ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 4 ΑΑΔ 2160
6 Αυγούστου, 1996
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΓΕΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 568/95)
Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές αρχές — Αρχή της αμεροληψίας της διοίκησης -— Οι περιστάσεις της κατάφωρης παραβίασης της στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους ως υδραυλικού κυρίως για το λόγο ότι ο διορισμός κατέστη δυνατός βασικά με την ψήφο συγγενών του διορισθέντος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η αμερόληπτη κρίση είναι πρωτογενές στοιχείο της νομιμότητας, χωρίς το οποίο η οικεία διοικητική πράξη είναι αυθαίρετη και έκνομη. Γι' αυτό και επιβάλλεται όπως τα διοικητικά όργανα, είτε μονομελή είτε συλλογικά, τηρούν τα στοιχειώδη εχέγγυα για αδέκαστη κρίση. Η νομολογία συνιστά στις περιπτώσεις που υπάρχουν δεσμοί συγγένειας ή άλλες ιδιάζουσες σχέσεις προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, να αποφεύγεται η συμμετοχή ή σύμπραξη των οργάνων αυτών στη διαδικασία. Ασφαλώς η αποχή σε τέτοιες περιπτώσεις εμπεδώνει την υπέρτατη αξία της νομιμότητας.
Η παρούσα αποτελεί κλασσική περίπτωση παράβασης της αρχής της αμεροληψίας. Είναι πρώτα η εμμονή - που εντυπωσιάζει - των δύο συγγενών του ενδιαφερομένου να λάβουν μέρος παρά (1) τη νομική συμβουλή που είχε το καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο και (2) την προτροπή του Προέδρου του για αποχή, γιατί η σχέση δυνατό να αποτελούσε κώλυμα. Επισημαίνεται πως το δεσμό συγγένειας δεν απεκάλυψαν οι ίδιοι, αλλά τρίτο μέλος. Είναι ακόμη ο συσχετισμός των αριθμών τις ψηφοφορίας, με τον ενδιαφερόμενο να εξασφαλίζει από συγγενικά του πρόσωπα τους δύο από τους τρεις ψήφους που πήρε. Και η ευχέρεια που υπήρχε για ψηλή υποκειμενική βαθμολόγηση στον τομέα της προσωπικής συνέντευξης, σε αντιδιαστολή με τη μικρή διαφορά (1 %) υπέρ του αιτητή σε θέματα που φανερά υπερέχει (προσόντα και εμπειρία).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,
Louca v. Savva a.o. (1989) 3 C.L.R. 672,
Σιαμπουρτής ν. Α.Η.Κ. (αρ. 1) (1993) 4 Α.Α.Δ. 626,
Θεόπεμπτου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2333,
Χατζησάββας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4230,
Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922,
Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709,
Σπύρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549,
Φωτιάδης και Άλλοι ν. Θ.Ο.Κ. κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2079.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου, με την οποία προσέλαβαν το ενδιαφερόμενο μέρος ως μόνιμο Τεχνικό Ιδραυλικό του υδρευτικού δικτύου του Συμβουλίου αντί του Αιτητή.
Π. Δημητρίου, για τον Αιτητή.
Α. Κωνσταντίνου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Στις 29/12/1994 το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου αποφάσισε την πρόσληψη μόνιμου Τεχνικού/Υδραυλικού που θα ήταν υπεύθυνος συντήρησης και βελτίωσης του υδρευτικού δικτύου που διατηρεί το Συμβούλιο. Αφού πρώτα διαπιστώθηκε η ανάγκη για τη δημιουργία και πλήρωση τέτοιας θέσης που θα είχε ως αποτέλεσμα την περιστολή των σχετικών δαπανών. Μετά τη δημοσίευση της θέσης στις εφημερίδες υποβλήθηκαν 9 αιτήσεις. Μεταξύ αυτών και εκείνες του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους Παναγιώτη Κουκουμά.
Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 1/6/1995, μέλος του Συμβουλίου έθεσε ευθέως ζήτημα συμμετοχής στη διαδικασία και στη λήψη της απόφασης δύο άλλων μελών. Συγκεκριμένα των Χάρη Λοϊζίδη και Κώστα Κουκουμά που είναι, αντίστοιχα, εξάδελφος και ανεψιός του ενδιαφερόμενου μέρους.
Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι σε προηγούμενη συνεδρίαση (ημερομηνίας 2/5/1995) ο νομικός σύμβουλος του καθ' ου, που ρωτήθηκε σχετικά, εξέφρασε την άποψη ότι "συγγένεια μέχρι 3ου βαθμού, κάποτε δε και 4ου βαθμού, μπορεί να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο" (βλέπε πρακτικό Ερ. 24 στο διοικητικό φάκελο). Παρά τη γνώμη αυτή και τη συμβουλή του Επάρχου Λευκωσίας ως Προέδρου του Συμβουλίου να μην λάβουν μέρος, οι δύο προαναφερθέντες επέμειναν να συμμετάσχουν στη διαδικασία πρόσληψης. Η θέση τους ήταν ότι η συγγένεια με τον ενδιαφερόμενο δεν επρόκειτο να επηρεάσει ή προκαταλάβει την απόφαση τους.
Οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση με βάση τα 4 κριτήρια και την αντίστοιχη γι' αυτά βαθμολογία που εισηγήθηκε ο Πρόεδρος και αποδέχθηκε ομόφωνα το Συμβούλιο. Αυτά ήταν (α) η προφορική εξέταση: βαθμοί 45, (β) προσωπικότητα: 35, (γ) προσόντα: 10 και (δ) εμπειρία: 10. Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι εξετάστηκαν μόνο οι 7 από τους 9 υποψηφίους. Ένας δεν προσήλθε και ο άλλος ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από την προκαθορισθείσα. Η αξιολόγηση έγινε σε ειδικό έντυπο με το οποίο προμηθεύθηκε κάθε μέλος. Ο μέσος όρος βαθμολογίας του αιτητή ήταν 83,98 μονάδες, ενώ ο ενδιαφερόμενος εξασφάλισε 88,26.
Τελικά επιλέγηκε ο ενδιαφερόμενος με πλειοψηφία 3 προς 2. Ο Πρόεδρος και ακόμα ένα μέλος απέσχαν της ψηφοφορίας. Μεταξύ των τριών που τον επέλεξαν ήταν και οι δύο προμνησθέντες συγγενείς του. Όπως προκύπτει από το πρακτικό (Παράρτημα Στ), οι τρεις έδωσαν ως αιτιολογικό ότι ο ενδιαφερόμενος είχε την ψηλότερη βαθμολογία" ενώ κατά τη γνώμη των υπολοίπων καταλληλότερος ήταν ο αιτητής. Μετά το αποτέλεσμα αυτό, το Συμβούλιο υιοθέτησε εισήγηση του Προέδρου του να θεωρηθεί ο αιτητής ως επιλαχών μέχρι τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Με επιστολή ημερομηνίας 9/6/1995 προσφέρθηκε στον ενδιαφερόμενο διορισμός πάνω σε δοκιμαστική βάση για ένα χρόνο από 3/7/1995.
Διευκρινίζεται στο σημείο αυτό ότι η προσφυγή στρεφόταν και κατά του Επάρχου (που ήταν καθ' ου η αίτηση 2), υπό την ιδιότητα του ως Προέδρου του Συμβουλίου, για την οποία η Δημοκρατία πρόβαλε με το δικόγραφο της προδικαστική ένσταση. Στις 27/3/1996 ο αιτητής - σωστά - ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσύρει την προσφυγή κατά του Επάρχου, η οποία απορρίφθηκε.
Ο αιτητής έθιξε βασικά δύο σημεία: Πρώτον, τη συγγένεια του προσληφθέντος με δύο μέλη του Συμβουλίου, οι οποίοι τον ευνόησαν με ψηλούς βαθμούς και στη συνέχεια τον υπερψήφισαν, συμπέρασμα που συνάγεται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης. Ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε στη βασική νομολογία που διέπει τις περιπτώσεις όπου αμφισβητείται η αμεροληψία των μελών συλλογικού οργάνου, όπως είναι το Συμβούλιο Βελτιώσεως. Συγκεκριμένα στη Χριστού ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437 και Γιαννούλα Λούκα ν. Σάββα και Άλλων (1989) 3 Α.Α.Δ. 672. Την ίδια κατά βάση νομολογία χρησιμοποίησε και ο δικηγόρος του Συμβουλίου για να δώσει υπόσταση στους δικούς τους ισχυρισμούς, ότι η κατηγορία για αμεροληψία έμεινε αναπόδεικτη.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο διορισμός είναι ακυρωτέος και για το λόγο ότι ο αιτητής δεν εξασφάλισε στην πραγματικότητα πλειοψηφία, όπως απαιτείται για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης από το άρθρο 8(5) του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243. Κι' αυτό διότι, σύμφωνα με την υπόθεση Νικόλας Σιαμπουρτής ν. Α.Η.Κ. (αρ. 1) (1993) 4 Α.Α.Δ. 626, η οποία εφάρμοσε στο προκείμενο τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αποχή θεωρείται αρνητική ψήφος.
Η συγγενική σχέση που υφίσταται μεταξύ του προσληφθέντος και των δύο μελών του Συμβουλίου είναι παραδεκτή. Ωστόσο ο δικηγόρος του Συμβουλίου υποστήριξε ότι αυτό δεν αρκεί. Από τη στιγμή που η συγγένεια έγινε γνωστή πριν την έναρξη της διαδικασίας και το Συμβούλιο σιωπηρά συγκατατέθηκε στην παραμονή τους, έπρεπε να υπάρχει παραπέρα απόδειξη από τον αιτητή, η οποία εδώ λείπει, που να στοιχειοθετεί την προκατάληψη, όπως επιτάσσει η νομολογία. Προβλήθηκε επίσης η διαβεβαίωση των δύο ότι η σχέση τους με τον ενδιαφερόμενο δεν θα επηρέαζε την κρίση τους. Για τα θέματα που άπτονται της αρχής της αμεροληψίας ο συνήγορος παρέθεσε και τις αποφάσεις Ευριδίκη Θεόπεμπτου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2333, Κυριάκος Χατζησάββα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4230 και Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922.
Ο κ. Κωνσταντίνου ενέστη στην εξέταση του δεύτερου αυτού σημείου, γιατί ο αιτητής δεν το έχει εγείρει στο δικόγραφο του, που αποτελεί προϋπόθεση, όπως έγινε δεκτό στις υποθέσεις Σοφοκλής Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709 και Ελισάβετ Σπύρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549. Στο επιχείρημα αυτό αντιτάχθηκε (χωρίς όμως οποιαδήποτε ανάπτυξη ή νομολογιακή αναφορά), ότι το θέμα εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Ως προς την ουσία, ο συνήγορος επέσυρε την προσοχή μου σε απόφαση (επίσης πρωτόδικη) με εντελώς αντίθετη κατάληξη, που υποστηρίζει τη θέση του: Φώτος Φωτιάδης και Άλλοι ν. Θ.Ο.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2079. Η αποχή από την ψηφοφορία μέλους του Συμβουλίου, θεωρήθηκε ουσιαστικά ουδέτερο στοιχείο.
Η απόφαση Εκτωρίδης υπογραμμίζει πως κάθε υπόθεση εξετάζεται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Περαιτέρω, διατυπώνει τον κανόνα που αφορά το βάρος της απόδειξης. Στην περίπτωση εκείνη το Δικαστήριο δέχθηκε, παρόλο που τονίζει πως πρέπει να αποφεύγεται, ότι ο καταρτισμός υπηρεσιακής έκθεσης που αφορά συγγενικό πρόσωπο του συντάκτη της, δεν οδηγεί αυτόματα και χωρίς άλλο σε ακύρωση της τελικής πράξης προαγωγής. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Όμως κάθε έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα από γεγονότα που εμφαίνονται στους επίσημους φακέλους ή από λογικά συμπεράσματα που τεκμαίρονται από τα γεγονότα αυτά. (δες Όθωνος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 475). Και κατά κανόνα η ύπαρξη μεροληψίας εξαρτάται πάντοτε από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.".
Η αμερόληπτη κρίση είναι πρωτογενές στοιχείο της νομιμότητας, χωρίς το οποίο η οικεία διοικητική πράξη είναι αυθαίρετη και έκνομη. Γι' αυτό και επιβάλλεται όπως τα διοικητικά όργανα, είτε μονομελή είτε συλλογικά, τηρούν τα στοιχειώδη εχέγγυα για αδέκαστη κρίση. Η νομολογία συνιστά, όπως είδαμε, στις περιπτώσεις που υπάρχουν δεσμοί συγγένειας ή άλλες ιδιάζουσες σχέσεις προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, να αποφεύγεται η συμμετοχή ή σύμπραξη των οργάνων αυτών στη διαδικασία. Ασφαλώς η αποχή σε τέτοιες περιπτώσεις εμπεδώνει την υπέρτατη αξία της νομιμότητας.
Η παρούσα αποτελεί κλασσική περίπτωση παράβασης της αρχής της αμεροληψίας. Είναι πρώτα η εμμονή - που εντυπωσιάζει -των δύο συγγενών του. ενδιαφερομένου να λάβουν μέρος παρά (1) τη νομική συμβουλή που είχε το καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο και (2) την προτροπή του Προέδρου του για αποχή, γιατί η σχέση δυνατό να αποτελούσε κώλυμα. Επισημαίνω πως τον δεσμό συγγένειας δεν απεκάλυψαν οι ίδιοι, αλλά τρίτο μέλος. Είναι ακόμη ο συσχετισμός των αριθμών τις ψηφοφορίας, με τον ενδιαφερόμενο να εξασφαλίζει από συγγενικά του πρόσωπα τους δύο από τους τρεις ψήφους που πήρε. Και η ευχέρεια που υπήρχε για ψηλή υποκειμενική βαθμολόγηση στον τομέα της προσωπικής συνέντευξης, σε αντιδιαστολή με τη μικρή διαφορά (1 %) υπέρ του αιτητή σε θέματα που φανερά υπερέχει (προσόντα και εμπειρία). Μία σύντομη παρατήρηση για τη νομολογία που παρέθεσε ο δικηγόρος του Συμβουλίου. Αφορούσε μόνο τη σύνταξη έκθεσης. Εδώ τα μέλη μετείχαν ενεργώς στις εργασίες του Συμβουλίου και συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση των αποφάσεων του.
Συνάγεται απ' όλα αυτά ανενδοίαστα ότι έχουμε περίπτωση επίδειξης εύνοιας που αφαιρεί από τον επίδικο διορισμό κάθε επίχρισμα νομιμότητας.
Πρέπει ακόμα να πω, σε απάντηση του ισχυρισμού για συναίνεση, ότι είναι γεγονός ότι πέρα από τη λήψη νομικής συμβουλής και την παραίνεση του Επαρχου, δεν υπήρχε άλλη αντίδραση του Συμβουλίου. Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτό δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Θα μπορούσε όμως νομίζω το Συμβούλιο να προχωρήσει να πάρει απόφαση κατά πόσο θα τους απέκλειε ή όχι από κάθε άλλη διαβούλευση. Τη θέση αυτή ενισχύει η απόφαση του Σ.τ.Ε. αρ. 83/86:
"... εάν αμφισβητηθεί σοβαρώς με συγκεκριμένους ισχυρισμούς από τον διοικούμενο η αμεροληψία μέλους ενός συλλογικού οργάνου που έχει αρμοδιότητα να κρίνει υπόθεση του και ζητηθεί για το λόγο αυτό η εξαίρεση του εν λόγω μέλους, το συλλογικό όργανο οφείλει, πριν επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως, να αποφασίσει επί του ζητήματος με ρητή και αιτιολογημένη σκέψη, απορρίπτοντας ή δεχόμενο την αίτηση εξαιρέσεως.".
Θεωρώ πλέον περιττή την ενασχόληση μου με το δεύτερο ζήτημα που έχει εγείρει ο αιτητής.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Με έξοδα της προσφυγής εναντίον του Συμβουλίου, τα οποία να υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.