ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1537
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 379/96.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Ανδρέα Χ" Εφραίμ,
Αιτητή,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού ΄Αμυνας,
2. Αρχηγού Εθνικής Φρουράς,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________________
27 Ιουνίου, 1997
.Για τον αιτητή: Αλ. Λυκούργου (κα.) για Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
"Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποίαν να κηρύσσεται άκυρη και στερημένη κάθε νομίμου αποτελέσματος η συνεχιζόμενη παράλειψη των Καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσουν, ως οφείλουν εκ του Συντάγματος και της ισχύουσας νομοθεσίας,
επί της ουσίας της αναφοράς παραπόνου την οποίαν
υπέβαλεν ο Αιτητής αρχικώς στις 26/5/1994 και ακο-
λούθως διαδοχικώς στην εκάστοτε αρμόδια ανώτερη
αρχή (ως η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει).
Β. Διαταγή ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να διατάσσεται η διενέργεια ο,τιδήποτε
παρανόμως παραλείπεται από τους Καθ΄ ων η Αίτηση σχετικώς με την αναφορά παραπόνου του Αιτητή η οποία υπεβλήθη αρχικώς στις 26/5/94 και
στη συνέχεια επαναϋπεβλήθη διαδοχικώς στην εκάστοτε αρμόδια ανώτερη αρχή (ως η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει)."
Τα παραδεκτά γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως ακολούθως:
Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Διορίστηκε στο Στρατό στις 15.8.1982, με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού και από την ίδια ημερομηνία αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Από την 1.9.1990 κατέχει το βαθμό του Λοχαγού και μεταξύ του χρονικού διαστήματος από 10.8.1991 μέχρι 24.8.1994 υπηρετούσε στο 212 Τάγμα Πεζικού (212 ΤΠ), ως Υποδιοικητής - Επόπτης Οικονομικών Υπηρεσιών. Τώρα υπηρετεί στο Λόχο Στρατηγείου της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού (ΙΙ ΜΠ), ως Διοικητής.
Επειδή διαπιστώθηκε ότι από τις Αποθήκες της Μονάδας στην οποία υπηρετούσε ο Αιτητής (212/ΤΠ), κλάπηκαν πυρομαχικά και άλλα στρατιωτικά είδη, διατάχθηκε, στις 3.5.1994, από την ΙΥ Ταξιαρχία Πεζικού (ΙΥΤΑΞ.ΠΖ), στην οποία υπάγεται διοικητικά η Μονάδα του, η διενέργεια σχετικής ανάκρισης.
Από την ανάκριση αυτή προέκυψαν στοιχεία ότι διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα από ορισμένους οπλίτες του 212 ΤΠ, καθώς και διοικητικές παραλείψεις από τον Αιτητή και άλλα όργανα της Μονάδας του. Συνεπεία του γεγονότος αυτού ο Αιτητής κλήθηκε, στις 13.5.1994, σε διοικητική απολογία από τον Διοικητή του 9ου Συντάγματος Πεζικού (9ο ΣΠ), που είναι το άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενο κλιμάκιο της Μονάδας του.
Ο Αιτητής κλήθηκε σε διοικητική απολογία από τον Διοικητή του 9ου ΣΠ και όχι από τον Διοικητή της Μονάδας του γιατί, από την ίδια ανάκριση, επιρρίφθηκαν διοικητικές παραλείψεις και στον Διοικητή του, ο οποίος κλήθηκε επίσης σε διοικητική απολογία.
Ο Αιτητής ετοίμασε και υπόβαλε στο 9ο ΣΠ στις 14.5.1994 τη διοικητική απολογία του.
Ο Διοικητής του 9ου ΣΠ, αφού έλαβε υπόψη το πόρισμα της σχετικής ανάκρισης που διενεργήθηκε και τη διοικητική απολογία του Αιτητή, έκρινε ότι αυτός υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα και του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της 5νθήμερης φυλάκισης, η οποία είναι μέσα στα όρια της πειθαρχικής του δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 έως 1979.
΄Οταν ο Αιτητής έλαβε γνώση της πειθαρχικής ποινής που του επιβλήθηκε, θεώρησε τον εαυτό του αδικημένο από το μέτρο αυτό και στις 26.5.1994 υπόβαλε στο 9ο ΣΠ αναφορά παραπόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 12 των προαναφερθέντων Κανονισμών.
Το 9ο ΣΠ, αφού εξέτασε την αναφορά παραπόνου του Αιτητή, έκρινε ότι προτού απαντήσει, θάπρεπε να ζητήσει συμβουλή από τη Διεύθυνση Δικαστικού του ΓΕΕΦ (ΔΔΚ/ΓΕΕΦ) για ορισμένα θέματα που έθιγε στην αναφορά του και γι΄ αυτό υπόβαλε στις 8.6.1994 σχετικό έγγραφο στη ΔΔΚ και ανάμενε απάντηση. Το έγγραφο αυτό το 9ο ΣΠ το κοινοποίησε και στον Αιτητή για ενημέρωση.
Ο Αιτητής, παρόλο που γνώριζε ότι το 9ο ΣΠ δεν απάντησε στην αναφορά παραπόνου του, επειδή ανάμενε την απάντηση του ΓΕΕΦ/ΔΔΚ, επανυπόβαλε στις 30.6.1994 αναφορά παραπόνου στην ΙΥ ΤΑΞ.ΠΖ, που είναι το άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενο κλιμάκιο του 9ου ΣΠ, επειδή, όπως ανάφερε, παρήλθε ο προβλεπόμενος χρόνος για απάντηση και ζητούσε να επιληφθεί αυτή της υπόθεσης. Την αναφορά του αυτή ο Αιτητής την κοινοποίησε στο 9ο ΣΠ και στη Μονάδα του (212 ΤΠ).
Το 9ο ΣΠ, με σχετικό έγγραφό του, ημερ. 6.7.94, απάντησε στην
αναφορά παραπόνου του Αιτητή που υπόβαλε στις 26.5.1994 και του γνώρισε ότι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε στην απολογία του λήφθηκαν υπόψη, πλην όμως η περίπτωσή του ήταν τέτοια που εδικαιολογείτο η επιβολή της πειθαρχικής ποινής. Επίσης, το 9ο ΣΠ ενημέρωσε τον Αιτητή ότι καθυστέρησε να απαντήσει στην αναφορά παραπόνου του λόγω του ότι ανάμενε την απάντηση του ΓΕΕΦ/ΔΔΚ, την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πάρει ακόμα.
Η ΙΥ.ΤΑΞ.ΠΖ, στην οποία ο Αιτητής στις 30.6.1994 επανυπόβαλε την αναφορά παραπόνου του, του απάντησε, στις 16.7.1994, ότι η κοινοποίηση σ΄ αυτόν της αναφοράς του 9ου ΣΠ προς το ΓΕΕΦ/ΔΔΚ θεωρείται για την Ταξιαρχία ότι είναι και απάντηση στην αναφορά του και επομένως δεν παρήλθε ο προβλεπόμενος χρόνος απάντησης στην αναφορά του. Η ΙΥ.ΤΑΞ ανάφερε στην απάντησή της προς τον Αιτητή ότι προτού του απαντήσει το 9ο ΣΠ, χρειαζόταν οπωσδήποτε η γνωμάτευση του ΓΕΕΦ/ΔΔΚ. Επίσης, η ΙΥΤΑΞ.ΠΖ με την ίδια επιστολή της πληροφορούσε τον Αιτητή ότι αν μετά την απάντηση του 9ου ΣΠ εξακολουθούσε να έχει παράπονο να επανέλθει, μέσω του 9ου ΣΠ για εξέταση του παραπόνου του, σε δεύτερο βαθμό.
΄Οταν η σχετική ανάκριση υποβλήθηκε στο ΓΕΕΦ, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, αφού έλαβε υπόψη το πόρισμα και την πειθαρχική ποινή της 5νθήμερης φυλάκισης που επέβαλε ο Διοικητής του 9ου ΣΠ στον Αιτητή, επαύξησε την ποινή σε 15νθήμερη φυλάκιση.
Στις 15.9.1994 οι δικηγόροι του Αιτητή, με σχετική επιστολή τους προς το 9ο ΣΠ μέσω του ΓΕΕΦ, ζητούσαν απάντηση στην με ημερομηνία 26.5.1994 αναφορά παραπόνου του πελάτη τους γιατί δεν θεωρούσαν ως αιτιολογία την καθυστέρηση της "σχετικής γνωμάτευσης" του ΓΕΕΦ/ΔΔΚ.
Το 9ο ΣΠ, με σχετικό έγγραφό του με ημερομηνία 15.9.1994, μετά που πήρε την απάντηση από το ΓΕΕΦ/ΔΔΚ, απάντησε στον Αιτητή ότι ορθά άσκησε τον πειθαρχικό του έλεγχο.
Επειδή ο Αιτητής εν τω μεταξύ μετατέθηκε σε άλλη Μονάδα που υπάγεται σε άλλο Σχηματισμό (ΙΙ ΜΠ), με αναφορά του που υπόβαλε στη ΙΙ ΜΠ στις 4.10.1994, ανάφερε ότι οι απαντήσεις που του δόθηκαν από το 9ο ΣΠ και την ΙΥ.ΤΑΞ.ΠΖ, στις αναφορές παραπόνου του, εξακολουθούν να μην τον ικανοποιούν και επειδή πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα και λόγω του ότι έχει μετατεθεί σε άλλο Σχηματισμό και τα πρόσωπα που έχουν σχέση με τα γεγονότα της επίδικης περιόδου είτε έχουν μετατεθεί είτε έχουν απολυθεί, ζητούσε ακρόαση από τον Αρχηγό/ΓΕΕΦ.
Το ΓΕΕΦ, στο οποίο προωθήθηκε τελικά η πιο πάνω αναφορά του Αιτητή, με σχετικό έγγραφό του προς την ΙΙ ΜΠ, τους κάλεσε να ενημερώσουν τον Αιτητή ότι το αίτημά του για παρουσίαση στον Αρχηγό/ΓΕΕΦ δεν εγκρίνεται, γιατί δεν συντρέχουν οι λόγοι που καθορίζονται και προβλέπονται από την σχετική Πάγια Διαταγή 4-28/93. Το ΓΕΕΦ σημείωσε περαιτέρω ότι η πειθαρχική ποινή της 15νθήμερης φυλάκισης επιβλήθηκε στο Αιτητή με βάση το πόρισμα της ανάκρισης, σύμφωνα με το οποίο διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από μέρους του και ότι περαιτέρω εξέταση των γεγονότων δεν είναι δυνατή κατά νόμο, καθ΄ όσον έχουν εκπνεύσει οι νόμιμες προθεσμίες και τα παράπονα του έχουν κριθεί αμετάκλητα.
Η πιο πάνω απάντηση του ΓΕΕΦ αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 965/94 με το ακόλουθο αίτημα:
"Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση .... με την οποία απερρίφθη η αναφορά παραπόνου που υπέβαλε ο αιτητής στις 26.5.94 είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος."
Η προσφυγή 965/94 απορρίφθηκε γιατί κρίθηκε "πως η άρνηση παραχώρησης ακρόασης δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αφού δεν είναι αφ΄ εαυτής παράγωγος είτε των συνεπειών που ο αιτητής αναφέρει είτε οποιωνδήποτε άλλων έννομων συνεπειών (Βλ. απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ., ημερ. 20.3.96 - Παράρτημα Μ στην αγόρευση του αιτητή).
Κύριο νομικό βάθρο της προσφυγής είναι ο Καν. 12 των περί Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, 1964-1979 ο οποίος, στο βαθμό που είναι σχετικός, έχει ως πιο κάτω:
"12.- (1) Παν μέλος της Δυνάμεως δικαιούται να παραπονεθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, εάν θεωρήση εαυτόν αδικούμενον εκ τινός δοθείσης αυτώ διαταγής, ή εκ τινός πράξεως ή μέτρου των προϊσταμένων του:
.................................. .................................................. .................................................. .................................................. ........
(8) Εάν το υποβληθέν παράπονον δεόντως εξετασθέν αποδεικνύεται αβάσιμον, ο κρίνων τούτο διοικητής εξηγεί εις τον παραπονούμενον, προφορικώς μεν εάν ούτος είναι οπλίτης, εγγράφως δε εάν είναι αξιωματικός, ή μόνιμος υπαξιωματικός, τους λόγους δι΄ ους τούτο κρίνεται αβάσιμον. Εάν ο παραπονούμενος δεν πεισθή περί του αβασίμου του παραπόνου του, αν μεν είναι οπλίτης δύναται να ζητήση όπως παρουσιασθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν, αν δε είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός, δύναται να επανυποβάλη το παράπονόν του ίνα προωθηθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν. Ο κρίνας το παράπονον διοικητής υποβάλλει εις την προϊσταμένην αυτού αρχήν, την περί παρουσιάσεως του παραπονουμένου οπλίτου αίτησιν, ή την αναφοράν παραπόνου του αξιωματικού ή μόνιμου υπαξιωματικού, μετά των ιδίων αυτού παρατηρήσεων.
.................................. .................................................. ............
(11) Η εξέτασις, ή η περαιτέρω υποβολή του παραπόνου, γίνεται κατά προτεραιότητα, εις τρόπον ώστε ο παραπονούμενος να λαμβάνη γνώσιν των αποφάσεων επί του παραπόνου του, εντός 10 ημερών υπό του διοικητού του, 20 ημερών υπό του προϊσταμένου διοικητού, 30 ημερών υπό της περαιτέρω προϊσταμένης αρχής και ούτω καθεξής."
Με έρεισμα την φράση "εξηγεί ... εγγράφως τους λόγους δι΄ ους το παράπονον κρίνεται αβάσιμο" στον πιο πάνω Καν. 12(8), η ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε:
Ο όρος εξήγηση των λόγων σημαίνει ερμηνεία, διασαφήνιση και αιτιολόγηση των λόγων αυτών. Η απαίτηση για "εξήγηση των λόγων" δεν ικανοποιείται με απλή επλίκληση κάποιας γνωματεύσεως. Δεν νοείται "απόρριψη του παραπόνου" εάν αυτή δεν συνοδεύεται από γραπτή παράθεση και εξήγηση των λόγων που την στηρίζουν. Συνεπώς κοινοποίηση απορριπτικής αποφάσεως επί παραπόνου η οποία όμως δεν πληροί την νομοθετημένη προϋπόθεση της γραπτής εξηγήσεως των λόγων που την στηρίζουν δεν αποτελεί απόρριψη του παραπόνου ως αβάσιμου κατά τον Καν. 12(8) και (9). Σε τέτοια περίπτωση το παράπονο θα πρέπει να θεωρείται ως μη απαντηθέν. Υπάρχει, επομένως, συνεχιζόμενη παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσουν επί της ουσίας του αρχικού παραπόνου του αιτητή ημερ. 26.5.94 ή/και να εξηγήσουν γραπτώς στον αιτητή τους λόγους της απορρίψεως.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε:
Η όλη επιχειρηματολογία του αιτητή περιστρέφεται στο κατά πόσον η απάντηση που πήρε ημερομηνίας 15.9.94 δεν είναι ικανοποιητική, ή σύμφωνη με τους κανονισμούς. Από τα γεγονότα τόσο της υπόθεσης αυτής όσο και της υπόθεσης στην προηγούμενη προσφυγή του αιτητή -
Χ" Εφραίμ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 965/94/20.3.96 - φαίνεται καθαρά ότι ο αιτητής έλαβε απάντηση στο παράπονο του που δεν του ικανοποιούσε και δεν τον ικανοποιούσε γιατί δεν έκανε δεκτό το παράπονό του, αλλά αντίθετα τον πληροφορούσε ότι το αίτημα του δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί. Αν η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 15.9.94 ήταν αναιτιολόγητη, λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, ή παραβιάζει οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη δεν είναι του παρόντος να εξετασθεί. Αν ο αιτητής είχε παράπονο έναντι της πιο πάνω απόφασης θα έπρεπε να την είχε προσβάλει με αίτηση ακυρώσεως εντός 75 ημερών. Η μη ικανοποιητική απάντηση δε συνεπάγεται άρνηση της διοίκησης να απαντήσει. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσπαθεί να καταστρατηγήσει το άρθρο 146 του Συντάγματος.Τόνισε ότι απόφαση επί παραπόνου δυνάμει των πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε ακυρωτικό έλεγχο (Βλ. Γεωργιάδης Αλέξανδρος ν. Υπουργού ΄Αμυνας, 298/89 ημερ. 30.10.90, η οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην απόφαση Ζαβρός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349)
.Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά συνεχιζόμενης παραλείψεως της Διοικήσεως. Τέτοια προσφυγή είναι παραδεκτή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Ελλάδα:
Αίτηση ακυρώσεως μπορεί να στραφεί και κατά της σιωπής ή ακριβέστερα της σιωπηρής παραλείψεως της διοικήσεως, διότι αλλιώς η διοίκηση θα μπορούσε εύκολα ν΄ αποφύγει τον δικαστικό έλεγχο και ο ιδιώτης να στερηθεί την δικαστική προστασία. Ενώ όμως κάθε (εκτελεστή) διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, παραδεκτώς προσβλητή είναι μόνο η παράλειψη μιας διοικητικής αρχής που αφορά οφειλόμενη από την αρχή αυτή νόμιμη ενέργεια. Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, συντρέχει αν
πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:(α) Νομοθετική πρόβλεψη, δηλαδή πρόβλεψη στο Σύνταγμα, σε νόμο ή σε
γενική αρχή του δικαίου της υποχρεώσεως της διοικήσεως να προβεί
σε ορισμένη ενέργεια.
(β) Πρωτοβουλία του ιδιώτη, δηλαδή αίτηση ή όχληση (αν η διοίκηση δεν υποχρεούται να ενεργήσει αυτεπάγγελτα), απευθυνόμενη μάλιστα στην
αρμόδια αρχή.
(γ) Συγκρότηση τεκμηρίου αρνήσεως της διοικήσεως με την άπρακτη παρέλευση της τυχόν προβλεπόμενης από ειδικό νόμο προθεσμίας
ή αλλιώς ενός τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως στην διοίκηση
ή την περιέλευση της στην αρμόδια αρχή. Πριν την παρέλευση της
προθεσμίας αυτής η άρνηση της διοικήσεως δεν τεκμαίρεται και αίτηση
ακυρώσως είναι απαράδεκτη (Βλ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό
Δίκαιο, παραγ. 518, 519, 5
20).Η πιο πάνω περίοδος των τριών μηνών προβλέπεται από το άρθρο 47 του Νόμου 3713/1928 σύμφωνα με το οποίο η παράλειψη της Διοικήσεως συντελείται "άμα τη παρελεύσει απράκτου τριμήνου από της υποβολής (πρωτοκολλήσεως) της σχετικής αιτήσεως προς ενέργειαν".
Στην
Republic v. Gava (1968) 3 C.L.R. 322, 325 κρίθηκε ότι εφόσον η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έχει λάβει απόφαση επί του ζητήματος, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, δυνάμει του άρθρου 16(1) του Νόμου 12/65, δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να βρει ότι υφίστατο παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής.Στην Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου, Α.Ε. 1431/26.4.96, κρίθηκε ότι η εξέταση του αιτήματος, η λήψη και η κοινοποίηση της σχετικής απόφασης αίρει τον χαρακτήρα της κατ΄ ισχυρισμό παράλειψης ως συνεχιζόμενης.
Στην
Epaminonda and Others v. Municipal Committee of Limassol (1984) 3 C.L.R. 1534, 1547, αποφασίστηκε ότι οσάκις λαμβάνεται απόφαση με την οποία η Διοίκηση αρνείται να κάμει κάτι και η απόφαση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, η συνεχιζόμενη επίδραση της παράλειψης τερματίζεται και η προθεσμία των 75 ημερών για την καταχώριση της προσφυγής αρχίζει να μετρά από την ημερομηνία της αρνήσεως (Βλ. και Vafeadis v. The Republic (1964) C.L.R. 454, Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563, 568).Στην κρινόμενη περίπτωση οι πιο πάνω απαντήσεις της Διοίκησης, ημερ. 6.7.94 και 15.9.94, ισοδυναμούν με άρνηση της Διοίκησης να δεχθεί το παράπονο του αιτητή. Ο χρόνος για άσκηση της προσφυγής αρχίζει να μετρά από την ημερομηνία της κοινοποίησης της επιστολής ημερ. 15.9.94. Η λήψη απόφασης και η κοινοποίηση της προς τον ενδιαφερόμενο αίρει τον χαρακτήρα της κατ΄ ισχυρισμό παράλειψης ως συνεχιζόμενης (Βλ. Γρηγορίου, πιο πάνω)
.Η προσφυγή ασκήθηκε την 2.5.1996. Είναι επομένως εκπρόθεσμη γιατί η προθεσμία των 75 ημερών αρχίζει να μετρά από τις 15.9.1994.
Η πιο πάνω θέση του αιτητή ότι υφίσταται συνεχιζόμενη παράλειψη επειδή στις πιο πάνω επιστολές δεν εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους το παράπονο έχει κριθεί αβάσιμο δεν ευσταθεί για τους πιο κάτω λόγους:
Στην επιστολή ημερ. 6.7.94 δίνεται κάποιος λόγος για την απόρριψη του παραπόνου - η περίπτωση του αιτητή ήταν τέτοια που εδικαιολογείτο η επιβολή πειθαρχικής ποινής.
Αυτό που στην ουσία επιδιώκεται από τον Καν. 12(8) είναι η παροχή προς τον διοικούμενο αιτιολογημένης απόφασης. ΄Εχω την άποψη πως από την στιγμή που η απόφαση της Διοίκησης κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο και η απόφαση περιέχει κάποιας μορφής αιτιολογία, έστω και λακωνικά διατυπωμένη, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί έγκυρα να ισχυρίζεται ότι υφίσταται συνεχιζόμενη παράλειψη επειδή δεν εξηγούνται επαρκώς οι λόγοι της παράλειψης. Κατά την κρίση μου το κατά πόσο μια απόφαση συνάδει με τον Καν. 12(8) ή κατά πόσο ικανοποιεί την ανάγκη για αιτιολόγηση των πράξεων της Διοικήσεως είναι ζήτημα που δεν μπορεί να κρίνεται από τον διοικούμενο. Είναι ζήτημα το οποίο εμπίπτει εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Μετά την λήψη της απάντησης της 15.9.94 ο αιτητής είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ή να "επανυποβάλη το παράπονο του ίνα προωθηθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν" (Βλ. Καν. 12(8)). ΄Οπως έχει νομολογηθεί (βλ. Ζαβρός, πιο πάνω, στη σελ. 363) "... με την προβλεπόμενη από τους κανονισμούς διαδικασία υποβολής διαδοχικού παραπόνου μέχρι της ανωτάτης αρχής, δεν είναι μόνο εκτελεστή και προσβλητή η τελική απόφαση της ανωτάτης αρχής, δηλαδή του υπουργού, αλλά και οι ενδιάμεσες αποφάσεις του διοικητή ταξιαρχίας και εθνικής φρουράς".
Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει. Σύμφωνα με τον Καν. 12(11) η εξέταση του παραπόνου του αιτητή έπρεπε να λάβει χώραν εντός 10 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του.
΄Οπως υποδεικνύεται από τον Θ. Δ. Τσάτσο στο σύγγραμμα του "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 144, "εφ΄όσον υπάρχει τεθειμένη προθεσμία προς εκτέλεσιν της οφειλόμενης ενεργείας, η παράλειψις είναι τετελεσμένη άμα τη παρόδω της προθεσμίας ταύτης".
Αυτή η θέση του ευπαίδευτου συγγραφέα υποστηρίζεται από την Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην Υπόθεση 26/58 (Ολ.) η σύνταξη των πινάκων προαγωγής των Υπαλλήλων του Υπουργείου Συγκοινωνιών έπρεπε να συντελεσθεί μέχρι τέλος Μαρτίου εκάστου έτους. Κρίθηκε ότι: "... τασσομένης ωρισμένης προθεσμίας προς ενέργειαν, η παράλειψις της Διοικήσεως, όπως προβή εις την οφειλομένην ταύτην νόμιμον ενέργειαν, θεωρείται εκδηλωθείσα από της παρόδου της προθεσμίας ταύτης, ήτοι εν προκειμένω από του τέλους Μαρτίου 1956, έκτοτε δ΄ εκινήθη ή εξηκονθήμερος προθεσμία δια την προσβολήν της παραλείψεως ταύτης. Συνεπώς η υπό κρίσιν αίτησις, κατατεθείσα εις το Συμβούλιον της Επικρατείας την 24ην Ιανουαρίου 1957, εκπροθέσμως προσβάλλει την παράλειψιν συντάξεως των πινάκων προαγωγής".
Ακολουθεί πως η οποιαδήποτε παράλειψη θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει εκδηλωθεί από την πάροδο της προθεσμίας των 10 ημερών, δηλαδή κατά ή περί την 5.6.94 - το παράπονο υποβλήθηκε την 26.5.94. ΄Εκτοτε "δ΄ εκινήθη η προθεσμία των 75 ημερών δια την προσβολή της παραλείψεως ταύτης". Συνεπώς η υπο κρίση αίτηση η οποία έχει κατατεθεί την 2.5.96 εκπροθέσμως προσβάλλει την ισχυριζόμενη παράλειψη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
/ΕΑΠ. Δ.