ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1135
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.119/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
The Philips College
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργικού Συμβουλίου
2. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
9 Μαΐου, 1997
Για τους αιτητές: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ρ. Πετρίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η σχολή Philips College (στο εξής αναφερόμενη ως "η σχολή") ενεγράφη ως ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βάσει του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987, (Ν.1/87). Στις 22.2.1993 η σχολή υπέβαλε αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών που προσφέρει με βάση το άρθρο 30 του νόμου και στις 7.3.1994 κατέβαλε το ποσό των £3.000 που αποτελούσε το σύνολο της δαπάνης για την αξιολόγηση.
Στις 24.2.1995 ο Γενικός Διευθυντής πληροφόρησε τη σχολή ότι βάσει του κανον. 97 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση - Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992, (Κ.Δ.Π. 201/92), η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού επικύρωσε την εισήγηση του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης για απόρριψη της αίτησης. Στη συνέχεια η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού με επιστολή της ημερ. 7.4.1995 πληροφόρησε τους αιτητές ότι οι διοικητικές αποφάσεις που περιέχονται στην επιστολή ημερ. 24.2.1995 ανακαλούνται με αναδρομική ισχύ, έτσι που να θεωρηθούν ως μηδέποτε γενόμενες. Η απόφαση ημερ. 24.2.1995 προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την υπόθεση Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd και άλλων ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 266/95, στην οποία στις 29.3.1995 το Δικαστήριο κατέληξε ότι η σχετική απόφαση είχε ληφθεί με βάση κανονισμούς οι οποίοι, ορισμένοι τουλάχιστον, είχαν ψηφιστεί καθ΄υπέρβαση εξουσίας (ultra vires), αφού μέρος τους είχε θεσπιστεί εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Συγκεκριμένα κηρύχθηκαν ως θεσπισθέντες καθ΄ υπέρβαση εξουσίας οι κανονισμοί 69, 95, 96 και 97 (βλ. επίσης A.C. Travel Planners College of Tourism and Hotel Management Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 478/95, ημερ. 19.12.1996). Στη συνέχεια οι αιτητές ζήτησαν την εφαρμογή του νόμου και την αξιολόγηση της σχολής τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 1/87. Συγκεκριμένα στις 17.5.1995, οι αιτητές μέσω του δικηγόρου τους απέστειλαν στο Υπουργικό Συμβούλιο επιστολή με την οποία αξιώνουν την ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εξακολουθούσε να παραλείπει οφειλόμενη εκ του νόμου υποχρέωση, δηλαδή την υποχρέωση που θέτει το άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επί του παρόντος ο Νόμος 1/87 έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί με το Νόμο 67(1)/96.
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται:
" Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι άκυρη η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση 1 να μη εφαρμόσουν την εκ του δικαστικού δεδικασμένου και/ή του Νόμου οφειλόμενη ενέργεια κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά να προβούν στη σύσταση της Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση και ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα η παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση 2 να εξετάσουν το αίτημα των αιτητών για αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών τους ως τα σχετικά τέλη που εισέπραξαν και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί. "
Η αξίωση των αιτητών ουσιαστικά συνίσταται στη θέση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να διορίσει την επιτροπή αξιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 30(2) του Ν.1/87 και δεύτερο, ότι η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού είχε υποχρέωση με βάση του άρθρο 30(4) του ίδιου νόμου να προβεί σε αξιολόγηση των κλάδων σπουδών που προσφέρονται, παρά την κήρυξη της σύστασης της επιτροπής αξιολόγησης ως παράνομης. Παρά, με άλλα λόγια, την κήρυξη των κανονισμών ως παράνομων, το Υπουργικό Συμβούλιο έπρεπε να δράσει και να προχωρήσει στο διορισμό επιτροπής, αφού η ύπαρξη κανονισμών δεν ήταν για το σκοπό αυτό, απαραίτητη.
Σύμφωνα με τον άρθρο 34 (1) του Νόμου 1/87 το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς για τον καθορισμό παντός θέματος που χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, καθώς και για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του νόμου. Το άρθρο 34(2) αναφέρεται στο περιεχόμενο που μπορούν να έχουν οι κανονισμοί και ειδικότερα αναφέρει ότι οι κανονισμοί δύνανται να ρυθμίζουν τον τρόπο και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, να καθορίζουν τους όρους που πρέπει να πληρούν οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός των ιδιωτικών σχολών, να καθορίζουν τα της επιθεώρησης των ιδιωτικών και δημοσίων σχολών και να καθορίζουν τέλος τα προσόντα των μελών της ακαδημαϊκής επιτροπής τους. Η ύπαρξη κανονισμών, σύμφωνα με τους αιτητές, δεν είναι απαραίτητο στοιχείο για το διορισμό της επιτροπής που προβλέπεται με το άρθρο 30(2) και το οποίο αναφέρει ότι η εκπαιδευτική αξιολόγηση κλάδου σπουδών διενεργείται υπό του Υπουργού Παιδείας ύστερα από εισήγηση που υποβάλλεται προς αυτόν από επιτροπή διοριζόμενη προς τούτο υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το ΄Αρθρο 146.4 του Συντάγματος προβλέπει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να κηρύξει την παράλειψη της διοίκησης εν όλω ή εν μέρει άκυρη και να διατάξει ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεσθεί. Στη συνέχεια το ΄Αρθρο 146.5 αναφέρει ότι η απόφαση δεσμεύει κάθε δικαστήριο, όργανο ή αρχή στη Δημοκρατία, και τα αρμόδια όργανα, αρχές ή πρόσωπα υποχρεούνται σε ενεργό συμμόρφωση προς την απόφαση (βλ. επίσης Panayiotis Kyriacou and Others v. The Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643, 648). Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι δεν είναι νοητή η κήρυξη παράλειψης ως άκυρης. Παρά τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στο ΄Αρθρο 146.4 (γ) του Συντάγματος, δεν είναι δικαστικά δυνατό να εκδοθεί δήλωση του Δικαστηρίου που να κηρύττει παράλειψη διοικητικού οργάνου άκυρη.. ΄Οπως εξηγείται και στην υπόθεση Hannis Djirkalli and The Republic, I R.S.C.C. 36, το Δικαστήριο αφού εξέτασε το ελληνικό και αγγλικό κείμενο του Συντάγματος κατέληξε ότι τα δύο κείμενα δεν ήταν ταυτόσημα και αποφάσισε ότι για το ορθό νόημα της σχετικής διάταξης, δηλαδή του ΄Αρθρου 146.4 (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να γίνεται αναφορά και υιοθέτηση της διατύπωσης στα αγγλικά, η οποία έχει ως ακολούθως:
"4. Upon such a recourse the Court may, by its decision-
(a) ..................................................
(b) ..................................................
(c) declare that such omission, either in whole or in part, ought not to have been made and that whatever has been omitted should have been performed."
Είναι φανερό ότι στο αγγλικό κείμενο δεν γίνεται καμιά απολύτως αναφορά σε κήρυξη της παράλειψης ως άκυρης. Η φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε στη διατύπωση στα ελληνικά είναι τουλάχιστον αδόκιμη γιατί μόνο ενέργεια μπορεί να κηρυχθεί άκυρη. Ακόμα θα πρέπει να πω ότι και στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 50(4) του Νόμου 3713/1928, η παράλειψη δεν ακυρούται αλλά "παραπέμπεται η υπόθεσις εις την αρμοδίαν αρχήν προς εκτέλεσιν της οφειλομένης ενεργείας". Κατά συνέπεια όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι στις αιτούμενες θεραπείες δεν πρέπει να περιλαμβάνεται θεραπεία για κήρυξη της παράλειψης ως άκυρης. Θα πρέπει να αξιώνεται μόνο δήλωση ότι ο,τιδήποτε έχει παραλειφθεί θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί και με την οποία η διοίκηση να καλείται να εκτελέσει παν το παραλειφθέν. Στην παρούσα υπόθεση αξιώνεται εκτός της ακύρωσης της παράλειψης και δήλωση πως ότι παραλείφθηκε θα πρέπει να εκτελεστεί και συνεπώς δεν γεννάται σχετικό πρόβλημα.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η επανεξέταση ακυρωθείσας ή ανακληθείσας διοικητικής πράξης διενεργείται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της πρώτης απόφασης (βλ. Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη και ΄Αλλων, Α.Ε. 1086, ημερ. 13.12.1990). Παράλειψη της διοίκησης να εκπληρώσει συγκεκριμένο καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου η παράλειψη συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης που επιβάλλει ρητά ο νόμος (Δήμος Λάρνακας ν. Μobil Oil Cyprus Ltd, A.E.1319, ημερ. 31.10.1995. Βλ. επίσης Μιχ. Δ.
Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, Τέταρτη ΄Εκδοση, σελ. 195). Κάθε πρόσωπο του οποίου το συμφέρον επηρεάζεται δυσμενώς από παράλειψη της διοίκησης να τηρήσει εκ του νόμου υποχρέωση, νομιμοποιείται να αξιώσει την αναθεώρησή της και να αξιώσει διάταγμα όπως κάθε παραλειφθέν εκτελεστεί. Η παράλειψη της διοίκησης ελέγχεται εφ΄ όσον η παράλειψη αυτή την εκτρέπει από το εκ του νόμου καθήκον της. Αυτή είναι και η έννοια που έχει ο όρος παράλειψη του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή η παράλειψη είναι αφ΄εαυτής παραγωγός εννόμων αποτελεσμάτων και συνεπώς εκτελεστή (βλ. Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd, ανωτέρω).Στην παρούσα υπόθεση το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκ του νόμου (άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87) τη θετική υποχρέωση να διορίσει επιτροπή που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών. Η παράλειψη να προβεί σε διορισμό της επιτροπής, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/95, εξέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο από το εκ του νόμου καθήκον του. Η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή του επηρέασε τους αιτητές δυσμενώς και συνεπώς οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα να αξιώσουν σχετική δήλωση του Δικαστηρίου με βάση το ΄Αρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος. ΄Ετσι θα πρέπει να εκδοθεί η αιτούμενη δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να καλείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκτελέσει παν το παραλειφθέν.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι η υπόθεση Stelios K. Morsis and the Republic 4 R.S.C.C. 133 που αναφέρθηκε προς ενίσχυση των επιχειρημάτων των αιτητών, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση Morsis το Δικαστήριο κατέληξε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την ύπαρξη οργανικού νόμου γιατί είναι σώμα που εγκαθιδρύεται από το ίδιο το Σύνταγμα και συνεπώς δεν είναι απαραίτητη η ψήφιση σχετικού νόμου. Σημειώνεται στην υπόθεση Morsis ότι τα μέλη της Ε.Δ.Υ. διορίζονται κατ΄ άμεσο τρόπο σύμφωνα με το Σύνταγμα, ενώ αφού μερικές εκφάνσεις της διαδικασίας που ακολουθεί προβλέπονται ήδη από το Σύνταγμα, η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο δικαιούται να εκτελέσει τα καθήκοντα της δικαιοδοσίας της, αλλά και υποχρεούται να το πράξει, χωρίς να περιμένει τη ψήφιση νομοθετικών προνοιών που να προβλέπουν οποιοδήποτε άλλο θέμα που σχετίζεται με την εκτέλεση της δικαιοδοσίας αυτής.
Προβάλλεται επίσης η αξίωση ότι η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού θα έπρεπε, παρά την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να προβεί σε διορισμό της σχετικής επιτροπής, να προχωρήσει και προβεί στην αξιολόγηση των τίτλων σπουδών. Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η Υπουργός Παιδείας αφού ήταν αντιμέτωπη με μία αδύνατη κάτω από τις περιστάσεις διαδικασία, έπρεπε να ακολουθήσει άλλη συναφή διαδικασία που παρείχε τα ίδια εχέγγυα με τη διαδικασία που προβλέπεται (βλ. Yiallouros v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 677). Στην απόφαση Γιαννάκης Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 503/86, ημερ. 5.3.1990 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι άνκαι δεν είχαν εκδοθεί οι κανονισμοί που προέβλεπε η νομοθεσία, οι σχετικές διατάξεις και οι αρχές του διοικητικού δικαίου δεν έπαυαν να εφαρμόζονται και συνεπώς ορθά είχε πραγματοποιηθεί η σχετική προαγωγή. Η θέση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Αν η Υπουργός Παιδείας προχωρούσε σε αξιολόγηση των τίτλων σπουδών χωρίς εισήγηση της προβλεπόμενης από το νόμο επιτροπής, η πράξη της θα ήταν παράνομη γιατί δεν θα είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του νόμου. Εδώ δεν πρόκειται για αδύνατη διαδικασία ή για απλή έλλειψη κανονισμών. Σύμφωνα με το νόμο η Υπουργός Παιδείας αποφασίζει και αξιολογεί τους τίτλους σπουδών στηριζόμενη πάνω στη γνώμη της ειδικά διορισμένης για εξέταση των στοιχείων επιτροπής. Χωρίς τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής η Υπουργός τελεί σε αδυναμία ενέργειας. Διερωτώμαι υπό τις περιστάσεις ποιά θα έπρεπε να ήταν η πλησιέστερη εναλλακτική διαδικασία. Οποιαδήποτε ενέργεια της Υπουργού θα έπασχε από παρανομία. Στην παρούσα περίπτωση η αξιολόγηση από την Υπουργό χωρίς εισήγηση από την επιτροπή δεν παρείχε τα ίδια εχέγγυα με τη διαδικασία που προέβλεπε ο νόμος. ΄Ετσι πιστεύω ότι η θέση αυτή των αιτητών δεν ευσταθεί και θα πρέπει να απορριφθεί.
Επίσης θα πρέπει να απορριφθεί και η θέση των αιτητών ότι η διοίκηση παρέλειψε να απαντήσει με βάση το ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος στο αίτημα των αιτητών. Εν όψει της κατάληξης της όλης υπόθεσης δεν σκοπεύω να επεκταθώ επί του σημείου. Οι λόγοι εμφαίνονται στην απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστόφορου A. Χριστοφόρου και ΄Αλλων, Α.Ε. 748 και 755, ημερ. 8.9.1994.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι η προσφυγή των αιτητών επιτυγχάνει και εκδίδεται δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο,τιδήποτε έχει παραληφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για διορισμό επιτροπής αξιολόγησης θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί. Τα έξοδα της διαδικασίας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή θα βαρύνουν τους καθ΄ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ