ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 3201
25 Νοεμβρίου, 1996
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 905/95)
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Ανάκληση — Ανάκληση νόμιμης πράξης — Οι αρχές και η εφαρμογή τους στα κριθέντα γεγονότα ανάκλησης μεταθέσεως υπαλλήλου πριν πραγματοποιηθεί.
Ο αιτητής προσέβαλε την ματαίωση της μετάθεσής του λόγω ανάκλησης της σχετικής απόφασης πριν προλάβει να υλοποιηθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Δέχονται και τώρα οι καθ' ων η αίτηση πως η απόφαση για την "αναβολή" των μεταθέσεων είναι εκτελεστή ως πράξη ανάκλησης όσο και αν συνδέθηκε με τη φράση στο "παρόν στάδιο" και αυτή η τοποθέτησή τους δικαιολογείται από τη φύση των πραγμάτων. Οριστικά δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μεταθέσεις κατά την ημερομηνία που καθορίστηκε και δεν είναι νοητή η ύπαρξη εκτελεστής απόφασης για μετάθεση, αόριστης ως προς το χρόνο της πραγματοποίησης της.
1. Το ζήτημα της δυνατότητας ανάκλησης των διοικητικών πράξεων είναι πολυεπίπεδο και εκφάνσεις του απασχόλησαν επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο. Το θέμα αναπτύσσεται σε σειρά συγγραμμάτων. Οι νόμιμες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν εκτός εάν από αυτές απέρρευσαν δικαιώματα ή δημιουργήθηκαν διοικητικές ή και πραγματικές καταστάσεις που διάρκεσαν επί μακρόν. Αλλά και σ' αυτή την περίπτωση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Ο αιτητής, με αναφορά στην υπόθεση Σ.Ν. Βουνιώτης και Υιοί Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, συζήτησε το θέμα στο ορθό πλαίσιο. Υποστήριξε πως ήταν αμετάκλητη η απόφαση για τη μετάθεση του γιατί, ακριβώς, απέκτησε από αυτή δικαιώματα. Δεν προσδιόρισε όμως ποια ήταν αυτά τα δικαιώματα και το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα μπορούσε να είναι. Δεν αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου η τοποθέτηση και η παραμονή του σε ορισμένο από τους τόπους στους οποίους, κατά τα διέποντα την υπηρεσιακή του κατάσταση, μπορεί να τοποθετηθεί. Η ύπαρξη της εξουσίας για μετάθεση καθιστά τη διοίκηση κριτή του θέματος, πάνω στη βάση βέβαια των καθιερωμένων κριτηρίων, το δεσπόζον από τα οποία είναι οι ανάγκες της υπηρεσίας.
Το κατά πόσο ασκήθηκε ορθά αυτή η εξουσία στην περίπτωση, είναι διαφορετικό ζήτημα.
2. Κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν είχε αποφασιστεί η μετάθεση του αιτητή ως μέτρο που καθ' εαυτό θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της υπηρεσίας. Ο αιτητής δεν πληρούσε καν το κριτήριο που είχε τεθεί αρχικά, αφου υπηρετούσε μόνο τέσσερα χρόνια στην Αγία Νάπα. Όπως προκύπτει από το φάκελο, ήταν εξαιτίας της απόφασης για μετάθεση συναδέλφου του που υπηρετούσε στη Λευκωσία που τέθηκε το ζήτημα της δικής του μετάθεσης. Και αυτό, επειδή είναι πτυχιούχος νομικής και στην ορισμένη θέση χρειαζόταν υπάλληλος με νομικές γνώσεις. Η μετάθεση του αιτητή ήταν αλληλένδετη προς τις άλλες μεταθέσεις και η απόφαση για επανεξέταση, που ευλόγως μπορούσε να ληφθεί ενόψει των προβλημάτων που ανέκυψαν, κατ' ανάγκην την συμπαρέσυρε.
3. Δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της διαδικασίας η τοποθέτηση του αιτητή στην Αγία Νάπα. Το αίτημα του, όπως το προσδιορίζει ο ίδιος στην προσφυγή, είναι ένα και αφορά στην αναστολή ή ακύρωση της μετάθεσής του από την Αγία Νάπα στη Λευκωσία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Θαλασσινός (1991) 3 Α.Α.Δ. 423,
Αριστοτέλους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279,
Hawaii Hotels Ltd ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835,
Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27,
Σ. Ν. Βουνιώτης και Υιοί Ατό ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 970.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση για αναστολή μετάθεσης του Αιτητή από την Αγία Νάπα στη Λευκωσία.
Α. Σ. Ποπαντωνίου, για τον Αιτητή.
Α. Δικηγορόπονλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από πολύχρονο προβληματισμό και αλλεπάλληλες συζητήσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού έθεσε σταθερά κριτήρια με βάση τα οποία θα πραγματοποιούνταν μεταθέσεις, σε πρώτο στάδιο του επιθεωρητικού προσωπικού, θα μετετίθεντο όσοι υπηρετούσαν στην ίδια έδρα για δέκα ή περισσότερα χρόνια και όσοι προάγονταν.
Στις 2.3.1995 αποφασίστηκε η μετάθεση 12 μελών του επιθεωρητικού προσωπικού. Οι μεταθέσεις θα ίσχυαν από 1.6.1995.Ο αι-τητής είναι Βοηθός Επιθεωρητής και θα μετετίθετο από την Αγία Νάπα στη Λευκωσία.
Τη γνωστοποίηση της απόφασης ακολούθησε κλίμα έντασης και αμφισβήτησης. Οι οκτώ από τους επηρεαζόμενους υπαλλήλους υπέβαλαν ενστάσεις και ασκήθηκαν προσφυγές κατά των μεταθέσεων. Επιτροπή που είχε οριστεί, δέκτηκε τους ενισταμένους υπαλλήλους σε προφορικές συνεντεύξεις και συναντήθηκε με τις συντεχνίες των υπαλλήλων, οι οποίες είχαν εξ αρχής τη δική τους άποψη πάνω στο θέμα. Στις 15.5.1995 ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ενημέρωσε τα μέλη του για τα διατρέξαντα και πρότεινε την αναβολή της πραγματοποίησης των μεταθέσεων. Ήταν η άποψή του, όπως και του αντιπροέδρου, πως αυτό ήταν το ενδεδειγμένο επειδή "δεν παρείχετο αρκετός χρόνος μέχρι την 1 Ιουνίου 1995 για την εξέταση των ενστάσεων" και επειδή "απώτερος σκοπός του Οργανισμού είναι η διατήρηση καλών και ομαλών σχέσεων με το προσωπικό για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του Οργανισμού". Το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση και αποφάσισε την αναβολή των δέκα από τις δώδεκα μεταθέσεις "στο παρόν στάδιο για να δοθεί στο Συμβούλιο καιρός να εξετάσει το όλο θέμα". Περιλήφθηκε σ' αυτές και η μετάθεση του αιτητή.
Ο αιτητής όμως είχε ο ίδιος ζητήσει, από το 1993, τη μετάθεσή του στη Λευκωσία. Έχοντας δε την εντύπωση πως οι μεταθέσεις "αναστάληκαν" πριν από τη συνεδρία της 15-5-1995, με επιστολή των δικηγόρων του ίδιας ημερομηνίας διαμαρτυρήθηκε και εξήγησε γιατί, κατά τη γνώμη του, τέτοια ενέργεια ήταν αδικαιολόγητη και παράνομη. Δεν άλλαξε η κατάσταση και ο Οργανισμός με ξεχωριστές επιστολές, ημερομηνίας 17-5-1995, απάντησε στο δικηγόρο του αιτητή και γνωστοποίησε στον ίδιο την απόφαση που στο μεταξύ λήφθηκε.
Προσδιορίζεται ως το αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για αναστολή ή ακύρωση της μετάθεσης η οποία, όπως αναφέρεται, "κοινοποιήθηκε" στον αιτητή με την επιστολή ημερομηνίας 14.9.95, και συζητήθηκε ως πρώτο θέμα το παραδεκτό της. Όχι από την άποψη του περιεχομένου της απόφασης. Στο πλαίσιο προσφυγών των υπαλλήλων που αντιμάχονταν τις μεταθέσεις, οι καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκαν πως η απόφαση για την αναβολή τους στην ουσία ήταν ανακλητική της προηγηθείσας σύμφωνα με την οποία θα πραγματοποιούνταν από 1.6.1995. Πάνω σ' αυτή τη βάση οι αιτητές απέσυραν εκείνες τις προσφυγές. Δέχονται και τώρα οι καθ' ων η αίτηση πως η απόφαση για την "αναβολή" των μεταθέσεων είναι εκτελεστή ως πράξη ανάκλησης όσο και αν συνδέθηκε με τη φράση στο "παρόν στάδιο" και αυτή η τοποθέτησή τους δικαιολογείται από τη φύση των πραγμάτων. Οριστικά δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μεταθέσεις κατά την ημερομηνία που καθορίστηκε και δε νομίζω ότι είναι νοητή η ύπαρξη εκτελεστής απόφασης για μετάθεση, αόριστης ως προς το χρόνο της πραγματοποίησής της. Αναφέρεται στο θέμα της εξομοίωσης προς ανάκληση της χωρίς χρονικό προσδιορισμό αναστολής εφαρμογής διοικητικής πράξης ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, ανατύπωση 1982, σελ. 387 και ο Γ.Μ. Παπαχατζής στο Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου 6η έκδοση σελ. 669. Σύμφωνα δε με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινός (1991) 3 Α.Α.Δ. 423, μια πράξη ταξινομείται με γνώμονα την πραγματική της φύση και όχι με βάση την περιγραφή της από τη διοίκηση.
Το ζήτημα που εγέρθηκε αφορά στο ποια πράγματι ήταν η εκτελεστή απόφαση. Κατά τους καθ' ων η αίτηση αυτή ήταν η ληφθείσα στις 15-5-1995 που δεν μπορούσε πλέον να αναθεωρηθεί αφού η προσφυγή ασκήθηκε στις 25-10-1995. Η όμοιου περιεχομένου απόφαση στην οποία αναφέρεται η επιστολή της Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 14-9-95, όπως εισηγούνται, ήταν βεβαιωτική.
Η επιστολή της 14-9-95 αναφερόταν σε αλληλογραφία που έληγε με επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 8-9-1995 και τον πληροφορούσε ότι "το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε όπως η εν λόγω μετάθεσή σας ανασταλεί επί του παρόντος". Δεν υπήρχε στο φάκελο τέτοια επιστολή του αιτητή και επανάνοιξα την υπόθεση για να διευκρινιστεί το ζήτημα. Προέκυψαν το ακόλουθα:
Στις 13-7-1995 το Διοικητικό Συμβούλιο επελήφθη εκ νέου του θέματος των μεταθέσεων και μεταξύ άλλων αποφάσισε την υλοποίησή τους από 2-1-1996. Αυτή η απόφαση κοινοποιήθηκε στις συντεχνίες των υπαλλήλων και ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 8-9-1995, με αναφορά σε αυτή, ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσο ήταν σε ισχύ η μετάθεσή του. Στις 12-9-1995 συνήλθε για μια ακόμη φορά το Διοικητικό Συμβούλιο και επανεξέτασε το ζήτημα. Για λόγους που καταγράφηκαν, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε για δεύτερη φορά "να ανασταλούν επί του παρόντος οι μεταθέσεις του Επιθεωρητικού Προσωπικού του Οργανισμού" και είναι σ' αυτή την απόφαση που πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται η επιστολή της 14-9-1995. Ακολουθεί πως η ένσταση ως προς το παραδεκτό της προσφυγής για το λόγο που αναφέρθηκε, πρέπει να απορριφθεί. Η απόφαση της 12 Σεπτεμβρίου 1995 δεν ήταν βεβαιωτική εκείνης της 17 Μαΐου 1995. Η απόφαση της 17 Μαΐου 1995 ξεπεράστηκε με την απόφαση της 13 Ιουλίου 1995 και, πλέον, ήταν η απόφαση της 12 Σεπτεμβρίου 1995 που επέφερε το αποτέλεσμα της αναστολής των μεταθέσεων.
Το ζήτημα της δυνατότητας ανάκλησης των διοικητικών πράξεων είναι πολυεπίπεδο και εκφάνσεις του απασχόλησαν επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. ενδεικτικά Αντρέας Αριστοτέλους και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279, Hawaii Hotels Ltd ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995 4 Α.Α.Δ. 2835, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αλμπέρτο Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27. Εδώ μας απασχολούν οι ιδιαίτερες αρχές που διέπουν την ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης, όπως τεκμαίρεται ότι ήταν η αρχική απόφαση. Το θέμα αναπτύσσεται σε σειρά συγγραμμάτων αλλά θα αποφύγω την αναφορά στις επιμέρους αναλύσεις, αφού, όπως μου φαίνεται, ο κανόνας, στο βαθμό που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, παρουσιάζεται σταθερός. Οι νόμιμες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν εκτός εάν από αυτές απέρρευσαν δικαιώματα ή δημιουργήθηκαν διοικητικές ή και πραγματικές καταστάσεις που διάρκεσαν επί μακρόν. Αλλά και σ' αυτή την περίπτωση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος. (Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, (ανωτέρω), σελ. 401 κ. επ. 443, Γ. Μ. Παπαχατζή -Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου (ανωτέρω), σελ. 668 § 95, κ.επ. Επαμ. Π. Σπηλιωτόπουλος- Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 4η έκδοση 173, § 174 και επ. Π.Δ. Δαγτόγλου - Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 3 έκδοση § 714 κ. επ., Δήμητρα Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου - Το Δημόσιον Συμφέρον και η Ανάκλησις των Διοικητικών Πράξεων Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 -1979 Τόμος II σελ. 355 και 374.
Ο αιτητής, με αναφορά στην υπόθεση Σ.Ν. Βουνιώτης και Υιοί Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 970, συζήτησε το θέμα στο ορθό πλαίσιο. Υποστήριξε πως ήταν αμετάκλητη η απόφαση για τη μετάθεσή του γιατί, ακριβώς, απέκτησε από αυτή δικαιώματα. Δεν προσδιόρισε όμως ποια ήταν αυτά τα δικαιώματα και δεν μπορώ να δώ ποια θα μπορούσε να είναι. (βλ. σχετικά Μιχ. Δ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 404,410 και 418). Δεν αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου η τοποθέτηση και η παραμονή του σε ορισμένο από τους τόπους στους οποίους, κατά τα διέποντα την υπηρεσιακή του κατάσταση, μπορεί να τοποθετηθεί. Η ύπαρξη της εξουσίας για μετάθεση καθιστά τη διοίκηση κριτή του θέματος, πάνω στη βάση βέβαια των καθιερωμένων κριτηρίων, το δεσπόζον από τα οποία είναι οι ανάγκες της υπηρεσίας.
Το κατά πόσο ασκήθηκε ορθά αυτή η εξουσία στην περίπτωση, είναι διαφορετικό ζήτημα και είναι αυτό που θα εξετάσω αμέσως μετά.
Κατά τον αιτητή, το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε να τον ακούσει πριν ανακαλέσει την απόφασή του, όπως είχε υποχρέωση και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Συμφωνώ με τη θέση των καθ' ων η αίτηση πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας.
1. Βρισκόταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, επιπρόσθετα προς την παλαιά αίτηση του αιτητή για μετάθεση, η επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 15-5-1995 στην οποία αναπτύχθηκαν οι απόψεις του. Περιλαμβάνεται σ' αυτή αναφορά στις δυσμενέστατες, όπως τις περιγράφει, επιπτώσεις από τη συνέχιση της παραμονής του στην Αγία Νάπα αφού ο ίδιος και η οικογένειά του διαμένουν στη Λευκωσία και, ακόμα, επιχειρήματα αναφορικά με την κατά νόμο δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης που είχε ληφθεί αρχικά. Το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε ο ισχυρισμός του αιτητή πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να ακουσθούν οι απόψεις του δεν υπάρχει και δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε θεωρητική συζήτηση αναφορικά με το κατά πόσο πράγματι ο αιτητής εδικαιούτο σε ακρόαση στην περίπτωση, [βλ. συναφώς Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, (ανωτέρω) σελ. 277 § 626].
2. Έχω αναφερθεί στην αιτιολόγηση της απόφασης που λήφθηκε στις 15-5-1995. Αιτιολογημένη ήταν και η απόφαση της 12-9-1995. Είναι μακροσκελές το πρακτικό που τηρήθηκε και θα προσπαθήσω να μεταφέρω την ουσία. Προέκυψε σοβαρό πρόβλημα, οι συντεχνίες όπως και οι πλείστοι των επηρεαζομένων υπαλλήλων διατύπωναν έντονες ενστάσεις στην πραγματοποίηση των μεταθέσεων, εγειρόταν ευρύτερο ζήτημα ως προς το ποια θα έπρεπε να ήταν η έδρα του επιθεωρητικού προσωπικού και, συναφώς, αμφισβητήθηκε, μάλιστα και από τον ίδιο τον αιτητή, ακόμα και η νομιμότητα της ύπαρξης και λειτουργίας των Επαρχιακών Γραφείων Επιθεωρητών. Γι' αυτό και μαζί με την απόφαση "να ανασταλούν επί του παρόντος οι μεταθέσεις" λήφθηκε σειρά αποφάσεων για τροποποίηση κανονισμών και για έναρξη διαλόγου με τις συντεχνίες με στόχο την αποκρυστάλλωση σχεδίου γενικών αρχών που θα διείπαν τις μεταθέσεις.
Κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν είχε αποφασιστεί η μετάθεση του αιτητή ως μέτρο που καθ' εαυτό θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της υπηρεσίας. Ο αιτητής δεν πληρούσε καν το κριτήριο που είχε τεθεί αρχικά, αφού υπηρετούσε μόνο τέσσερα χρόνια στην Αγία Νάπα. Όπως προκύπτει από το φάκελο, ήταν εξαιτίας της απόφασης για μετάθεση συναδέλφου του που υπηρετούσε στη Λευκωσία που τέθηκε το ζήτημα της δικής του μετάθεσης. Και αυτό, επειδή είναι πτυχιούχος νομικής και στην ορισμένη θέση χρειαζόταν υπάλληλος με νομικές γνώσεις. Η μετάθεση του αιτητή ήταν αλληλένδετη προς τις άλλες μεταθέσεις και η απόφαση για επανεξέταση, που ευλόγως μπορούσε να ληφθεί ενόψει των προβλημάτων που ανέκυψαν, κατ' ανάγκην την συμπαρέσυρε.
Ο αιτητής εγείρει με την αγόρευση του ένα ακόμα θέμα. Με αναφορά στον περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμο 1969 (Ν. 54/69) και στους περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1970 (ΚΛ.Π. 829/70), υποστήριξε πως δεν έχει γίνει πρόβλεψη για σύσταση Επαρχιακού Γραφείου Επιθεωρητή στην Αγία Νάπα και πως η τοποθέτησή του σε τέτοιο γραφείο εκεί, ήταν παράνομη και εξ υπαρχής άκυρη. Επισύναψε συναφώς επί τούτου έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως, ημερομηνίας 16 Φεβρουαρίου 1995. Οι καθ' ων η αίτηση αντέτειναν πως δεν είχε έννομο συμφέρον να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό αφού αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την τοποθέτησή του στη Αγία Νάπα και, ακόμα, πως εκπροσθέσμως αμφισβητείται η νομιμότητά του από το 1991 "διορισμού" του στην Αγία Νάπα.
Δε θα επεκταθώ σ' αυτά. Δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της διαδικασίας η τοποθέτηση του αιτητή στην Αγία Νάπα. Το αίτημά του, όπως το προσδιορίζει ο ίδιος στην προσφυγή, είναι ένα και αφορά στην αναστολή ή ακύρωση της μετάθεσής του από την Αγία Νάπα στη Λευκωσία.
Η προσφυγή αποτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.