ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2642
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 797/96.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χριστάκη Χ" Χριστοδούλου,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξεως,
2. Αρχηγού Αστυνομίας,
Καθ΄ ων η αίτηση.
___________________
31 Οκτωβρίου, 1997
.Για τον αιτητή: Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γ-Ε.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση με ημερ. 22.7.1996 με την οποία ο Ανδρέας Χριστοφίδης ("το Ε.Μ") προάχθηκε στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δεν έχει υποστηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση. ΄Εχει κάμει την ακόλουθη δήλωση:
"Θα συνηγορήσουμε υπέρ της ακύρωσης της διοικητικής πράξης για το λόγο ότι πράγματι ελλείπει η δέουσα αιτιολογία στην επίδικη απόφαση."
Παρά την πιο πάνω δήλωση το δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την συναίνεση των μερών αλλά πρέπει να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα επί των νομικών καθώς και των πραγματικών πτυχών μιας υπόθεσης (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384).
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή
:Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια επανεξέτασης του θέματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης μετά από δύο ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σαν αποτέλεσμα δύο προσφυγών που είχε ασκήσει ο αιτητής (Βλ. Απόφαση στις προσφυγές 124/92/25.11.93 και 39/94/7.6.96). Λόγος ακυρώσεως ήταν η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος που κατείχε ο αιτητής.
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί από τον καθ΄ ου η αίτηση 1 μετά από σχετική εισήγηση του καθ΄ ου η αίτηση 2. Μεταφέρω το σχετικό μέρος της απόφασης:
"΄Εχω μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομ. 7.6.96, στην Προσφυγή 39/94 με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές των Α. Χριστοφίδη, Π. Κακουλλή, Ι. Χριστοδούλου και Α. Σταύρου στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ που έγιναν στις 8.12.93, με αναδρομική ισχύ από 15.12.91 και 1.1.92 αντίστοιχα, μετά από ακύρωση τους στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 124/92 ημερομ. 25.11.93. Αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης ήταν και η συνακύρωση της προαγωγής του Α. Χριστοφίδη στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου.
Επανεξέτασα το θέμα των ακυρωθεισών προαγωγών ως επίσης και της συνακυρωθείσας προαγωγής με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της διενέργειάς τους και ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 69 του 1987) και αφού μελέτησα και έλαβα υπόψη τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας και την έκθεση για κάθε υποψήφιο που περιέχονται στις επιστολές του με Αρ.Φακ.Ε/16/6 και ημερομ. 23.12.91
Μοναδικός λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η έλλειψη αιτιολογίας. Στην κρινόμενη περίπτωση η ανάγκη για αιτιολογία δεν υπαγορεύεται μόνο από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Υπαγορεύεται και από ρητές διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, ο οποίος προβλέπει δια αιτιολογημένη έκθεση του Αρχηγού της Αστυνομίας και δια δεόντως ητιολογημένη απόφαση του Υπουργού.
Ενόψει των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της πράξης σαν συστατικό της στοιχείο ή σε άλλο στοιχείο που υφίσταται κατά την έκδοση της και που αναφέρεται ρητά στην πράξη (Βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, 581 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183)
.Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647)
.Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130)
.Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476)
.Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών ορίων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αορίστως καθιστούσα αδύνατον τον δικαστικόν έλεγχον ή δυναμένη να εφαρμοσθεί εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87)
.΄Εχω εξετάσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνω ότι δεν περιέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Κρίνω περαιτέρω ότι είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει απλώς τους γενικούς όρους του Νόμου οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής επί οποιασδήποτε περίπτωσης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.