ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1940
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 372/96
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
RELIABLE MOTOR CARS LTD,
Αιτητών, P>
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών,
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
4.9.97ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους αιτητές: κ. Πασχαλίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Ραφτόπουλος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολούνται με εισαγωγές και πωλήσεις αυτοκινήτων. Με επιστολή τους ημερ. 3.1.95 ζήτησαν από τους καθ΄ων η αίτηση διευκρίνιση κατά πόσον υποχρεούνται σε καταβολή Φ.Π.Α. πάνω στα δικαιώματα εγγραφής και τέλη άδειας κυκλοφορίας οχημάτων. Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 20.2.96 πληροφόρησαν τους αιτητές ότι τα πιο πάνω εξαιρούνται καταβολής Φ.Π.Α. Ακολούθως οι αιτητές, με επιστολή τους ημερ. 8.2.96, ζήτησαν διευκρίνιση του τρόπου διεκδίκησης του φόρου που λανθασμένα πλήρωσαν για τα πιο πάνω. Σε απάντηση οι καθ΄ων η αίτηση τους απέστειλαν επιστολή ημερ. 20.2.96 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
"Aναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 8.2.96 και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι δεν είναι δυνατόν να σας επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που εσείς υπολογίζετε ότι αναλογεί σε τέλη εγγραφής και κυκλοφορίας μηχανοκινήτων οχημάτων διότι, όπως φαίνεται από τα τιμολόγιά σας, χρεώνατε φόρο επί της συνολικής τιμής πώλησης."
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή ζητώντας την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημ. 20.2.96 με την οποία αρνήθηκε να επιστρέψει στους αιτητές το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας ΛΚ15.319,38 που κατέβαλαν για την φορολογική περίοδο 1.7.92 - 31.12.95 που αναλογούσε σε τέλη εγγραφής και κυκλοφορίας οχημάτων είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα."
Η επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 20.2.96 ήταν αποτέλεσμα αιτήματος για πληροφορίες εκ μέρους των αιτητών για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να διεκδικήσουν επιστροφή του φόρου και ως εκ τούτου θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα. Εντούτοις, εφόσον περιέχει στην ουσία άρνηση επιστροφής του φόρου θα προχωρήσω στην εξέταση της υπόθεσης θεωρώντας την ως αρνητική απάντηση σε αίτημα για επιστροφή του φόρου.
Οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και, όπως αναπτύσσουν στην αγόρευση τους, ο λόγος είναι γιατί αυτή αφορά σε χρηματική διαφορά και αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Επιπρόσθετα, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει προσωπικό έννομο συμφέρον των αιτητών, γιατί όπως λέγουν προκύπτει από τα τιμολόγια ότι οι πελάτες τους χρεώνονταν με το ποσό του φόρου και έτσι οι αιτητές δεν είχαν καμμιά χρηματική απώλεια. Τέλος, αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, ισχυρίζονται ότι με βάση τη σχετική νομοθεσία ο Έφορος όφειλε να εισπράξει το ποσό αυτό και δεν έχει καμμιά εξουσία για επιστροφή του.
Προς υποστήριξη της προδικαστικής ένστασης οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρονται στην υπόθεση Μαvrogenis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1140 που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατία (1991) 3 A.A.Δ. 470. Στην τελευταία απόφαση στην σελ.479 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εφόσο το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ του διοικούμενου και της Διοίκησης περιορίζεται σε χρηματική απαίτηση, χωρίς να απομένει άλλη περίπτωση εφαρμογής της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ανεξάρτητα αν διέπεται από διοικητική νομοθεσία ή όχι, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της διαφοράς. Η θέση αυτή προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1919-1959, σσ.235 και 236:
"Απομένει προς έρευναν το ζήτημα της χρηματικής διαφοράς της γεννωμένης εκ μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, εκδιδομένης επί τη βάσει κανόνων του διοικητικού δικαίου.
Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν γίνεται δεκτόν υπό της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι εφ΄όσον το αντικείμενον της αμφισβητήσεως περιορίζεται εις απαίτησιν συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, δεν υφίσταται δε ενδεχόμενον άλλης τινός εφαρμογής ή άλλης συνεπείας της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, αρμόδια τυγχάνουν τα πολιτικά δικαστήρια. Ούτω εκρίθησαν ως υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων η απαίτησις περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, εφ΄όσον δεν υφίσταται ειδική διάταξις επιβάλλουσα την έκδοσιν διοικητικής πράξεως περί επιστροφής . . .".
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω η παρούσα περίπτωση εμπίπτει εντός των αρχών που αναφέρονται στις αυθεντίες αυτές και ως εκ τούτου κρίνω ότι το θέμα αφορά χρηματική διαφορά για το οποίο δικαιοδοσία δεν έχει το παρόν Δικαστήριο.
Εντούτοις, θα προχωρήσω να εξετάσω και την ουσία της υπόθεσης γιατί έστω και αν θεωρούσα την απόφαση διοικητικής φύσεως και εκτελεστή και πάλιν θα απέρριπτα την προσφυγή.
Το άρθρο 37 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (246/90) προνοεί τα ακόλουθα:
"37.-(1) Εάν από το περιεχόμενο του τιμολογίου φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και το ποσό του φόρου που αναλογεί σ΄αυτή αναγράφεται στο τιμολόγιο ξεχωριστά, τότε το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε το τιμολόγιο οφείλει να καταβάλει στον Έφορο ποσό ίσο με το ποσό που αναγράφεται σ΄αυτό ως φόρος ή, εάν το ποσό του φόρου δεν αναγράφεται ξεχωριστά οφείλει να καταβάλει ποσό ίσο με το ποσό που αναλογεί ως φόρος στην εν λόγω παράδοση ή παροχή.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται έστω και αν-
(α) Το τιμολόγιο δεν είναι το φορολογικό τιμολόγιο που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 33
(β) Η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν έχει στην πραγματικότητα πραγματοποιηθεί και ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί
. ή(γ) η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν επιβαρύνετο ή επιβαρύνεται με το ποσό του φόρου που φαίνεται σ΄αυτό, ή με οποιοδήποτε ποσό φόρου
.(δ) το πρόσωπο που εκδίδει το τιμολόγιο δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο,
το ποσό δε το οποίο οφείλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση το παρόν εδάφιο, εάν μεν είναι πράγματι φόρος, εισπράττεται ως φόρος, διαφορετικά εισπράττεται ως να ήταν χρέος προς τη Δημοκρατία."
Παρόλον ότι σε αντίθεση με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το ποσό του φόρου που αναφέρετο στα τιμολόγια δεν εισπράττετο από τους πελάτες τους σε σχέση με τα τέλη εγγραφής και κυκλοφορίας, εντούτοις είναι παραδεκτό ότι στα τιμολόγια αναγραφόταν η τιμή
της πώλησης, που συμπεριλάμβανε τα πιο πάνω τέλη και ξεχωριστά το ποσό του Φ.Π.Α. Ως εκ τούτου οι αιτητές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 37, είχαν υποχρέωση να καταβάλουν το αναγραφόμενο αυτό ποσό του φόρου στον Έφορο έστω και αν η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν επιβαρύνετο με φόρο.
Κατά συνέπεια, θα έκρινα και πάλιν πως με βάση το Νόμο οι αιτητές είχαν υποχρέωση καταβολής του αναγραφόμενου ξεχωριστά φόρου και δεν υπήρχε δυνατότητα, με βάση το νόμο, επιστροφής οποιουδήποτε ποσού. Ως εκ τούτου και πάλιν θα απέρριπτα την προσφυγή.
Εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων μου δεν θα υπεισέλθω στο θέμα του έννομου συμφέροντος.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς διάταγμα για έξοδα.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π
.