ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 921

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 1067/95 ΚΑΙ 1068/95

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1067/95

ΜΕΤΑΞΥ:

1. Βάσου Ζαννέτου,

2. Μιχάλη Παπαγιώργη,

3. Πολύδωρου Γεωργιάδη,

4. Σπύρου Γιαλλουρίδη,

5. Χρίστου Πετρίδη,

6. Μάριου Τζιαννάκα,

7. Σόλωνα Τζάηλς,

Αιτητών,

- και -

Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού,

Καθ΄ ου η αίτηση.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1068/95

ΜΕΤΑΞΥ:

Ενώσεως Υπαλλήλων Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού,

Αιτητών,

- και -

Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού,

Καθ΄ ου η αίτηση.

- - - - - -

11 Απριλίου, 1997.

Για τους αιτητές: κα Α. Ευσταθίου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Δικηγορόπουλος.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω κοινή θεραπεία, όπως διατυπώνεται από το δικηγόρο τους:

"Α. Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμού, η οποία περιέχεται σε επιστολή του ημερομηνίας 4.10.1995 με την οποία απέρριψε και/ή δεν έκανε δεκτό αίτημα των αιτητών μέσω της Συντεχνίας τους (Ενώσεως Υπαλλήλων Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού) και με το οποίο οι αιτητές και/ή ένας έκαστος εξ αυτών αιτήθηκαν την προς αυτούς αναδρομική καταβολή από 1.1.1995 οδοιπορικών και/ή άλλων συναφών ωφελημάτων τα οποία οφείλοντο σε αυτούς εξ αιτίας της ασκήσεως καθηκόντων και/ή υπηρεσιών εκτός της έδρας και/ή του τόπου διαμονής των είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος, παν δε το παραλειφθέν δεν θα έπρεπε να ελάμβανε χώραν.

2. Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμού να καταβάλει αναδρομικώς από 1.1.1995 οδοιπορικά και/ή άλλα συναφή ωφελήματα στους αιτητές και/ή σε ένα έκαστο εξ αυτών τα οποία οφείλονται σε αυτούς εξ αιτίας της ασκήσεως καθηκόντων και/ή υπηρεσιών εκτός της έδρας και/ή του τόπου διαμονής των αιτητών είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος."

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα: Ο εκ των αιτητών Βάσος Ζαννέτος, κατέχει τη θέση Ανώτερου Επιθεωρητού και οι υπόλοιποι αιτητές τις θέσεις Βοηθού Επιθεωρητού 2ας Τάξεως στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Αγία Νάπα, στα εκεί γραφεία του Οργανισμού.

Η Κεντρική Υπηρεσία διαρθρούται στην Γενική Διεύθυνση, Διοικητικό Τμήμα, 1ον Τμήμα: Τουριστικής Οργανώσεως, 2ον Τμήμα: Προβολής και 3ον Τμήμα: Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών, στο οποίο υπάγονται οι Λειτουργοί Επιθεωρήσεως.

Κατά ή περί την 11.9.1995 οι αιτητές ζήτησαν μέσω της ΕΥΚΟΤ την αναδρομική καταβολή αρχικά από 1.8.1995 και μεταγενέστερα, με επιστολή τους ημερ. 20.9.95, από 1.1.1995, οδοιπορικών και άλλων συναφών ωφελημάτων τα οποία ισχυρίζονται ότι οφείλονται σε αυτούς λόγω της ασκήσεως καθηκόντων και υπηρεσιών εκτός της έδρας και του τόπου διαμονής των και συγκεκριμένα στην Αγία Νάπα.

Ο καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμός απέρριψε το αίτημα των αιτητών. Μετά την απόρριψη του αιτήματος οι αιτητές καταχώρησαν τις παρούσες προσφυγές.

Η προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 4.10.95 είναι η ακόλουθη:

"Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 11.9.1995 με την οποία ζητάτε όπως εξεταστεί το αίτημα του Επιθεωρητικού Προσωπικού που υπηρετεί στην Αγία Νάπα για την καταβολή σ΄ αυτούς οδοιπορικών από τον τόπο διαμονής τους στην Αγία Νάπα και σας πληροφορώ ότι το εν λόγω αίτημα δεν δύναται να ικανοποιηθεί για τους ακόλουθους λόγους:

(α) Τόσο στους όρους διορισμού των 6 Βοηθών Επιθεωτηρών όσο και στους όρους προαγωγής του Ανώτερου Επιθεωρητή (που περιλαμβάνονται στις αντίστοιχες επιστολές διορισμού/προαγωγής τους), τους οποίους οι εν λόγω υπάλληλοι αποδέχθηκαν με σχετική επιστολή τους, διαλαμβάνεται ότι έδρα τους θα είναι επί του παρόντος η Αγία Νάπα.

(β) Με βάση τα πιο πάνω και σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις για καταβολή οδοιπορικών οι εν λόγω υπάλληλοι δεν δικαιούνται οδοιπορικά για τη διαδρομή από τον τόπο διαμονής τους μέχρι την έδρα τους και αντίστροφα."

 

Ο δικηγόρος του καθ΄ ου η αίτηση στην ένστασή του ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις:

(α) Η πράξη και/ή απόφαση που προσβάλλεται δεν είναι πράξη εκτελεστή στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος, και

(2) Οι αιτητές και κάθε ένας από αυτούς στερούνται εννόμου συμφέροντος, γιατί όλοι και κάθε ένας ξεχωριστά και εκούσια, αποδέκτηκαν μαζί με το διορισμό τους την τοποθέτησή τους σε Επαρχιακά Γραφεία εκτός της πόλεως όπου τα Κεντρικά Γραφεία του Οργανισμού.

Τίθεται το ερώτημα αν η επιστολή του καθ΄ου ημερομηνίας 4.10.95 (πιο πάνω) περιέχουν εκτελεστή διοικητική πράξη.

Διοικητική πράξη ή απόφαση είναι εκτελεστή αν κάμνει γνωστή τη βούληση της Διοίκησης για ένα θέμα, παράγει έννομο αποτέλεσμα έναντι του διοικουμένου και συνεπάγεται την άμεση εκτέλεσή της.

Το κύριο στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής πράξης είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, δηλ. δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα του διοικουμένου (βλ. Nicos Kolokassides and The Republic of Cyprus through the Minister of Finance (1965) 3 CLR 542, Monique Varkas v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 170/86, ημερ. 21.2.90, δε δημοσιεύτηκε ακόμα).

Από τη διατύπωση της επιστολής είναι φανερό ότι πρόκειται για καθαρά πληροφοριακή απόφαση, από την οποία δεν παράγονται οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Στην υπόθεση Erotokritou v. The Republic (1972) 3 CLR 523, πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης αποφασίστηκε ότι δεν είναι εκτελεστή πράξη.

Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα, απλά πληροφορεί τους αιτητές για την επικρατούσα κατάσταση και για το υφιστάμενο νομικό καθεστώς και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση δε μπορεί ν΄ αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

Σχετικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση είμαι της γνώμης ότι αφού οι αιτητές αποδέκτηκαν τους όρους που τέθηκαν από τον καθ΄ ου όταν τους έγινε προσφορά για προαγωγή (για τον πρώτο αιτητή και για διορισμό στους υπόλοιπους), αποστερήθηκαν κάθε εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη απόφαση. Στην προσφορά που τους έγινε αναφέρονται και τα πιο κάτω:

"Εδρα σας θα είναι επί του παρόντος η Αγία Νάπα όπου θα ασκείτε τα καθήκοντα Υπεύθυνου των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Οργανισμού στην ελεύθερη περιοχή της Επαρχίας Αμμοχώστου με αρμοδιότητα ................................

Υπογραμμίζεται ότι υπόκεισθε σε μετάθεση στην Κεντρική Υπηρεσία του Οργανισμού ή/και σε άλλο Επαρχιακό Γραφείο του Οργανισμού ως υπεύθυνος άλλων περιφερειακών υπηρεσιών του Οργανισμού στην Κύπρο, ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας."

 

Η απάντηση του Αιτητή 1 στην πιο πάνω προσφορά είναι:

"Αποδέχομαι την προαγωγή που μου προσφέρεται στη μόνιμη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή σύμφωνα με τους όρους που διαλαμβάνονται στην επιστολή σας με αρ. φακ. Ρ. 111 και ημερ. 26 Μαρτίου 1991."

 

Ανάλογες απαντήσεις δόθηκαν και από τους υπόλοιπους αιτητές στην προσφορά που τους έγινε για διορισμό στη μόνιμη θέση.

Στην υπόθεση Tsinontas v. Land Development Corporation (1987) 3 CLR σελ. 1766, ο Δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) αποφάσισε ότι ο αιτητής με την αποδοχή των όρων του διορισμού του, αποστερήθηκε κάθε εννόμου συμφέροντος για να προσβάλει την επίδικη απόφαση.

Πολύ σχετική και η απόφαση στην υπόθεση αρ. 79/90, Ευριπίδης Ευριβιάδης ν. ΕΔΥ, που δόθηκε στις 15.2.91, όπου στη σελίδα 5 αναφέρονται τα πιο κάτω:

"Αναφορικά με την πρώτη ένσταση είναι γεγονός ότι ο αιτητής με την επιστολή του ημερομηνίας 18.10.1983 πληροφορούσε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι αποδέχεται την προσφορά για διορισμό του στη θέση Ακόλουθου σύμφωνα με τους όρους της προσφοράς, όπως περιέχονται στην επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 30.7.1983. Η απόφαση της Επιτροπής είχε ληφθεί στη συνεδρία της ημερομηνίας 11.7.1983.

Το γεγονός αυτό και μόνο στερεί τον αιτητή εννόμου συμφέροντος στην παρούσα προσφυγή, πράγμα που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω εξέταση της προσφυγής. Η νομολογία δείχνει ότι ένα πρόσωπο δεν έχει έννομο συμφέρο να προσβάλει μια πράξη στην οποία συναίνεσε ή την οποία έχει αποδεχθεί. (Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 2554, σελ. 2558, Σαρκίς ν. Σ.Β. Παραλιμνίου (1986) 3 Α.Α.Δ. 2457, σελ. 2462, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 260-261, Μυριάνθης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 165, Τομπόλη ν. Α.Τ.Κ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 149, Χριστοδουλίδης ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 920, σελ. 925).

 

Ενόψει των πιο πάνω και του γεγονότος ότι ελεύθερα και ανεπιφύλακτα αποδέχθηκαν την προσφορά που τους έγινε με τους όρους όπως τέθηκαν σ΄αυτή, οι αιτητές στερούνται του εννόμου συμφέροντος της προσβολής της απορριπτικής στο αίτημά τους απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

Χρ. Χατζητσαγγάρης,

Δ.

ΑΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο