ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 623

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 92/96.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Ν. Χαραλάμπους,

Αιτητή,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

11 Μαρτίου, 1997.

Για τον αιτητή : Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ("Ε.Δ.Υ.") με την οποία "προήγαγεν τους 1. Μιλτιάδη Αθανασιάδη και 2. Ευάγγελο Θ. Ευαγγέλου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή, 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας από την 1.12.95".

Η επίδοση της προσφυγής στο ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 1 έγινε πολύ καθυστερημένα - στις 27.2.97. Δεν εμφανίσθηκε κατά την ημέρα της ακρόασης - 3.3.97. Μετά που είχε επιφυλαχθεί η απόφαση με επιστολή του προς τον

Αρχιπρωτοκολλητή, ημερ. 4.3.97 (βλ. Τεκ. Α), ζήτησε όπως "επανανοίξει η υπόθεση" για να του δοθεί η ευκαιρία να μελετήσει την υπόθεση και το ενδεχόμενο διορισμού δικηγόρου. Με οδηγίες του Δικαστηρίου ο Πρωτοκολλητής τον πληροφόρησε ότι πρέπει να υποβάλει αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης, όπως προβλέπεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Σύμφωνα με σημείωμα του Πρωτοκολλητή, ημερ. 5.3.97, το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 1 τον πληροφόρησε ότι δεν προτίθεται να υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:

Κατά τη συνεδρίαση της ημερ. 28.7.95 η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσε ότι υπήρχαν δύο μόνιμες θέσεις Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή, 2ης Τάξης, ("οι επίδικες θέσεις"), οι οποίες παρέμειναν κενές από την 1.3.95. Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Κατά την ίδια συνεδρίαση της η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε "να προχωρήσει στην πλήρωση των πιο πάνω κενών θέσεων σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα. Στη συνεδρίαση να κληθεί να παραστεί και ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Υγείας, ως Προϊστάμενος των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας."

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 10.11.95. Κατά τη συνεδρίαση εκείνη η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων. ΄Εκρινε οτι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 1 έως 29 οι οποίοι συμπλήρωσαν "μέχρι τον πρώτο ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων (30.6.95) τριετή υπηρεσία στη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή Α, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας".

Στη συνεδρίαση παρευρίσκετο και ο Γενικός Διευθυντής , Υπουργείο Υγείας, "ως Προϊστάμενος των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας". Ο τελευταίος ενημερώθηκε για την πιο πάνω απόφαση της Ε.Δ.Υ. και στη διάθεση του τέθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.

Στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τους Λαμπριανού Λάμπρο και Αθανασιάδη Μιλτιάδη. Η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή σε σχέση με τον Αθανασιάδη και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή. Σε σχέση με τον συστηθέντα Λαμπριανού Λάμπρο η Ε.Δ.Υ. δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας δεν ήταν "Προϊστάμενος Τμήματος" εντός της έννοιας των άρθρων 2 και 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) ("ο Νόμος"). ΄Ηταν η θέση του ότι η συγκεκριμένη θέση υπάγεται "σε ένα εκ του Προϋπολογισμού προβλεπόμενου ξεχωριστού Τμήματος του Υπουργείου Υγείας. Ο Γενικός Διευθυντής δεν μπορούσε να ενεργήσει εν τη εννοία του άρθρου 35(4) του Νόμου και έχουμε συμμετοχή παράνομη, αναρμόδιου οργάνου της διοίκησης στη διαδικασία που οδηγεί σε ακύρωση".

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ε.Δ.Υ. υποστήριξε ότι το άρθρο 2 του Νόμου 1/90 ορίζει ότι "Προϊστάμενος Τμήματος" είναι αυτός που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τμήμα στο οποίο υφίσταντο οι κενές θέσεις ήταν το Υπουργείο Υγείας. Επομένως κάτοχος της ιεραρχικά ανώτατης θέσης σ΄ αυτό ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, μέσω του Υπουργού Υγείας. Πολύ ορθά, επομένως, ο Γενικός Διευθυντής, ως Προϊστάμενος του Τμήματος, συμμετείχε στην όλη διαδικασία, και η συμμετοχή του αυτή δεν δικαιολογεί κανένα λόγο ακυρώσεως.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η επίδικη θέση ήταν θέση προαγωγής. Η πλήρωση της διέπεται από το άρθρο 35 του Νόμου. Σχετικό με την παρούσα διαδικασία είναι το εδάφιο (4) του άρθρου 35. Το παραθέτω:

"(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε."

 

Οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος, δυνάμει του άρθρου 35(4) του Νόμου, αποτελούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως απτόμενο του κριτηρίου της αξίας (Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή είχαν υιοθετηθεί σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Αθανασιάδη. ΄Εχουν, επομένως, διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης σε σχέση με την επιλογή του τελευταίου.

Το ερώτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου μπορεί να θεωρηθεί ως "Προϊστάμενος Τμήματος" εντός της έννοιας του άρθρου 35(4) του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου,

"'Προϊστάμενος Τμήματος' σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα και ... περιλαμβάνει .... το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου...".

 

Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω ορισμού κρίνω ότι ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "Προϊστάμενος Τμήματος" αναφορικά με υπαλλήλους που "υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου". Τυγχάνει εξεταστέο, επομένως, το κατά πόσο η επίδικη θέση υπάγεται σε Τμήμα του Υπουργείου Υγείας. Τα σχέδια υπηρεσίας ομιλούν για τη θέση Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή, 2ας τάξεως, Ιατρικαί Υπηρεσίαι και Υπηρεσίαι Δημόσιας Υγείας. Η επίδικη θέση πληρώθηκε το 1995.

Σε σχέση με το Υπουργείο Υγείας ο περί Προϋπολογισμού Νόμος του 1995 (9(II)/95) προβλέπει δαπάνες κάτω από τα πιο κάτω κεφάλαια:

(1) Υπουργείο Υγείας - Διοίκηση (Κεφ. 22.01).

(2) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (Κεφ. 22.02).

(3) Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας (Κεφ. 22.03).

 

(4) Οδοντιατρικές Υπηρεσίες (Κεφ. 22.04).

 

(5) Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (Κεφ. 22.05).

 

(6) Γενικό Χημείο (Κεφ. 22.06).

 

Αναφορικά με την κάθε μια από τις πιο πάνω υπηρεσίες - (2) - (6) - στο Νόμο 9 (ΙΙ)/95 υπάρχει πρόνοια για τη θέση "Διευθυντή". Ειδικά και σε σχέση με τις "Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας" η πρόνοια για Διευθυντή υπάρχει κάτω από την ένδειξη "Διοίκηση". Η επίδικη θέση υπάγεται στις "Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας" κάτω από το πιο πάνω κεφάλαιο 22.02 του Προϋπολογισμού. Υπάγεται, επομένως, σε Τμήμα του Υπουργείου.

Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό των άρθρων 2 - ορισμός του όρου "Προϊστάμενος Τμήματος" - και 35(4) του Νόμου σε συνάρτηση με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 9(ΙΙ)/95. Κρίνω ότι ο "Προϊστάμενος Τμήματος" αναφορικά με την επίδικη θέση είναι ο Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, επειδή είναι ο Λειτουργός "που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα (Βλ. άρθρο 2 του Νόμου 1/90, ορισμός του όρου "Προϊστάμενος Τμήματος, και το Νόμο 9(ΙΙ)/95).

Το άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90 έχει τύχει ερμηνείας και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.α., Α.Ε. 2157/21.6.96 στην οποία οι συστάσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προήλθαν από τον Πρώτο Διοικητικό Λειτουργό στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και όχι από τον Προϊστάμενο του Τμήματος. Κρίθηκε πως υπήρξε παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90 γιατί όταν ο Νόμος εναποθέτει την άσκηση εξουσίας σε καθοριζόμενο αξιωματούχο η εκχώρηση της δεν επιτρέπεται εκτός και αν ο ίδιος ο νόμος ρητά το επιτρέπει. Κρίθηκε περαιτέρω πως η μοναδική περίπτωση που μπορεί να γίνουν οι συστάσεις από άλλο λειτουργό, εκτός από τον Προϊστάμενο του Τμήματος, είναι όταν η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει ή ο ίδιος απουσιάζει από τα καθήκοντα του λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος και πάντοτε εφόσον ορίζεται λειτουργός που ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Τμήματος.

Στην κρινόμενη υπόθεση δεν αντιμετωπίζουμε περίπτωση χηρείας της θέσης του Προϊσταμένου ή απουσίας του από τα καθήκοντα του. Δεν έχει τεθεί τέτοιος ισχυρισμός ενώπιον του Δικαστηρίου. Το δε γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής ήταν ιεραρχικά ανώτερος του Προϊσταμένου του Τμήματος δεν καθιστά αρμόδιο όργανο τον Γενικό Διευθυντή για τους σκοπούς του πιο πάνω άρθρου 35(4) επειδή "την αρμοδιότητα, ήτις ειδικώς ανετέθη εις ωρισμένον όργανον δεν δύναται εξ άλλου ν΄ ασκήσει αντ΄ αυτού, ούτε ο ιεραρχικώς προϊστάμενος τούτου άνευ ρητής αντιθέτου διατάξεως" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 104). Δεν υπάρχει ρητή διάταξη στο Νόμο για ανάθεση της αρμοδιότητας του Προϊσταμένου του Τμήματος στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου. Ακολουθεί πως ο τελευταίος έχει ενεργήσει αναρμοδίως.

Ποιές οι συνέπειες της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

Η αναρμοδιότητα της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί λόγο ακυρώσεως (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 105, Θ.Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", Τρίτη έκδοση, σελ. 191, Ioannou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 183, Christodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50).

Η ακύρωση της πράξεως μπορεί να βασισθεί στην αναρμοδιότητα όχι μόνο του οργάνου που την εξέδωσε, αλλά και των οργάνων των οποίων η κατά τον νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2α έκδοση, 1994, παραγ. 581).

Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος απαιτείται από το άρθρο 35(4) του Νόμου. Το όργανο το οποίο έκαμε τη σύσταση όπως έχω ήδη αποφανθεί, δεν ήταν ο "Προϊστάμενος Τμήματος" εντός της έννοιας του άρθρου 35(4) του Νόμου. ΄Ηταν, επομένως, αναρμόδιο όργανο. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω αναρμοδιότητος του οργάνου του οποίου η κατά τον Νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 581).

Η βούληση του Νομοθέτη έχει εκφραστεί με τρόπο ρητό και σαφή. "Προϊστάμενος Τμήματος" σύμφωνα με τον Νόμο (Αρ. 2) σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα. Ο Γενικός Διευθυντής, σύμφωνα με τον ίδιο Νόμο, έχει προσδιοριστεί ως "Προϊστάμενος Τμήματος" μόνο "αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου". Σκοπός του Νόμου, όπως αποκαλύπτεται από το λεκτικό του ήταν να παραχωρήσει τις αρμοδιότητες του "Προϊσταμένου του Τμήματος" στους κατέχοντες την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα για πολύ ευνόητους λόγους. Οι τελευταίοι είναι σε καλύτερη θέση από οποιοδήποτε άλλο να γνωρίζουν για την υπηρεσιακή επάρκεια και άλλες λεπτομέρειες που αφορούν τους υφισταμένους τους. Αντίθετα οι Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων και ιδιαίτερα των Υπουργείων που αποτελούνται από πολλά και πολυπρόσωπα τμήματα δεν έχουν την ίδια ευχέρεια. Δεν έχουν άμεση συνεργασία ή επαφή με τους υπαλλήλους και η οποιαδήποτε γνώση τους για την υπηρεσιακή τους επάρκεια δεν είναι το προϊόν άμεσης γνώσης αλλά το προϊόν πληροφόρησης από τρίτους. Υιοθέτηση της προσέγγισης που έχει υιοθετήσει η Ε.Δ.Υ. θα καταστρατηγούσε τις ρητές πρόνοιες του Νόμου και θα εξουδετέρωνε πλήρως τους σκοπούς του. Θα αποτελούσε πορεία όχι μόνο επιζήμια προς τα συμφέροντα των συγκεκριμένων δημοσίων υπαλλήλων αλλά και προς τα συμφέροντα της δημόσιας υπηρεσίας στο σύνολο της.

Παρόλο ότι η Ε.Δ.Υ. έχει υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αναφορικά μόνο με το ενδιαφερόμενο μέρος Αθανασιάδη είναι άγνωστο ποιά θα ήταν η κατάληξη της εάν είχε ενώπιον της τις συστάσεις του κατά τον Νόμο αρμοδίου οργάνου. Επομένως η αναρμοδιότητα του οργάνου που είχε προβεί στις συστάσεις συμπαρασύρει σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη απόφαση στην ολότητα της και όχι μόνο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Αθανασιάδη.

Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο ότι είναι αντίθετη προς το Νόμο - το άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90 (Βλ. άρθρο 146.1 του Συντάγματος και Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 592 σύμφωνα με την οποία η "παράβασις κατ΄ ουσίαν διατάξεως τινός του Νόμου" αποτελεί πάντοτε λόγο ακυρώσεως).

Θα πρέπει να προσθέσω ότι ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας δεν είχε τεθεί με τρόπο συγκεκριμένο στο δικόγραφο του αιτητή. Αναπτύχθηκε στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων. Ωστόσο αποτελεί λόγο ακυρώσεως ο οποίος μπορεί να εξεταστεί από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα. (Βλ. Hadjistephanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 289, Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 582, Ι. Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 449: "Η αναρμοδιότης του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου, η κακή συγκρότηση του αποφασίσαντος ή γνωμοδοτήσαντος συμβουλίου, η μη νομότυπη δημοσίευση της πράξεως, η παράλειψη λήψεως της απαιτούμενης γνωμοδοτήσεως συνιστούν τους πλέον κοινούς λόγους εξ επαγγέλματος εξεταζομένους").

Θα πρέπει, επίσης, να προσθέσω ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Τσίκκος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 162/96/11.3.97, στην οποία κρίθηκε ότι ο Γενικός Διευθυντής νομίμως είχε ενεργήσει σαν "Προϊστάμενος Τμήματος" επειδή εχήρευε η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος - Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο