ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2277
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 473/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Παυλίδη
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 22 Σεπτεμβρίου, 1997.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Λ. Κουρσουμπά.
Ενδιαφερόμενα μέρη: Απόντα.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22.3.96 και με την οποία προήγαγε τους 1. Χαράλαμπο Παπαχριστοφόρου 2. Ανδρέα Χρ. Φιλιππίδη, στη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού από την 1.3.96 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.".
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερομηνίας 3.1.1996 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ζήτησε την πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας η θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού είναι θέση προαγωγής. Η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερομηνίας 29.1.1996 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρίαση να παραστεί και ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Στη συνεδρία της ΕΔΥ στις 30.1.1996 ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη για προαγωγή και στη συνέχεια η ΕΔΥ προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.
Η ΕΔΥ, αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, καθώς και τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των Ετήσιων Εμπιστευτικών Εκθέσεων των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Διευθυντή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υποψήφιοι που είχαν τη σύσταση του Διευθυντή υπερείχαν των άλλων υποψηφίων με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή, ως τους πιο κατάλληλους, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού.
Στο κείμενο της προσφυγής προβάλλονται δεκαοκτώ νομικοί λόγοι ακυρότητας. Οι πλείστοι των λόγων αυτών περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Διευθυντή για διάφορες αιτίες, πάσχει ως παράτυπη, παράνομη και αναιτιολόγητη, με συνέπεια να συμπαρασύρει τη μεταγενέστερη απόφαση της ΕΔΥ. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η ΕΔΥ απέτυχε να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή προβάλλει πέντε, κατ΄ αυτόν, στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της θέσης του ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή. Πρώτο, γιατί στηρίζεται, εκτός των άλλων, στην προσωπική του αντίληψη και στις εντυπώσεις από επαφές με τους υποψηφίους και τους προϊσταμένους τους. Δεύτερο, ότι, μέσα από τη διατύπωση της σύστασής του, αφήνεται να εννοηθεί ότι τα καθήκοντα που ασκούσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι τέτοια ώστε να τους δίδουν προβάδισμα έναντι των άλλων υποψηφίων. Τρίτο, ότι η θέση του Διευθυντή ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν διευθυντική ικανότητα, είναι κριτήριο το οποίο δεν προβλέπεται από το Νόμο. Τέταρτο ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο για το Διευθυντή να εξετάσει ενδελεχώς τους 31 φακέλους των υποψηφίων σε μία συνεδρία της ΕΔΥ. Και πέμπτο, ότι το γεγονός ότι ο αιτητής θα αφυπηρετούσε πρόωρα κατόπιν δικής του αιτήσεως, δεν μπορούσε να του στερήσει το δικαίωμα προαγωγής και εν πάση περιπτώσει ο Διευθυντής δεν είχε δικαίωμα ν΄ αποφασίσει περί τούτου, αλλά όφειλε να αφήσει το θέμα στην ΕΔΥ.
Ξεκινώ από το τελευταίο σημείο που έθιξε ο αιτητής. Ούτε ο Διευθυντής ούτε η ΕΔΥ απέκλεισαν τον αιτητή από υποψήφιο. Απλώς θεωρήθηκε και από τους δύο ότι δεν ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος ενόψει του γεγονότος ότι βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια και της νομολογίας του Δικαστηρίου τούτου επί του θέματος. Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση υπέβαλε στη γραπτή της αγόρευση ότι, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν ήταν δυνατό να προαχθεί.
Εφόσον ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια, ορθά θεωρήθηκε, τόσο από το Διευθυντή όσο και από την ΕΔΥ ότι δεν ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90.
Το θέμα εξετάσθηκε στην υπόθεση Μιλτιάδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1160/91, ημερομηνίας 16.7.1993. Συμφωνώ και υιοθετώ τα όσα αναφέρθηκαν από τον αδελφό Δικαστή στις σελίδες 7 έως 9.
Δεν παραγνωρίζω πως είναι αποδεκτός στόχος η επιβράβευση του άξιου λειτουργού. Αυτό δεν αφορά μόνο τον ίδιο αλλά επενεργεί και υπέρ του γενικότερου συμφέροντος. Δεν δικαιολογείται όμως να είναι ο αποκλειστικός στόχος. Η προαγωγή δεν αποτελεί μόνο είδος αμοιβής. Αποβλέπει κατ΄ εξοχή στην κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών.
Παραθέτω το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελίδα 349:-
"Εγένετο, επίσης, δεκτόν ότι αι προαγωγαί των δημοσίων υπαλλήλων, δεν σκοπούσι μόνον την προσωπικήν αυτών ικανοποίησιν, αλλ΄ ενεργούνται εν τω συμφέροντι της δημοσίας υπηρεσίας εις ό πρωτίστως αποβλέπουσιν.".
Και δεν βλέπω πώς η επιλογή του αιτητή, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήδη ευρίσκετο με προαφυπηρετική άδεια, ως του καταλληλότερου υποψηφίου, εξυπηρετούσε πρώτιστα το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας. Ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή, πίπτει στο κενό. Ο αιτητής εύλογα δεν θεωρήθηκε ως ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή.
Θα εξετάσω τώρα, εν πάση περιπτώσει και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή, που αφορούν τη σύσταση του Διευθυντή.
Έχω μελετήσει προσεκτικά τις πιο πάνω αιτιάσεις του αιτητή ως προς τη σύσταση του Διευθυντή. Καμιά απ΄ αυτές δεν μπορεί να ευσταθήσει. Έχω διαβάσει και αξιολογήσει τη μακροσκελή σύσταση του Διευθυντή.
Το θέμα της καταγραφής με λεπτομέρεια της προσωπικής γνώσης του Διευθυντή και των πληροφοριών που συνέλεξε για τους υποψηφίους από τους προϊσταμένους τους εγέρθηκε πλειστάκις ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρόμοιοι ισχυρισμοί έχουν απορριφθεί από το Δικαστήριο ακόμα και μετά τη θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, που απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις. Στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι είναι αρκετό να αποκαλύπτονται οι πηγές που διαμόρφωσαν την κρίση του Διευθυντή και την προσωπική του γνώση και δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των απόψεων που άκουσε από
άλλους προϊσταμένους, μια και ο τρόπος που ο Διευθυντής αξιολογεί τις απόψεις των λειτουργών που συμβουλεύεται, δεν ελέγχεται δικαστικά. Είναι επιτρεπτό για το Διευθυντή να ακούσει τις απόψεις λειτουργών που προΐστανται των υπαλλήλων και να αντλήσει πληροφορίες απ΄ αυτούς ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ο ίδιος γνώμη (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Αργυρούλλας Βασιλείου, Α.Ε. 859, ημερομηνίας 30.1.1990, Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερομηνίας 12.7.1990, Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη και Άλλων, Α.Ε. 1086, ημερομηνίας 13.12.1990, Μάρω Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 34/96, ημερομηνίας 8.11.1996, Στέλιος Γενεθλίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 93/96, ημερομηνίας 15.1.1997).Όσον αφορά το δεύτερο και τρίτο στοιχείο παρατυπίας στη σύσταση του Διευθυντή που προβάλλει ο δικηγόρος του αιτητή, έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα, αφού μελέτησα ολόκληρη τη μακροσκελή του σύσταση. Η αναφορά του Διευθυντή ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας η θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού βρίσκεται στο διευθυντικό επίπεδο, είναι ορθή και όχι αντίθετη με τη νομολογία ή το Νόμο. Η γενική αυτή αναφορά του στην αρχή της σύστασης και πριν την αξιολόγηση των υποψηφίων, ήταν όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη. Ο Διευθυντής είναι σε μοναδική θέση να γνωρίζει τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης την οποία να αξιολογεί και να αποδίδει σ΄ αυτήν την πρέπουσα σημασία (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Βασιλείου (πιο πάνω) και Δημοκρατία και Άλλοι ν. Στυλιανού και Άλλου, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034, ημερομηνίας 10.7.1990). Εξάλλου από το Σχέδιο Υπηρεσίας στο οποίο βασίσθηκε η γνώμη του Διευθυντή προκύπτει η ορθότητα της αναφοράς του. Το παράπονο του αιτητή ότι από το σύνολο της σύστασης του Διευθυντή προκύπτει ότι ο τελευταίος απέδωσε, "διευθυντική ικανότητα" στα ενδιαφερόμενα μέρη, ούτως ώστε να συνάδει προς την αναφορά του, ότι η θέση βρίσκεται σε διευθυντικό επίπεδο δεν είναι ορθό. Αντίθετα από το όλο πνεύμα της σύστασης προκύπτει ότι ο Διευθυντής αιτιολόγησε την προτίμησή του για τα ενδιαφερόμενα μέρη και τελικά κατέληξε ότι αμφότεροι έχουν τις ικανότητες και ιδιότητες εκείνες που απαιτούνται για την εκπλήρωση με επιτυχία των καθηκόντων της θέσης. Πουθενά στη σύσταση δεν αναφέρεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν διευθυντικές ικανότητες και ότι συστήθηκαν γι΄ αυτό το λόγο.
Ο ισχυρισμός επίσης που αφορά το ενδεχόμενο μη επαρκούς έρευνας του Διευθυντή στους φακέλους των υποψηφίων, λόγω στενότητας χρόνου, δεν ευσταθεί. Πουθενά δεν αναφέρεται στα πρακτικά πόσο χρόνο διήρκεσε η έρευνα του Διευθυντή στους φακέλους των υποψηφίων. Ο Διευθυντής πρέπει να γνώριζε εκ των προτέρων ότι θα προέβαινε σε συστάσεις και είχε τον απαραίτητο χρόνο να ετοιμασθεί κατάλληλα (Βλέπε: Θωμά Βαρέλια και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 945/90 και άλλες, ημερομηνίας 30.12.1993).
Ο αιτητής παραπονείται ακόμα ότι ο Διευθυντής αναφέρει στη σύσταση του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε αξία έναντι του, ενώ οι υπηρεσιακές/εμπιστευτικές εκθέσεις δηλούν το αντίθετο. Έχω εξετάσει τις εκθέσεις αξιολόγησης που βρίσκονται στους φακέλους του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών. Από την εξέταση προκύπτει ότι τα τελευταία τρία χρόνια πριν από την απόφαση της ΕΔΥ τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογούνται ως εξαίρετοι. Κατά συνέπεια ο αιτητής δεν υπερέχει σε αξία των ενδιαφερομένων μερών. Η σύσταση κατά
συνέπεια, του Διευθυντή, ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο δεν ανατράπηκε.Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με £200,= έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ