ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 561

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 1037/94

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Δώρας Φικάρδου, από την Πάφο

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Γενικού Λογιστή

2. Υπουργού Οικονομικών

Καθών η αίτηση

------------------------

Ημερομηνία: 27 Φεβρουαρίου, 1997

Για την αιτήτρια: Κ. Ταλαρίδης

Για τους καθών η αίτηση: Τ. Πολυχρονίδου, δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια είναι χήρα του θανόντος εκπαιδευτικού Γ. Φικάρδου. Ο θάνατος του συνέβη στις 11/1/84. Ύστερα από γραπτό αίτημα της αιτήτριας άρχισε να της καταβάλλεται μηνιαία, από 12/1/84, ποσό £151,71 ως σύνταξη χηρείας. Σύμφωνα με το άρθρ. 22(1) του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου του 1967 (νόμος 56/67), χήρα χάνει τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα στην περίπτωση που ξαναπαντρεύεται. Η σύνταξη τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου. Περαιτέρω, έχει υποχρέωση, αν συνάψει νέο γάμο, να ειδοποιήσει αμέσως το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας. Η επιστολή των καθών ημερ. 10/4/84, παράρτημα 2, με την οποία της κοινοποιήθηκε η χορήγηση σύνταξης περιέχει τέτοια υπόμνηση.

Είναι αμοιβαία αποδεκτόν ότι κάθε χρόνο αποστέλλεται στους δικαιούχους το έντυπο "Δήλωση Χήρας". Με αυτό τον τρόπο η Διοίκηση θέλει να διαπιστώσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να συνεχισθεί η καταβολή σύνταξης εξακολουθούν να υφίστανται. Κυρίως αν η δικαιούχος βρίσκεται στη ζωή και αν έχει τελέσει νέο γάμο. Το έντυπο, αφού συμπληρωθεί και πιστοποιηθεί με τον τρόπο που καθορίζει, επιστρέφεται.

Η αιτήτρια ξαναπαντρεύτηκε στις 30/11/90. Δεν ειδοποίησε όμως αμέσως. Δήλωσε το γεγονός στο παραπάνω έντυπο, το οποίο παρέλαβε και έστειλε στους καθών το Νοέμβριο του 1991, μετά ένα περίπου χρόνο. Είναι παραδεκτόν πως οι αρμόδιοι δεν πρόσεξαν την κρίσιμη αυτή αλλαγή. Έτσι, οι πληρωμές συνεχίστηκαν μέχρι 31/5/93, οπόταν και σταμάτησαν. Ο λόγος γιαυτό ήταν - και είναι παραδεκτόν - ότι η αιτήτρια δεν έστειλε συμπληρωμένη και πιστοποιημένη την παραπάνω δήλωση με την οποία η Διοίκηση προμήθευσε κάθε ενδιαφερόμενο μέσα στο Νοέμβριο του 1992. Το λάθος ανακαλύφθηκε αργότερα υπό τις εξής συνθήκες, που δεν αμφισβητούνται. Ο σύζυγος της αιτήτριας τηλεφώνησε για να μάθει γιατί διακόπηκε η πληρωμή της σύνταξης στην αιτήτρια. Και σε σχετική ερώτηση υπαλλήλου είπε πως ενδιαφερόταν ως σύζυγος της αιτήτριας. Είναι το περιστατικό αυτό που οδήγησε σε εντοπισμό του λάθους. Το γεγονός του δεύτερου γάμου επιβεβαιώθηκε από τους καθών ύστερα από επικοινωνία τους με το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από το οποίο η αιτήτρια έπαιρνε επίσης σύνταξη για τον ίδιο λόγο και το οποίο είχε ενημερώσει για τη νέα της κατάσταση (βλέπε σχετικό έγγραφο μέρος του παραρτήματος 4).

Στις 6/10/93 ζητήθηκε από την αιτήτρια να επιστρέψει στο δημόσιο το ποσό των £11.791,81 που υπερπληρώθηκε από 29/11/90-31/5/93 (παράρτημα 5). Ο δικηγόρος της αιτήτριας με επιστολή του ημερ. 17/3/94 αμφισβήτησε το δικαίωμα της Δημοκρατίας να ανακτήσει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά με την αιτιολογία ότι

"......(α) η κα Φικάρδου πληροφόρησε το Γενικό Λογιστήριο για τον γάμο της από το 1991, και το Λογιστήριο συνέχισε να πληρώνει την σύνταξη την οποία η κα Φικάρδου ελάμβανε καλή τη πίστη, και (β) η πρόβλεψη του Νόμου για τερματισμό της σύνταξης χηρείας όταν η χήρα ξαναπαντρευτεί αντίκειται προς τα άρθρα 22 και 28 του Συντάγματος."

 

Και ο συνήγορος κατέληξε με την εισήγηση να παραπεμφθεί το ζήτημα στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση. Η ουσία της γνωμάτευσης, που δόθηκε στις 27/7/94, ήταν ότι η αιτήτρια υπείχε ευθύνη επιστροφής των εισπραχθέντων.

Στη συνέχεια οι καθών ειδοποίησαν με επιστολή τους ημερ. 11/10/94 (παράρτημα 8) το δικηγόρο της αιτήτριας πως αυτή όφειλε να πληρώσει το ποσό που είσπραξε. Διαφορετικά θα έπαιρναν εναντίον της δικαστικά μέτρα. Η αιτήτρια ζητά την ακύρωση αυτής της απόφασης. Το δεύτερο αίτημα θεραπείας αφορά την απόφαση των καθών να διακόψουν την πληρωμή σύνταξη χηρείας. Ακολουθεί τρίτο, χωριστό αίτημα, που προσβάλλει την παράλειψη της Διοίκησης να καταβάλει σύνταξη.

Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είχε ως άξονα όσα προβάλλει στην επιστολή του και ιδιαίτερα το απόσπασμα που παρέθεσα. Συνοπτικά υποστήριξε, με αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, ότι το άρθρ. 22 του ν. 56/67 παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας και την αρχή της ισότητας των φύλων στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων. (2) παράλληλα οι διατάξεις του αντίκεινται προς το άρθρ. 22 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα κάθε προσώπου να συνάπτει γάμο και να δημιουργεί οικογένεια. και (3) η αναζήτηση των αχρεωστήτως, αλλά καλοπίστως, στην προκείμενη περίπτωση, εισπραχθεισών παροχών, είναι αντίθετη με την αρχή της χρηστής διοίκησης.

Η διερεύνηση όμως των παραπάνω εισηγήσεων θα εξαρτηθεί από την έκβαση των προδικαστικών ενστάσεων που έχει εγείρει η Δημοκρατία, οι οποίες συνοψίζονται ως εξής: (1) με το αίτημα αρ. 1 της προσφυγής δεν προσβάλλεται εκτελεστή, αλλά βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης απόφασης ημερ. 6/10/93. (2) έτσι η προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 21/12/94, είναι εκπρόθεσμη. (3) το αίτημα αυτό έχει ως αντικείμενο πράξη εκτέλεσης της προηγούμενης εκτελεστής απόφασης με την οποία τερματίστηκε η πληρωμή σύνταξης της αιτήτριας. (4) η προσφυγή σε σχέση με το αίτημα θεραπείας 2 είναι εκπρόθεσμη δεδομένου ότι η τελευταία ημερομηνία καταβολής σύνταξης στην αιτήτρια ήταν η 31/5/93. και (5) το τρίτο αίτημα δεν μπορεί να προχωρήσει εφόσον η αιτήτρια προσέβαλε τη θετική ενέργεια των καθών να διακόψουν τη σύνταξη.

Πέραν των αντιρρήσεων αυτών για τη βασιμότητα της προσφυγής η Δημοκρατία υποστήριξε, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 470 και απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στις σελ. 235, 236 στις οποίες η απόφαση παραπέμπει, ότι η διαφορά στην προκείμενη περίπτωση είναι χρηματική. Και επομένως δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας, αντικρούοντας τη θέση για τη φύση της κρινόμενης διαφοράς, υπέβαλε ότι η απόφαση για αναζήτηση των χρημάτων δεν ήταν πράξη αυτόματη, αλλά προϋπέθετε την άσκηση διακριτικής εξουσίας κατά πόσον, δηλαδή, η αιτήτρια είχε εισπράξει τα χρήματα καλόπιστα. Επομένως, σύμφωνα με την εισήγηση του "τα γεγονότα επί των οποίων εστηρίχθει ο Γενικός Λογιστής δια να ασκήσει την διακριτική του εξουσία ως και η άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπόκεινται σε έλεγχον από τον δικαστή της ακυρωτικής προσφυγής". Το ζήτημα θα εξετάσω κατά προτεραιότητα των άλλων ενστάσεων εφόσον άπτεται ευθέως της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

Είναι η γνώμη μου ότι η διαφορά συνδέεται άρρηκτα με το νόμο που ρυθμίζει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των χήρων γυναικών, που συγκαταλέγεται στο πλέγμα σχέσεων δημοσίου δικαίου. Δεν είμαστε μπροστά σε περίπτωση διεκδίκησης αποκλειστικά χρηματικής ικανοποίησης. Το παρακάτω απόσπασμα στη σελ. 236 των Πορισμάτων Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανωτέρω, πιστεύω την υποστηρίζει:

"Αι περί των μισθών, αποζημιώσεων, επιδομάτων και αποδοχών εν γένει δημοσίων υπαλλήλων διαφοραί, συνδεόμεναι αμέσως προς την κατά νόμον ρύθμισιν της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, ούσης δημοσίου δικαίου, και μη εντοπιζόμεναι εις απλήν διεκδίκησιν συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, παραδεκτώς φέρονται ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως."

 

Το σχόλιο αφορά μεν τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, αλλά ως θέμα αρχής εφαρμόζεται πιστεύω με την ίδια δύναμη και στις περιπτώσεις που υπήρχε ο ασφαλιστικός δεσμός, που έχει ήδη δημιουργηθεί από τη μεταβίβαση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

Θεωρώ επίσης σχετική την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 3720/87, σύμφωνα με την οποία, η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων

".......επιτρέπεται μόνον όταν κριθεί αρμοδίως, ότι ο εισπράξας τα αναζητούμενα ποσά διατελούσε εις δόλο έναντι της Διοικήσεως κατά την παράνομη είσπραξη αυτών."

Θα πρόσθετα ότι τα γεγονότα της Μιχαήλ, ανωτέρω, δεν έχουν σχέση με την παρούσα. Το αντικείμενο της ήταν εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση.

Καταλήγω ότι η διαφορά δεν ανήκει στο πεδίο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, που η αμφισβήτηση τους εξετάζεται από τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά δημιουργήθηκε διοικητική διαφορά, που υπάγεται σε ακυρωτικό έλεγχο από το δικαστήριο αυτό.

Παρόλο που δεν έχει συζητηθεί το θέμα, αισθάνομαι, προτού περάσω στις άλλες προδικαστικές ενστάσεις, πως πρέπει να φανερώσω τον προβληματισμό μου, που αφορά το λόγο για τον οποίο διακόπηκε η σύνταξη. Πιστεύω ότι η εγκυρότητα της πράξης δεν επηρεάζεται για το λόγο που δόθηκε δεδομένου πως βρίσκει έρεισμα και στις διατάξεις του άρθρ. 22 του ν. 56/67: βλέπε την απόφαση της Ολομέλειας στην προσφ. 689/89 Στέλλα Θεοδουλίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6/11/89 και επίσης την απόφαση στην προσφ. αρ. 196/96 Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ημερ. 4/11/96 και τα δικαστικά προηγούμενα στα οποία παραπέμπει. Το άλλο ζήτημα που έμεινε αδιευκρίνιστο και με απασχόλησε είναι ο αριθμός των προσβαλλομένων με το ίδιο δικόγραφο πράξεων. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η πράξη τερματισμού και η πράξη αναζήτησης είναι συναφείς: η δεύτερη έχει ως προϋπόθεση την πρώτη και περαιτέρω έχουμε συνδρομή όλων των άλλων προϋποθέσεων συνάφειας που καθόρισε η νομολογία: βλέπε Α.Ε. 1272 Ιωάννης Μισιρλής ν. Δημοκρατίας, ημερ. 18/10/95 (απόφαση Πική Π.). Η συμπροσβολή των πράξεων αυτών είναι επομένως νόμιμη.

Το αίτημα αρ. 2 της προσφυγής αφορά την απόφαση των καθών να διακόψουν τη σύνταξη. Δεν μπορεί παράλληλα να προσβάλλεται και η παράλειψη τους να καταβάλουν τη σύνταξη. Όπως παρατηρεί η Ολομέλεια στην Papasavva v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 563:

"It has often been pointed out by this Court that when a decision refusing to do something is taken it cannot be said that it amounts, also, to an omission to do the same thing (see, inter alia, Vafeadis v. The Republic, 1964 C.L.R. 454)."

To τρίτο αίτημα απορρίπτεται ως αβάσιμο.

Η απάντηση του κ. Ταλαρίδη στις υπόλοιπες ενστάσεις είναι στην ουσία ότι με την επιστολή του της 17/3/94 έθεσε υπόψη του Γενικού Λογιστή τις συνθήκες υπό τις οποίες η αιτήτρια είσπραττε τις παροχές από τις οποίες προκύπτει η καλή της πίστη. Περαιτέρω έθιξε την αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων. Η καλή πίστη της αιτήτριας τέθηκε στους καθών ως πραγματικό γεγονός και για πρώτη φορά εξετάστηκε. Η νέα πράξη, ημερ. 11/10/94 (παράρτημα 8), που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής ήταν νέα εκτελεστή πράξη, η οποία προσβλήθηκε εμπρόθεσμα.

Κατά την άποψη μου η προσβαλλόμενη πράξη της 11/10/94 είναι επιβεβαιωτική της προηγούμενης ημερ. 6/10/93. Τίποτε δε μεσολάβησε στο αναμεταξύ που να δικαιολογούσε διεξαγωγή νέας έρευνας στην υπόθεση και λήψη νέας απόφασης. Η επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας αναφερόταν σε πραγματικά περιστατικά ήδη γνωστά στη Διοίκηση. Η κατά παράκληση της αιτήτριας παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Η εξέταση του νομικού πλαισίου δε δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέα εκτελεστή απόφαση: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 241, Razis and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1017 και Papasavvas v. E.A.C. (1986) 3 C.L.R. 2194. Πέραν τούτου η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Το ίδιο ισχύει και για την προγενέστερη πράξη διακοπής της σύνταξης.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

 

 

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο