ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1996) 4 ΑΑΔ 1818

28 Ιουνίου, 1996

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΚΑΜΑ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 353/92)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη ή έλλειψη αμεροληψίας — Έννοια και απόδειξη — Περιπτωσιολογία — Δεν αποδείχθηκε στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκαιο — Διορισμοί/Προαγωγές — Αρχές δικαστικής επέμβασης επί προαγωγών — Έννοια της έκδηλης υπεροχής — Ο ρόλος της αρχαιότητας.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Δασικούς Λειτουργούς.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Το παράπονο του αιτητή κατά του αξιολογούντος λειτουργού εν προκειμένω, επικεντρώνεται στην παράλειψη του τελευταίου να συμμορφωθεί με την "άγραφο πρακτική" ή "τάση" και να ανεβάσει τη βαθμολογία του. Να μην παρουσιάσει δηλαδή την πραγματική εικόνα αλλά μια αναβαθμισμένη εικόνα που να συνάδει με την "άγραφο πρακτική" ή "τάση".

Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας σε συνάρτηση με το υπόλοιπο υλικό που βρίσκεται ενώπιον του και την πιο διαπίστωση του. Έχοντας να επιλέξει μεταξύ της μαρτυρίας του αιτητή και των δύο λειτουργών του τμήματος Δασών πάνω στα σημεία στα οποία υπάρχει διάσταση θέσεων το δικαστήριο προτίμησε χωρίς δισταγμό τη μαρτυρία των τελευταίων. Ήταν πειστική και φυσική και συνάδει με τη λογική και την ανθρώπινη πείρα.

Δεν μπορούν να αποδοθούν ευτελή ή αλλότρια κίνητρα και μάλιστα για τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής σε αξιολογούντα λειτουργό ο οποίος κατά το 1988 δίνει την πιο ψηλή γενική βαθμολογία στον αιτητή. Δεν υπάρχει, επομένως, ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε πειστική μαρτυρία που να θεμελιώνει τον ισχυρισμό για έλλειψη αντικειμενικότητας ή για ύπαρξη προκατάληψης.

2. Οσάκις η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους, η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν είναι ανάγκη να καταλήξει ότι υπερέχει έκδηλα των άλλων. Από την άλλη το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει για να παραμερίσει την απόφαση σε σχέση με μια τέτοια επιλογή εκτός εάν ικανοποιηθεί από τον αιτητή σε μια προσφυγή ότι ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί μόνο σε μια τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει επομένως ενεργήσει "καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας".

Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου.

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδαφερομένων μερών. Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμό αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά.

3. Σε σχέση με την αρχαιότητα η νομολογία έχει με σταθερότητα καθορίσει τον κανόνα ότι αυτή δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο αλλά συσταθμίζεται με την αξία και τα προσόντα. Υπερισχύει μόνο αν τα άλλα δύο κριτήρια, δηλαδή της αξίας και των προσόντων, είναι περίπου ίσα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Haris v. Republic (1985) 3 C.L.R. 106,

Soteriadou a.o. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,

Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 426,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731,

Alexandridou v. Cyprus Tourism Organization (1980) 3 C.L.R. 360,

Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,

Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253,

Ε.Δ.Υ, v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία προάχθηκαν στη θέση του Δασικού Λειτουργού, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του αιτητή.

Ντ. Παπαδόπουλος, για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Αιτητή.

Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ'ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία τα Ε.Μ. έχουν προαχθεί στη θέση του Δασικού Λειτουργού, Τμήμα Δασών. Επιδιώκει την ακύρωση της για τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως:

"(1) Οι καθ' ων η αίτηση παραγνώρισαν ότι πλείστες εμπιστευτικές εκθέσεις των Ε.Μ. και του αιτητή δεν ήταν αντικειμενικές και έγκυρες και όφειλαν να αγνοηθούν, πράγμα που δεν συνέβη.

Τόσο η σύσταση του Διευθυντή όσο και η κρίση της Ε.Δ.Υ, βασίστηκαν ουσιωδώς σε τέτοιες μη έγκυρες εκθέσεις.

(2) Οι συστάσεις του Διευθυντή που στηρίχθηκαν σε μη αντικειμενικές εμπιστευτικές εκθέσεις είναι ελαττωματικές και άκυρες."

Πραγματικό υπόβαθρο για τους πιο πάνω λόγους ακυρώσεως αποτέλεσαν οι αυξομειώσεις στη βαθμολογία του αιτητή και των Ε.Μ. Δρουσιώτη, Γερασίμου, Πολυκάρπου και Καμπούρη σε σχέση με τα στοιχεία "ικανότης γραπτής εκφράσεως", "ικανότης προφορικής εκφράσεως" και "νοημοσύνη/ευφυΐα" ενώ κατά κανόνα οι αξιολογούντες και οι προσυπογράφοντες λειτουργοί ήταν οι ίδιοι.

Η αύξηση της βαθμολογίας ήταν από το "λίαν καλός" στο "εξαίρετος", η δε μείωση από το "εξαίρετος" στο "λίαν καλός". Μόνο στην περίπτωση του Ε.Μ. Καμπούρη και σε σχέση με το στοιχείο "νοημοσύνη/ευφυΐα" από "εξαίρετος" το έτος 1979, έπεσε στο "λίαν καλός" τα έτη 1980, 1981, 1983, 1984, 1985 στο δε έτος 1982 υποβιβάστηκε στο "καλός". Τονίζεται ωστόσο ότι η βαθμολογία του 1982 δόθηκε από διαφορετικό από τον προηγούμενο αξιολογούντα λειτουργό.

Νομικό υπόβαθρο των πιο πάνω λόγω ν. ακυρώσεως αποτέλεσαν, ανάμεσα σ' άλλα, οι αποφάσεις στις υποθέσεις Χαρής ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 106, 117 και Σωτηριάδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 949.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση με την γραπτή του αγόρευση υποστήριξε ότι το θέμα που έχουν εξετάσει οι πιο πάνω αποφάσεις είναι το κατά πόσο υπήρξε προκατάληψη από μέρους του αξιολογούντος ή του προσυπογράφοντος λειτουργού εις βάρος του αιτητή και όχι το κατά πόσο οι διακυμάνσεις στις βαθμολογίες οδηγούν σε ακυρότητα των εμπιστευτικών εκθέσεων.

Ενόψει της πιο πάνω εισήγησης του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση το δικαστήριο - με διαφορετική από την παρούσα σύνθεση - με σχετική ενδιάμεση απόφαση του και μετά από αίτηση του αιτητή επέτρεψε στον τελευταίο να παρουσιάσει μαρτυρία υπό μορφή μιας ή περισσότερων ενόρκων δηλώσεων αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ότι οι εμπιστευτικές του εκθέσεις δεν "ήσαν αντικειμενικές" και ότι "οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς προκατάληψης και/ή δυσμενούς διάκρισης εις βάρος του".    ,

Η σχετική ένορκη δήλωση του αιτητή έχει ως πιο κάτω:

"2. Ένας από τους λόγους της παρούσας προσφυγής είναι το ότι οι προσωπικές μου εμπιστευτικές εκθέσεις δεν ήσαν αντικειμενικές, δηλαδή βαθμολογήθηκα δυσμενώς και με κριτήρια δυσμενή και διαφορετικά από τα κριτήρια βάσει των οποίων εβαθμολογήθησαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

3. Επιπρόσθετος λόγος για την εν λόγω προσφυγή είναι το ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν από καθεστώς προκατάληψης και/ή δυσμενούς διάκρισης σε βάρος μου.

4. Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν και υποστηρίζουν τους πιο πάνω λόγους είναι σε προσωπική μου γνώση και δεν είναι εμφανή στους προσωπικούς φακέλους που αφορούν την προσφυγή αυτή, δηλαδή:

α) Κατόπιν διαμαρτυρίας μου στον αξιολογούντα λειτουργό Α. Κουταλιανό στις αρχές του 1990 για την βαθμολογία μου στην Εμπιστευτική Έκθεση για το έτος 1989 ο εν λόγω λειτουργός μου ανάφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

(i) Ότι πράγματι η βαθμολογία του ήτο γενικά χαμηλότερη από την βαθμολογία που έδιναν οι άλλοι αξιολογούντες λειτουργοί.

(ii) Ότι δεν το γνώριζε προηγουμένως ότι οι άλλοι αξιολογούντες λειτουργοί έδιναν πιο ψηλή βαθμολογία.

(iii) Παραδέχθηκε ότι αναφορικά με την βαθμολογία μου ήμουν αδικημένος σε σύγκριση με τους άλλους συναδέλφους μου, και ότι μελλοντικά θα επανόρθωνε, και θα μιλούσε γι' αυτό με το Διευθυντή του Τμήματος.

(iv) Ανέφερε ότι έδωσε ψηλή βαθμολογία σε ορισμένους υπαλλήλους λόγω του ότι η διαμονή και/ή καταγωγή τους ήτο σε περιοχές πλησίον του δάσους και επομένως η παρουσία τους σε περιπτώσεις πυρκαγιάς θα ήτο πιο χρήσιμη από την δική μου παρουσία.

(ν) Μου ανέφερε ότι έλαβε δυσμενώς υπ' όψη το γεγονός ότι συνυπέγραψα επιστολή προς την συντεχνία μας, λόγω του ότι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν ήταν 'καλογραμμένη', και για τον λόγο αυτό που ανέφερε, μου μείωσε την βαθμολογία στο θέμα 'υπηρεσιακή κατάρτιση' από 'εξαίρετος' το 1988 σε 'Λίαν Καλός' για το 1989.

β) Στις αρχές του 1989, σε συγκέντρωση υπαλλήλων στον Δασικό Σταθμό Καπουράς ο εν λόγω Α. Κουταλιανός μου ανέφερε ότι η βαθμολογία μου το 1988 ήτο μειωμένη διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, λίγους μήνες προηγουμένως τον είχα ρωτήσει πόσα 'εξαίρετος' χρειάζεται ένας υπάλληλος για να προαχθεί κανονικά με την σειρά του.

γ) Ο εν λόγω λειτουργός μου ανέφερε ότι η μετάθεση μου από το Γεφύρι της Παναγιάς στην Λευκωσία θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις για μένα και/ή θα ήτο εις βάρος μου.

δ) Ο λειτουργός αυτός σε μια περίπτωση με ρώτησε αν τον είχα κατηγορήσει σε συναδέλφους ότι διένυσε 800 μίλια με το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο σε ένα μήνα.

ε) Ο ίδιος λειτουργός κατά το 1989 εξέφρασε την δυσαρέσκεια του σε συναδέλφους για το ότι εξελέγηκα από συναδέλφους αντιπρόσωπος στην συντεχνία, αντί άλλου προσώπου το οποίο υπεστήριξε ο ίδιος.

Τα πιο πάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία εν όψει του γεγονότος ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αξιολογηθεί από άλλους αξιολογούντες και προσυπογράφοντες λειτουργούς.

5. Από τα πιο πάνω είναι εμφανέστατο ότι δεν υπήρξε αντικειμενική κρίση του ατόμου μου και των ικανοτήτων μου από τους Ανωτέρους μου και ιδιαίτερα συγκριτικά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη."

Με σχετικές ένορκες δηλώσεις τους τόσο ο αξιόλογων όσο και ο προσυπογραφών λειτουργός αρνήθηκαν όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή. Και οι τρεις ομνύσαντες τις ένορκες δηλώσεις αντεξετάσθηκαν μετά από σχετικό αίτημα του συνηγόρου της άλλης πλευράς.

Προκατάληψη - Η νομική πτυχή.

Αναλύεται ως πιο κάτω στην Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437, 449, 450:

"Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι τα όργανα που λαμβάνουν μέρος σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να φαίνονται ότι ενεργούν αμερόληπτα και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει οσάκις υφίστανται ειδικοί δε-σμοί ή σχέσεις οι οποίες ομολογουμένως σχετίζονται με τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία ή στο αποτέλεσμα της (βλ., ανάμεσα σ' άλλα, απόφαση του Στ.Ε. 3350/1970).

Η έλλειψη αμεροληψίας από τον Α δημόσιο υπάλληλο έναντι του Β δημόσιου υπάλληλου πρέπει να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που αναδύονται από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα ή από ασφαλή συμπεράσματα που θα συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.

Για να αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας του Α έναντι του Β δεν είναι αρκετό, από μόνο του το γεγονός ότι ο Α έχει στο παρελθόν και στη διάρκεια της εκτέλεσης των επίσημων καθηκόντων του, κάμει δυσμενείς εμπιστευτικές εκθέσεις για τον Β, ή ότι ο Α έχει με άλλο τρόπο εκφράσει επισήμως μια δυσμενή άποψη σε σχέση με τον Β με αποτέλεσμα ο Β να είχε καταχωρήσει σχετική αγωγή εναντίον του Α, ή ότι ο Β είχε στο παρελθόν δώσει μαρτυρία είτε σε ποινική δίκη ή σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Α (βλ., ανάμεσα σ' άλλα, αποφάσεις του Στ.Ε. 2905/65, 1014/69 και 975/1970 καθώς και Σολέας ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 498)."

Η Χρίστου (πιο πάνω) ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στη Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 946, στην οποία έγινε αναφορά και στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση 1041/69 του Στ.Ε.:

"Επειδή κατά γενικήν αρχήν του δικαίου, τα μέλη του συλλογικού οργάνου της Διοικήσεως δέον όπως παρέχουν εχέγγυα αμερόληπτου κρίσεως.  Ούτω, οσάκις υφίστανται ιδιαίτερος δεσμός ή ιδιάζουσα σχέσις ή εξ έχθρας οξεία αντίθεσις προς τα πρόσωπα εις α αφορά η τιθεμένη προς κρίσιν υπόθεσις ή συμφέρον εις την έκβασιν της υποθέσεως και εφ' όσον ταύτα προκύπτουν σαφώς και ανενδοιάστως εκ των στοιχείων του φακέλου, δημιουργείται τεκμήριον αθεμίτου επηρεασμού του οργάνου, τω λόγω δε τούτω η υπ' αυτού εκδιδομένη πράξις τυγχάνει πλημμελής.

..................................

Πλην όμως ο λόγος ούτος τυγχάνει απορριπτέος, διότι ο αιτών δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωσιν της εχθρικής, ως ισχυρίζεται, έναντι αυτού διαθέσεως του ρηθέντος υποναυάρχου, ουδ' αποδεικνύει ότι αι ως άνω μνημονευόμεναι δυσμενείς δι' αυτόν υπηρεσιακαί ενέργειαί του αυτού υποναυάρχου δεν εγένοντο επί τη βάσει αντικειμενικών, υπηρεσιακών κριτηρίων, αλλ' ωφείλοντο εις έχθραν αυτού έναντι του αιτούντος."

(Βλ. και Κοντεμενιώτης ν. Ρ.Ι.Κ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027 στην οποία κρίθηκε πως η τεταμένη σχέση μεταξύ ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου, που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση ή συμπεριφορά του τελευταίου και που δεν είναι αρεστή, δεν θεμελιώνει προκατάληψη - Βλ. επίσης Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 426).

Στην Σωτηριάδου (πιο πάνω) κρίθηκε ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις της αιτήτριας που είχαν ετοιμασθεί από συγκεκριμένο λειτουργό, ήταν μολυσμένες από προκατάληψη και έλλειψη αμεροληψίας. Υπόβαθρο για το πιο πάνω συμπέρασμα αποτέλεσε η μαρτυρία της αιτήτριας από τη μια και οι εμπιστευτικές εκθέσεις που είχαν ετοιμασθεί από άλλο λειτουργό από την άλλη. Σύμφωνα με την μαρτυρία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, μεταξύ της αιτήτριας και του αξιολογούντος λειτουργού είχαν εκτοξευθεί σοβαρές αλληλοκατηγορίες οι οποίες περιέχοντο σε επιστολές.

Το παράπονο του αιτητή για έλλειψη αντικειμενικότητας σχετίζεται με τις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1989, 1988 και 1987 στις οποίες αξιόλογων λειτουργός ήταν ο Αντώνης Κουταλιανός. Η γενική βαθμολογία του κατά το έτος 1989 και 1987 ήταν "λίαν καλός" (είχε βαθμολογηθεί με 7 "εξαίρετος" και 5 "λίαν καλός"), κατά το 1988, "εξαίρετος" (είχε βαθμολογηθεί με 8 "εξαίρετος" και 4 "λίαν καλός").

Εξέταση της βαθμολογίας του κατά τα αμέσως προηγούμενα έτη αποκαλύπτει ότι στη διάρκεια των ετών 1982-1986 η γενική βαθμολογία του ήταν "λίαν καλός". Επομένως με αξιολογόύντα λειτουργό τον Αντώνη Κουταλιανό, στον οποίο αποδίδει έλλειψη αντικειμενικότητας, η βαθμολογία του αυξήθηκε έστω και μόνο για το έτος 1988. Ωστόσο ο αιτητής δεν έχει εγείρει θέμα έλλειψης αντικειμενικότητας από μέρους του προηγούμενου αξιολογούντος λειτουργού. Του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί δεν είχε παράπονο από τον προηγούμενο αξιολογούντα λειτουργό. Εξήγησε ότι κατά τα τελευταία χρόνια έπρεπε να αυξηθεί η βαθμολογία του επειδή πλησίαζαν οι προαγωγές. Ιδού πως το έθεσε στη μαρτυρία του: "Υπάρχει στη Δημόσια Υπηρεσία η τάση όσο πλησιάζεις προς τις προαγωγές να ανεβαίνουν οι βαθμολογίες. Αν κοιτάξετε και τους υπόλοιπους που αναφέρω στην προσφυγή μου και αυτών τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει η βαθμολογία. Είναι μιά άγραφος πρακτική στη δημόσια υπηρεσία, αν είσαι καλός υπάλληλος, τα τελευταία χρόνια πριν την προαγωγή να ανεβαίνει η βαθμολογία σου και έπρεπε και εμένα να ανεβεί αντίστοιχα με τους άλλους".

Διαπιστώνω, επομένως, ότι το παράπονο του αιτητή κατά του αξιολογούντος λειτουργού επικεντρώνεται στην παράλειψη του τελευταίου να συμμορφωθεί με την "άγραφο πρακτική" ή "τάση" και να ανεβάσει τη βαθμολογία του. Να μην παρουσιάσει δηλαδή την πραγματική εικόνα αλλά μια αναβαθμισμένη εικόνα που να συνάδει με την "άγραφο πρακτική" ή "τάση".

Έχω εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας σε συνάρτηση με το υπόλοιπο υλικό που βρίσκεται ενώπιον μου και την πιο πάνω διαπίστωση μου. Έχοντας να επιλέξω μεταξύ της μαρτυρίας του αιτητή και των δυο λειτουργών του Τμήματος Δασών - Παιονίδη και Κουταλιανού - πάνω στα σημεία στα οποία υπάρχει διάσταση θέσεων προτιμώ χωρίς δισταγμό τη μαρτυρία των τελευταίων, Ήταν πειστική και φυσική και συνάδει με την λογική και την ανθρώπινη πείρα. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα: Ο αιτητής από τη μια φέρει τον αξιολογούντα λειτουργό ως πρόσωπο που είχε το δικό του υπηρεσιακό κύκλο και κρατούσε τον ίδιο - τον αιτητή - σε απόσταση. Από την άλλη τον φέρει να αντιτίθεται στη μετάθεση του και τον φέρει να ευφορείται από έλλειψη αντικειμενικότητας επειδή ο αιτητής σχολίασε τον αριθμό των μιλιών που είχε διανύσει με το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο. Ένας λογικά θα ανέμενε ότι ο αξιόλογων λειτουργός θα ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία τέτοιου υπαλλήλου και όχι να βλέπει εχθρικά τη μετάθεση του.

Κατά την κρίση μου δεν μπορούν να αποδοθούν ευτελή ή αλλότρια κίνητρα και μάλιστα για τους λόγους που επικαλείται ο αι-τητής σε αξιολογούντα λειτουργό ο οποίος κατά το 1988 δίνει την πιο ψηλή γενική βαθμολογία στον αιτητή - "εξαίρετος" - και ο οποίος δεν έχει δώσει γενική βαθμολογία χαμηλότερη από τους προηγούμενους αξιολογούντες λειτουργούς. Δεν υπάρχει, επομένως, ενώπιον μου οποιαδήποτε πειστική μαρτυρία που να θεμελιώνει τον ισχυρισμό για έλλειψη αντικειμενικότητας ή για ύπαρξη προκατάληψης.

Στη συνέχεια θα εξετάσω κατά πόσο η αυξομείωση της βαθμολογίας των πιο πάνω Ε.Μ. και του αιτητή σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα αποκαλύπτει έλλειψη αντικειμενικότητας. Παρατηρώ:

(1) Η αυξομείωση δεν ήταν σημαντική. Η βαθμολογία "εξαίρετος" μειώνετο σε "λίαν καλός", η οποία είναι η αμέσως χαμηλώτερη βαθμολογία, και η βαθμολογία "λίαν καλός" αναβαθμίζετο σε "εξαίρετος".

(2) Στην διαδικασία αξιολόγησης υπαλλήλων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ο υποκειμενικός παράγοντας. Δεν υπάρχουν καθαρά αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης. Ένας αξιόλογων λειτουργός, ο οποίος παρακολουθεί την εν γένει απόδοση και συμπεριφορά ενός υπαλλήλου, στη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους αξιολόγησης, μπορεί έχοντας υπόψη την απόδοση του στα πιο πάνω δυο θέματα - "ικανότητα γραπτής και προφορικής εκφράσεως" - να μειώσει ή να αυξήσει την βαθμολογία του. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα δεν θα χρειάζετο ετήσια αξιολόγηση.

Σε σχέση με το στοιχείο της "νοημοσύνης/ευφυΐας" παρατηρώ ότι όταν οι αξιολογούντες λειτουργοί δίνουν βαθμολογία για το στοιχείο εκείνο δεν υποβάλλουν τους υπαλλήλους σε "δοκιμασία" ("test") νοημοσύνης. Δίνουν την σχετική βαθμολογία με βάση την εν γένει απόδοση και συμπεριφορά του υπαλλήλου. Έχοντας λοιπόν υπόψη και τον ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για δραστική αυξομείωση, δεν βλέπω οτιδήποτε το επιλήψιμο αν ένας αξιόλογων λειτουργός αποφασίσει να αυξήσει ή να μειώσει τη βαθμολογία ενός υπαλλήλου σε σχέση με το στοιχείο της "νοημοσύνης" από "λίαν καλός" σε "εξαίρετος" ή να την μειώσει από "εξαίρετος" σε "λίαν καλός".

Σε σχέση με το Ε.Μ. Καμπούρη του οποίου η βαθμολογία σε σχέση με το στοιχείο της "νοημοσύνης" υποβιβάσθηκε στο "καλός" κατά το έτος 1982 παρατηρώ ότι κατά το έτος εκείνο ο αξιόλογων λειτουργός ήταν διαφορετικός από τους προηγούμενους. Λαμβανομένου υπόψη και του ρόλου του υποκειμενικού παράγοντα και των όσων ανέφερα πιο πάνω η σχετική μείωση της βαθμολογίας δεν αποκαλύπτει έλλειψη αντικειμενικότητας.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή που σχετίζονται με την έλλειψη αντικειμενικότητας και εγκυρότητας των εμπιστευτικών εκθέσεων και των συστάσεων του Διευθυντή δεν έχουν αποδειχθεί. Ακολουθεί πως οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό για ύπαρξη προκατάληψης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί, έχει μείνει μετέωρος και απορρίπτεται.

Η επίδικη απόφαση θα πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Ο έλεγχος θα διεξαχθεί στη βάση του υλικού που βρίσκετο ενώπιον των καθ' ων η αίτηση.

Αρχαιότητα

Ο αιτητής και όλα τα Ε.Μ. βρίσκονται στην ίδια μοίρα σε ό,τι αφορά την θέση που κατείχαν πριν την επίδικη απόφαση. Διορίσθηκαν όλοι στις 15.3.82 στη θέση του Βοηθού Δασικού Λειτουργού. Όσον αφορά την αμέσως προηγούμενη θέση ο αιτητής βρίσκεται στην ίδια μοίρα με τα Ε.Μ. Πολυκάρπου και Χατζηκυριάκου. Υστερεί κατά 6 μήνες των Ε.Μ. Γερασίμου και Καμπούρη. Υπερέχει κατά 15 μήνες των Ε.Μ. Δρουσιώτη και Παπαγεωργίου.

Αξία:

Οι εμπιστευτικές εκθέσεις στο σύνολο τους δίνουν προβάδισμα στα Ε.Μ.

Προσόντα:

Όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα.

Οσάκις η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους,, η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν είναι ανάγκη να καταλήξει ότι υπερέχει έκδηλα των άλλων. Από την άλλη το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει για να παραμερίσει την απόφαση σε σχέση με μια τέτοια επιλογή εκτός εάν ικανοποιηθεί από τον αιτητή σε μια προσφυγή ότι ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί μόνο σε μια τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει επομένως ενεργήσει "καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας". (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85, απόφαση Ολομέλειας).

Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731,741).

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (Αλεξανδρίδου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). Όπως έχει νομολογηθεί η φράση "έκδηλη υπεροχή" σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Χ"Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78).

Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253 και Πετρίδη (πιο πάνω), σελ. 742).

Σε σχέση με την αρχαιότητα η νομολογία έχει με σταθερότητα καθορίσει τον κανόνα ότι αυτή δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο αλλά συσταθμίζεται με την αξία και τα προσόντα. Υπερισχύει μόνο αν τα άλλα δύο κριτήρια, δηλαδή της αξίας και των προσόντων, είναι περίπου ίσα (Βλ. Ε.Δ.Υ. ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).

Στην κρινόμενη υπόθεση ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Η αρχαιότητα του έναντι των πιο πάνω δύο Ε.Μ. δεν μπορούσε να υπερισχύσει επειδή τα άλλα δύο κριτήρια δεν ήταν περίπου ίσα. Όλα τα Ε.Μ. διέθεταν προβάδισμα σε σχέση με το κριτήριο της αξίας. Επιπλέον τα Ε.Μ. είχαν την σύσταση του προϊσταμένου του Τμήματος η οποία συνάδει και με τα ενώπιον των καθ' ων η αίτηση διοικητικά έγγραφα. Η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στο διορίζον όργανο με βάση το ενώπιον της υλικό και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο