ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2740
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 653/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Παντελίτσα Κώστα Ταλιώτη
Αιτήτρια
και
Κυπριακή Δημοκρατία και/ή
Υπουργικού Συμβουλίου
Καθ΄ων η αίτηση
----------------
11 Νοεμβρίου 1997.
Για την αιτήτρια: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ε. Νικολαϊδου.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή προσβλήθηκαν:
(α) Η έκδοση πολεοδομικής άδειας σε τρίτους, κατ΄ισχυρισμόν ανταγωνιστές της αιτήτριας και
(β) Η παράλειψη "του καθ ου η αίτηση να απαντήσει και/ή εξετάσει το από μακρου τεθέν αίτημα της αιτήτριας για παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου για την υφιστάμενη οικοδομή..."
Το Σεπτέμβριο 1997 χορηγήθηκε στην αιτήτρια πολεοδομική άδεια κατά την επιθυμία της και γι΄αυτό, όπως δηλώθηκε, απέσυρε την προσφυγή της. Οι καθ΄ων η αίτηση ζήτησαν έξοδα και αυτό είναι το θέμα που μας απασχολεί τώρα. Αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στις υποθέσεις Pitsillos v. Republic (1966) 3 CLR 884, Booksellers Association of Cyprus v. Republic (1985) 3 CLR 1171 και Papadopoulos v. M'ty N'Sia (1986) 3 CLR 2046 και εισηγήθηκε πως, όπως και σ΄αυτές, η προσφυγή ήταν εκδήλως αβάσιμη και γι΄αυτό υπέρ της θα πρέπει να ασκηθεί η σχετική διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Δεν διαφώνησε με την αρχή ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, αλλά, κατά τη δική του εισήγηση, ενόψει των περιστατικών, δεν θα έπρεπε να υποστεί εκείνη τα έξοδα. Επικαλέστηκε επιπρόσθετα την υπόθεση Αντριανή Τιμοθέου Αρέστη ν. Αναστασία Ιωάννου Λαδόκονου Πολιτική ΄Εφεση 8870 - 11.6.96 και την Γεωργία Μ. Ματθαίου ν. Δημοκρατίας Προσφυγή Αρ. 714/87 - 17.5.95. Στην πρώτη, σε σχέση με αστικής φύσης διαφορά, το εφετείο τόνισε τον κανόνα να ακολουθούν τα έξοδα το αποτέλεσμα εκτός εάν υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν απόκλιση. Το θέμα της δεύτερης είναι εντελώς διαφορετικό.
Δεν προκύπτει από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας που αναφέρθηκαν πως η επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αιτητή δικαιολογείται μόνο όταν η προσφυγή είναι εκδήλως αβάσιμη, αλλά σε εκείνες εξετάσθηκε το θέμα αφού προηγήθηκε η εξέταση και η διαμόρφωση τελικής κρίσης ως προς το βάσιμο της προσφυγής.
Εδώ η προσφυγή είχε αποσυρθεί και δε νομίζω πως πρέπει να αναμένεται εξέταση και επίλυση ζητημάτων αμφιλεγόμενων και συνακολούθως η έρευνα των διοικητικών φακέλλων προς διαμόρφωση τελικής κρίσης για να αποφασιστεί ανάλογα, στο πλαίσιο και των υπόλοιπων στοιχείων, το θέμα των εξόδων. Σ΄αυτή την περίπτωση το κατά πόσο οι ισχυρισμοί είναι εκδήλως αβάσιμοι, σε αντιδιαστολή προς ισχυρισμούς που επιδέχονται συζήτηση, προσφέρεται ως εύλογο κριτήριο, όπως εισηγήθηκαν οι δυο πλευρές. Θα ήταν εξάλλου άτοπη, νομίζω, η διατύπωση δικαστικής κρίσης καταφατικής ως προς το παράνομο πράξης, η προσφυγή κατά της οποίας έχει αποσυρθεί.
Δεν προσδιορίζουν οι καθ΄ων η αίτηση κατά ποιό τρόπο η χορήγηση της άδειας στους τρίτους θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, όπως είναι η απαίτηση του άρθρου 26(3) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 Ν. 9/72, κατ΄επίκληση του οποίου εκδόθηκε. Οι ισχυρισμοί τους ως προς αυτό το θέμα εξαντλούνται στη θέση πως η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος . Η αιτήτρια ισχυρίζεται πως πλήττεται ως ανταγωνίστρια από την πρόσδοση στους τρίτους πλεονεκτήματος που τους θέτει σε ευνοϊκότερη θέση κατά τη διεκδίκηση πελατείας. Θεωρώ λεπτό το ζήτημα, οπωσδήποτε συζητήσιμο. Η απόσυρση της προσφυγής αφού πλέον χορηγήθηκε και στην αιτήτρια η παρέκκλιση που ζήτησε, δεν προσθέτει στην εικόνα. Είναι εξέλιξη ουδέτερη ως προς το συζητούμενο κριτήριο. Θα ήταν δε αδικαιολόγητη η προώθηση της προσφυγής κατ΄επίκληση τέτοιου εννόμου συμφέροντος όταν η πραγματική του θεμελίωση έπαυσε να υπάρχει.
Τώρα, ως προς τη δεύτερη θεραπεία. Την προσέγγισα πάνω στη βάση της θεώρησης του θέματος και απο τις δυο πλευρές, χωρίς να συγκατανεύω πως το άρθρο 26(3) παρέχει στους πολίτες απευθείας πρόσβαση στο Υπουργικό Συμβούλιο
.Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι συνόψισαν τα ουσιώδη, που είναι παραδεκτά και σε μια υπόθεση στην οποία αναπτύχθηκε πληθώρα ισχυρισμών και έγινε αναφορά σε πλειάδα εγγράφων, αυτό διευκόλυνε το έργο μου. Η αιτήτρια πρόβαλε αίτημα για παρέκκλιση το 1991. Αυτό απορρίφθηκε, και η αιτήτρια πληροφορήθηκε αυτή την κατάληξη από το 1994. ΄Ασκησε την προσφυγή της στις 26.7.96 και είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση πως εκδήλως ήταν αβάσιμη η αναφορά σε αίτημα της αναπάντητο.
Η αιτήτρια είχε υποβάλει νέο αίτημα στις 14.5.96 ζητώντας λιγότερες παρεκκλίσεις, αλλά, στην επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 24.5.96 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, εκλάμβανε πως παρέμεινε αναπάντητη η αίτησή της του 1991. Και ακολούθησε η προσφυγή. Είναι τώρα η εισήγηση της αιτήτριας πως η προσφυγή είχε αντικείμενο γιατί δεν υπήρξε απάντηση στο θέμα της ως εάν να εγειρόταν με την προσφυγή θέμα σε σχέση με την αίτηση που υποβλήθηκε μόλις 45 περίπου μέρες προηγουμένως. Δεν ειναι έτσι τα πράγματα. Το ίδιο το αίτημα στην προσφυγή προσδιορίζει οριστικά το
αντικείμενο της. Είναι η κατ΄ισχυρισμόν παράλειψη απάντησης "στο απο μακρού τεθέν αίτημά της". Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα υπόλοιπα στοιχεία. Η αιτήτρια επικαλείται την παράγραφο 6 των γεγονότων της προσφυγής στην οποία αναφέρεται η επιστολή της ημερομηνίας14.5.96. Δεν διαφοροποιείται η κατάσταση αφού και με αυτή την παράγραφο θεωρείται πως με την επιστολή εκείνη η αιτήτρια "επανήλθε επί του θέματος και ζήτησε από τον Υπ. Εσωτερικών όπως τύχει απάντησης του απο μακρού σε εκκρεμότητα αιτήματος της ".Με γνώμονα τα περιστατικά, που ήταν όλα γνωστά στην αιτήτρια εξ αρχής, το δεύτερο αίτημα της ήταν εκδήλως αβάσιμο. Αφού δε η προσφυγή δεν αφορούσε στο αίτημά της 14.5.96, το γεγονός της εκκρεμότητας της απάντησης ως προς αυτό, δεν επηρεάζει.
Οι καθ΄ων η αίτηση είχαν θέσει και θέμα συνάφειας του δευτέρου αιτήματος προς το πρώτο ώστε να ήταν καν παραδεκτή η συμπερίληψή του στην προσφυγή. Δεν συζητήθηκε τώρα αυτό το ζήτημα και ενόψει και της πιο πάνω κατάληξης, δεν θα επεκταθώ.
Καταλήγω πως, κάτω από τις περιστάσεις, το ενδεδειγμένο είναι επιδικαστεί υπέρ των καθ΄ων το μισό των εξόδων τους, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Και εκδίδεται διαταγή αναλόγως.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/Μσι.