ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 243

31 Ιανουαρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΡΟΟΔΙΑ ΗΛΙΑ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 624/95)

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία —Αντικείμενο —Εξεταστικό σύστημα — Όρια —Η ανάγκη απόδειξης της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτητή — Αποκλειστική αναφορά των διαδίκων σε προδικαστικό και μόνο ζήτημα στην κριθείσα περίπτωση — Συνέπειες.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Κατάργηση δίκης — Κατάργηση λόγω ανακλήσεως της επίδικης πράξης — Πότε επέρχεται — Νομολογιακές τάσεις και οι περιστάσεις της ανάκλησης και των συνεπειών της στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση που δεν την αναγνώριζε ως λογίστρια η οποία όμως στη συνέχεια ανακλήθηκε με συνέπεια η διαδικασία στο Δικαστήριο να αναλωθεί γύρω από τις συνέπειες της ανάκλησης επί της διαδικασίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Το ερώτημα κατά πόσο η ανάκληση καταλείπει την προσφυγή χωρίς αντικείμενο εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χρίστος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, όπου αποφασίστηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση της ζημιάς, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή όχι (βλ. επίσης Κυριάκος Παπακυριακού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65). Στην περίπτωση όμως που η ανάκληση δεν καταργεί τη δίκη και η συνέχιση της εκδίκασης της προσφυγής είναι επιτρεπτή, η παρανομία της πράξης θα πρέπει να αποδειχθεί. Όσο και αν τα πλαίσια της εξέτασης καθορίζονται από το εξεταστικό σύστημα, το Δικαστήριο θα πρέπει να βασιστεί στο τεθέν ενώπιον του υλικό και να καταλήξει στην απόφαση του με βάση τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στα δικόγραφα των διαδίκων.

Ολόκληρη η αγόρευση που κατατέθηκε εν προκειμένω για την αιτήτρια, η αγόρευση για τους καθ' ων η αίτηση, όπως τέλος και η απαντητική αγόρευση, αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στην ανάλυση της επίδρασης που έχει η ανάκληση διοικητικής πράξης και ιδιαίτερα στο κατά πόσο η ανάκληση επιδρά επί του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας και κατά συνέπεια του παραδεκτού της προσφυγής. Σε καμιά περίπτωση η αιτήτρια δεν αναφέρεται στην παρανομία ή ακυρότητα της διοικητικής απόφασης που προσβάλλει. Το θέμα της επίδρασης της ανάκλησης δεν τέθηκε ως προδικαστικό ζήτημα ύστερα από τη λύση του οποίου τα μέρη θα συνέχιζαν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

Κάθε διοικητική πράξη έχει υπέρ της το τεκμήριο της νομιμότητας και εκτός εάν αποδειχθούν οι λόγοι που την καθιστούν άκυρη, εξακολουθεί να ισχύει. Η απλή αναζήτηση νέων στοιχείων δεν αποδεικνύει από μόνη της έλλειψη δέουσας έρευνας. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προβλήθηκε καν οποιοσδήποτε ισχυρισμός που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πράξη ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα ή ότι είναι αναιτιολόγητη.

Δεν χρειάζεται καν να εξεταστεί κατά πόσο παρά την ανάκληση, η αιτήτρια υπέστη οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη, προϋπόθεση που κατά μία σχολή σκέψης αποτελεί την προϋπόθεση συνέχισης της εκδίκασης της προσφυγής. Ο λόγος είναι ότι, ακόμα κι αν η προσφυγή διατηρείται ως παραδεκτή και μετά την ανάκληση, δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία πάνω στα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί για να καταλήξει στο συμπέρασμα κατά πόσο η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι παράνομη ή όχι. θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί και το γεγονός ότι η ακύρωση από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως και η ανάκληση της, δεν θα οδηγούσε αυτόματα σε ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας, δηλαδή σε παραχώρηση από τον Υπουργό της αιτηθείσας άδειας.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973,

Παπακυριακού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της όπως της παραχωρηθεί άδεια να ετοιμάζει λογαριασμούς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς φορολογίας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 10.5.1995 η αιτήτρια αποτάθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και ζήτησε να της παραχωρηθεί άδεια να ετοιμάζει λογαριασμούς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς φορολογίας. Σε απάντηση του ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 2.6.1995 την πληροφόρησε ότι σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε με βάση σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ο όρος λογιστής καλύπτει πρόσωπα που έχουν τόσο ακαδημαϊκό υπόβαθρο στη Λογιστική (όπως π.χ. μέλος αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών για σκοπούς σχεδίων υπηρεσίας ή πτυχιούχος σχολής Λογιστικής), όσο και την αναγκαία πείρα στον τομέα στον οποίο ζητεί την άδεια απασχόλησης, δηλαδή της ετοιμασίας λογαριασμών και προσδιορισμών φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς επιβολής φόρου. Η επιστολή καταλήγει ότι λαμβάνοντας υπ' όψη τα προσόντα της αιτήτριας δεν μπορούσε να παραχωρηθεί η αιτηθείσα άδεια. Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή αξιώνοντας ακύρωση της σχετικής απόφασης για σειρά προβαλλόμενων λόγων. Ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι αντισυνταγματική, ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και τέλος ότι παραβιάζει τόσο κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας όσο και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Προβάλλονται περαιτέρω οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, από αναρμόδιο πρόσωπο, ότι στερείται νόμιμης αιτιολογίας, ότι είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, ότι συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος της αιτήτριας και τέλος ότι ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα.

Εκκρεμούσης της προσφυγής ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών απέστειλε στην αιτήτρια επιστολή με την οποία την πληροφορούσε ότι ο Υπουργός Οικονομικών αποφάσισε την ανάκληση της απόφασης του για μη παραχώρηση άδειας, με σκοπό την επανεξέταση της αίτησης της. Στην ίδια επιστολή αναφερόταν ότι το αίτημα της θα επανεξεταστεί υπό το φως σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους σκοπούς δε της επανεξέτασης θα της ζητούνταν πρόσθετα στοιχεία αναφορικά τόσο με το περιεχόμενο και το επίπεδο των σπουδών της, όσο και αναλυτικά στοιχεία για την πείρα που απέκτησε, ενδεχομένως δε να εκαλείτο και σε προφορική συνέντευξη. Με άλλη επιστολή ημερ. 2.11.1995, ζητήθηκε από την αιτήτρια η αποστολή διαφόρων πρόσθετων στοιχείων αναφορικά με τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά της προσόντα. Στην επιστολή αυτή η αιτήτρια παρέλειψε να ανταποκριθεί.

Το αντικείμενο κάθε προσφυγής είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου οριοθετείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Το αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η αναθεώρηση της νομιμότητας της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται. Οι θεραπείες οι οποίες μπορούν να αποδοθούν είναι αποκλειστικά εκείνες που προσδιορίζονται στην παραγρ. 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ερώτημα κατά πόσο η ανάκληση καταλείπει την προσφυγή χωρίς αντικείμενο εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χρίστος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, όπου αποφασίστηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση της ζημιάς, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή όχι (βλ. επίσης Κυριάκος Παπακυριακού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65). Στην περίπτωση όμως που η ανάκληση δεν καταργεί τη δίκη και η συνέχιση της εκδίκασης της προσφυγής είναι επιτρεπτή, η παρανομία της πράξης θα πρέπει να αποδειχθεί. Όσο και αν τα πλαίσια της εξέτασης καθορίζονται από το εξεταστικό σύστημα, το Δικαστήριο θα πρέπει να βασιστεί στο τεθέν ενώπιον του υλικό και να καταλήξει στην απόφαση του με βάση τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στα δικόγραφα των διαδίκων.

Ολόκληρη η αγόρευση που κατατέθηκε για την αιτήτρια, η αγόρευση για τους καθ' ων η αίτηση, όπως τέλος και η απαντητική αγόρευση, αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στην ανάλυση της επίδρασης που έχει η ανάκληση διοικητικής πράξης και ιδιαίτερα στο κατά πόσο η ανάκληση επιδρά επί του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας και κατά συνέπεια του παραδεκτού της προσφυγής. Σε καμιά περίπτωση η αιτήτρια δεν αναφέρεται στην παρανομία ή ακυρότητα της διοικητικής απόφασης που προσβάλλει. Έχω τη γνώμη ότι ακόμα και αν το Δικαστήριο αποδεκτεί τη θέση της αιτήτριας όσον αφορά το αποτέλεσμα της ανάκλησης επί του παραδεκτού της προσφυγής, θα πρέπει στη συνέχεια να ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης που είναι η διαπίστωση της παρανομίας ή νομιμότητας της πράξης. Όπως είπα και πιο πάνω στην παρούσα υπόθεση καμιά αναφορά δεν έγινε στη διοικητική πράξη και στην κατ' ισχυρισμό παρανομία της και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εξετάσει κατά πόσο η πράξη αυτή είναι παράνομη ή όχι. Ούτε το θέμα της επίδρασης της ανάκλησης τέθηκε ως προδικαστικό ζήτημα ύστερα από τη λύση του οποίου τα μέρη θα συνέχιζαν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

Για να είμαι απόλυτα δίκαιος θα πρέπει να πω ότι στην απαντητική αγόρευση της αιτήτριας αναφέρεται απλώς ότι η αναζήτηση των νέων στοιχείων που έγινε με την επιστολή ημερ. 2.11.1995 καταδεικνύει ότι η απόρριψη του αιτήματος ήταν πράξη βεβιασμένη, χωρίς δέουσα έρευνα και αναιτιολόγητη, δεδομένα που την καθιστούν άκυρη και επιβάλλουν τη δικαστική διακήρυξη της ακυρότητας. Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τη θέση αυτή. Κάθε διοικητική πράξη έχει υπέρ της το τεκμήριο της νομιμότητας και εκτός εάν αποδειχθούν οι λόγοι που την καθιστούν άκυρη, εξακολουθεί να ισχύει. Η απλή αναζήτηση νέων στοιχείων δεν αποδεικνύει από μόνη της έλλειψη δέουσας έρευνας. Εξ άλλου η απλή αυτή αναφορά δεν δικαιολογεί την κατάληξη από το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι παράνομη. Ενώπιον μου δεν προβλήθηκε καν οποιοσδήποτε ισχυρισμός που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πράξη ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα ή ότι είναι αναιτιολόγητη.

Δεν χρειάζεται καν να εξετάσω κατά πόσο παρά την ανάκληση, η αιτήτρια υπέστη οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη, προϋπόθεση που κατά μία σχολή σκέψης αποτελεί την προϋπόθεση συνέχισης της εκδίκασης της προσφυγής. Ο λόγος είναι ότι, όπως είπα και πιο πάνω, ακόμα κι' αν η προσφυγή διατηρείται ως παραδεκτή και μετά την ανάκληση, δεν υπάρχουν ενώπιον μου στοιχεία πάνω στα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί για να καταλήξει στο συμπέρασμα κατά πόσο η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι παράνομη ή όχι. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί και το γεγονός ότι η ακύρωση από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως και η ανάκληση της, δεν θα οδηγούσε αυτόματα σε ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας, δηλαδή σε παραχώρηση από τον Υπουργό της αιτηθείσας άδειας. Τόσο η ανάκληση όσο και η ακύρωση οδηγούν μόνο σε επανεξέταση του αιτήματος της. Δεν πρέπει εξ άλλου να μας διαφεύγει και το ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι η ανάκληση έγινε γιατί το αρμόδιο όργανο θεώρησε την απόφαση του λανθασμένη ή παράνομη. Απλώς συνάγεται η βούληση του οργάνου να επανεξετάσει την όλη κατάσταση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκω ότι η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται, αλλά κάτω από τις περιστάσεις αποφάσισα να μην εκδόσω οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο