ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 249

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 729/95

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Αντριαννίτας Αναστασίου, από το Γέρι,

Αιτήτριας

και

1. Πανεπιστημίου Κύπρου,

2. Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου,

Καθ'ων η αίτηση

-------------------------

31 Ιανουαρίου 1997

Για την Αιτήτρια: κ. Ι. Νικολάου.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική απόφαση και/ή πράξη των καθ'ων η Αίτηση, που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 31.7.95, φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α, και με την οποίαν οι καθ'ων η αίτηση απεφάσισαν να μην επιλέξουν κανένα από τους υποψηφίους στη θέση Βοηθού Βιβλιοθηκονόμου και κάθε άλλη ενδιάμεση πράξη και/ή απόφαση, η οποία εβασίστηκε σ' αυτή, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

Στις 24 Φεβρουαρίου 1995 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η προκήρυξη δύο κενών θέσεων Βοηθού Βιβλιοθηκονόμου για το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Αίτηση για να θεωρηθεί ως υποψήφια για τις επίδικες θέσεις υπέβαλε και η αιτήτρια.

Οι Συμβουλευτικές Επιτροπές Επιλογής Προσωπικού στη συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1995 καθόρισαν τη διαδικασία με την οποία θα γινόταν η επιλογή των υποψηφίων, μεταξύ άλλων και για την πλήρωση των επίδικων θέσεων. Αποφασίστηκε ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι και όπως όλοι υποβληθούν σε γραπτές εξετάσεις στα θέματα των Ελληνικών, Αγγλικών και Γενικών Γνώσεων. Οσοι δε επετύγχαναν στις εξετάσεις θα υποβάλλονταν σε προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. (Βλ. παράρτημα Β)

Ακολούθησε η συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) στις 14 Ιουλίου 1995, η οποία κάλεσε σε προφορική εξέταση δέκα υποψηφίους συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας. Η αιτήτρια συμπλήρωσε το ψηλότερο γενικό βαθμό (192). Η Σ.Ε. αφού έλαβε υπόψη την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, τις γραπτές εξετάσεις, καθώς επίσης και όλα τα στοιχεία που είχαν υποβάλει στην αίτηση τους, έκρινε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν ήταν κατάλληλα καταρτισμένος για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και ευθύνες που απαιτεί η θέση του Βοηθού Βιβλιοθηκονόμου. Γι' αυτό και αποφάσισε να εισηγηθεί επαναπροκήρυξη των θέσεων. (Βλ. παράρτημα Γ)

Τέλος το καθ'ου η αίτηση Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου (το Συμβούλιο) στις συνεδρίες του μεταξύ 26 και 27 Ιουλίου 1995 αφού "έλαβε υπόψη τις εκθέσεις των Συμβουλευτικών Επιτροπών, καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία των υποψηφίων έκρινε, υπό το φως των γραπτών και προφορικών εξετάσεων, και ιδίως υπό το φως της απόδοσής τους στα Ελληνικά και στις Γενικές Γνώσεις, ότι κανένας υποψήφιος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάλληλος και αποφάσισε την επαναπροκήρυξη των τριών θέσεων". (Βλ. παράρτημα Δ)

Στις 31 Ιουλίου 1995 κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια η πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου υπό τον Πρόεδρο του. (Βλ. παράρτημα Ε)

Η αιτήτρια πρόβαλε δύο νομικούς ισχυρισμούς για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης:

α) Η ανάκληση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης είναι παράνομη και ή αυθαίρετη.

β) Το καθ'ου η αίτηση Συμβούλιο παρέλειψε να ασκήσει την αποφασιστική του αρμοδιότητα που του παρέχει ο Νόμος κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.

Προέχει όμως η εξέταση της προδικαστικής ένστασης του δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση, ο οποίος υποστήριξε ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη η οποία δεν είναι εκτελεστή και ούτε επηρεάζει ίδιον, έννομο και ενεστώς συμφέρον της.

Οπως εισηγήθηκε και ο δικηγόρος των καθ'ων η παρούσα υπόθεση δεν είναι περίπτωση ανάκλησης διοικητικής πράξης. Εφόσον η διαδικασία επιλογής δεν ολοκληρώθηκε, δεν υπήρχε καμιά απολύτως βεβαιότητα ότι η αιτήτρια θα επιλεγόταν για διορισμό αν προχωρούσε η διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

Αντίθετα ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και συνεπώς με την ανάκληση της διαδικασίας επηρεάστηκαν δυσμενώς τα συμφέροντα της αιτήτριας για ολοκλήρωση της και έτσι περιεβλήθη εκτελεστότητας. Επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση γιατί αυτή επηρέασε δυσμενώς το έννομο συμφέρον της να ολοκληρωθεί η επίδικη διαδικασία. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, υποστήριξε, στερήθηκε του δικαιώματος να διεκδικήσει στο τελικό στάδιο της διαδικασίας την επίδικη θέση και απορρίφθηκε αυθαίρετα. Ισχυρίζεται ότι ήταν η επικρατέστερη υποψήφια εφόσον ήταν πρώτη στον κατάλογο των επιτυχόντων σ' όλα τα θέματα των γραπτών εξετάσεων, αφού είχε συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη βαθμολογία. Αναφέρθηκε δε στο περιεχόμενο των γραπτών εξετάσεων το οποίο καθορίστηκε με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας, κατόπιν οδηγιών που είχαν δοθεί στο Υπουργείο Παιδείας. Επίσης κατέθεσε στο φάκελο του Δικαστηρίου ένορκη δήλωση του κ. Χριστόδουλου Κλεόπα, Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για να ενισχύσει τη θέση της ότι όσοι πέτυχαν στα Νέα Ελληνικά, κατείχαν ψηλό επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας, αφού ο κ. Κλεόπας που ετοίμασε το εξεταστικό δοκίμιο στα Νέα Ελληνικά επιβεβαίωσε το επίπεδο αυτό. Με τον τρόπο αυτό προσπάθησε να αντικρούσει τη θέση του Συμβουλίου να επαναπροκηρύξει τις επίδικες θέσεις με το αιτιολογικό ότι μεταξύ άλλων δεν ικανοποιήθηκε από το επίπεδο της απόδοσης των υποψηφίων στα Ελληνικά και στις Γενικές Γνώσεις, γι' αυτό και θεώρησε ότι δεν υπήρχε κανένας κατάλληλος υποψήφιος. Από τα πιο πάνω ισχυρίζεται ότι προκύπτει ότι τόσο η εισήγηση της Σ.Ε. όσο και η απόφαση του καθ'ου η αίτηση Συμβουλίου ήταν αποτέλεσμα δεύτερης σκέψης η οποία δεν απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών συμφερόντων, τα οποία καθορίστηκαν από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, αλλά στην εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών. Παρέπεμψε δε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495. Κατέληξε δε η αιτήτρια στη θέση ότι έχει και έννομο συμφέρον για την προσβολή της επίδικης πράξης.

Πρέπει να αποφασίσω πρώτα σχετικά με τη θέση των καθ'ων ότι δεν υπάρχει εκτελεστή πράξη στην παρούσα υπόθεση. Οπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης η διαδικασία πλήρωσης των τριών επίδικων θέσεων ουδέποτε τελείωσε, δηλαδή ουδέποτε κατέληξε το καθ'ου η αίτηση Συμβούλιο στη λήψη απόφασης για διορισμό συγκεκριμένων υποψηφίων στις θέσεις αυτές.

Η νομολογία μας έχει καθορίσει τελειωτικά πότε έχουμε διορισμό σε μια θέση. Με την προσφορά διορισμού που γίνεται στον υποψήφιο από το διορίζον όργανο, παύει η απόφαση για διορισμό του να αποτελεί πλέον εσωτερικό θέμα της διοίκησης (internum) και γίνεται εκτελεστή εφόσον δηλώνεται με τον τρόπο αυτό η βούληση του οργάνου, η οποία αποτελεί και τον πρώτο όρο της δημόσιας υπαλληλικής σχέσης. Ο δεύτερος όρος της σχέσης αυτής πληρώνεται με την αποδοχή της προσφοράς από τον υποψήφιο. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129 - βλ. σελ. 138-141. Παραπέμπω επίσης στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον", 4η Εκδοση, Τόμος Γ', τη σελίδα 178 όπου αναφέρονται τα εξής:

"Διορισμός καλείται η παρά του αρμοδίου οργάνου δήλωσις της βουλήσεως του κράτους προς σύναψιν μεθ' ωρισμένου προσώπου δημοσίας υπαλληλικής σχέσεως".

Και στη σελίδα 180:

"Επί τω τέλει, όπως καταστή γνωστή εις τον ενδιαφερόμενον η βούλησις του κράτους και πληρωθή ο έτερος όρος της δημοσίας υπαλληλικής σχέσεως, ήτοι η αποδοχή του διορισμού παρά του προς ον ούτος απευθύνεται, δέον, μετά την δημοσίευσιν, να επακολουθήση η κοινοποίησις του διορισμού (άρθρο 30 1 ΚΔΔΥ).

.................................. .................................................. .........

.................................. .................................................. .........

Δια της κοινοποιήσεως του διορισμού γνωστοποιείται εις τον ενδιαφερόμενον η βούλησις του κράτους και ούτω πληρούται ο πρώτος όρος της δημοσίας υπαλληλικής σχέσεως. Ο δεύτερος όρος, ήτοι η αποδοχή του διορισμού παρά του προς ον εγένετο η κοινοποίησις τούτου, πληρούται δια της συναινέσεως του διοριζομένου, ήτις δέον να εκδηλωθή εντός τακτής προθεσμίας".

Περαιτέρω, στη σελίδα 181:

"Εφ' όσον, κατά τα προειρημένα, η δημοσία υπαλληλική σχέσις τελειούται δια της αποδοχής του διορισμού, συμφώνως προς τα περί συμβατικής θεωρίας διδασκόμενα, προ της αποδοχής, η εν τω γίγνεσθαι τελούσα δημοσία υπαλληλική σχέσις είναι δυνατόν να ματαιωθή μονομερώς παρά της δημοσίας διοικήσεως δι' ανακλήσεως του διορισμού. Η τοιαύτη ανάκλησις ουδέποτε δύναται να θεωρηθή ως προσβάλλουσα κεκτημένα δικαιώματα, εφ' όσον η υπαλληλική σύμβασις δεν κατηρτίσθη εισέτι. Μόνον διά της αποδοχής του διορισμού τελειούται η υπαλληλική σχέσις, διό και δεν δύναται πλέον ν' ανακληθή ούτος".

Η απόφαση του καθ'ου η αίτηση Συμβουλίου έχει ως ακολούθως:

"Το Συμβούλιο μελέτησε τις Εκθέσεις των Συμβουλευτικών Επιτροπών για την πλήρωση 3 κενών θέσεων Βοηθού Βιβλιοθηκονόμου (1 θέση στην 1η προκήρυξη και 2 θέσεις στη 2η προκήρυξη). Το Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη τις εκθέσεις των Συμβουλετικών Επιτροπών, καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία των υποψηφίων έκρινε, υπό το φως των γραπτών και προφορικών εξετάσεων, και ιδίως υπό το φως της απόδοσης τους στα Ελληνικά και στις Γενικές Γνώσεις, ότι κανένας υποψήφιος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάλληλος και αποφάσισε την επαναπροκήρυξη των τριών θέσεων."

Προκύπτει ξεκάθαρα από το πιο πάνω απόσπασμα ότι δεν υπάρχει καμιά απόφαση του Συμβουλίου ή και εξωτερίκευση της βούλησης του για επιλογή συγκεκριμένου υποψηφίου. Συνεπώς δεν έχουμε εκτελεστή απόφαση των καθ'ων η αίτηση.

Οπως αναντίλεκτα φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου στη σελίδα 181 (ανωτέρω) δεν τίθεται θέμα με την ανάκληση του διορισμού του υποψηφίου από το διορίζον όργανο πριν την αποδοχή του από αυτόν, να θεωρηθεί ότι η ανάκληση προσβάλλει κεκτημένο δικαίωμα εφόσον η υπαλληλική σύμβαση δεν καταρτίστηκε ακόμη. Μόνο με την αποδοχή του διορισμού τελειούται η υπαλληλική σχέση, γι' αυτό και αυτός δεν μπορεί πλέον να ανακληθεί.

Πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση που ουδέποτε οι καθ'ων προέβησαν στην επιλογή ή και στο διορισμό υποψηφίων στις επίδικες θέσεις. Απλώς η διαδικασία επιλογής είχε προχωρήσει πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε. Συνεπώς δεν έχουμε εκτελεστή πράξη ούτε κατά συνέπεια μπορεί να λεχθεί ότι οι καθ'ων προέβησαν σε ανάκληση εκτελεστής διοικητικής πράξης.

Σχετικά δε με την επίκληση από την αιτήτρια της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωσηφίδη (ανωτέρω), ότι η ανάκληση της απόφασης διορισμού του εφεσίβλητου ήταν παράνομη γιατί διαπνεόταν από αλλότρια κίνητρα, παρατηρώ ότι δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Γιατί τα γεγονότα εκεί ήταν εντελώς διαφορετικά από την παρούσα υπόθεση. Αρκεί να αναφέρω ότι στην περίπτωση εκείνη ο εφεσίβλητος είχε διοριστεί από την εφεσείουσα Ε.Δ.Υ. Στην υπόθεση μας το Συμβούλιο ούτε καν επέλεξε υποψήφιο για διορισμό.

Οσο για τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι έχασε με την επίδικη απόφαση το δικαίωμα της να διοριστεί σε μια από τις κενές θέσεις παρατηρώ ότι η νομολογία κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα προαγωγής αλλά απλή προσδοκία προαγωγής. (Βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 125/85 Χρίστος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25 Απριλίου 1989). Κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διορισμού.

Ενόψει όλων όσων πιο πάνω έχουν λεχθεί κρίνω ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα η αιτήτρια να έχει έννομο συμφέρον στην προσβολή της παρούσας πράξης.

Μετά την κατάληξη μου αυτή κρίνω ότι δεν θα ασχοληθώ με τους επιμέρους ισχυρισμούς της αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο