ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1751
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 595/95
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
THE HONG KONG SHANGAI
BANKING CORPORATION PLC εξ εξωτερικού,
Αιτητώ ν,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
18.7.97ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για την αιτήτρια: κα Λυκούργου για κ. Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μετά την εγκατάλειψη από την αιτήτρια εταιρεία του αιτήματος για τη θεραπεία Β στην παρούσα προσφυγή παραμένει το αίτημα για τη θεραπεία Α, που έχει ως ακολούθως:
"Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή τους ημερ. 14.4.95 και δια της οποίας οι Καθ΄ων η Αίτηση απέρριψαν αίτημα της Αιτήτριας για επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.1.799.497.-, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο εισοδήματος επί μερισμάτων που προέρχονται από κέρδη που πραγματοποιήθηκαν πριν από το 1991 και για τα οποία κατεβλήθη ήδη φόρος με συντελεστή 42.5%, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος."
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα. Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή εταιρεία ασχολούμενη με τραπεζικές εργασίες και μέτοχος στην κυπριακή εταιρεία Cyprus Popular Bank Ltd. Το 1991 είχε έδρα το Hong Kong, το 1991 την Ολλανδία και το 1993 το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά τη διάρκεια των πιο πάνω χρόνων εισέπραξε από την Cyprus Popular Bank Ltd διάφορα ποσά μερισμάτων προερχόμενα από κέρδη που πραγματοποιήθηκαν πριν το 1991. Στις 18.4.94 με επιστολή για λογαριασμό της εταιρείας ζητήθηκε η επιστροφή του φόρου που παρακρατήθηκε στα μερίσματα (Παράρτημα "Α" στην Αίτηση). Το αίτημα αυτό απερρίφθη με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερ. 8.9.94, που τους πληροφορούσε ότι η απόφαση λήφθηκε με βάση την Εγκύκλιο 1994/7 ημερ. 1.7.94 (Παράρτημα "Β" στην Αίτηση). Την 1.1.95 η αιτήτρια επανέφερε το θέμα δίδοντας τη δική της ερμηνεία στα άρθρα 35 και 36 των Περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 1981-94 (Παράρτημα "Γ" στην Αίτηση). Στις 14.4.95 ο καθ΄ου η αίτηση με επιστολή προς τους ελεγκτές της εταιρείας τους πληροφόρησε ότι απέρριψε το αίτημα αυτό με την προηγούμενη επιστολή του ημερ. 8.9.94 δίδοντας ταυτόχρονα και την αιτιολογία (Παράρτημα "Δ" στην Αίτηση).
Ο καθ΄ου η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό ότι η πράξη και/ή απόφαση της 14.4.97 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά είναι επιβεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης του ημερ. 8.9.94 και ως εκ τούτου η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη και εκπρόθεσμη.
O ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας στη γραπτή του αγόρευση, με εκτενή αναφορά στη νομολογία, υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι βεβαιωτική της προηγούμενης γιατί προέκυψε μετά από νέα έρευνα νομικών και πραγματικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου και γιατί η αιτιολογία των δύο αποφάσεων διαφέρει.
Με τη σειρά του ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση υποστηρίζει ότι καμμία νέα έρευνα δεν έγινε, γιατί κανένα νέο πραγματικό στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του, αφού η επιστολή που επανέφερε το θέμα περιείχε απλώς την ερμηνεία της αιτήτριας σχετικά με τα άρθρα 35 και 36 που ήταν αντίθετη με εκείνη που εφαρμόστηκε με την Εγκύκλιο 1994/7 από την 1.7.94 βασισμένη σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Επομένως, υπέβαλε ότι έστω και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε εξέταση του θέματος εξυπακούεται ότι αυτή σχετιζόταν μόνο με τη νομική πλευρά της υπόθεσης, που σύμφωνα με τη νομολογία δεν συνιστά νέα έρευνα.
Θα προχωρήσω κατά πρώτο να εξετάσω τη προδικαστική αυτή ένσταση. Η αρχική απόφαση του καθ΄ου η αίτηση περιείχετο, όπως ανέφερα, στην επιστολή τους ημερ. 8.9.94 (Παράρτημα "Β" στην Αίτηση) και αναφέρει τα ακόλουθα:
"Μερίσματα που προέρχονται από κέρδη που πραγματοποιήθηκαν πριν το 1991 και για τα οποία κέρδη καταβλήθηκε φόρος με συντελεστή 42.5% δεν υπόκεινται σε φορολογία. Ο φόρος όμως που καταβλήθηκε δεν επιστρέφεται στις ξένες εταιρείες, επομένως ούτε και στον πελάτη σας.
Η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου εξηγείται στη εγκύκλιο 1994/7, 1 Ιουλίου, 1994".
Η αναφερόμενη Εγκύκλιος επισυνάπτεται ως τεκμ.1 στη γραπτή αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση, και μεταξύ άλλων αναφέρει ότι "ο φόρος . . . που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέος πάνω στα κέρδη της κυπριακής εταιρείας δεν επιστρέφεται στις ξένες εταιρείες". Η επιστολή της αιτήτριας με την οποία επανέφερε το θέμα ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση, αφού επαναλαμβάνει τα γεγονότα που ήταν ήδη ενώπιον του Εφόρου, προχωρεί στην ουσία στην ερμηνεία και τον τρόπο που πρέπει να εφαρμόζονται τα άρθρα 35 και 36 του σχετικού νόμου.
Η εισήγηση της αιτήτριας ότι η αρχική απόφαση δεν περιείχε τη δέουσα αιτιολογία, άσχετα του πώς τούτο δυνατόν να επηρέαζε την προδικαστική ένσταση, ελέγχεται ως ανακριβής γιατί η αιτιολογία αυτή ενσωματώνεται στην απορριπτική επιστολή ημερ. 8.9.94, με την παραπομπή στην Εγκύκλιο 1994/7 της 1.7.94. Η απόφαση, η οποία προσβάλλεται, όπως ανέφερα, περιέχεται στην επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερ. 14.4.95 και αναφέρει τα ακόλουθα:
"Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 1.1.95 με την οποία επανέρχεστε με αίτημα το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το γραφείο μου με επιστολή ημερομηνίας 8.9.94.
Η απόφαση μου για μη επιστροφή του φόρου βασίζεται στο ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 36(2) εντάσσεται στο άρθρο 36 που ρυθμίζει τα του συμψηφισμού του παρακρατούμενου φόρου και εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια του άρθρου αυτού και για τους σκοπούς του άρθρου αυτού και δεν επιτρέπεται η κατ΄αναλογία εφαρμογή της με τα οριζόμενα στο άρθρο 35Α(2) που ως γνωστό προνοεί την επιστροφή του παρακρατηθέντα φόρου σύμφωνα με το άρθρο 35.
Το γραφείο θεωρεί την απόφαση του τελική."
Για να θεωρείται μία απόφαση βεβαιωτική προεγενέστερης πρέπει να υπάρχει ταυτότητα του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε τις δύο αποφάσεις, ταυτότητα του προσώπου στο οποίο αφορά η απόφαση, ταυτότητα της νόμιμης διαδικασίας εφόσον η διαδικασία αυτή συνιστά ουσιώδη τύπο, σύμφωνα με το νόμο, ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και ταυτότητα του διατακτικού. Το τι αποτελεί "νέα έρευνα" υπήρξε το αντικείμενο σωρείας αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτει ότι αυτή συνίσταται σε εξέταση νέων πραγματικών γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της διοίκησης, ή νέα εκτίμηση πραγματικών στοιχείων που ήδη υφίσταντο. (Δέστε Kyprianides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 622, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).
'Oπως αναφέρεται και στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας δεν αποτελεί "νέα έρευνα" αρκετή για να καταστεί μία κατ΄αρχή βεβαιωτική απόφαση εκτελεστή αν αυτή οδηγεί σε συμπλήρωση της αρχικής αιτιολογίας, εφόσον δεν ανατρέπεται απ΄αυτή η προηγούμενη αιτιολογία εν όλω και εφόσο, παρά τις προσθήκες η τη μερική μεταβολή, προκύπτει ότι η διοίκηση εξακολουθεί να κρίνει ειλικρινώς πως η αρχική της αιτιολογία ήταν επαρκής.
Όσον αφορά την αρχή ότι επανεξέταση της υπόθεσης από νομικής μόνο πλευράς δεν συνιστά νέα έρευνα, παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση
Pieris v. Republic (ανωτέρω):"Αn examination of the matter from the legal angle alone, unaffected by a fresh enquiry into the facts does not give rise to an executory act and this is so where reliance is placed for the issue of the second act on pre-existing statutory provision
(Σχετικές είναι και οι υποθέσεις
Odysseos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 463, Razis v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1017, στις οποίες γίνεται αναφορά από το συνήγορο του καθ΄ου η αίτηση.)Έχοντας εξετάσει με προσοχή την παρούσα περίπτωση βρίσκω ότι κανένα νέο πραγματικό στοιχείο δεν είχε τεθεί ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση και όλα τα σχετικά γεγονότα ήταν εξ αρχής ενώπιον του. Έχοντας υπόψη την αιτιολογία των δύο αποφάσεων, της αρχικής και της επίδικης, κρίνω ότι το μέγιστο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι η επίδικη απόφαση επεκτείνει και επεξηγεί τη νομική αιτιολογία της πρώτης απόφασης δίδοντας περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο εφαρμογής του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος στα γεγονότα της περίπτωσης. Έχοντας τούτο υπόψη και εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω, βρίσκω ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί μη εκτελεστή διοικητική πράξη ως επιβεβαιωτική της αρχικής απόφασης του καθ΄ου η αίτηση.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.