ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2774

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. : 656/95

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

ΜΕΤΑΞΥ:

1. Aνδρέα Κουφτερού, από τη Λευκωσία

2. Ευριπίδη Δημητριάδη, από τη Λευκωσία

3. Μιχαήλ Αντωνίου, από τη Λευκωσία

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

2. Υπουργικού Συμβουλίου

Καθ΄ων η αίτηση

__________

13 Νοεμβρίου, 1997

Για τους αιτητές : κ. Ξ. Ξενόπουλος.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερος Δικηγόρος

της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού

Εισαγγελέα.

Για το ενδ. μέρος 1 Ανδρέα : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Φυλακτού

Για το ενδ. μέρος 2 Βάσο : κα Μιλτιάδου για κ. Χρίστο Μ.

Πύργο και ενδ. μέρος 4 Τριανταφυλλίδη.

Συμεών Μάτση

Για ενδ. μέρος 3 Θάνο : κα Μ. Σπανού για Μάρκο Π. Σπανό & Σια.

Μιχαήλ

__________

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης με την οποία προήχθηκαν τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στις μόνιμες θέσεις Γενικού Διευθυντή, από 1.5.1995. Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή του ημερ. 29.11.1994, ζήτησε την πλήρωση τριών μόνιμων (Τακτικού Προϋπολογισμού) θέσεων Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, (Διοίκησης Υπουργείων, Γραφείου Προγραμματισμού και Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης στο Υπουργείο Εξωτερικών). Οι δύο θέσεις ήταν κενές, ενώ η τρίτη αναμενόταν να κενωθεί από 20.4.1994 λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης. Ο κάτοχος της τρίτης θέσης τελούσε με άδεια αφυπηρέτησης. Οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23.12.1994. Σε ανταπόκριση της πιο πάνω γνωστοποίησης υποβλήθηκαν 71 συνολικά αιτήσεις.

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32 (1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994 για τις θέσεις προϊσταμένων τμημάτων δεν συγκαλούνται συμβουλευτικές επιτροπές, η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 15.2.1995, εξέτασε τις υποβληθείσες αιτήσεις και αποφάσισε να συνεχίσει την εξέταση του θέματος σε άλλη ημερομηνία.

Στις 2.2.1995 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία για την πλήρωση των τριών θέσεων, ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή του αναφέρθηκε σε σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 23.1.1995 και υπέβαλε εκ μέρους της αρμόδιας αρχής πρόταση για πλήρωση ακόμα μιας μόνιμης θέσης Γενικού Διευθυντή που αναμενόταν να κενωθεί από 1.8.1995 λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της. Στις 21.2.1995 η Επιτροπή αποφάσισε όπως η εν λόγω θέση που αναμενόταν να κενωθεί, πληρωθεί μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας που είχε αρχίσει.

Οι συνεντεύξεις 48 υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα έγιναν τμηματικά σε διάφορες ημερομηνίες και τελικά στις 30.3.1995 η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, αφού δε έλαβε υπ΄ όψη τα ενώπιόν της στοιχεία επέλεξε ως πλέον κατάλληλους τα ενδιαφερόμενα μέρη και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στις κενές θέσεις.

Ο πρώτος λόγος για τον οποίο αξιώνεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι γιατί η Επιτροπή αποφάσισε στις 21.2.1995 να πληρώσει και την τέταρτη θέση Γενικού Διευθυντή χωρίς να προηγηθεί δημοσίευσή της. Η μη δημοσίευση της προκήρυξης της θέσης καθιστά, σύμφωνα με τους αιτητές, παράνομη τη διαδικασία, αφού το άρθρο 34(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, προβλέπει ότι κάθε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής που είναι κενή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Προς υποστήριξη της θέσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών αναφέρθηκε στην υπόθεση Αντώνης Παππαρίδης ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 12/94, ημερ. 17.3.1995, όπου το Δικαστήριο ακύρωσε την πλήρωση κενών θέσεων που έγινε χωρίς προκήρυξη κατά παράβαση του Καν.13 των Κανονισμών της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.

Το άρθρο 34 (11) του Νόμου 1/90 προβλέπει ότι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής μπορεί να δημοσιευτεί σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα στη χρονική περίοδο των έξι μηνών πριν αυτή κενωθεί, όταν αναμένεται η κένωσή της λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της. Το εδάφιο (13) του ιδίου άρθρου προβλέπει ότι κάθε φορά που θέση δημοσιεύεται δυνάμει των εδαφίων (11) και (12) του άρθρου 34 πληρούται στην περίπτωση του εδαφίου (11), όταν ο κάτοχός της βρίσκεται με άδεια αφυπηρέτησης και στην περίπτωση του εδαφίου (12), όταν αυτή κενωθεί. Περαιτέρω το εδάφιο (14) του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής μπορεί να πληρωθεί από την Επιτροπή χωρίς να δημοσιευτεί, όταν αυτή κενούται ή δημιουργείται κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο. Σε μια τέτοια περίπτωση η θέση θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε τη μέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε η άλλη θέση.

Τα εδάφια (11) και (14) όταν ερμηνευτούν μαζί νομίζω ότι επιτρέπουν την πλήρωση θέσης που πρόκειται να κενωθεί χωρίς δημοσίευση, όμως μέσα στα πλαίσια της υπό εξέλιξη διαδικασίας πλήρωσης άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο. Νοείται βέβαια ότι ισχύει πάντα ο χρονικός περιορισμός των έξι μηνών που θέτει το εδάφιο (11).

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την παράλειψη δημοσίευσής της, οι αιτητές, αφού θεωρήθηκαν και αυτοί υποψήφιοι για τη θέση δεν έχουν ζημιωθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τη μη δημοσίευση. Δεν έχουν εν πάση περιπτώσει επηρεαστεί αρνητικά. Αντίθετα, δημοσίευση και της θέσης αυτής θα διεύρυνε τον κύκλο των υποψηφίων. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), σελ. 260, αναφέρεται ότι κατά μείζονα λόγο θεωρήθηκε απαράδεκτη αίτηση που στρεφόταν εναντίον πράξης που ωφελούσε ή ικανοποιούσε τον αιτούντα (βλ. επίσης Θωμάς Βαρέλλιας και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 945/90 κ.α., ημερ. 30.12.1993).

Η υπόθεση Παππαρίδης, ανωτέρω, που αναφέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών διακρίνεται σαφώς της παρούσας υπόθεσης, γιατί τόσο το πραγματικό, όσο και το νομικό της υπόβαθρο ήταν εντελώς διαφορετικό. Στην περίπτωση εκείνη η απόφαση ελήφθη χωρίς να υπάρχουν κενές θέσεις και χωρίς προκήρυξη, κατά παράβαση σχετικού κανονισμού. Στην υπόθεση Παππαρίδη η Αρχή Ηλεκτρισμού προχώρησε στην πλήρωση θέσεων που δεν είχαν ακόμα κενωθεί, αλλά που θα κενώνονταν τον επόμενο χρόνο. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι επρόκειτο για αυτοτελή πράξη διορισμού προσωπικού που διενεργήθηκε χωρίς να υπάρχουν κενές θέσεις στην Αρχή με την έννοια του σχετικού κανονισμού και χωρίς να προκηρυχθεί η πλήρωσή τους.

Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας γιατί πάσχει ο τρόπος προσέγγισης των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Συγκεκριμένα παραπονούνται ότι η Επιτροπή αποφάσισε να μη λάβει υπ΄ όψη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις για όλους τους υποψήφιους που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ περαιτέρω αποφάσισε να μη λάβει υπ΄ όψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις επτά υποψηφίων για τα έτη 1991 και 1992, μεταξύ των οποίων και των αιτητών Ευριπίδη Δημητριάδη και Ανδρέα Κουφτερού. Οι συγκεκριμένοι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει υπ΄ όψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο αιτητών για τα έτη 1991 και 1992 τους αφαιρεί σοβαρά στοιχεία αξιολόγησης της εξαίρετης τους απόδοσης και τους θέτει σε άνιση και μειονεκτική θέση έναντι των άλλων υποψηφίων.

Στο πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 30.3.1995 αναφέρεται ότι αφού οι υπηρεσιακές εκθέσεις επτά υποψηφίων, μεταξύ των οποίων οι αιτητές Ευριπίδης Δημητριάδης και Ανδρέας Κουφτερός για τα έτη 1991 και 1992 και το ενδιαφερόμενο μέρος Θάνος Μιχαήλ για τα έτη 1990, 1991 και 1992, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στις 31.1.1995, αποφάσισε όπως οι υπηρεσιακές αυτές εκθέσεις μη ληφθούν υπ΄ όψη. Σαν λόγος της απόφασης δίδεται το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε και η πιθανότητα να έχουν υπεισέλθει στην κρίση των αξιολογούντων οργάνων στοιχεία που δεν ανάγονται στις περιόδους που οι αξιολογήσεις αφορούν. Σημειώνεται ότι δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η υποβολή των εκθέσεων αυτών έγινε σε περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων του Γενικού Διευθυντή. Σημειώνεται επίσης ότι αν για αντικειμενικούς λόγους μια λογική καθυστέρηση είναι ανεκτή, το ίδιο δεν ισχύει και για μια μακρόχρονη καθυστέρηση.

Κατά την αξιολόγηση υποψηφίων ολόκληρη η σταδιοδρομία τους θα πρέπει να λαμβάνεται υπ΄όψη, αλλά η Επιτροπή δεν διαπράττει σφάλμα αν δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε πλέον πρόσφατες, παρά σε παλαιότερες εκθέσεις (Republic v. Nicos Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217). Επίσης ορθά κατά τη γνώμη μου η Επιτροπή αποφάσισε να μη λάβει υπ΄ όψη τις εκθέσεις για το 1994, επειδή για το έτος αυτό δεν υποβλήθηκαν εκθέσεις για όλους τους υποψηφίους και συνεπώς δεν θα υπήρχε ενιαίο μέτρο κρίσης.

Η Επιτροπή σωστά τέλος αποφάσισε να μη λάβει υπ΄ όψη για ορισμένους υποψήφιους εκθέσεις συγκεκριμένων ετών (1990, 1991, 1992) που υποβλήθηκαν καθυστερημένα και κατά την περίοδο που βρισκόταν σε εξέλιξη η υπό κρίση διαδικασία. Ορθά επισημαίνεται από την Επιτροπή ότι σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία οι εκθέσεις για κάθε χρόνο θα πρέπει να υποβάλλονται μεταξύ της 1ης του Γενάρη και της 31ης Μαρτίου του αμέσως επόμενου χρόνου από το χρόνο που αναφέρονται, κάτι που δεν τηρήθηκε στην περίπτωση των εκθέσεων που δεν λήφθηκαν υπ΄ όψη.

Η απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει υπ΄ όψη τα συγκεκριμένα στοιχεία ήταν μέσα στα λογικά πλαίσια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας και αρκούντως αιτιολογημένη. Oι εκθέσεις αυτές είχαν ετοιμαστεί με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, γεγονός που καθιστούσε τις εκτιμήσεις που περιέχουν ανασφαλείς. Η καθυστέρηση υποβολής τους συνιστά κατά τη γνώμη μου επαρκή αιτιολογία της απόφασης να μη ληφθούν υπ΄ όψη.

Δεν χρειάζεται να σχολιάσω την αναφορά της Επιτροπής στο γεγονός της υποβολής τους κατά τη διάρκεια που η υπό εξέταση διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη. Ενώπιον μου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί το φόβο επίδειξης μεροληψίας.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ για τους δύο αιτητές αγνοήθηκαν οι εκθέσεις για δύο μόνο έτη, για το ενδιαφερόμενο μέρος Θάνο Μιχαήλ αγνοήθηκαν οι εκθέσεις τριών χρόνων. Δεν συμφωνώ ότι η πράξη της Επιτροπής να μη λάβει υπ΄ όψη της τις συγκεκριμένες υπηρεσιακές εκθέσεις θέτει τους συγκεκριμένους αιτητές εξ υπαρχής σε κατάσταση ανισότητας ή σε μειονεκτική θέση. Αντίθετα πιστεύω ότι η Επιτροπή ενήργησε ακριβώς μέσα στα πλαίσια της αρχής της ισότητας και της χρηστής διοίκησης αφού χρησιμοποίησε κοινό μέτρο.

΄Αλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι κατά τη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων η Επιτροπή περιέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα. Ενώ σημειώνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Φυλακτού έχει διδακτορικό τίτλο, αγνοείται ότι και ο αιτητής Ευριπίδης Δημητριάδης κατέχει επίσης διδακτορικό τίτλο τον οποίο εξασφάλισε έντεκα χρόνια νωρίτερα. Η παράλειψη της Επιτροπής να σημειώσει ένα τόσο υψηλό προσόν που διαθέτει ο αιτητής, εκτός του ότι είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, θέτει το Δημητριάδη σε άνιση και μειονεκτική θέση.

Ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Επειδή η Επιτροπή δεν αναφέρεται στον διδακτορικό τίτλο του συγκεκριμένου αιτητή, δεν σημαίνει ότι τον αγνόησε. ΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι κατά την αιτιολόγηση της επιλογής της η Επιτροπή δεν είναι αναγκασμένη να αναφερθεί με λεπτομέρεια στα προσόντα όλων των υποψηφίων. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να είναι δεόντως αιτιολογημένη ούτως ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι δεν έχει σημασία πότε αποκτήθηκε ένα μεταπτυχιακό προσόν.

΄Οσα είπαμε πιο πάνω ισχύουν και για τον ισχυρισμό ότι η απόφαση της Επιτροπής βασίζεται σε πλάνη γιατί αναφέρει ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Θάνου Μιχαήλ περιλαμβάνουν μεταπτυχιακές σπουδές στο επίπεδο του Masters of Science in Economics, ενώ από την άλλη δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία στο επίπεδο των σπουδών του αιτητή Ευριπίδη Δημητριάδη.

Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Μιχαήλ ουδέποτε παρέδωσε, ούτε ο διοικητικός του φάκελος περιέχει, οποιοδήποτε αντίγραφο πανεπιστημιακού τίτλου ή διπλώματος του επιπέδου Master of Science in Economics. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, κατά τη διάρκεια του έτους κατά το οποίο φέρεται να έχει αποκτήσει το πιο πάνω δίπλωμα από αγγλικό πανεπιστήμιο, συνέχιζε κανονικά την υπηρεσία του στο Υπουργείο Οικονομικών.

Και πάλι θα πρέπει να λεχθεί ότι αναφορά στους διάφορους πανεπιστημιακούς τίτλους, μεταξύ των οποίων και στον τίτλο Master of Science in Economics του Θάνου Μιχαήλ, γίνεται στο μέρος των πρακτικών όπου η Επιτροπή αιτιολογεί την απόφασή της για την επιλογή των τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών. Μεταξύ των άλλων στοιχείων που παραθέτει για αιτιολόγηση της απόφασης, αναφέρεται και στα ακαδημαϊκά προσόντα του καθενός από αυτούς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αγνοήθηκαν τα προσόντα των άλλων υποψηφίων που βρίσκονταν στους προσωπικούς τους φακέλους.

΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν περιέχονται στο διοικητικό φάκελο του Θάνου Μιχαήλ οποιαδήποτε αντίγραφα του πανεπιστημιακού του τίτλου, αυτός αντικρούεται από τα στοιχεία των φακέλων. Στο φάκελο του Μιχαήλ είναι καταχωρημένο το βασικό πανεπιστημιακό του δίπλωμα στα γερμανικά με μετάφραση στα αγγλικά που έχει πιστοποιηθεί και υπογραφεί από το Γενικό Πρόξενο της Αυστρίας στη Λευκωσία στις 5.1.1968. Στη μετάφραση του διπλώματος φέρεται η ένδειξη "equivalent to Bachelor of Economics"(*). Από την άλλη στον προσωπικό φάκελο του Μιχαήλ βρίσκεται και αναφορά στο μεταπτυχιακό του δίπλωμα Master of Science in Economics.

Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι η κατοχή πανεπιστημιακών προσόντων από το Θάνο Μιχαήλ δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί στο παρόν στάδιο. Οποιαδήποτε έρευνα των προσόντων που απαιτούνταν για την προηγούμενη θέση που κατέχει ο Μιχαήλ θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του που έγινε στις 15.2.1982 στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε τους πιο πάνω τίτλους. Αμφισβήτηση των τίτλων του Μιχαήλ σ΄ αυτό το στάδιο θα ήταν νομικά ανεπίτρεπτη (Δημοκρατία ν. Πάμπου Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, 428-429).

Ο επόμενος ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι οι αιτητές υπερέχουν έκδηλα των ενδιαφερομένων μερών. Προβάλλοντας τον ισχυρισμό αυτό τονίζονται ιδιαίτερα τα προσόντα του αιτητή Ευριπίδη Δημητριάδη που συγκρίνονται με τα προσόντα και των τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών. Οι αιτητές αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην πείρα τους, ενώ επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη των υποψηφίων.

Η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής είναι βέβαια ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψη σύμφωνα με το άρθρο 35 (4) του Νόμου 1/90. Επανειλημμένα το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στις συνεντεύξεις όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, υψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία (Νίκος Ζαβρός και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 733/85 κ.α., ημερ. 31.7.1989 και Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897. Bλέπε επίσης Κλέαρχος Μιλτιάδους και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 789, 791, 796, ημερ. 30.5.1989).

Πέραν όμως τούτου, η εξέταση των φακέλων δείχνει ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή των αιτητών. Στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις όλοι, τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, έχουν εξαίρετες βαθμολογίες. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη Συμεών Μάτσης και Ανδρέας Φυλακτού, όπως και ο αιτητής Μιχαήλ Αντωνίου, έχουν εξαίρετες εκθέσεις για όλα τα χρόνια της σταδιοδρομίας τους. Τόσο οι αιτητές, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, καθώς και το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση.

Κατά την προφορική συνέντευξη και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν ως εξαίρετα, ενώ ο αιτητής Μιχαήλ Αντωνίου ως πολύ καλός και οι αιτητές Ευριπίδης Δημητριάδης και Ανδρέας Κουφτερός ως πάρα πολύ καλοί.

Τέλος όσον αφορά την αρχαιότητα η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεδομένου του επίπεδου της θέσης, η αρχαιότητα, παρ΄ όλον που λαμβάνεται υπ΄ όψη, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, ενώ σημειώνεται επίσης και το γεγονός ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής που διεκδικείται και από υποψηφίους εκτός της Δημόσιας Υπηρεσίας.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει την κρίση του διορίζοντος οργάνου με τη δική του. Επεμβαίνει όμως όταν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή εναντίον του υποψήφιου που διορίστηκε ή προήχθη. Ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή μπορεί να επιτύχει αν από την εξέταση των φακέλλων των υποψηφίων η υπεροχή είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Θα πρέπει να προκύπτει ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (βλ. Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 78).

H υπεροχή κάποιου τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν ύστερα από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων, είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522, ημερ. 30.5.1989 και Μάρω Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/96, ημερ. 8.11.1996).

Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οιοσδήποτε από τους αιτητές είχε έκδηλη υπεροχή έναντι των επιλεχθέντων. Η Επιτροπή είχε το δύσκολο έργο της επιλογής μεταξύ πράγματι εκλεκτών υποψηφίων και κατέληξε στην απόφασή της, η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Πριν τελειώσω κρίνω σκόπιμο να σχολιάσω την πραγματικά πολύ κακή ποιότητα της εκτύπωσης της ΄Ενστασης που καταχωρήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση, η οποία σχεδόν δεν μπορούσε να διαβαστεί. Η κακή ποιότητα των αντιγράφων των διαφόρων εγγράφων που καταχωρούνται είτε ως παραρτήματα στα δικόγραφα και τις αγορεύσεις ή ως τεκμήρια στη διαδικασία, αποτέλεσμα συνήθως απρόσεκτης φωτοτύπησης δυσχεραίνουν πολύ το έργο του Δικαστηρίου. ΄Οταν όμως η κακή ποιότητα εκτύπωσης επεκτείνεται και στα δικόγραφα, τότε το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο.

Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρώνεται. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο