ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 87/1989 - Ο περί Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων Νόμος του 1989
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 863/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Μαρίας Myles,
Αιτήτριας,
- και -
Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
13 Ιανουαρίου, 1997
.Για την αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Κωνσταντίνου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (συντομογραφικά "το ΚΥΠΕ") με απόφασή του ημερομηνίας 18.9.1996 προήγαγε στη θέση Συντάκτη Α΄ το Γεώργιο Πενηνταέξ. Οι μόνοι υποψήφιοι και διεκδικητές της θέσης ήταν η αιτήτρια και ο προαχθείς (ενδιαφερόμενο πρόσωπο). Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει ακύρωση της απόφασης για προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου στην πιο πάνω θέση.
Κατόπιν γνωμάτευσης του νομικού του συμβούλου το ΚΥΠΕ διόρισε τριμελή υπεπιτροπή η οποία μελέτησε τα στοιχεία των υποψηφίων, εξέτασε τα προσόντα τους και ετοίμασε έκθεση.
Στις 18.9.96 συνεδρίασε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΥΠΕ και μελέτησε την έκθεση που ετοίμασε η υπεπιτροπή για τους δύο υποψηφίους. Σύμφωνα με την έκθεση, αμφότεροι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Επιπροσθέτως η αιτήτρια κατείχε το προσόν της καλής γνώσης μιας ακόμα ξένης γλώσσας, της γαλλικής, που σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας αποτελεί πλεονέκτημα.
Το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ μελέτησε και το ίδιο τους φακέλους, τα στοιχεία και προσόντα των υποψηφίων και συμφώνησε με τα ευρήματα της υπεπιτροπής τα οποία υιοθέτησε ως ορθά και ακριβή.
Στη συνέχεια ο διευθυντής κ. Α. Χριστοφίδης προέβη στην πιο κάτω σύσταση:
"Ελαβα υπόψη μου το περιεχόμενο των φακέλων των δύο υποψηφίων. Αγνόησα το περιεχόμενο των υφιστάμενων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων γιατί δεν συντάχθηκαν με βάση το Νόμο 155/90 που απαιτεί τη ρύμθιση των θεμάτων που αφορούν την αξιολόγηση του προσωπικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου με Κανονισμούς.
Αλλά ακόμη και αν δεν αγνοούσα το περιεχόμενο των εν λόγω υπηρεσιακών εκθέσεων καμιά διαφοροποίηση θα έκαμνα στη σύστασή μου αφού αμφότεροι οι υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν σχεδόν με την ίδια βαθμολογία. Λαμβάνοντας υπόψη μου τα τρία νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) καθώς επίσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων για τη θέση Συντάκτη Α, και αφού μελέτησα τους φακέλους των υποψηφίων, συστήνω για προαγωγή τον Γεώργιο Πενηνταέξ.
Οι δύο υποψήφιοι έχουν την ίδια αρχαιότητα και κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας. Η Μαρία Μάϊλς κατέχει το πλεονέκτημα της δεύτερης ξένης γλώσσας. Ομως, ο Γεώργιος Πενηνταέξ υπερέχει σε πείρα που είναι μεγαλύτερη και ευρύτερη της Μαρίας ΜάΊλς που προσθέτει στην αξία του. Η πείρα αυτή του Γεώργιου Πενηνταέξ ήταν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Συντάκτη Α΄."
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από τους προσωπικούς τους φακέλους και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή. Αγνόησε το περιεχόμενο όλων των υπηρεσιακών εκθέσεων γιατί συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου 155/90. Αλλά ακόμη και αν δεν αγνοούντο οι εν λόγω εκθέσεις δεν μπορούσαν να έχουν ουσιώδη επίδραση, όπως αναφέρεται, στην κρίση του Συμβουλίου γιατί αμφότεροι οι υποψήφιοι είχαν σχεδόν την ίδια βαθμολογία. Το Συμβούλιο έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων και την αρχαιότητά τους. Αμφότεροι έχουν την ίδια αρχαιότητα. Η αιτήτρια κατέχει τίτλο ΒΑ του Dorset Institute of Higher Education της Αγγλίας. Το Συμβούλιο έλαβε ακόμη υπόψη τα νομοθετημένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, τα σχέδια υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, τους κανονισμούς περί Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή. Το Συμβούλιο έλαβε επίσης υπόψη το πλεονέκτημα της αιτήτριας δηλαδή της καλής γνώσης μιας ακόμα ξένης γλώσσας, εν προκειμένω της γαλλικής πλην όμως υπερίσχυσε κατά την κρίση του η ευρύτερη και μεγαλύτερη πείρα που διέθετε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έναντι της αιτήτριας που είναι σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Με βάση αυτά τα δεδομένα το Συμβούλιο έκρινε ως πιο κατάλληλο το Γεώργιο Πενηνταέξ και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στη μόνιμη θέση Συντάκτη Α στο ΚΥΠΕ από 1.10.96.
Το ΚΥΠΕ προβάλλει την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή της αιτήτριας είναι απορριπτέα επειδή καταχωρήθηκε πρόωρα.
Ο κανονισμός 16(4) της ΚΔΠ 186/90 προβλέπει:
"(4) Προαγωγή γίνεται με γραπτή προσφορά στον υπάλληλο που θα προαχθεί και γραπτή αποδοχή αυτού. Η προσφορά καθορίζει μεταξύ άλλων, την ημερομηνία προαγωγής, την αντίστοιχη μισθοδοτική κλίμακα για τη νέα θέση, τον πληρωτέο μισθό και την ημερομηνία τυχόν προσαύξησης."
Σχετικά με αυτή την πτυχή της υπόθεσης τα γεγονότα που ενδιαφέρουν είναι τα ακόλουθα: Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΥΠΕ με επιστολή του ημερομηνίας 20.9.96 γνωστοποίησε στον ενδιαφερόμενο την απόφαση για την προαγωγή του στη θέση Συντάκτη Α από 1.10.1996 και ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσο αποδεχόταν την προσφορά.
Το ενδιαφερόμενο μέρος με επιστολή του ημερομ. 24.10.96 προς το ΚΥΠΕ γνωτοποίησε αποδοχή της προσφοράς. Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε από την αιτήτρια στις 22.10.96 δηλαδή δυο ημέρες πριν από την ημερομηνία της επιστολής του ενδιαφερομένου μέρους προς το ΚΥΠΕ με την οποία γνωστοποίησε αποδοχή της προσφοράς.
Η θέση του ΚΥΠΕ είναι ότι ο διορισμός ή η προαγωγή κρατικού υπαλλήλου συντελείται με την αποδοχή εκ μέρους του υπαλλήλου της προσφοράς για διορισμό ή προαγωγή ανάλογα με την περίπτωση και στην προκειμένη περίπτωση η ουσιαστική ισχύς της επίδικης πράξης άρχισε στις 24.10.96, την ημερομηνία δηλαδή που αποδέκτηκε την προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Το ΚΥΠΕ επικαλείται προς τούτο τους Περί Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων (Διάρθρωση και Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1990, ΚΔΠ 186/90 - Καν. 16(4) και 11(2).
Η θέση της αιτήτριας επί του θέματος είναι πως τα όσα το ΚΥΠΕ επικαλείται περί ουσιαστικής ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης δεν τυγχάνουν εφαρμογής καθ΄ ότι υπάρχει εν προκειμένω η επιστολή του ΚΥΠΕ προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ημερομηνίας 20.9.96 που αναφέρεται στην ημερομηνία της τυπικής ισχύος της προαγωγής η οποία είναι η 1.10.96.
Ταυτόχρονα με την κοινοποίηση της προσφοράς της προαγωγής που έγινε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο η απόφαση του ΚΥΠΕ για την προαγωγή του εν λόγω προσώπου έπαυσε να αποτελεί εσωτερικό θέμα (Internum) της διοίκησης του ΚΥΠΕ. Η απόφαση της προαγωγής κατέστη πράξη εκτελεστή εφόσον η βούληση του ΚΥΠΕ δηλώθηκε διά της κοινοποιήσεως της προς τον υποψήφιο και από το χρόνο της τοιαύτης κοινοποίησης άρχισε και η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων. Βλ. Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 ΑΑΔ 129 στη σελίδα 141. Κατόπιν των ανωτέρω, αποφαίνομαι ότι η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου της κοινοποίησης της απόφασης και της προσφοράς της προαγωγής στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έγινε ορθά εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος.
Οι λόγοι που επικαλείται η αιτήτρια για την ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι οι ακόλουθοι:
(α) Η διαδικασία που τήρησε το ΚΥΠΕ για την πλήρωση της θέσης πάσχει νομικά αφ΄ ενός γιατί δεν καθορίστηκε το είδος της υπό πλήρωση θέσης δηλαδή αν η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού ή θέση προαγωγής και αφ΄ ετέρου γιατί παράνομα το ΚΥΠΕ δεν συνέστησε Συμβουλευτική Επιτροπή όπως προβλέπει ο νόμος.
(β) Το ΚΥΠΕ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόν της "πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας".
(γ) Η σύσταση του διευθυντή, παράνομα λήφθηκε υπόψη από το ΚΥΠΕ γιατί αυτή πάσχει ως αναιτιολόγητη και αόριστη.
(δ) Η συμμετοχή του διευθυντή στη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση ήταν παράνομη.
(ε) Το ΚΥΠΕ παράνομα δεν έδωσε ειδική ατιολογία για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο δεν είχε υπέρ του το πλεονέκτημα το οποίο προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας αντί της αιτήτριας που κατείχε το πλεονέκτημα.
(στ) Ο διευθυντής κατά τη σύσταση και το ΚΥΠΕ κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης παράνομα αγνόησαν τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων επειδή αυτές συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου 155/90 και δεν έλαβαν υπόψη τους νέες υπηρεσιακές εκθέσεις οι οποίες θα έπρεπε να είχαν συνταχθεί στο μεταξύ.
Ο πρώτος λόγος που επικαλείται η αιτήτρια για την ακύρωση της επίδικης απόφασης στερείται ερείσματος. Η τελευταία σημείωση η οποία περιέχεται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ρητά προβλέπει πως όταν πρόκειται για πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας, η θέση είναι θέση προαγωγής. Το ότι η θέση είναι θέση "προαγωγής" επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η θέση δεν προκηρύχθηκε και δεν υποβλήθηκαν αιτήσεις αλλά η πλήρωσή της θέσης έγινε με την προαγωγή υπαλλήλου ο οποίος υπηρετούσε στην αμέσως κατώτερη θέση όπως προβλέπεται στον Καν. 8(2).
Στην προκείμενη περίπτωση έτυχε εφαρμογής ο Καν. 16 ο οποίος αναφέρεται σε θέσεις προαγωγής εν αντιθέσει με τον Καν. 9 που αφορά πρώτο διορισμό. Το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ έκρινε ως προάξιμους μόνο τους δύο υποψηφίους και ακολούθως έκανε αναφορά στα κριτήρια με βάση τον Καν. 16 που αφορούν προαγωγή (αξία - προσόντα - αρχαιότητα - συστάσεις διευθυντή - υπηρεσιακές εκθέσεις) με κατάληξη τη λήψη της τελικής επίδικης απόφασης που ήταν η προσφορά προαγωγής στο ενδιαφερόμενο μέρος. Αυτή η σειρά γεγονότων καταδείχνει πως η υπό πλήρωση θέση ήταν σαφώς καθορισμένη ως θέση προαγωγής. Επομένως ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αιτήτριας δεν ευσταθεί.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η διαδικασία λήψης της απόφασης πάσχει νομικά λόγω παραλείψεως του ΚΥΠΕ να συστήσει την προβλεπόμενη από τον Καν. 10(1) Συμβουλευτική Επιτροπή και αντί αυτής συνέστησε άλλη υπεπιτροπή η ύπαρξη της οποίας είναι άγνωστη από το Νόμο και τους Κανονισμούς δεν ευσταθεί. Η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής η οποία προβλέπεται στον Καν. 10(1) είναι δυνητική .
Ο Κανονισμός 10(1) έχει ως εξής:
"10.-(1) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να συστήσει Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής η οποία θα εισηγείται προς το Διοικητικό Συμβούλιο από δύο μέχρι τέσσερις υποψηφίους για κάθε θέση για διορισμό ή προαγωγή σ΄ οποιαδήποτε θέση και θα υποβάλλει τις συστάσεις και εισηγήσεις της προς το Διοικητικό Συμβούλιο αναφορικά με το διορισμό ή την προαγωγή αυτή."
Σύμφωνα με τη νομολογία η σύσταση υπεπιτροπής με σκοπό την παροχή βοήθειας προς το διοικητικό όργανο στη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με τα προσόντα και την καταλληλότητα των υποψηφίων δεν απαγορεύεται. Βλ.
Avraam v. Cyprus Ports Authority (1984) 3 (B) CLR 1042. Εξάλλου, προκύπτει από τα πρακτικά ότι το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ μελέτησε και το ίδιο ως το αποφασίζον όργανο τους φακέλους, τα στοιχεία και τα προσόντα των υποψηφίων τα οποία και αξιολόγησε και συμφώνησε με τα συμπεράσματα της υπεπιτροπής.Παρατηρώ υπό μορφή απλού σχολίου ότι το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ θα ενεργούσε ορθότερα αν προχωρούσε στη σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής που προβλέπει ο Καν. 10(1) των Κανονισμών εφόσον ένοιωσε την ανάγκη βοήθειας από κάποιο άλλο όργανο για τη διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι η απόφαση για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας καθ΄ όσον αφορά την κατοχή του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος "πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας". Ισχυρίζεται προς τούτο ότι τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους όπως αυτά φαίνονται στους φακέλους του δεν τεκμηριώνουν ότι αυτός κατέχει το εν λόγω προσόν. Η πολύ καλή γνώση μιας γλώσσας, όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, σημαίνει γραφή, ανάγνωση και ομιλία της γλώσσας, στοιχεία για τα οποία δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα όπως φαίνεται από τα πρακτικά.
Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκαν στη θέση Συντάκτη την 15.1.91. Το σχέδιο υπηρεσίας εκείνης της θέσης απαιτούσε "άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας". Αυτό ακριβώς το γεγονός συνιστά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους αμάχητο τεκμήριο ότι κατέχει το προσόν της "πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας" που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης Συντάκτη Α χωρίς να χρειάζεται η διεξαγωγή νέας προς τούτο έρευνας. Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι η σύσταση του διευθυντή είναι αόριστη και αναιτιολόγητη. Προς τούτο, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο διευθυντής απλά προέβη στην επίκληση των στοιχείων αξία - προσόντα - αρχαιότητα - πείρα που ήταν δεδομένα χωρίς να προσθέσει σ΄ αυτά οτιδήποτε άλλο με αποτέλεσμα η σύσταση να είναι ουσιαστικά άνευ αξίας.
Η σύσταση του διευθυντή εμπεριέχεται στο πιο κάτω απόσπασμα των πρακτικών:
"Λαμβάνοντας υπ΄ όψη μου τα τρία νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) καθώς επίσης την καταλληλότητα των υποψηφίων για τη θέση Συντάκτη Α΄, και αφού μελέτησα τους φακέλους των υποψηφίων, συστήνω για προαγωγή τον Γιώργο Πενηνταέξ.
Οι δύο υποψήφιοι έχουν την ίδια αρχαιότητα και κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Η Μαρία Μάιλς κατέχει το πλεονέκτημα της δεύτερης ξένης γλώσσας. Ομως, ο Γιώργος Πενηνταέξ υπερέχει σε πείρα, που είναι μεγαλύτερη και ευρύτερη της Μαρίας Μάιλς, που προσθέτει στην αξία του. Η πείρα αυτή του Γιώργου Πενηνταέξ ήταν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Συντάκτη Α΄."
Ο Καν. 16(3) των Κανονισμών ο οποίος προβλέπει για την πλήρωση θέσεων "προαγωγής" έχει ως εξής:
"(3) Κατά την προαγωγή λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι περί των υποψηφίων συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, του Διευθυντή, και του άμεσου Προϊσταμένου του υποψηφίου, αν υπάρχει, καθώς και οι υπηρεσιακές εκθέσεις αναφορικά με την επίδοση και συμπεριφορά έκαστου υπαλλήλου όπως προβλέπεται στους παρόντες Κανονισμούς."
Κατά την κρίση μου ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή όπως απαιτεί η ανάλογη διάταξη του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90), άρθρο 35(4).
Οπως φαίνεται από την πιο πάνω σύσταση του διευθυντή η πείρα ήταν το στοιχείο που βασικά προσμέτρησε υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους. Η πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου είναι όντως ευρύτατη και συνάμα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Το ΚΥΠΕ τοποθέτησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από 1.7.90 ως υπεύθυνο για την επίβλεψη της δημοσιογραφικής εργασίας του προσωπικού που θα προσλαμβανόταν για θέσης συντάκτη και Βοηθού Συντάκτη. Στο πρακτικό συνεδρίας του Συμβουλίου του ΚΥΠΕ ημερομ. 3.7.90 αναφορικά με άλλη διαδικασία, αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος "για πολλά χρόνια εκτελεί στην ουσία καθήκοντα συντάκτη με πολύ ικανοποιητικό τρόπο". Σε επιστολή του το ΚΥΠΕ ημερομ. 13.7.90 προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο γίνεται αναφορά στη μακρόχρονη ευδόκιμη υπηρεσία και προσφορά του στο ΚΥΠΕ. Η αιτήτρια διορίστηκε στο ΚΥΠΕ την 15.1.91 στη θέση Συντάκτη. Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε με σύμβαση στο ΚΥΠΕ την 1.2.84 στη θέση Βοηθού Συντάκτη και όπως φαίνεται από τις υπηρεσιακές του εκθέσεις των ετών 1993 και 1994
εκτελούσε χρέη αρχισυντάκτη από το 1990 με καθήκοντα της επίδικης θέσης. Η αιτήτρια με βάση τα στοιχεία που έδωσε και βρίσκονται στον προσωπικό της φάκελο εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών και γαλλικών, ως μεταφράστρια και ως βοηθός γενικού γραμματέα ΠΣΕΚΑ (μερική απασχόληση). Ως Λειτουργός Τύπου και Πληροφοριών υπηρέτησε κατά την περίοδο Ιουλίου 1980 - Σεπτεμβρίου 1982.Τα πιο πάνω στοιχεία καταδείχνουν ότι η πείρα του ενδιαφερομένου μέρους είναι μεγαλύτερη και ευρύτερη από εκείνη της αιτήτριας, γεγονός το οποίο προσθέτει στην αξία εφόσον η πείρα αυτή είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Κατά την κρίση μου η σύσταση του διευθυντή δεν είναι ούτε αόριστη ούτε αναιτιολόγητη. Η άποψη του διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε πείρα υποστηρίζεται πλήρως από τα στοιχεία των φακέλων των δύο υποψηφίων.
Η θέση της αιτήτριας ότι η διαδικασία λήψη της της επίδικης απόφασης πάσχει νομικά λόγω της παραμονής του διευθυντή στη συνεδρία μετά που έδωσε τη σύσταση δεν ευσταθεί. Η εν προκειμένω παραμονή του διευθυντή δεν ήταν παράνομη και κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο το κύρος της επίδικης απόφασης.
Το άρθρο 9(4) του περί Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων Νόμου του 1989 (Ν. 87/89) προβλέπει:
"Ο διευθυντής παρίσταται εις τας συνεδριάσεις του Συμβουλίου, εκτός εάν άλλως ήθελεν αποφασισθή υπό του Συμβουλίου: Νοείται ότι ο διευθυντής δεν έχει δικαίωμα ψήφου."
Στην προκείμενη περίπτωση ο διευθυντής παρέμεινε στη συνεδρίαση με την έγκριση του Συμβουλίου και χωρίς συμμετοχή στη ψηφοφορία.
Η αιτήτρια προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ΚΥΠΕ δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους που δεν κατείχε το πλεονέκτημα και την παραγνώριση της ίδιας που το κατείχε. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το ΚΥΠΕ στηρίχθηκε βασικά στη σύσταση του διευθυντή την οποία η ίδια αμφισβητεί ως ανατιολόγητη καθώς και στην "ευρύτερη και μεγαλύτερη πείρα" του ενδιαφερομένου προσώπου την οποία αμφισβητεί και τη χαρακτηρίζει ως "αόριστη".
Ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ αντιμετώπισε το πλεονέκτημα της αιτήτριας φαίνεται στο πιο κάτω απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίασης κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση:
"Το Συμβούλιο δεν παράλειψε να ασχοληθεί με το πλεονέκτημα που κατέχει η υποψήφια Μαρία Μάιλς, της κατοχής δηλαδή της δεύτερης γλώσσας πέραν της Αγγλικής. Ομως, το Συμβούλιο αποφάσισε να επιλέξει τον Γιώργο Πενηνταέξ που δεν κατέχει το πλεονέκτημα, γιατί ο Γιώργος Πενηνταέξ έχει τη σύσταση του Διευθυντή και διαθέτει ευρύτερη και μεταλύτερη πείρα από την Μαρία Μάιλς, που είναι σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης."
Από το πιο πάνω απόσπασμα καθίσταται πρόδηλο ότι το Συμβούλιο παραγνώρισε το πλεονέκτημα της αιτήτριας για τους εξής δύο λόγους:
(α) επειδή ο ενδιαφερόμενος είχε τη σύσταση του Διευθυντή που σύμφωνα με τη νομολογία προσθέτει στην αξία και είναι ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.
(β) επειδή ο ενδιαφερόμενος είχε μεγαλύτερη και ευρύτερη πείρα από εκείνη της αιτήτριας η οποία ήταν σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Είναι γεγονός ότι απαιτείται ειδική αιτιολογία όταν παραγνωρίζεται υποψήφιος ο οποίος κατέχει πλεονέκτημα προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας και διορίζεται άλλος που δεν κατέχει αυτό το πλεονέκτημα. Η ειδική αιτιολογία πρέπει να φαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να συνάγεται. Βλ. Ιωάννου και Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390.
Στην προκείμενη περίπτωση η αιτιολογία που έδωσε ο διευθυντής εξειδικεύει με συντομία το λόγο για τον οποίο επέλεξε τον ενδιαφερόμενο που δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Η μεγαλύτερη και ευρύτερη πείρα του ενδιαφερομένου στην οποία αναφέρεται ο διευθυντής η οποία αποκαλύπτεται και από τα στοιχεία του φακέλου του ενδιαφερόμενου, αποτέλεσε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων. Κατά την κρίση μου, η αιτιολογία που έδωσε το ΚΥΠΕ για την επιλογή και προαγωγή του ενδιαφερόμενου
ο οποίος δεν κατείχε το πλεονέκτημα είναι και εμφανής και ειδική.
Το άρθρο 3 του Περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Εκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου του 1990 (Ν. 155/90) σε συνδυασμό με τις ερμηνευτικές διατάξεις του εν λόγω νόμου απαιτεί να συντάσσονται υπηρεσιακές εκθέσεις για όλους τους υπαλλήλους των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάσσονται κατά τον καθορισμένο, δηλαδή με κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων Νόμων, τρόπο και χρόνο. Απαιτεί δηλαδή όπως ο τρόπος και ο χρόνος σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων, καθορίζονται με κανονισμούς.
Στην προκείμενη περίπτωση το ΚΥΠΕ δεν εξέδωσε τέτοιους κανονισμούς και κατά συνέπεια το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ ορθά αγνόησε τις μετά το 1990 υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο υποψηφίων εφόσον οι εν λόγω εκθέσεις συντάχθηκαν χωρίς να υπάρχουν κανονισμοί οι οποίοι να καθορίζουν τον τρόπο και το χρόνο σύνταξης υπηρεσιακών εκθέσεων. Βλ. Περικλέους ν. ΑΤΗΚ, Αρ. Προσφ. 320/96, ημερομ. 6.5.97 και Βοσκού ν. ΑΤΗΚ, Αρ. Προσφ. 152/96, ημερομ. 22.5.97.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ΚΥΠΕ ανέφερε πως η διαδικασία έκδοσης κανονσιμών για το ΚΥΠΕ έχει ήδη τροχιοδρομηθεί αλλά ακόμα δεν ολοκληρώθηκε. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις η τυχόν καθυστέρηση της προαγωγής δεν θα μπορούσε να θυματοποιήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην υπόθεση Αλίκη Λιμνάτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Αρ. 27/88 κ.α., ημερομ. 27.10.89, στη σελίδα 18 της απόφασης της Ολομέλειας αναφέρονται τα εξής:
"Για το ενδιαφερόμενο μέρος Αφροδίτη Σφικτού δεν υπήρχαν εμπιστευτικές εκθέσεις για τα δύο τελευταία χρόνια.
Δεν είναι επιτρεπτή, και είναι αντίθετη με την αρχή της χρηστής διοίκησης, η θυματοποίηση καθηγητή ή υπαλλήλου, επειδή η διοίκηση, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έκαμε τακτική επιθεώρηση και αξιολόγηση. Ως εκ τούτου η παράλειψη της επιθεώρησης και η αξιολόγηση της Σφικτού δεν μπορεί να προβληθεί ως λόγος ακύρωσης της προαγωγής της."
Εξάλλου όπως ορθά παρατηρούν ο Διευθυντής και το Συμβούλιο του ΚΥΠΕ στο πρακτικό της απόφασης και αν ακόμη δεν αγνοούνταν οι εκθέσεις η κατάσταση πραγμάτων θα παρέμενε αναλλίωτη εφόσον και οι δύο υποψήφιοι είχαν σχεδόν την ίδια βαθμολογία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Α. Κραμβής,
Δ.
ΑΦ.