ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2366

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 137/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μάρως Βράκα,

Αιτήτριας,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών,

Υπηρεσία Εγγραφής,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

30 Σεπτεμβρίου, 1997.

Για την Αιτήτρια : Λ. Γεωργιάδου (κα.)

Για τους Καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γεν. Εισ.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 13.4.95 το Υπουργείο Εσωτερικών υπόβαλε πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για επέκταση του όρου "εκτοπισθείς" ώστε να περιλάβει και τα εξής πρόσωπα:

"(10) α. πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι της εισβολή είχαν τη

μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του

επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η

περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές,

β. πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη

μόνιμη κατοικία τους στο εξωτερικό λόγω υποχρέωσης

που απέρρεε από μόνιμο ή με σύμβαση διορισμό που τους

προσφέρθηκε ενόσω διέμεναν στην Κύπρο και εφόσον δεν

ήταν μετανάστες.

(11) Τα κύρια κριτήρια για κατάταξη αιτητών στον πιο πάνω ορισμό είναι:

α. Η καταγωγή των αιτητών.

β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης

περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες

περιοχές.

γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα

του επαγγέλματος τους.

δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές

(μικρή ή μεγάλη).

ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή

πρόχειρο κατάλυμα).

στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον

τόπο καταγωγής.

ζ. Που διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.

η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής.

θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές

και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού

τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρω-

μή διαφόρων φορολογιών).

ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για

μετάθεση).

κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς."

 

Με απόφαση του ημερ. 19.4.95 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να "εγκρίνει την επέκταση του όρου εκτοπισθείς ώστε να περιλάβει και τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγ. 10 και 11 της Πρότασης".

Στις 11.9.96 η αιτήτρια υπόβαλε αίτηση για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αίτηση της διερευνήθηκε από τη Λειτουργό των καθ΄ ων η αίτηση Θ. Βαρνάβα. Η τελευταία έχει ετοιμάσει σχετικό σημείωμα (Κ. 38-39 στο Φακ. Τεκ. 1). Το περιεχόμενο του αποτελεί το κύριο πραγματικό βάθρο της προσβαλλόμενης απόφασης. Το παραθέτω:

"Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση (κ. 36-1) για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας σύμφωνα με τα νέα κριτήρια και ζητά όπως η ίδια και τα παιδιά της θεωρηθούν εκτοπισμένοι από τη Μόρφου (ο σύζυγος απεβίωσε).

2. Η αιτήτρια κατάγεται από τη Μόρφου και ο σύζυγός της από το Παραλίμνι (η μητέρα της κατείχε την πρ. ταυτότητα με αρ. 078179 με τόπο εκτοπισμού τη Μόρφου).

3. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η αιτήτρια (κ. 36-33) παντρεύτηκε στη Μόρφου στις 12.4.53. Αυτή εργάζετο στα περβόλια της στη Μόρφου. Ο σύζυγός της ήταν Δημόσιος Υπάλληλος. Από το 1953 μέχρι και την εισβολή διέμεναν σε δική της κατοικία στην οδό Ιώνων 15, Λευκωσία. Στη πιο πάνω κατοικία διαμένουν μέχρι σήμερα.

4. Σύμφωνα με βεβαίωση του Τμήματος Προσωπικού ημερομηνίας 3.9.79 (κ. 32) ο σύζυγος της αιτήτριας Γεώργιος Βράκας προσλήφθηκε την 1.4.40 στο Τμήμα Τελωνείων ως Τελωνειακός Λειτουργός όπου υπηρέτησε μέχρι τις 31.12.55. Την 1.1.56 τοποθετήθηκε στο Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών ως Υπεύθυνος του Μηχανογραφικού Κλάδου. Κατόπιν πήρε τον τίτλο Αναλυτού Προγραμματιστού. Αφυπηρέτησε στις 31.8.78.

5. Σύμφωνα με τίτλους ιδιοκτησίας η αιτήτρια ήταν κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας στη Μόρφου καθώς και δύο κατοικιών (η μια πολύ μεγάλη κ. 30-29). Μεταβιβάστηκαν στα παιδιά της Αφροδίτη και Νίκο (κ. 28-22, κ. 16-9). Ορισμένα κτήματα είναι επ΄ ονόματι της (κ. 18-17, κ. 6-1). Παρουσίασε επίσης επ΄ ονόματι της τίτλον κατοικίας στη Λευκωσία (συνοικ. Αγ. Ανδρέας) κ. 31. Τώρα κατέχει το 1/3 μερίδιο (υπόλοιπον κατόπιν δωρεάς).

6. Με βάση τα πιο πάνω φαίνεται ότι η αιτήτρια κατάγεται από τη Μόρφου και ο σύζυγός της από το Παραλίμνι. Παντρεύτηκαν στη Μόρφου στις 12.4.53. Αυτή ασχολείτο στα περβόλια της στη Μόρφου. Ο σύζυγος της ήταν Δημόσιος Υπάλληλος. Προσλήφθηκε την 1.4.40 στο Τμήμα Τελωνείων σαν Τελωνειακός Λειτουργός. Το 1956 τοποθετήθηκε στο Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών ως Υπεύθυνος του Μηχανογραφικού Κλάδου. Αφυπηρέτησε το 1978. Από το 1953 που παντρεύτηκαν μέχρι και την εισβολή διέμεναν σε δική της κατοικία στην οδό Ιώνων 15, Λευκωσία. Στην πιο πάνω κατοικία διαμένουν μέχρι σήμερα.

7. Ως εκ τούτου εισηγούμαι όπως η αίτησή της για να θεωρηθούν η ίδια και τα παιδιά της εκτοπισμένοι από τη Μόρφου απορριφθεί."

Θέτω μια παρένθεση για να προσθέσω ότι στο έντυπο που φέρει τον τίτλο "Συπληρωματικά στοιχεία για αιτητές οι οποίοι πριν και μέχρι την εισβολή διέμεναν στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους ή στο εξωτερικό" υπάρχουν και τα πιο κάτω στοιχεία:

"Αναφέρετε κατά πόσον κατείχατε ιδιόκτητη κατοικία ή άλλη ακίνητη ιδιοκτησία ή άλλη περιουσία στα κατεχόμενα κατά τη 16.8.74 (να επισυναφθούν τίτλοι ιδιοκτησίας):

(α) Περιβόλια και οικία στη Μόρφου περίπου 80 σκάλες,

(β) κατοικία προικώα, (γ) οικόπεδα (16).

Αναφέρετε προσπάθειες επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση): ΄Εγινε αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση για επανεγκατάσταση στη Μόρφου."

 

Ο Λειτουργός Εγγραφς υιοθέτησε την πιο πάνω εισήγηση σημειώνοντας τη λέξη "απορρίπτεται". Ακολούθησε η αποστολή της πιο κάτω επιστολής προς την αιτήτρια με ημερομ. 17.12.96 από τον Λειτουργό Εγγραφής:

"Η αίτησή σας που υποβλήθηκε στο Γραφείο μας γι΄ απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 42465 και ημερομηνία 19.4.1995, μελετήθηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε ν΄ απορριφθεί.

2. Η πιο πάνω απόφαση βασίζεται στο γεγονός ότι μετά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχετε υποβάλει και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας, δεν αποδείχτηκε ο ισχυρισμός σας ότι κατά το χρόνο της εισβολής η μόνιμη κατοικία σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος σας αλλά το σπίτι σας ή/και γενικά η περιουσία σας ήταν στα κατεχόμενα."

Η απάντηση δεν ικανοποίησε την αιτήτρια. Η τελευταία καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

"Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η υπ΄ ημερομηνία 17.12.96 απόφαση της Υπηρεσίας Εγγραφής για μη απόκτηση της προσφυγικής ταυτότητας, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 42465 ημερομηνίας 19.4.95, είναι άκυρος και άνευ εννόμου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια δικαιούται να κατέχει προσφυγική ταυτότητα."

 

Το κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί χωρίς να είχε προηγηθεί δέουσα έρευνα από τη διοίκηση και γύρω από τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε την επίδικη απόφαση. Τόνισε εμφατικά ότι το λεκτικό της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αποκλείει τους ιδιοκτήτες εκείνους οι οποίοι είχαν ιδιόκτητη κατοικία στις ελεύθερες περιοχές, όπως στην περίπτωση της αιτήτριας, η οποία, μάλιστα, κατοικούσε στις ελεύθερες περιοχές από το 1953. ΄Ηταν περαιτέρω η θέση του ότι ένας ο οποίος διαμένει για περίοδο 21 ετών πριν από την Τουρκική εισβολή στις ελεύθερες περιοχές δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί πρόσφυγας επειδή σίγουρα δεν καλύπτεται από την παράγ. 10 (α) της Πρότασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Σύμφωνα με την εισήγηση του αν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της παραγ. 10 (α) δεν "πρέπει να προχωρήσουμε στα κριτήρια της παραγ. 11".

Αρχίζω με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση. Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό των παραγ. 10 και 11 της Πρότασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Κρίνω ότι είναι αλληλένδετες. Ο σκοπός της υιοθέτησης της παραγ. 11 είναι αρκούντως σαφής. ΄Εχει υιοθετηθεί για να προσφέρει στη διοίκηση τα κριτήρια για την κατάταξη των αιτητών στον ορισμό της παραγ. 10 (α) και (β). Χωρίς τα κριτήρια που παρατίθενται στην παραγ. 11 η εφαρμογή της παραγ. 10 (α) δεν θα ήταν εφικτή. Δεν μπορεί επομένως η εφαρμογή της παραγ. 10 (α) να εξετάζεται κατά απομόνωση και χωρίς αναφορά στα κριτήρια της παραγ. 11. Η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να πετύχει.

Αναφορικά με τη θέση που σχετίζεται με τη διάρκεια διαμονής στις ελεύθερες περιοχές και τις νομικές συνέπειες της πρέπει να υπενθυμίσω ότι η διάρκεια διαμονής δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο. Αποτελεί ένα από τα 11 κριτήρια - είναι το κριτήριο (δ). Ακολουθεί πως η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία βασίζεται πάνω στη διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές δεν μπορεί να πετύχει.

Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω καταλήξεις μου θα προχωρήσω να εξετάσω την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία αποτελεί το μόνο επίδικο ζήτημα σε τέτοια διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις που έχει αναπτύξει η αιτήτρια και τις υπόλοιπες θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση.

Στην Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 711/96/27.5.97, είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοιους λόγους ακυρώσεως σε σχέση με απόρριψη παρόμοιου αιτήματος. Μεταφέρω απόσπασμα από την απόφαση εκείνη το οποίο υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

"΄Εχω την άποψη ότι αυτό που έπρεπε να εξεταστεί από τη Διοίκηση ήταν κατά πόσο τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την περίπτωση του αιτητή ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για κατάταξη του εντός του ορισμού του όρου 'εκτοπισθείς' όπως αυτός - ο όρος - έχει προσδιορισθεί με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Προφανώς για διευκόλυνση της Διοίκησης το Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθορίσει τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια 'για κατάταξη αιτητών' εντός της έννοιας του όρου 'εκτοπισθείς'.

Κατά την κρίση μου η υιοθέτηση των πιο πάνω κριτηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο δημιουργεί για τη Διοίκηση την υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας για να διαπιστωθεί ποιά από αυτά ικανοποιεί ένας αιτητής."

Τα κριτήρια που έχουν τεθεί με την πιο πάνω παραγ. 11 σχετίζονται με ουσιώδη γεγονότα ή παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση αιτημάτων για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να προβεί στη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας για να διαπιστώσει η ίδια την ύπαρξη ή μη όλων των ουσιωδών γεγονότων (Βλ. Aristotelous v. Republic (1969) 3 C.L.R. 232).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει διερευνηθεί το κατά πόσο η αιτήτρια ικανοποιεί τα κριτήρια (ζ), (η), (θ) και (ι) της πιο πάνω παραγ. 11. Αποτέλεσμα της μη διεξαγωγής της έρευνας σε σχέση με τα πιο πάνω κριτήρια είναι να μην υπάρχουν στο φάκελο οι διαπιστώσεις της διοίκησης σε σχέση με εκείνα τα κριτήρια.

Σε σχέση με το κριτήριο (ι) - "προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής" - υπάρχει στο φάκελο της Διοίκησης (βλ. Κ. 33-34 στο Φακ. Τεκ. 1) ο πιο πάνω ισχυρισμός της αιτήτριας ότι "έγινε αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση για επανεγκατάσταση στη Μόρφου". Η διευρεύνηση αυτού του ισχυρισμού ήταν εύκολο εγχείρημα. Αν πράγματι είχε υποβληθεί τέτοια αίτηση αυτή θα βρισκόταν στον προσωπικό φάκελο του συζύγου της αιτήτριας. Δεν έγινε προσπάθεια διερεύνησης αυτού του ισχυρισμού. Ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη στο διοικητικό φάκελο ότι έγινε δεκτός από τους καθ΄ ων η αίτηση.

Διαπιστώνω, επομένως, ότι η διοίκηση έχει αχθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να είχε προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας για να διαπιστώσει την ύπαρξη ουσιωδών γεγονότων και παραγόντων. Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες της πιο πάνω παράλειψης της Διοίκησης; ΄Εχουν τεθεί στην υπόθεση Φιλιππίδης (πιο πάνω) από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

"Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας αποτελεί από μόνη της λόγο ακυρώσεως. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Ξαπόλυτος ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 703, Φραγκίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 90, Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 245, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 101, Χ" Πασχάλης ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 101, Ζινιέρης (αρ.1) ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 224, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 420, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 300, Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 318 και Δημοκρατία ν. Ματθαίου, Α.Ε.832/12.7.90). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C. L.R. 28, 42, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101)."

 

 

Υιοθετώ τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επειδή λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα και γνώση όλων των σχετικών παραγόντων.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας. Τον έχω πραγματευθεί στην υπόθεση Φιλιππίδης (πιο πάνω) από την οποία μεταφέρω το πιο κάτω απόσπασμα:

"Αιτιολογία.

Η παραβίαση ουσιώδους τύπου 'διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως' αποτελεί λόγο ακυρώσεως. Σημαντικό στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο 'ουσιώδη τύπο' αποτελεί η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από τον Νόμο ή κατά γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου από τη φύση της πράξεως (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδοση, 1994, παρα. 583 και 587). Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). ΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια που έχουν τεθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβολίου θεωρώ ότι η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Η αναφορά στα 11 κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.

(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα 11 κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος.

Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ικανοποιεί τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Ούτε και παρέχει τα απαραίτητα στοιχεια για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Αναφέρει αόριστα ότι δεν αποδείχθηκε ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το περιεχόμενο του φακέλου της Διοίκησης ο οποίος δεν κάμνει αναφορά σε ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Ελλείπει από την επίδικη απόφαση οποιαδήποτε αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία και κριτήρια με βάση τα οποία έχει ενεργήσει η Διοίκηση προς διαμόρφωση τελικής κρίσης. Η αιτιολογία είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. Δεν είναι, επομένως, νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως."

Υιοθετώ τα όσα αναφέρονται πιο πάνω. Κρίνω ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητά της.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο