ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1153
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 62/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Ιάκωβου Δ. Παπαδόπουλου από τη Λευκωσία
2. Δημητράκη Ζαχαριάδη από τη Λευκωσία
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
__________
9 Μαΐου, 1997
Για τους αιτητές: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος
της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αξιώνουν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη των καθ΄ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22.12.1995 και με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη εκ νέου, ύστερα από προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη μόνιμη θέση Διευθυντή (Τακτικός Προϋπολογισμός) του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, αναδρομικά από 1.11.1993 είναι άκυρη. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 31.10.1995 στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 913/93 και 970/93 ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 14.10.1993, για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην πιο πάνω θέση του Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών γιατί κρίθηκε ότι η συμμετοχή στη διαδικασία του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων ως εκπρόσωπου της αρμόδιας αρχής ήταν αντίθετη με το νόμο. Ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων είχε λάβει
μέρος στη διαδικασία διότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων, που ήταν ο αρμόδιος λειτουργός, λόγω συγγένειας της θυγατέρας του με ένα των υποψηφίων, ζήτησε όπως του επιτραπεί να μη παρευρεθεί στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κατά τις οποίες θα ελάμβαναν χώρα οι προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων. Η Επιτροπή δέκτηκε το αίτημα του Γενικού Διευθυντή και στη συνέχεια ο Υπουργός Συγκοινωνιών όρισε τον κ. Δήμου Χρίστου, Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ως εκπρόσωπο του Υπουργείου στην προφορική εξέταση των υποψήφιων. Το Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό γιατί κατέληξε ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων δεν είχε καθόλου γνώση ούτε των υποψηφίων ούτε των καθηκόντων και προσόντων της θέσης. ΄Ετσι το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή"), έπρεπε να ακυρωθεί γιατί ελήφθη από όργανο του οποίου η σύνθεση ήταν ελαττωματική, αφού συμμετείχε σ΄αυτή πρόσωπο μη προβλεπόμενο από το νόμο.Μετά την ακύρωση του διορισμού η Επιτροπή σε συνεδρίαση της ημερ. 28.11.1995 προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης που είχε κενωθεί ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφού έλαβε υπ΄ όψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλλων, των φακέλλων υπηρεσιακών εκθέσεων όσων υποψηφίων ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς επίσης και της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση με βάση τις σημειώσεις των μελών της Επιτροπής, χωρίς αυτή τη φορά να ληφθεί υπ΄ όψη η κρίση του εκπρόσωπου της αρμόδιας αρχής, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στη θέση Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών αναδρομικά από 1.11.1993 στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Για την ακύρωση οι αιτητές προβάλλουν αριθμό λόγων. Ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό προφανή νομική πλάνη αφού έλαβε υπ΄ όψη τις συνεντεύξεις που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία με την παράνομη συμμετοχή του Διευθυντή Αρχαιοτήτων, παράγοντα αναρμόδιου σύμφωνα με την ακυρωτική δικαστική απόφαση. Με άλλα λόγια προβάλλεται η θέση ότι η Επιτροπή δεν
έπρεπε να λάβει υπ΄ όψη κατά την επανεξέταση τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, γιατί κατά τις τότε συνεδρίες (στις 6.10.1993 και 8.10.1993), μετείχε σ΄ αυτές και ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων ο οποίος κρίθηκε ήδη αναρμόδιος. Οι συνεντεύξεις που κρίθηκαν ως πάσχουσες εξ υπαρχής και οι οποίες είχαν παρασύρει την προηγούμενη τελική απόφαση σε ακυρότητα, δεν έπρεπε στην επανεξέταση να ληφθούν καθόλου υπ΄ όψη.Η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση υποστήριξε ότι κατά την επανεξέταση η Επιτροπή είχε καθήκον να ενεργήσει υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου και με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της ακύρωσης της απόφασης. Σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, η Επιτροπή κατά την επανεξέταση αγνόησε τόσο την αξιολόγηση των υποψηφίων από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, όσο και τη σύστασή του. Οι συνεντεύξεις των υποψηφίων στην έκταση που μπορούσαν να είχαν επηρεαστεί από τη συμμετοχή του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αγνοήθηκαν από την Επιτροπή αλλά, αφού δυνάμει του άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, οι συνεντεύξεις είναι ουσιαστικό κριτήριο επιλογής, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τις παραγνωρίσει εντελώς.
Λόγω της συμμετοχής στις συνεντεύξεις αναρμόδιου λειτουργού η τελική απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε. Ο λόγος της ακύρωσης ήταν γιατί κρίθηκε ότι οι συνεντεύξεις, προπαρασκευαστικές πράξεις της τελικής απόφασης, έπασχαν από ακυρότητα η οποία συμπαράσυρε και την τελική πράξη της Επιτροπής. Η ακυρότητα αυτή των συνεντεύξεων παρασύρει σε ακυρότητα όλες τις μεταγενέστερες πράξεις που βασίστηκαν σ΄αυτές και συνεπώς και τη νέα απόφαση της Επιτροπής. Η εντύπωση που τα μέλη της Επιτροπής σχημάτισαν για τους υποψήφιους ήταν αποτέλεσμα των συνεντεύξεων στις οποίες έλαβε μέρος παράνομα ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων ο οποίος μάλιστα υπέβαλε και ερωτήσεις. Συνεπώς η εντύπωση που έδωσαν οι υποψήφιοι ήταν σαφώς επηρεασμένη και από τη συμμετοχή του αναρμόδιου οργάνου και η νέα απόφαση της Επιτροπής έχει βασιστεί σε κάποιο βαθμό
στις άκυρες συνεντεύξεις.Πέραν τούτου και οι προσωπικές σημειώσεις των μελών ήταν επακόλουθο της παράνομης συμμετοχής του Διευθυντή και συνεπώς δεν ήταν επιτρεπτό τα μέλη της Επιτροπής να τις χρησιμοποιήσουν, αφού η ακύρωση των συνεντεύξεων επέφερε την εξ υπαρχής εξαφάνισή τους. Η θέση αυτή ενισχύεται τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 166 αναφέρεται ότι επί συνθέτου διοικητικής ενεργείας η ακύρωση οιασδήποτε των ενδιάμεσων πράξεων, ή της τελικής λόγω ελαττώματος (πλημμέλειας) ενδιάμεσης πράξης, δεν επάγεται ακυρότητα της όλης διοικητικής ενεργείας, αλλά επηρεάζει το κύρος μόνο των από το ελάττωμα (πλημμέλεια) επακολουθησασών πράξεων. Συνεπώς η διοίκηση νόμιμα δεν προβαίνει στην εξ αρχής επανάληψη της όλης διαδικασίας, αλλά περιορίζεται σε επανάληψη της από του σημείου που εχώρησε η παρανομία. Είναι επίσης γνωστή η αρχή ότι ακυρουμένης μιας πράξης συνακυρούνται και χωρίς ρητή αναφορά, όλες οι μεταγενέστερες επ΄ αυτής στηριζόμενες (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας
, ανωτέρω, σελ. 280).Εξ άλλου, μεταξύ των στοιχείων που επενέργησαν κατά το σχηματισμό της γνώμης των μελών της Επιτροπής ήταν και η γενική εντύπωση που αποκόμισαν τα μέλη της από την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν με την παράνομη συμμετοχή. Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται ότι κατά πλειοψηφία η Επιτροπή ήταν της γνώμης ότι οι σημειώσεις των μελών αποτελούσαν αντικειμενική καταγραφή προσωπικών κρίσεων και απόψεων που σχημάτισαν στη διάρκεια της προφορικής εξέτασης και καθόλου επηρεασμένες από τις κρίσεις του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Αναφέρεται περαιτέρω ότι η παραγνώριση των σημειώσεων, σύμφωνα πάντα με την πλειοψηφία της Επιτροπής, θα ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με απόκρυψη πληροφοριών που τα μέλη κατείχαν. Δεν συμφωνώ καθόλου με τις πιο πάνω θέσεις. Κατ΄ αρχήν δεν βλέπω πώς οι σημειώσεις των μελών αποτελούν "αντικειμενική καταγραφή προσωπικών κρίσεων και απόψεων", αφού οι προσωπικές κρίσεις και απόψεις είναι εξ ορισμού έντονα υποκειμενικές. Με άλλα λόγια, οι σημειώσεις αποτελούν την καταγραφή των υποκειμενικών προσωπικών κρίσεων και απόψεων των μελών, γνώμες και απόψεις που διαμορφώθηκαν όχι μόνο από τις κρίσεις του αναρμόδιου οργάνου, αλλά και από τις ερωτήσεις που ο ίδιος υπέβαλε. Διερωτώμαι πως αξιόπιστα μπορεί να υποστηριχθεί η θέση ότι ένα μέλος της Επιτροπής μπορούσε και μάλιστα ύστερα από την πάροδο τόσου χρόνου, να ξεχωρίσει από τις σημειώσεις του ποιά γνώμη του για τους υποψήφιους
ήταν αυτούσια δική του και ποιά ήταν αποτέλεσμα, είτε των όσων είχε αναφέρει ο Διευθυντής Αρχαιοτήτων για τους υποψήφιους, είτε των απαντήσεών τους, πάλι σε ερωτήσεις του Διευθυντή Αρχαιοτήτων. Δεν αντιλαμβάνομαι εξ άλλου το συλλογισμό ότι η παραγνώριση των σημειώσεων των άκυρων συνεντεύξεων θα αποτελούσε απόκρυψη πληροφοριών. Διερωτώμαι δηλαδή με ποιό τρόπο η εντύπωση που κάποιος σχημάτισε, να μπορεί να θεωρηθεί πληροφορία που μπορεί να αποκρυβεί. Πρόκειται περί μίας καθαρά υποκειμενικής εκτίμησης η οποία δεν μπορεί κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις να χαρακτηριστεί ως πληροφορία. Στην υπόθεση Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, αποφασίστηκε πως η κατά τις συνεντεύξεις αξιολόγηση των υποψήφιων από το διορίζον όργανο δεν αποτελεί αντικειμενικό γεγονός, μέρος δηλαδή του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε, αλλά κρίση που αντανακλά την αξιολόγηση των υποψήφιων από το συλλογικό όργανο και ανάγεται στις υποκειμενικές τους εκτιμήσεις για την αξία και την καταλληλότητα των υποψηφίων για διορισμό.Η εντύπωση που σχηματίζεται για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις ασφαλώς δεν συνιστά αντικειμενικό στοιχείο κρίσης όπως είναι άλλα στοιχεία που προκύπτουν από τους προσωπικούς φακέλλους και τις εμπιστευτικές εκθέσεις, αλλά υποκειμενική κρίση ή άποψη.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η συμπερίληψη στα στοιχεία αξιολόγησης των υποψηφίων και της εντύπωσης που τα μέλη της Επιτροπής σχημάτισαν από τις συνεντεύξεις στις οποίες συμμετέσχε αναρμόδιο όργανο κατέστησε ξανά άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση. ΄Ετσι η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρούται με έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ