, επειδή η Κεντρική Τράπεζα με επιστολή ημερ. 18.4.94 πληροφόρησε τον Λειτουργό Μεταναστεύσεως ότι η εταιρεία του αιτητή είχε πολύ περιορισμένο κύκλο εργασιών και επιτόπια έξοδα, αλλά και ένεκα της σωρείας των αγωγών τις οποίες καταχώρισε ο αιτητής εναντίον συνεργατών του, ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως με επιστολή ημερ. 13.6.94 τον πληροφόρησε ότι η αίτηση την οποία υπέβαλε την 25.4.94 για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής του δεν εγκρίθηκε και τον εκάλεσε να εγκαταλείψει αμέσως την Κύπρο.

Ακολούθως, την 13.6.94 εξεδόθη εναντίον του το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή διάταγμα απέλασης, το οποίο εκτελέστηκε αυθημερόν, και την 14.7.94 το όνομα του τοποθετήθηκε στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι ακύρωσης:

1. Παράβαση κατ' ουσίαν διάταξης Νόμου.

2. Παράλειψη διενέργειας έρευνας και πλημμελής άσκηση της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου.

3. Παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης.

4. Παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

5. Έλλειψη αιτιολογίας.

6. Κατάχρηση εξουσίας.

Η σχετική με τους αλλοδαπούς νομοθεσία περιέχεται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, και στους περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμούς του 1972, Κ.Δ.Π. 242/72.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η προσβαλλόμένη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και πεπλανημένης εφαρμογής του αρ. 14 Α του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1976, Ν.54/76, το οποίο προνοεί ότι:

"Ανεξαρτήτως παντός διαλαμβανομένου εν των άρθρω 14 δεν διατάσσεται η απέλασις αλλοδαπών εργαζομένων, οίτινες διαμένουν νομίμως επί του εδάφους της Δημοκρατίας, ειμή μόνον εάν καταστούν επικίνδυνοι διά την ασφάλειαν του κράτους ή παραβλάπτουν το δημόσιον συμφέρον ή παραβαίνουν τα χρηστά ήθη."

Σύμφωνα με την εισήγηση, ο αλλοδαπός, καθ' όλη τη διάρκεια της πολύχρονης παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο με άδεια της πολιτείας, καμιά συμπεριφορά δεν επέδειξε η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέκρουε προς το κοινό αίσθημα και καμμιά πράξη ή ενέργεια του δεν ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή το συμφέρον ασφαλείας του Κράτους, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται και να νομιμοποιείται η εναντίον του επιβολή του επαχθέστατου μέτρου της απέλασης με όλες τις δυσμενείς συνέπειες για την εργασία και την διαβίωση του.

Εναντίον του πιο πάνω επιχειρήματος και υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης υπεστηρίχθη ότι οι καθ' ων η αίτηση ορθά ερμήνευσαν και εφάρμοσαν την πιο πάνω διάταξη σύμφωνα με την οποία η απέλαση δεν διατάζεται μόνο εάν ο αλλοδαπός διαμένει και εργάζεται νομίμως στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με την εισήγηση, η προϋπόθεση της νόμιμης διαμονής και εργασίας η οποία διαλαμβάνεται στο αρ. 14Α, δεν συνέτρεχε στην περίπτωση του αιτητή και ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης απόφασης για το λόγο ότι ήδη από την 23.12.92, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η τελευταία άδεια απασχόλησης του, παρέμενε παράνομα στο έδαφος της χώρας.

Η πράξη της απέλασης είναι ατομική διοικητική πράξη, εκτελεστού χαρακτήρα και υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Δικαστηρίου βάσει του αρ. 146 του Συντάγματος.

Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Γιάννης Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, "Το διάταγμα απέλασης είναι καθοριστικό, τόσο για το δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού στη χώρα, όσο και προσδιοριστικό της υπόστασης του, εφόσον καθίσταται απαγορευμένος μετανάστης".

Οι αλλοδαποί δεν έχουν το σύμφυτο με την κυπριακή υπηκοότητα δικαίωμα εισόδου, παραμονής και εγκατάστασης στην Κύπρο.

Σύμφωνα με το Μέρος II του Συντάγματος "Περί Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών", Άρθρο 32:

"Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι μέρει εμποδίζει την Δημοκρατίαν να ρύθμιση διά νόμου οιονδήποτε θέμα σχετικόν προς τους αλλοδαπούς κατά τρόπον συνάδοντα προς το διεθνές δίκαιον".

Η ισχύουσα περί αλλοδαπών νομοθεσία παρέχει στην διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια να περιορίσει την ελευθερία εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στη χώρα και τηρουμένων οιωνδήποτε επικυρωμένων από τη χώρα διεθνών συνθηκών ή διμερών συμβάσεων, οι αλλοδαποί δεν κέκτηνται αυτοδίκαια δικαίωμα εισόδου και παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Όπως έχει κατ' επανάληψη τονιστεί, αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρεώσεως έναντι των αλλοδαπών θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει τα της εισόδου των αλλοδαπών στο έδαφος του. (Βλ. Mohamed Abdul Rahman Tabalo v. R. (1988) 3 C.L.R. 2353,2361, Salwa Radwa v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1164, Rosemary Chick v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2993, Chassan Mardini v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1021 και Maria Nichy Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401).

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς ο αλλοδαπός έχει δικαίωμα παραμονής, προσωρινά, στο έδαφος της Δημοκρατίας, εάν είναι κάτοχος μιας των αδειών οι οποίες απαριθμούνται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 9.

Ο αιτητής ευρίσκετο στην Κύπρο με άδεια απασχόλησης η οποία είχε λήξει την 23.12.92.

Παρά το γεγονός ότι ο αλλοδαπός του οποίου η σχετική άδεια έχει εκπνεύσει δεν καθίσταται αυτομάτως απαγορευμένος μετανάστης, χωρίς την προηγούμενη τήρηση των διαδικασιών οι οποίες περιγράφονται στους Κανονισμούς 18 και 19 του Μέρους IV των Κανονισμών, ό,τι συνάγεται από τη σχετική νομοθεσία είναι ότι ο αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη χώρα πέραν της χρονικής περιόδου η οποία του παρέχει τέτοιο δικαίωμα και η οποία ρητώς καθορίζεται στην χορηγηθείσα άδεια. (Βλ. σχετικά Lucien Chlala ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371, Αντώνης Τζίβας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2691, Usman Mushtag ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479).

Στην υπόθεση Sydney Alfred Moyo and Another v. R. (1988) 3 C.L.R. 1203, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση και αρνήθηκε την χορήγηση του αιτηθέντος διατάγματος αναστολής της απόφασης απέλασης του αιτητή, για το λόγο ότι, όπως ανέφερε, ήτο αμφίβολο κατά πόσο ο αιτητής είχε έννομο συμφέρον το οποίο θα επηρεάζετο από την επιτυχή έκβαση του διατάγματος, εφόσον η άδεια παραμονής του είχε ήδη εκπνεύσει και αυτός παρέμενε στην Κύπρο χωρίς την έγκριση των αρμοδίων αρχών. (Βλ. επίσης, Titi Mohamed v. R. (1988) 3 C.L.R. 2072).

Ο αλλοδαπός δεν έχει έννομη αξίωση μόνιμης παραμονής και εγκατάστασης στη χώρα και η μόνη προστασία η οποία του αναγνωρίζεται είναι να τύχει καλόπιστης εξέτασης της υπόθεσης του. (Βλ. Wafa Takialdin ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2535 και Chassan Mardini ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Ανεξάρτητα από την αναγνώριση έννομου συμφέροντος στον αιτητή να προσβάλει την επίδικη πράξη, εφόσον προτού ληφθεί το μέτρο της απέλασης, α) η άδεια απασχόλησης η οποία του παρείχε το δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο είχε λήξει και η παραχώρηση προσωρινών αδειών επισκέπτη περιορισμένης διάρκειας δεν δημιουργεί, βάσει της νομολογίας, οποιοδήποτε επιπρόσθετο δικαίωμα στον αλλοδαπό, (βλ. Takialdin ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω), β) κατόπιν διενέργειας έρευνας, διεπιστώθη ότι η εταιρεία του δεν ήταν δραστηριοποιημένη και από το έτος 1990 δεν είχε παρουσιάσει οποιουσδήποτε ελεγμένους λογαριασμούς, ο λόγος δε αυτός αποτελεί εκτίμηση γεγονότων από την διοίκηση η οποία δεν αντικρούεται από τα στοιχεία του φακέλου, γ) εδόθη στον αιτητή πλήρες δικαίωμα ακροάσεως και εκθέσεως των απόψεων του προς τα αρμόδια όργανα, δ) παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας δεν κατοχυρώνει και δικαίωμα προσωπικής παράστασης του διάδικου, εδίδετο στον αιτητή σχετική άδεια εισόδου ώστε να δύναται να παρίσταται στο Δικαστήριο, όπου αυτό εκρίνετο αναγκαίο (βλ. σχετικά, Mohamed Rached ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, Sayigh v. JR. (1986) 3 C.L.R. 277,281 και Seyithan Dogan v. δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716), ε) εξετάστηκαν και ερευνήθηκαν όλες οι πτυχές της υπόθεσης του, στ) το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου δεν εκλονίσθη και δεν απεδείχθη πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης.

Η προσφυγή του αιτητή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο