ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 98

16 Ιανουαρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 12 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 223/95)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές δυνάμει του Καν. 9(β) της Κ.Δ.Π. 52/89 — Περιστάσεις της ανυπαρξίας εννόμου συμφέροντος προσβαλής του αποτελέσματος της εφαρμογής του κανονισμού στην κριθείσα περίπτωση — Υιοθέτηση της απόφασης στην προσφυγή 745/90.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε υπαστυνόμο δυνάμει του Καν. 9(β) της Κ.Δ.Π. 52/89.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους. Ο ίδιος ο αιτητής είχε προαχθεί στη θέση του Υπαστυνόμου στις 15.9.90 με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Προσφυγή 745/90 ακύρωσε την πιο πάνω προαγωγή του, γιατί έκρινε πως με βάση την αιτιολογία που δόθηκε για την κατ' εξαίρεση του προαγωγή δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός 9 για τέτοια προαγωγή. Το ίδιο θέμα είχε εγερθεί και στην υπόθεση 222/95, στην οποία αιτητής ήταν και πάλιν ο παρών αιτητής, αλλά άλλο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 1.11.96 ο Αρτεμίδης Δ., κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Είχε κριθεί στην απόφαση εκείνη ότι, επειδή στην Προσφυγή 745/90 είχε αποφασισθεί ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις του Κανονισμού 9(β) και επειδή δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα για να προαχθεί ως προσοντούχος δυνάμει των Κανονισμών 11 και 4-10 γιατί δεν είχε επιτύχει στις καθορισμένες εξετάσεις, τούτος δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Το σκεπτικό της απόφασης αυτής υιοθετείται και επαναλαμβάνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Καρατζιάς ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2767.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος από Λοχία σε Υπαστυνόμο κατ' εξαίρεση ως επιδεικνύοντα ιδιαίτερη ικανότητα ή έχοντα ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία δυνάμει του Καν. 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89).

Α. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να προάξουν συνάδελφο του από λοχία σε Υπαστυνόμο κατ' εξαίρεση ως επιδεικνύοντα ιδιαίτερη ικανότητα ή έχοντα ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία δυνάμει του Κανονισμού 9(β) του Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89). Ο εν λόγω Κανονισμός προνοεί τα ακόλουθα:

"Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών ο Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργικού δύναται:

(α) ...............................

(β) Να προαγάγει αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, ο οποίος επιδεινύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία, ανεξάρτητα του αν έχει τα προσόντα προς τούτο:

Νοείται ότι ο αριθμός όσων προάγονται με βάση την παράγραφο (β) του παρόντος Κανονισμού δε θα υπερβαίνει το 10% των προς πλήρωση υφιστάμενων θέσεων κατ' έτος".

Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι ο αιτητής δεν έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να προσβάλει την προαγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεων του έχει επιληφθεί του ζητήματος αυτού στις περιπτώσεις προαγωγών κατ' εξαίρεση δυνάμει του προαναφερθέντος Κανονισμού. Αναφορά σε μερικές από τις αποφάσεις αυτές γίνεται στην απόφαση μου στην Προσφυγή Καρατζιάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2767, τις οποίες και επαναλαμβάνω.

Η παρούσα όμως περίπτωση διαφοροποιείται από τα γεγονότα της από τις αρχές που εκφράζονται στις πιο πάνω αποφάσεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους. Ο ίδιος ο αιτητής είχε προαχθεί στη θέση του Υπαστυνόμου στις 15.9.90 με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Προσφυγή 745/90 ακύρωσε την πιο πάνω προαγωγή του, γιατί έκρινε πως με βάση την αιτιολογία που δόθηκε για την κατ' εξαίρεση του προαγωγή δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός 9 για τέτοια προαγωγή. Το ίδιο θέμα είχε εγερθεί και στην υπόθεση 222/95, στην οποία αιτητής ήταν και πάλιν ο παρών αιτητής, αλλά άλλο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 1.11.96 ο Αρτεμίδης Δ., κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Είχε κριθεί στην απόφαση εκείνη ότι, επειδή στην Προσφυγή 745/90 είχε αποφασισθεί ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις του Κανονισμού 9(β) και επειδή δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα για να προαχθεί ως προσοντούχος δυνάμει των Κανονισμών 11 και 4-10 γιατί δεν είχε επιτύχει στις καθορισμένες εξετάσεις, τούτος δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Το σκεπτικό της απόφασης αυτής υιοθετώ και επαναλαμβάνω.

Ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ενώπιον μου ότι η απόφαση 745/90 δεν αποτελεί δεδικασμένο, όπως ισχυρίζεται η άλλη πλευρά, γιατί το σκεπτικό για την ακύρωση της απόφασης εκείνης ήταν η έλλειψη αιτιολογίας και όχι η μη πλήρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων που θέτει ο Κανονισμός 9(β) για τέτοια προαγωγή. Διαφωνώ με την πιο πάνω θέση και θεωρώ ότι από εξέταση της απόφασης στην 745/90 προκύπτει καθαρά ότι το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου ήταν μέρος του σκεπτικού της απόφασης.

Ένα άλλο επιχείρημα που πρόβαλε ο συνήγορος του αιτητή ήταν ότι η απόφαση εκείνη δεν είναι τελεσίδικη, γιατί έχει ασκηθεί έφεση. Κατά την γνώμη μου τούτο δεν ευσταθεί γιατί η άσκηση έφεσης δεν καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ως μη τελεσίδικη. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται και στην απόφαση του Αρτεμίδη Δ., που ανέφερα πιο πάνω, για τον ίδιο αιτητή, σε περίπτωση που επιτύχει στην έφεση του τότε αυτόματα θα επανέλθει στη θέση του Αστυνόμου, την οποία έχασε λόγω της απόφασης.

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρω ότι, ενώ πουθενά στην προσφυγή του δεν ισχυρίζεται ο αιτητής ότι θα έπρεπε να προαχθεί επ' ανδραγαθία δυνάμει του Κανονισμού 9(α), εντούτοις στην απαντητική του αγόρευση κάμνει κάποια αναφορά σε ανδραγαθία. Έστω, όμως, και αν θα εδικαιούτο σε προαγωγή λόγω ανδραγαθίας, τούτο δεν του δίδει έννομο συμφέρον, γιατί μιά τέτοια προαγωγή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κενών θέσεων προς πλήρωση, όπως στην περίπτωση του Κανονισμού 9(β).

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ευρίσκω πως ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση και η προσφυγή του απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο