ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 2342
11 Σεπτεμβρίου, 1996
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 674/94)
Λέξεις και Φράσεις — Τα επίθετα «ανάρμοστος» και «απρεπής» — Συνώνυμα —Συνέπειες για την ορολογία του πειθαρχικού δικαίου στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Πειθαρχικό δίκαιο — Αδίκημα απρεπούς συμπεριφοράς — Η παρουσία του ανώτερου κατά του οποίου στρέφεται η συμπεριφορά δεν απαιτείται.
Πειθαρχικό Δίκαιο — Πειθαρχική δίκη — Η αρμοδιότητα αξιολόγησης μαρτύρων και στοιχείων ανήκει στο πειθαρχικό όργανο — Πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της καταδίκης του σε αυστηρή επίπληξη ως προς πειθαρχικό αδίκημα στο οποίο βρέθηκε ένοχος, αυτό της απρεπούς συμπεριφοράς.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Τα επίθετα "ανάρμοστος" και "απρεπής" είναι συνώνυμα, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί από οποιοδήποτε λεξικό. Βλέπε λ.χ. Τεγόπουλος-Φυτράκη "Ελληνικό Λεξικό", το λήμμα "ανάρμοστος". Πρόκειται για ταυτολογία. Πέραν τούτου δεν είναι σωστό ότι ο αιτητής κατηγορήθηκε για ανάρμοστη συμπεριφορά. Αντίθετα με ό,τι υποστήριξε ο αιτητής η κατηγορία εξειδικεύθηκε ορθά, σύμφωνα με το Νόμο και είναι γι' αυτή την κατηγορία που τελικά το αρμόδιο όργανο τιμώρησε τον αιτητή.
2. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νόμος δεν καθιστά την παρουσία του ανώτερου συστατικό όρο του πειθαρχικού παραπτώματος. Πολύ σοφά. Διαφορετικά απρέπειες της σοβαρής μορφής που εμφανίζονται εδώ θα παρέμεναν ατιμώρητες με δυσμενείς συνέπειες στην ομαλή λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η διάταξη ομιλεί για απρεπή συμπεριφορά προς τους ανώτερους όχι στην παρουσία τους.
3. Πρέπει να αποσαφηνισθεί ότι η αξιολόγηση μαρτύρων και στοιχείων στην πειθαρχική δίκη, όπως και στο ευρύτερο πεδίο δράσης της διοίκησης, όπου ανακύπτει η ανάγκη τέτοιας εκτίμησης, είναι αρμοδιότητα του πειθαρχικού οργάνου. Διαφορετικά θα μεταβαλλόταν ο ρόλος του Δικαστηρίου, όπως τον καθόρισε το Σύνταγμα και η νομολογία. Μόνο για εξειδικευμένους λόγους όπως, για παράδειγμα, η πλάνη θα χωρούσε δικαστική επέμβαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £100.-έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λαουτάρης ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Οδοντιάτρων (1992) 4 Α.Α.Δ. 2390,
Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Προέδρου της Βουλής με την οποία επέβαλε στον Αιτητή την ποινή της αυστηρής επίπληξης για το παράπτωμα της απρεπούς συμπεριφοράς.
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Χρ. Δημητρίου, για τον Αιτητή.
Ν. Νικολαΐδου, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπάλληλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κατέχει τη θέση του Διευθυντή Εκδόσεων. Με την προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση του Προέδρου της Βουλής ημερ. 25.5.94 με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της αυστηρής επίπληξης για το παράπτωμα της απρεπούς συμπεριφοράς. Το παράπτωμα δημιουργεί η παράγραφος 4 του Μέρους Ι του Πρώτου Πίνακα, άρθρο 82, του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/90). Προηγήθηκε έγγραφη καταγγελία του Γενικού Διευθυντή της Βουλής εναντίον του αιτητή για επεισόδιο που συνέβη στις 18.3.94 στο Γραφείο του πρώτου στο κτίριο της Βουλής.
Διατάχθηκε αμέσως ενδοτμηματική έρευνα, η οποία είχε ανατεθεί στον Κ. Χριστοφόρου, Διευθυντή της Υπηρεσίας Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, που ενήργησε ως ερευνών λειτουργός. Λήφθηκαν καταθέσεις από τρεις υπαλλήλους: Διαμάντω Μαύρου, Άννα Δημητριάδου και Φρίξο Κουτσίδη. Υπάρχει μαρτυρία (Δ. Μαύρου) ότι γύρω στο μεσημέρι της ημέρας εκείνης ο αιτητής πήγε στο Γραφείο του Γενικού Διευθυντή και κτυπούσε δυνατά την πόρτα του, που ήταν κλειστή. Ο ίδιος έλειπε στο εξωτερικό, αλλά φαίνεται ότι ο αιτητής δεν το γνώριζε. Ο αιτητής φώναζε και βρισκόταν σε "έξαλλη κατάσταση", όπως πολύ χαρακτηριστικά είπε η Δ. Μαύρου. Παραπονιόταν για την αξιολόγηση που του έκαμε ο Γενικός Διευθυντής στην υπηρεσιακή του έκθεση, την οποία κρατούσε και τελικά ξέσχισε μπροστά τους. Αυτά υποστηρίζονται βασικά και από τους δύο άλλους μάρτυρες. Η Δ. Μαύρου είπε περαιτέρω (και έγινε δεκτή η κατάθεσή της) ότι ο αιτητής εξύβρισε το Γενικό Διευθυντή με τη λέξη "καραγκιόζης". Δεν αναφέρθηκαν στο χαρακτηρισμό αυτό οι άλλοι δύο μάρτυρες. Η Δημητριάδου όμως ανέφερε πως η κατάσταση που δημιουργήθηκε την είχε στενοχωρήσει και της προκάλεσε σύγχυση. Και ο κλητήρας Φρ. Κουτσίδης ότι δεν "ξεκαθάρισε" τι έλεγε ο αιτητής σε κάποιο στάδιο. Ο αιτητής απολογήθηκε με την επιστολή του ημερ. 22.4.94.
Στις 11.5.94 ο ερευνών λειτουργός απέστειλε την έκθεση του (Παράρτημα Ι) με τις καταθέσεις που πήρε στον Πρόεδρο της Βουλής. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 1/90 ο Πρόεδρος της Βουλής είναι η αρμόδια αρχή για τους υπαλλήλους της. Υπό την ιδιότητά του αυτή έχει εξουσία συνοπτικής εκδίκασης των πειθαρχικών παραβάσεων που απαριθμούνται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα. Οι κυρώσεις καθορίζονται στο Μέρος II του Πίνακα. Μεταξύ αυτών είναι και η αυστηρή επίπληξη.
Στις 25.5.94 ο καθ' ου εξέδωσε την απόφασή του. Παραθέτω το ουσιαστικό της μέρος:
"Αφού έλαβα υπόψη μου τα αποτελέσματα της ενδοτμηματικής έρευνας που έγινε εναντίον του κ. Ανδρέα Δημητρίου και τη σχετική Έκθεση που ετοιμάστηκε για το σκοπό αυτό από τον κ. Κωστάκη Χριστοφόρου, Διευθυντή Υπηρεσίας Κοινοβουλευτικών Επιτροπών,
Και αφού το περιεχόμενο της εν λόγω Έκθεσης τέθηκε υπόψη του κ. Α. Δημητρίου και άκουσα τις παρατηρήσεις του,
Ενεργώντας ως αρμοδία αρχή..............................
....................................................................................................''
Ακολουθεί η κατάγνωση της ποινής. Η απόφαση κοινοποιήθηκε από το Γενικό Διευθυντή στον αιτητή κατόπιν οδηγιών του Προέδρου της Βουλής που του έδωσε εγγράφως την ίδια μέρα.
Η έκθεση (Παράρτημα Ι) τιτλοφορείται "Ενδοτμηματική Έρευνα εναντίον του κ. Ανδρέα Δημητρίου (αιτητή) για ανάρμοστη συμπεριφορά". Με αφορμή το στοιχείο αυτό ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι ο καθ' ου υπέπεσε σε νομική πλάνη. Το αδίκημα της ανάρμοστης συμπεριφοράς είναι άγνωστο στο πειθαρχικό δίκαιο, όπως καθορίζεται από το Ν. 1/90. Το αδίκημα, όπως προσδιορίζεται από την παράγραφο 4, είναι εκείνο της "απρεπούς συμπεριφοράς", κάτι διαφορετικό. Δεν είναι έτσι. Τα επίθετα "ανάρμοστος" και "απρεπής" είναι συνώνυμα, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί από οποιοδήποτε λεξικό. Βλέπε λ.χ. Τεγόπουλου-Φυτράκη "Ελληνικό Λεξικό", το λήμμα "ανάρμοστος". Πρόκειται για ταυτολογία. Πέραν τούτου δεν είναι σωστό ότι ο αιτητής κατηγορήθηκε για ανάρμοστη συμπεριφορά. Αντίθετα με ό,τι υποστήριξε ο αιτητής η κατηγορία εξειδικεύθηκε ορθά, σύμφωνα με το Νόμο και είναι γι' αυτή την κατηγορία που τελικά το αρμόδιο όργανο τιμώρησε τον αιτητή. Στη σελίδα 3 της έκθεσής του ο κ. Χριστοφόρου καταλήγει πως ο αιτητής "διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα της απρεπούς συμπεριφοράς".
Κατά την πορεία του ιδίου επιχειρήματος υποστηρίχθηκε ότι η παρουσία του Γενικού Διευθυντή στο Γραφείο του, όταν πήγε εκεί ο αιτητής, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση χωρίς την οποία δεν είναι νοητή η διάπραξη του παραπτώματος. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νόμος δεν καθιστά την παρουσία του ανώτερου συστατικό όρο του πειθαρχικού παραπτώματος. Πολύ σοφά. Διαφορετικά απρέπειες της σοβαρής μορφής που εμφανίζονται εδώ θα παρέμεναν ατιμώρητες με δυσμενείς συνέπειες στην ομαλή λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η διάταξη ομιλεί για απρεπή συμπεριφορά προς τους ανώτερους όχι στην παρουσία τους.
Στην παρούσα περίπτωση οι συνθήκες έπεισαν - σωστά - ότι η συμπεριφορά του αιτητή είχε ως μοναδικό στόχο τον ανώτερο του. Ο αιτητής θεώρησε την αξιολόγησή του άδικη, πήγε στο Γραφείο του Διευθυντή και την κτύπησε δυνατά (το παραδέχεται και ο ίδιος), φώναζε, έσχισε την έκθεσή του και του διαμήνυσε με τους υπαλλήλους που ήταν παρόντες ότι θα τον πάρει Δικαστήριο (καταθέσεις Κουτσίδη και Μαύρου) και επίσης τον ύβρισε. Όλα αυτά στην παρουσία άλλων υπαλλήλων. Αναμφισβήτητα ενυπήρχαν στην συμπεριφορά του αιτητή όλα τα στοιχεία της απρέπειας. Ας σημειωθεί ότι ο δικηγόρος του με παρέπεμψε στην υπόθεση Κωνσταντίνος Λαουτάρης ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Οδοντιάτρων (1992) 4 Α.Α.Δ. 2390 χωρίς κανένα σχόλιο. Μελέτησα την υπόθεση αλλά τη βρίσκω άσχετη με το πρόβλημα, όπως τέθηκε εδώ και την αναφορά σε αυτή ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του αιτητή, τουλάχιστον άστοχη.
Ο δεύτερος λόγος, που πρόβαλε ο αιτητής για ακύρωση της απόφασης, είναι πως αυτή δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία, όπως και η έκθεση του κ. Χριστοφόρου, στην οποία βασίστηκε και στην οποία βασικά ο αιτητής επικέντρωσε τα βέλη της κριτικής του. Το παράπονο είναι πως οι διαπιστώσεις της έκθεσης δεν αιτιολογούνται· και σε τελική ανάλυση γιατί προτιμήθηκε η κατάθεση της Μαύρου και όχι των δύο άλλων μαρτύρων. Η εισήγηση συνοδεύθηκε από αρκετές παραπομπές στη νομολογία, που αφορούν τη γενικότερη υποχρέωση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων.
Πρέπει να αποσαφηνισθεί ότι η αξιολόγηση μαρτύρων και στοιχείων στην πειθαρχική δίκη, όπως και στο ευρύτερο πεδίο δράσης της διοίκησης, όπου ανακύπτει η ανάγκη τέτοιας εκτίμησης, είναι αρμοδιότητα του πειθαρχικού οργάνου. Διαφορετικά θα μεταβαλλόταν ο ρόλος του Δικαστηρίου, όπως τον καθόρισε το Σύνταγμα και η νομολογία. Μόνο για εξειδικευμένους λόγους όπως, για παράδειγμα, η πλάνη θα χωρούσε δικαστική επέμβαση. Σχετική είναι η απόφαση Ενωτιάδου ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ 409, 415, στην οποία αναφέρθηκε η δικηγόρος της Δημοκρατίας. Δεν θεμελιώθηκε ωστόσο κανένας λόγος επέμβασης που αφορά είτε το πόρισμα είτε την επιβολή της ποινής. Άλλωστε οι μαρτυρίες και των τριών υπαλλήλων συγκλίνουν σε όλα πλην του ισχυρισμού της εξύβρισης. Δόθηκε όμως εξήγηση από τον κάθε μάρτυρα, την οποία ήδη παρέθεσα.
Ο επόμενος λόγος είναι ότι κατά παράβαση του άρθρου 82(2)(3) η αρμόδια αρχή δεν έδωσε αντίγραφα των καταθέσεων στον αιτητή και την ευκαιρία να ακουστεί. Εν πάση περιπτώσει το δικαίωμά του επηρεάστηκε. Σημειωτέον ότι για το λόγο αυτό δόθηκε ως βάση και το άρθρο 83(3)(4) και (6) του Ν. 1/90. Παρατηρώ εντούτοις πως οι διατάξεις εκείνες ρυθμίζουν τη διαδικαστική τροχιά υπόθεσης που παραπέμπεται για εκδίκαση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Δεν αφορούν την παρούσα.
Οι πειθαρχικές εξουσίες της αρμόδιας αρχής και ο τρόπος άσκησης τους καθορίζονται από το άρθρο 82. Για την περίπτωσή μας σημασία έχουν οι τρεις πρώτες παραγράφοι:
"82(1) Η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που αναγράφονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα και να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές οι οποίες αναγράφονται στο Μέρος II του Πίνακα αυτού.
(2) Όταν κατά την ενδοτμηματική έρευνα που διεξήχθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 81 η αρμόδια αρχή κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.
(3) Αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που αναγράφονται στο Μέρος II του Πρώτου Πίνακα, αφού προηγουμένως τον ακούσει για την επιμέτρηση της ποινής."
Ο αιτητής επικαλείται την παράγραφο 2.2 της έκθεσης για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του, η οποία έχει ως εξής:
"Κάλεσα στο γραφείο μου τον κ. Α. Δημητρίου και έθεσα υπόψη του τόσο τα σε βάρος του καταγγελθέντα όσο και τους όρους εντολής μου και ζήτησα να έχω τη δική του εκδοχή σε σχέση με το ίδιο επεισόδιο."
Η θέση του καθ' ου είναι ότι ο ερευνών λειτουργός ενημέρωσε πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο των καταθέσεων, αλλά αρνήθηκε να τις παραλάβει δηλώνοντας του ρητά πως δεν τις χρειάζεται. Η εκδοχή του ερευνώντος υποστηρίχθηκε από ένορκο δήλωση του ιδίου. Υπέστη αντεξέταση αλλά οι βασικές του θέσεις δεν μεταβλήθηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές η εισήγηση του καθ' ου είναι πως δεν σημειώθηκε παράβαση νόμου. Όπως υπέβαλε περαιτέρω η κα Νικολαΐδου προκύπτει από την επίδικη απόφαση πως το περιεχόμενο της έκθεσης ή και οι καταθέσεις τέθηκαν υπόψη του αιτητή και του δόθηκε η ευχέρεια να ακουστεί από το δικάσαν όργανο.
Ένορκο δήλωση κατέθεσε και ο αιτητής. Κλήθηκε επίσης και αντεξετάστηκε. Είναι δεκτό, όπως ισχυρίστηκε ο κ. Χριστοφόρου, ότι είχαν συνάντηση στις 15.4.94. Ο αιτητής όμως επέμεινε ότι δεν του προσφέρθηκαν οι καταθέσεις και ότι δεν είχε καμιά ενημέρωση αναφορικά με το τι κατέθεσαν οι μάρτυρες. Και άφησε σαφείς αιχμές εναντίον του ερευνώντος λειτουργού για παραπλάνησή του. Περίμενε, καθώς είπε, να του στείλουν το υλικό γιατί δεν ήξερε ποιοι και γιατί τον κατηγόρησαν. Τις καταθέσεις τις είδε για πρώτη φορά όταν βρισκόταν ενώπιον του Προέδρου της Βουλής, που έδωσε εντολή να του δοθούν τότε. Και ουσιαστικά τις διάβασε αφού είχε τελειώσει η διαδικασία. Ο Πρόεδρος της Βουλής δεν τον άκουσε πριν του επιβάλει ποινή. Παραδέχθηκε όμως πως τον ερώτησε επί λέξει: "Εξύβρισες το Γενικό Διευθυντή και πήγες να ρίξεις την πόρτα του κάτω;"
Δέχομαι χωρίς ενδοιασμό στα κρίσιμα σημεία τη μαρτυρία του κ. Χριστοφόρου. Δεν είναι μόνο η εντύπωση που μου άφησε ο καθένας από την παραμονή του στο εδώλιο. Ούτε ότι ο αιτητής προσποιήθηκε πλήρη άγνοια μέχρι το τέλος ως προς το τι υπήρχε εναντίον του. Η γραπτή απολογία του στις 22.4.94 δεν μπορεί να είχε τη μορφή που πήρε αν ο αιτητής δεν είχε υπόψη του τις μαρτυρίες των τριών υπαλλήλων, στις οποίες κατ' ουσία αναφέρεται. Η εκδοχή του συνάδει μάλιστα εν πολλοίς με όσα κατέθεσαν οι Α. Δημητριάδου και Φρ. Κουτσίδης, μόνο που τους δίδει κάποια άλλη χροιά. Παράδειγμα, αφού παραδέχεται ότι θύμωσε "πάρα πολύ" μόλις πήρε την υπηρεσιακή του έκθεση και ότι κτύπησε δυνατά την πόρτα του Διευθυντή και περιγράφει πού βρισκόταν ο καθένας από τους τρεις μάρτυρες λέγει:
"Κρατώντας ψηλά την έκθεση αξιολόγησης τους είπα "ελάτε να δείτε πώς αυτός ο κύριος με αξιολογεί. Και θέλω να δείξω την έκθεση σε όλους, γιατί δε θεωρώ ότι με προσβάλλει η αξιολόγησή του, γιατί ξέρετε όλοι την προσφορά μου. Και λυπούμαι γιατί με πίεζε να βάλω ένα σωρό εξαίρετος σε υφιστάμενούς μου τη στιγμή που ο ίδιος έρχεται και αγνοεί εντελώς την προσφορά μου. Πώς είναι δυνατό αυτός ο άνθρωπος να με αξιολογεί με αυτό τον τρόπο;" Είπα επίσης ότι "γι' αυτό το πράγμα θα προσφύγω και στη δικαιοσύνη και να του το πείτε. Δεν μπορεί να είναι συνεχώς τόσο άδικος μαζί μου"."
Παρενθετικά, θα μπορούσε να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι και να αφήσει ένας κατά μέρος την κατάθεση της Μαύρου, ότι αναφέρουν οι δύο άλλοι μάρτυρες ή ακόμη και ο ίδιος ο αιτητής θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούν το παράπτωμα για το οποίο τελικά τιμωρήθηκε. Δύο είναι τα συμπεράσματά μου από τη μαρτυρία. Πρώτον ότι ο αιτητής ενημερώθηκε για το περιεχόμενο όλων των καταθέσεων και, δεύτερο, ότι η στάση του να μην τις παραλάβει, δηλώνοντας συγχρόνως πως δεν τις χρειάζεται, δεν αποτελεί παραβίαση της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας. Θα ήθελα να υπομνήσω ακόμη ότι ο αιτητής δεν απολογήθηκε εκείνη την ημέρα που τον κάλεσε ο ερευνών λειτουργός, αλλά επέλεξε να απαντήσει ύστερα από μερικές μέρες με την επιστολή του στις 22.4.94. Εν όψει των ανωτέρω και του περιεχομένου της απόφασης είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι δεν του παρασχέθηκε ή ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα ακρόασης, που του παρέχουν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και ο Νόμος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Έχει εγερθεί και θέμα δέουσας έρευνας που βασίζεται στη σκέψη, που πρόβαλε ο αιτητής, ότι η αντιφατικότης των καταθέσεων επέβαλλε περαιτέρω έρευνα. Έχω εξηγήσει πού στέκει το θέμα. Δεν συμφωνώ πως υπάρχει σύγκρουση. Ανεξάρτητα όμως απ' αυτό δεν φαίνεται να υπήρχε άλλη μαρτυρία ή άλλα στοιχεία που να μην διερευνήθηκαν. Το επιχείρημα είναι αβάσιμο, όπως και η εισήγηση που αφορά την κοινοποίηση της απόφασης. Η μέθοδος γνωστοποίησης δεν άπτεται του κύρους της ποινής. Ούτε παραβλάφθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Ο αιτητής να πληρώσει £100.- έναντι των εξόδων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £100,- έξοδα.